Είναι γεγονός ότι η νεολαία σήμερα ενδιαφέρεται βαθύτατα για την πολιτική, γιατί ενδιαφέρεται για το μέλλον της. Θέλει όμως έγκυρη πληροφόρηση και ενημέρωση για τα πολιτικά θέματα. Θέλει άποψη που βγαίνει από ανοικτό και δημοκρατικό διάλογο. Τα ερωτήματα που βάζει η νεολαία είναι αμείλικτα και δεν έχουν απαντηθεί σε δημόσιους διάλογους που γίνονται για καταναλωτικούς σκοπούς. Ερωτήματα όπως: Τι σχέση έχει ο πόλεμος στην Τσετσενία με τα Ίμια, ο πόλεμος στην Βοσνία με το Σκοπιανό, η Διακυβερνητική του Τορίνο με το μέλλον της Ευρώπης, και με το μέλλον της ελληνικής νεολαίας; Ποια είναι η θέση της ελληνοτουρκικής διένεξης στα Ευρωπαϊκά θέματα; Είναι το θέμα της ελληνοτουρκικής αντίθεσης θέμα προσώπων , ή υπάρχουν εγγενή προβλήματα μέσα στην τουρκική κοινωνία και οικονομία, και στις τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις που οδηγούν αναπόφευκτα σε μία επεκτατική τουρκική πολιτική;

Απαντήσεις σε τέτοια προβλήματα θα διαμορφώσουν το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας. Οι επιπτώσεις των αποφάσεων που παίρνουν σήμερα οι πολιτικές ηγεσίες θα φανούν μετά από 15 και 20 χρόνια. Σ” αυτές τις αποφάσεις η νεολαία δεν θέλει να είναι απούσα. Θέλει να δώσει το πολιτικό παρόν , να διαμορφώσει τους όρους του πολιτικού διαλόγου και να δώσει τη δική της προοπτική για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Η νεολαία διψά για ουσιαστικό πολιτικό διάλογο. Τα κόμματα θα πρέπει να προσαρμοστούν σ’ αυτές τις νέες συνθήκες.

Το δεύτερο ερώτημα που θέτει η νεολαία, είναι αν πράγματι μπορούν οι πολιτικοί, τα κόμματα, αλλά και η ίδια η νεολαία να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις. Αν η πολιτική μπορεί ν’ αλλάξει τις προοπτικές, να διαμορφώσει το μέλλον ή αν και η ίδια η πολιτική έχει ολοκληρώσει την πορεία της και δεν μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Το παραπάνω ερώτημα η νεολαία το θέτει ρητορικά. Κατά βάθος πιστεύει ότι η πολιτική μπορεί να διαμορφώσει το παρόν και το μέλλον, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Και αν ασκεί κάποια κριτική, είναι για τους όρους λειτουργίας των κομμάτων που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο, στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας της μεταπολεμικής περιόδου και της βιομηχανικής ανάπτυξης των μαζικών κινημάτων. Ένα πρότυπο που σβήνει σε παγκόσμιο επίπεδο και όπου τώρα διαμορφώνονται νέοι όροι για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας. Τα κόμματα θα πρέπει να αντιδράσουν και να διαμορφώσουν νέους όρους πολιτικής λειτουργίας, αν δεν θέλουν να ξεπερασθούν από τα γεγονότα και τις εξελίξεις.

Πρώτα απ” όλα, η περίοδος του ιδεολογικού αφοπλισμού της αριστεράς που χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’80 και την πρώτη πενταετία του ’90, σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά κυρίως στη Δυτ. Ευρώπη, έχει διανύσει την πορεία της. Αρχίζουν μέσα στις κοινωνίες της Ευρώπης αλλά και της Βόρειας Αμερικής να ξαναπροβάλλουν κοινωνικές δυνάμεις που αναζητούν μια προοδευτική πολιτική έκφραση. Ο μύθος του φιλελευθερισμού, ότι η αγορά λύνει όλα τα προβλήματα, έχει χάσει την αξιοπιστία που είχε κάποτε. Η ανεργία, η περιθωριοποίηση των νέων, η κοινωνία των δύο τρίτων, η αλλοτρίωση της συνείδησης και της σκέψης, έχουν δημιουργήσει συνθήκες που δε λύνονται με το συντηρητικό μύθο. Οι προοδευτικές δυνάμεις στην κοινωνία ανασυντάσσονται για μια νέα προοδευτική πολιτική πρόταση. Η νεολαία έχει το προνόμιο να ζει το τέλος μιας σύντομης συντηρητικής κυριαρχίας, που διήρκησε 15-20 χρόνια, και τη γέννηση μιας νέας προοδευτικής περιόδου, που, έχοντας μάθει από τις εμπειρίες του παρελθόντος, απευθύνεται, όχι στις συνήθειες και την αγκύλωση του χθες, αλλά στην προοπτική και την αισιοδοξία του αύριο.

Θέματα καθαρά ιδεολογικά θα πρέπει, επομένως, να απασχολήσουν τα κόμματα. Το επόμενο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, που θα γίνει σε λίγους μήνες δε θα πρέπει να είναι ένας χώρος προσωπικών αντιπαραθέσεων ή συζήτησης οργανωτικών θεμάτων, αλλά θα πρέπει να είναι ένα πεδίο διαλόγου για βασικές πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις. Ο τόπος χρειάζεται, πάνω απ” όλα, μία νέα προοδευτική πολιτική πρόταση, ένα ξεκαθάρισμα των θέσεων, για την προοπτική και την ενότητα του προοδευτικού χώρου.

Το πρόβλημα της Ελλάδας πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων. Η Ελλάδα έχει ένα ξεχωριστό προνόμιο, αλλά και ένα ιδιαίτερο πρόβλημα. Είναι σε μια γεωπολιτική περιοχή ιδιαίτερα ευαίσθητη για τις παγκόσμιες πολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές ισορροπίες. Η Ελλάδα δεν είναι σαν την Ολλανδία ή την Ισπανία, διότι βρίσκεται στο μεγάλο σταυροδρόμι ανάμεσα στο βορρά και το νότο, ανατολή και δύση, της μεγάλης κίνησης του εμπορίου, της διασταύρωσης των ιδεών και των πολιτισμών .

Ο πολυκεντρικός σχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας έχει δημιουργήσει οικονομικούς πόλους σε συνεχή ανταγωνισμό. Υπάρχει ο πόλος της Β. Αμερικής, με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και το Μεξικό, της ΕΕ, της Ιαπωνίας με τις γειτονικές χώρες, αλλά και της Κίνας, που τώρα αναδύεται, και της Ρωσίας, που κάποια στιγμή στο μέλλον θα ξαναγίνει, εκ των πραγμάτων, ένας μεγάλος οικονομικός και πολιτικός πόλος. Αυτό το πολυκεντρικό σύστημα, που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, ανταγωνισμό και ρευστότητα, έχει ένα στοιχείο που δεν έχει τονιστεί αρκετά, αλλά έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα: την εκμετάλλευση του πετρελαίου.

Η νέα κοινωνία στηρίζεται στην ενέργεια και βασική πηγή ενέργειας είναι το πετρέλαιο. Τα μεγαλύτερα κοιτάσματα βρίσκονται στη Μ. Ανατολή και πρόσφατα έχουν ανακαλυφθεί μεγάλες ποσότητες γύρω από την Κασπία Θάλασσα. Η κρίση του ’74 δημιούργησε τις αρχές της παγκόσμιας κρίσης και το άνοιγμα σε μια νέα εποχή, στη λεγόμενη νέα τάξη πραγμάτων. Η καινούρια πετρελαϊκή κρίση δε θα αργήσει να έρθει. Σήμερα, ένα 15% του παγκόσμιου πληθυσμού, οι αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, καταναλώνουν το 80% της παγκόσμιας παραγωγής ενέργειας. Παράλληλα, ο τρίτος κόσμος αναπτύσσεται με ταχύτατο ρυθμό και οι ανάγκες του για άφθονη και φθηνή ενέργεια μεγαλώνουν. Η Κίνα έχει 1.200 εκ. κατοίκους σήμερα (και σε 30 χρόνια 2 δις). Αν προστεθούν και τα 1.5 δις της Ινδίας, προκύπτει ένα τεράστιο νούμερο πολλαπλάσιο από αυτό της Ευρώπης και της Β. Αμερικής, που θα απαιτήσει πρόσβαση σε πηγές ενέργειας. Το θέμα της ενέργειας είναι κάτι που θα απασχολήσει τις σύγχρονες κοινωνίες, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό, επίπεδο, τις επόμενες δεκαετίες. Το ποιος θα έχει στην κατοχή του τις πηγές ενέργειας, το πώς και από πού θα μεταφερθεί η ενέργεια στις χώρες κατανάλωσης είναι ένα θέμα κατ” εξοχήν πολιτικό.

Σήμερα, τα θέματα αυτά λύνονται με αδιαφανείς συμφωνίες πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου και συνεννοήσεις ανάμεσα στα κράτη. Αυτές οι αποφάσεις, που παίρνονται έξω από τα θεσμικά όργανα κρατών ή και υπερεθνικών οργανισμών , θα προσδιορίσουν το μέλλον και την ασφάλεια στην περιοχή. Για παράδειγμα, από πού θα περάσει ο πετρελαιαγωγός της Κασπίας για να βγει στην Ευρώπη έχει τεράστια σημασία για τη γεωπολιτική ανάπτυξη της περιοχής. Αν ο πετρελαιαγωγός Μπούργκας – Αλεξανδρούπολη, βρεθεί υπό τον έλεγχο Ρωσίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας, αυτό θα έχει διαφορετικές γεωπολιτικές επιπτώσεις από μία εναλλακτική στην οποία θα περνούσε από την Τσετσενία, την Τουρκία και θα έβγαινε στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας, βόρεια της Κύπρου. Οι πολιτικές δυνάμεις που θα γεννηθούν στη μία περίπτωση ή την άλλη, τα συστήματα συλλογικής ασφάλειας για την εξασφάλιση της μεταφοράς του πετρελαίου θα είναι εντελώς διαφορετικά. Οι πολιτικές κινήσεις και η αστάθεια στην περιοχή δεν εξηγούνται εύκολα τώρα, αλλά θα είναι αυτονόητες αυτές οι πολιτικές διαφορές σε 10 χρόνια. Πρέπει να εξετάσει κανείς τη σημερινή κατάσταση της περιοχής με τους όρους που θα διαμορφώσουν τις οικονομικές και πολιτικές ισορροπίες σε 10-15 χρόνια.

Η Ελλάδα έχει μία πολυδιάστατη πολιτική προσωπικότητα, που της δημιουργεί θετικές προοπτικές αλλά και συγκεκριμένα προβλήματα. Είναι μέλος της ΕΕ, της ΔΕΕ και του ΝΑΤΟ. Βρίσκεται όμως, σε μια περιοχή που είναι σφαίρα ανοιχτών η υπόγειων ανταγωνισμών ανάμεσα στους μεγάλους οικονομικούς πόλους.

Δεν είναι τυχαίο που στα Βαλκάνια σήμερα υπάρχει αστάθεια. Οι βαλκανικοί λαοί, από μόνοι τους, θα μπορούσαν να ζήσουν με ειρήνη και συνεργασία. Η έλλειψη μιας κοινής Ευρωπαϊκής πολιτικής για τα Βαλκάνια οδήγησε, σε μεγάλο βαθμό, στην τραγωδία της Γιουγκοσλαβίας και τη διάλυση της Βοσνίας. Υπήρχε Γερμανική, Γαλλική, Βρετανική πολιτική, αλλά όχι ενιαία εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Παράλληλα, οι ΗΠΑ έκαναν την παρουσία τους αισθητή. Οι αμερικανικές εταιρείες ενέργειας και πετρελαίου έχουν τη δική τους άποψη για τη διαμόρφωση των ισορροπιών στην περιοχή, για την εξασφάλιση της μεταφοράς της ενεργειακής δύναμης και για τα Βαλκάνια και τη Μ. Ανατολή. Η Ρωσία έχει δώσει ένα αδύνατο πολιτικό παρόν στις παρούσες εξελίξεις, αλλά δεν παύει και αυτή να είναι ένας παίχτης σε ένα ανταγωνισμό που γίνεται όλο και περισσότερο αμείλικτος. Η προοπτική της Ελλάδας στα πλαίσια αυτών των ανταγωνισμών και των ισορροπιών είναι θετική.

Η Ελλάδα μπορεί να γίνει κέντρο διεθνών οικονομικών πρωτοβουλιών, για την αγορά της ΝΑ Ευρώπης ή των Βαλκανίων , εκμεταλλευόμενη και την ιδιότητά της ως μέλος της ΕΕ. Η Θεσσαλονίκη, ιδιαίτερα, μπορεί και γίνεται καθημερινά το οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων. Μπορούμε να προσβλέπουμε σε ένα μέλλον όπου η Θεσσαλονίκη θα είναι η οικονομική πρωτεύουσα μιας Βαλκανικής οικονομίας που περιφερειακά θα συνδέεται με την ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση, το πεδίο είναι ανοικτό, αρκεί να αναπτύξουμε μια πολυμερή και ενεργό διπλωματία, η οποία θα συνδυάσει, από τη μια μεριά την Ευρωπαϊκή διάσταση της Ελλάδας και από την άλλη μεριά τις καλές, παραδοσιακές και στενές σχέσεις της Ελλάδας, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά, με τους Βαλκανικούς λαούς. Οι χειρισμοί που πρέπει να γίνουν είναι ιδιαίτερα λεπτοί, αλλά στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στους μεγάλους οικονομικούς πόλους, ΕΕ, Β. Αμερική και Ρωσία, δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερες δυσκολίες για την Ελλάδα ώστε να περάσει την δική της θέση και να παίξει αυτόν τον καταλυτικό ρόλο στα Βαλκάνια, που θα της δώσει μια αυξημένη οικονομική και εθνική ισχύ. Ακόμα, η Ελλάδα μπορεί να πάρει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την συλλογική ασφάλεια στα Βαλκάνια και την πολυμερή αμυντική συνεργασία των Βαλκανικών κρατών στην περιοχή. Αυτό είναι ένα θέμα που θα απαιτήσει αρκετό χρόνο. Μόνο με αυξημένη οικονομική και διπλωματική ισχύ μπορεί η Ελλάδα να περάσει τα δικά της θέματα στην περιοχή της Βαλκανικής. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ζητήματα όπως το Σκοπιανό μπορούν να λυθούν με έναν τρόπο που δικαιώνει τις δικές μας πάγιες εθνικές θέσεις. Στο χώρο των Βαλκανίων, το έδαφος είναι πρόσφορο. Ο ορίζοντας είναι ανοικτός και εναπόκειται σε μας η διαμόρφωση μίας εξωτερικής πολιτικής με επιθετική οικονομική διάσταση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος και να παίξει η Ελλάδα το συνδετικό ρόλο ανάμεσα στην ΕΕ και στα Βαλκάνια, όπως η Δανία παίζει αυτό το ρόλο για την ΕΕ σε σχέση με τις χώρες της Βαλτικής.

Ενώ τα πράγματα προδιαγράφονται αισιόδοξα για την Ελλάδα, στην ενδοχώρα της Βαλκανικής, τα προβλήματα εξ” ανατολών παραμένουν και γίνονται ολοένα και πιο απειλητικά. Θα ήταν μια ψευδαίσθηση για την Ελλάδα να θεωρεί την Ελληνοτουρκική διαφορά ως ένα φαινόμενο συγκυριακό, που μπορεί να λυθεί με καλές διαθέσεις και με διάλογο. Ο Τουρκικός επεκτατισμός είναι αποτέλεσμα εγγενών δομικών διαδικασιών μέσα στην Τουρκική κοινωνία και στην Τουρκική οικονομία και δεν αλλάζει ούτε με διάλογο, ούτε με δείγματα καλής συμπεριφοράς. Θα αλλάξει μόνον αν αλλάξουν οι εσωτερικές ισορροπίες και οι δυνάμεις μέσα στην Τουρκία που δίνουν στην Κεμαλική κληρονομιά της Τουρκίας έναν ιδιάζοντα επεκτατικό ρόλο, κυρίως εις βάρος του Ελληνισμού στην Κύπρο, στο Αιγαίο και στη Θράκη. Έτσι λοιπόν, είναι αναγκασμένη η Ελλάδα να θεωρεί την τουρκική απειλή ως υπαρκτή απειλή, την οποία δεν μπορεί να παραμερίσει με διπλωματικές δηλώσεις ή ψηφίσματα, αλλά την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίσει σοβαρά.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα είναι ότι άλλες οικονομικές δυνάμεις βλέπουν διαφορετικά το ζήτημα αυτό και πιστεύουν ότι, για αυτές τις δυνάμεις, η Τουρκία μπορεί να παίξει ένα διαφορετικό ρόλο στην περιοχή. Οι απόψεις αυτές έχουν αποκρυσταλλωθεί από χρόνια στις πρωτεύουσες πολλών ισχυρών χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής. Το γεγονός ότι η χώρα μας πρέπει να σταθεί μόνη της και να αντιμετωπίσει μια απειλή, και το γεγονός ότι πρέπει να επιμείνουμε στους Διεθνείς Οργανισμούς και στην ΕΕ, για να αποκαλύψουμε ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις και οι επιδιώξεις της Τουρκίας, πρέπει να μας οδηγήσει στη συγκρότηση ενός δυνατού εσωτερικού, πατριωτικού μετώπου, στη διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής που ενώνει όλο το πολιτικό φάσμα του τόπου. Είναι ιδιαίτερα αρνητική η έναρξη διαλόγου, άνευ όρων, με μια χώρα που έχει επανειλημμένα δείξει τις πραγματικές της διαθέσεις, την περιφρόνηση της στο Διεθνές Δίκαιο και τις Διεθνείς Συνθήκες, την περιφρόνηση της στα ανθρώπινα δικαιώματα και την εμμονή της σε μια πολιτική συρρίκνωσης του Ελληνισμού. Σ” αυτή την εναλλακτική του διαλόγου, προτείνεται μια διαφορετική πολιτική.

Η πρώτη προϋπόθεση μιας αποτελεσματικής εναλλακτικής πολιτικής είναι μια ισχυρή αποτρεπτική δύναμη των ΕΔ. Αυτό σημαίνει ότι ο αντίπαλος κατανοεί ότι, αν επιδιώξει κινήσεις εις βάρος της Ελλάδας το ανθρώπινο, πολιτικό, οικονομικό, και εθνικό κόστος γι “ αυτόν που παραβιάζει τα εθνικά συμφέροντα της χώρας θα είναι πολλαπλάσιο από το κόστος της χώρας που αμύνεται. Για μια αποτρεπτική πολιτική, έχουμε ανάγκη από ισχυρές και αποτελεσματικές ΕΔ. Αυτές δεν συγκροτούνται μόνο με εξοπλισμούς και με μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό και αξιωματικούς. Ισχυρές ΕΔ συγκροτούνται από τα στρατευμένα νιάτα της Ελλάδας. Στη μεταπολεμική περίοδο κυριάρχησε η αντίληψη ότι ο στρατός είναι ένα αναγκαίο κακό. Τα τελευταία γεγονότα, όμως, έχουν καταδείξει ότι η απειλή είναι υπαρκτή και ότι αν θέλουμε να αποτρέψουμε τον πόλεμο θα πρέπει να συγκροτήσουμε και να συντηρήσουμε ισχυρές ΕΔ. Μόνο τότε θα μπορέσει η χώρα μας να πάει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να μιλήσει με πειστικότητα και αποτελεσματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι το Ισραήλ κατάφερε να περάσει τις δικές του εθνικές θέσεις γιατί είχε τεράστια αποτρεπτική δύναμη.

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι η χώρα χρειάζεται μια σειρά από αμυντικές συμμαχίες με χώρες που αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα. Η Τουρκία έχει καταφέρει να έχει κακές σχέσεις με όλους τους γείτονές της, με τη Ρωσία, με το Ιράν, με την Αρμενία, με τη Συρία και με τη Βουλγαρία. Το γεγονός, λοιπόν, ότι οι αντιπαλότητες δεν είναι μονοδιάστατες, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνοτουρκικό, αλλά είναι ένα ευρύτερο πρόβλημα στην περιοχή, σημαίνει ότι μια εμπνευσμένη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας θα μπορεί να αναζητήσει διεθνή στηρίγματα, έξω από τις παραδοσιακές στρατιωτικές και οικονομικές συμμαχίες όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Η αύξηση των διεθνών ερεισμάτων βελτιώνει σημαντικά την εθνική μας διαπραγματευτική ισχύ.

Τέλος, η τρίτη προϋπόθεση είναι μια επίμονη και επίπονη διαπραγματευτική καμπάνια της Ελλάδας στη Ευρώπη και στην Αμερική, για να αποκαλυφθούν οι πραγματικές προθέσεις της Τουρκίας.

Πρόσφατα ο νέος πρωθυπουργός, ο κ. Γιλμάζ, έκανε μια ευφυή διπλωματική κίνηση φιλίας προς την Ελλάδα, που έλαβε θετική ανταπόκριση από ορισμένους αφελείς, εντός και εκτός της Ελλάδας. Στο Συμβούλιο Υπουργών της ΕΕ, όμως, αποδείχθηκε ότι η πρόταση Γιλμάζ ήταν μια τακτική κίνηση, κενή ουσιαστικού περιεχομένου, γιατί η Τουρκία έδειξε στους Ευρωπαίους ότι δεν είναι διατεθειμένη να λειτουργήσει μέσα στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου. Δεν είναι διατεθειμένη να ξεφύγει από την έννοια του casus belli για την επίλυση διαφορών και έμεινε μακριά από προτάσεις επίλυσης των διαφορών μέσα από το Διεθνές Δίκαιο και το Δικαστήριο της Χάγης. Αυτό είναι ένα επίτευγμα της ελληνικής διπλωματίας και θα πρέπει να συνεχιστεί, για να γίνει επιτέλους κατανοητό και στον τελευταίο πολίτη της Ευρώπης και της Αμερικής ότι η Τουρκία, με αυτούς τους όρους, δεν είναι αξιόπιστος εταίρος. Όταν η Τουρκία αντιμετωπίσει σθεναρή αποτρεπτική δύναμη από την Ελλάδα, σθεναρή και συντονισμένη στάση από όλες τις γειτονικές της χώρες, και όταν στα συμβούλια των Ευρωπαϊκών και παγκόσμιων Οργανισμών γίνει κατανοητό ότι η Κεμαλική πολιτική είναι επεκτατική, τότε οι πιέσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας θα είναι τεράστιες για την ανατροπή αυτής της πολιτικής και για μια βασική αναθεώρηση της τουρκικής θέσης, που θα πρέπει, επιτέλους, να κατανοήσει ότι η προσέγγισή της στο σύγχρονο κόσμο και στην Ευρώπη αναγκαστικά περνάει από την Ελλάδα.

Η εικόνα που δίνουμε τον τελευταίο καιρό, ως έθνος, προβάλλει ένα αρνητικό μήνυμα προς τα έξω. Χρειάζεται συγκροτημένη πολιτική, ώστε να πειστεί όλος ο κόσμος ότι ο ελληνικός λαός ακολουθεί μια μακροχρόνια εθνική στρατηγική, ανεξάρτητη από τα πρόσωπα που βρίσκονται στην κυβέρνηση και στην πολιτική ηγεσία και από τα κόμματα που κυβερνούν, και ότι αυτή η εθνική στρατηγική παραμένει αμετάβλητη, με στόχους σταθερούς. Αλλά, για να πραγματοποιηθεί αμυντική και εξωτερική πολιτική αυτού του είδους, χρειάζεται ένα δυνατό εσωτερικό μέτωπο. Αυτό προϋποθέτει κοινωνική συνοχή, και για να υπάρξει κοινωνική συνοχή χρειάζονται βελτιωμένες οικονομικές συνθήκες. Χρειάζεται οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη για να υπάρξει ένας λαός που να έχει την πεποίθηση ότι το αύριο θα είναι καλύτερο από το σήμερα, και μια νεολαία, η οποία δε θα έχει φόβους για την ασφάλεια της. Καμία χώρα, σε Καμία εποχή δεν μπόρεσε να ασκήσει πετυχημένη εξωτερική πολιτική χωρίς να έχει πετύχει εσωτερική συνοχή και μια θετική προοπτική της κοινωνίας. Πάνω απ” όλα, το πρόβλημα της ανάπτυξης είναι το κυρίαρχο θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει τα πολιτικά κόμματα και τη νεολαία τώρα, και για τα επόμενα χρόνια.

Ενώ στο θέμα της εθνικής στρατηγικής μπορούμε να έχουμε μια ενιαία θέση, είναι φυσικό ότι στο θέμα της ανάπτυξης, τα κόμματα θα έχουν διαφορετικές τοποθετήσεις. Υπάρχει η συντηρητική και η προοδευτική προσέγγιση στην ανάπτυξη. Για τα οικονομικά και κοινωνικά θέματα θα συνεχιστούν και η αντιπαράθεση και ο πολιτικός διάλογος των κομμάτων για το τι πρέπει να γίνει. Το πρόβλημα με τον πολιτικό διάλογο στον τόπο μας, μέχρι στιγμής, είναι ότι δε μιλάμε τόσο για τα βασικά ζητήματα όσο για τα φαινόμενα ενός προβλήματος.

Υιοθετούμε ευρωπαϊκές συνήθειες και ευρωπαϊκά πρότυπα κατανάλωσης, με ένα επίπεδο παραγωγικότητας που φθάνει μόλις το 60% της παραγωγικότητας των Ευρωπαίων. Το πρόβλημα που θα κληρονομήσει η νεολαία θα είναι το πώς θα καλύψει αυτή τη διαφορά και το πώς θα οργανωθεί η οικονομία καλύτερα για να αυξηθεί η παραγωγικότητά μας από το 60% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου που είναι σήμερα, στο 100%. Διότι αν δε γίνει αυτό, δύο πράγματα μπορούν να συμβούν. Είτε θα μειωθεί το επίπεδο της κατανάλωσης στην Ελλάδα κατά 40%, πράγμα που είναι απευκταίο, είτε θα αρχίσει πάλι μια μαζική έξοδος των νέων, ένα καινούργιο κύμα μετανάστευσης στο εξωτερικό, σαν το κύμα που αντιμετώπισε η γενιά της δεκαετίας του ’50 και του ’60, πράγμα ανεπιθύμητο. Συνεπώς, ανάπτυξη σημαίνει αύξηση της παραγωγικότητας. Η διαφωνία για το θέμα της ανάπτυξης ανάμεσα στην συντηρητική αντίληψη και στην προοδευτική πρόταση είναι ότι οι συντηρητικοί έχουν εκχωρήσει τη διαδικασία της ανάπτυξης αποκλειστικά, ή σχεδόν αποκλειστικά, στη διαδικασία της αγοράς, ενώ οι προοδευτικοί, που στηρίζονται μεταξύ άλλων, και στη διαδικασία της αγοράς, θεωρούν το θέμα της ανάπτυξης, θέμα βαθύτατα πολιτικό. Τα θέματα που τίθενται πρέπει να λυθούν, όχι στο πλαίσιο του ανταγωνισμού της αγοράς, αλλά στο πλαίσιο της πολιτικής δημοκρατίας.

Το βασικό πρόβλημα της ανάπτυξης δεν είναι αυτό που συνήθως παρουσιάζεται, δηλαδή το θέμα του εργατικού δυναμικού και του κεφαλαίου. Το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας είναι από τα καλύτερα στην Ευρώπη. Ένας αντικειμενικός κριτής θα διαπιστώσει ότι το επιστημονικό δυναμικό της Ελλάδας είναι θαυμάσιο, όχι τόσο υπό τη μορφή της εκπαίδευσης, αλλά υπό την μορφή της προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Γι’ αυτό, Έλληνες επιστήμονες, όταν έχουν ευκαιρίες, μεγαλουργούν. Δυστυχώς όμως, οι ευκαιρίες αυτές τους παρουσιάζονται συνήθως όταν πηγαίνουν στο εξωτερικό. Υπάρχει επίσης άφθονο κεφάλαιο στην Ελλάδα. Είναι ένας ακόμη μύθος του συντηρητισμού η άποψη ότι δεν υπάρχουν κεφάλαια. Το κεφάλαιο αφθονεί, υπάρχει ένα Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, το λεγόμενο πακέτο Ντελόρ, που δεν μπορούμε να το απορροφήσουμε ικανοποιητικά. Υπάρχουν πάνω από 20 δις δολ. σε καταθέσεις στο εξωτερικό. Το κράτος μπορεί να είναι φτωχό, το Δημόσιο μπορεί να έχει ελλείμματα, αλλά κεφάλαιο για επενδύσεις υπάρχει. Πρόκειται για μια χώρα που διαθέτει όλους τους συντελεστές που χρειάζονται για την ανάπτυξη. Εργατικό και επιστημονικό δυναμικό και κεφάλαιο. Αυτό που δεν υπάρχει είναι η καλλιέργεια της παιδείας και της οργάνωσης. Η παιδεία, γενικώς, από το Δημοτικό Σχολείο, κατευθύνει και επιβραβεύει το άτομο όχι τόσο με βάση το αποτέλεσμα αλλά με βάση την εμφάνιση. Η Ελληνική κοινωνία δεν είναι μια κοινωνία που αναζητά αποτέλεσμα από μια προσπάθεια, είναι μια κοινωνία που εντυπωσιάζεται περισσότερο από τα φαινόμενα και τις δημόσιες σχέσεις. Σπάνια στη δημόσια ζωή εξετάζονται αυστηρά τα δημόσια πρόσωπα, όχι με βάση αυτό που λένε ότι είναι ή με αυτό που παρουσιάζουν ότι είναι, αλλά με βάση αυτό που πραγματικά έχουν κάνει. Θα χρειαστεί, επομένως, μια ριζική αλλαγή στις αξίες και στην κοινωνική παιδεία για να μπορέσουμε να αυξήσουμε την παραγωγικότητα μας και να προχωρήσουμε μπροστά.

Παρατηρείται το φαινόμενο, εργάτες “Ελληνες, στο εξωτερικό, να συγκαταλέγονται στους καλύτερους εργάτες μιας χώρας. Σε πολλά πανεπιστήμια στο εξωτερικό, ανάμεσα στους καλύτερους επιστήμονες, συγκαταλέγονται “Ελληνες, που αν γυρίσουν στον τόπο τους, θα αντιμετωπίσουν αντίδραση στην προσπάθεια να παράγουν αποτέλεσμα. Αυτή η αντίληψη θα πρέπει να αλλάξει. Κι αυτό είναι θέμα παιδείας όχι στα πανεπιστήμια, αλλά στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο και στην οικογένεια. Πρέπει να τονιστεί πόσο πολιτικό και πόσο κοινωνικό είναι το θέμα της ανάπτυξης και γιατί μια προοδευτική πρόταση θα πρέπει ν” αρχίσει από αυτά τα θέματα, από αυτές τις αλλαγές. Μια προοδευτική, ριζοσπαστική πρόταση θα πρέπει να αποδεχθεί ότι πολλά που έχουν γίνει στο χώρο της οργάνωσης και της οικονομίας, στο χώρο δηλαδή γενικά της ανάπτυξης, αποτελούν ένα κτίριο κατεδαφιστέο, στη θέση του οποίου θα πρέπει να μπουν καινούρια θεμέλια. Σ” αυτό το χώρο δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια οριακών μεταρρυθμίσεων. Θα πρέπει να λειτουργήσουμε πάνω σε μια τελείως διαφορετική βάση: παραγωγικότητα -ανάπτυξη -παιδεία. Αλλά, οι συντηρητικοί υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη παίρνει πολλά χρόνια, και όσο διαρκεί η ανάπτυξη, οι ανισότητα στη διανομή του εισοδήματος είναι αναγκαιότητα. Αυτή η συντηρητική αντίληψη είναι ένας μύθος. Σε όλες τις κοινωνίες όπου συντελέστηκε μια αποτελεσματική ανάπτυξη, αυτή συνοδεύτηκε από μια έντονη κοινωνική πολιτική αναδιανομής του πλούτου και του εισοδήματος. Το θεώρημα ότι δεν μπορεί να γίνει αναδιανομή του εισοδήματος, γιατί δεν υπάρχουν πλεονάσματα πόρων και κεφάλαια είναι λαθεμένη. Η αναδιανομή δεν γίνεται από το πλεόνασμα της κοινωνίας, αλλά, αντίθετα γίνεται μέσα από μια ενεργό δημοσιονομική πολιτική, που μεταφέρει πόρους στα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας.

Για πρώτη φορά, τα τελευταία χρόνια, στην Ελλάδα, αρχίζουμε να βλέπουμε μια διαίρεση της κοινωνίας σε πολύ πλούσιους και σε πολύ φτωχούς. Φτώχια υπήρχε πάντοτε στην Ελλάδα, υπήρχε όμως η προοπτική ότι κάθε χρόνο το βιοτικό επίπεδο της οικογένειας βελτιωνόταν. Εδώ και μερικά χρόνια, όμως, υπάρχουν νοικοκυριά που βλέπουν κάθε χρόνο το βιοτικό τους επίπεδο να πέφτει ενώ ορισμένες νέες ομάδες στην κοινωνία θησαυρίζουν. Αυτά τα χρήματα δεν έχουν βγει μέσα από την παραγωγική διαδικασία ούτε μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά έχουν βγει μέσα από μια μεταπρατική οικονομία και από την παραοικονομία της χώρας. Αυτή η διαίρεση της κοινωνίας σε δύο άκρα μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτικές κοινωνικές και οικονομικές καταστάσεις και πρέπει να αποτραπεί. Θα πρέπει λοιπόν ένα πρόγραμμα ανάπτυξης, πέρα από μια βασική αναθεώρηση των αξιών στην κοινωνία και μέσα από μια ενεργό πολιτική του κράτους, να συνοδευτεί από μια δυνατή ανακατανομή του εθνικού πλούτου και του εισοδήματος.

Η προοδευτική, σοσιαλιστική πρόταση δε μιλάει για ίση κατανομή του εισοδήματος και ίσο αποτέλεσμα, και αυτό θέλει προσοχή. Μακροπρόθεσμα, όταν οι ανάγκες του ατόμου θα έχουν καλυφθεί μπορεί να υπάρχουν κοινωνίες όπου θα επικρατεί μια ίση κατανομή του κοινωνικού αποτελέσματος. Το ζητούμενο όμως σήμερα είναι κάτι άλλο. Αυτό που ζητάει η προοδευτική πρόταση είναι ίση ευκαιρία εκκίνησης. Αυτό που συντελείται σήμερα είναι η ανισότητα στην εκκίνηση και η μεγαλύτερη είναι στο χώρο της παιδείας, όπου, παράλληλα με τη Δημόσια παιδεία, αναπτύσσονται ειδικά συστήματα προνομιακών μεταχειρίσεων παιδιών, έτσι που όταν αρχίσει η εκκίνηση των ενηλίκων στην αγορά της εργασίας να μην έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες. Αυτό που ζητάει μια προοδευτική πρόταση είναι μια μέριμνα του κράτους έτσι ώστε όταν όλοι αρχίζουν να λειτουργούν μέσα στην παραγωγή, να έχουν ίσες ευκαιρίες εκκίνησης, για να πραγματοποιήσουν το δυναμικό που έχει ο καθένας μέσα του. Το δυναμικό που έχει ο καθένας μπορεί να διαφέρει, αλλά αυτό που δημιουργεί την αποξένωση είναι η αίσθηση ότι το δυναμικό αυτό δεν έχει χρησιμοποιηθεί διότι η πολιτεία δεν έχει φροντίσει για τη σωστή εκπαίδευσή αυτού του δυναμικού, ώστε να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες.

Οι Κινέζοι έχουν μια παροιμία που λέει: «Μακάρι να ζεις σε ενδιαφέροντες καιρούς». Οι καιροί που ζούμε δεν είναι εύκολοι. Είναι καιροί αναταραxής, καιροί προκλήσεων, είναι καιροί προοπτικής. Αν κινηθούμε στο εσωτερικό δυναμικά με βάση μια προοδευτική πρόταση για την ανάπτυξη, μπορεί να υπάρξει ένα καινούριο δυναμικό ξεκίνημα στον 21ο αιώνα. Η συνταγή είναι απλή αλλά θα πρέπει να ακολουθηθεί. Στα εθνικά ζητήματα πρέπει να είμαστε ενωμένοι και αποφασιστικοί και να μην πτοηθούμε από τις πιέσεις που μας ασκούν. Υπάρχει λύση για τα εθνικά μας θέματα και μπορούμε να κερδίσουμε τη διπλωματική μάχη. Στο θέμα της ανάπτυξης θα πρέπει να προχωρήσουμε με ταχύ ρυθμό. Οι μικρομεταρρυθμίσεις δεν αρκούν. Χρειάζεται μια ριζική αλλαγή πορείας στο κοινωνικό και οικονομικό πρόγραμμα της ανάπτυξης, που πρέπει να συνοδεύεται και από μια πολιτική αναδιανομής του εθνικού πλούτου και του εισοδήματος, ώστε να αμβλυνθούν οι μεγάλες ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί στην κοινωνία μας.

Αν γίνουν αυτά, στα επόμενα χρόνια τότε, στην επόμενη δεκαετία, θα είμαστε μια χώρα που θα έχει προχωρήσει μπροστά. Αν μείνουμε πίσω σε αυτά τα θέματα και εξακολουθήσουμε να συζητάμε χωρίς να δρούμε, η κληρονομιά θα είναι βαρύτερη για τις επόμενες γενιές. Με την πολιτική συμμετοχή των νέων θα πάμε μπροστά και θα μπορέσουμε να λύσουμε τα προβλήματα που έχουμε, γιατί οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται είναι πολλές.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn