Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα για το μέλλον της χώρας μας και της Ευρώπης είναι η Διακυβερνητική Διάσκεψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά με το θέμα αυτό πρέπει να τεθεί ένα γενικότερο πολιτικό πλαίσιο προς συζήτηση.

Λέγεται συχνά ότι ο λαός έχει απομακρυνθεί από την πολιτική γιατί τα πολιτικά ζητήματα που συζητιούνται δεν τον αφορούν. Αν αυτό αληθεύει, τότε η έλλειψη ενδιαφέροντος για τα θέματα της Διακυβερνητικής του ’96 θα έπρεπε να αποτελεί παράδοξο, γιατί εδώ θα βρεθούμε μπροστά σε σκληρές διαπραγματεύσεις και σημαντικές εξελίξεις, οι οποίες θα σφραγίσουν το μέλλον της Ευρώπης και της πατρίδας μας.

Παρατηρείται, βεβαίως, μια σχετική απάθεια και απουσία συμμετοχής σε αυτές τις εξελίξεις. Είναι μικρό το ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού που γνωρίζει ακριβώς τι είναι η «Διακυβερνητική του ’96», ποιά είναι τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν ή τι ακριβώς διαπραγματευόμαστε ως χώρα. Το παράδοξο αυτό οφείλεται σε δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος έγκειται στο ότι έχει επικρατήσει η λανθασμένη αντίληψη ότι η Διακυβερνητική αφορά μία σειρά από πολύ εξειδικευμένα θέματα, με τεχνικούς όρους δυσνόητους για το ευρύ κοινό, τους οποίους δεν μπορεί να αντιληφθεί ο κόσμος. Αυτό είναι λάθος. Οι διαπραγματεύσεις δεν αφορούν τεχνικά θέματα, αλλά κυρίως πολιτικές επιλογές για τις οποίες ο κάθε πολίτης πρέπει να έχει άποψη.

Ο δεύτερος λόγος αυτής της σχετικής απάθειας ή έλλειψης συμμετοχής οφείλεται στο ότι έχει επικρατήσει η αντίληψη πως «ό,τι είναι να γίνει σε επίπεδο κορυφής στη Διακυβερνητική θα γίνει με συμφωνία κορυφής», χωρίς τη συμμετοχή των Ευρωπαίων πολιτών. Και αυτό είναι βέβαια λαθεμένο, διότι οι διαπραγματεύσεις που θα ολοκληρωθούν μετά από μήνες ή και έτη, θα λάβουν υπ” όψιν ασφαλώς τη θέση των εθνικών κυβερνήσεων, οι οποίες δεν μπορεί παρά να είναι ευαίσθητες στο κοινό αίσθημα και στις θέσεις των πολιτών .

Συνεπώς, το ζήτημα της Διακυβερνητικής θα πρέπει να αντιμετωπισθεί διαφορετικά. Χρειάζεται να αναζητηθούν τα βαθύτερα πολιτικά ζητήματα που ανακύπτουν και μας αφορούν ως χώρα, και να εξευρεθεί λύση για το πώς θα μπορέσουν οι πολίτες να επηρεάσουν τη διαμόρφωση μιας εθνικής πολιτικής και πώς μέσα από τη δική μας εθνική πολιτική θα επηρεάσουμε την Ευρωπαϊκή πορεία και τη σύγκλιση απόψεων στη Διακυβερνητική. Με αυτό το πνεύμα οφείλουμε να προσεγγίσουμε το όλο ζήτημα.

Τέσσερα είναι τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της Διακυβερνητικής. Το πρώτο στοιχείο είναι ότι η Διακυβερνητική δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός. Δεν πρόκειται να συμφωνηθούν φέτος, όλα τα θέματα που βρίσκονται στην ατζέντα της Διακυβερνητικής. H Διακυβερνητική είναι μία διαδικασία διαπραγματεύσεων που θα διαρκέσει πολύ καιρό, πιθανότατα και μετά το ’98, έως ότου συμφωνηθούν ορισμένα πράγματα.

Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό διότι δίνει περιθώρια χρόνου για να επηρεάσουμε την πορεία των διαπραγματεύσεων, να τεθούν ίσως ζητήματα στα οποία δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής επαρκής αναφορά και να αναζητηθούν οι τακτικές συμμαχίες με άλλες χώρες, έτσι ώστε να στηρίξουμε αποτελεσματικά τις θέσεις μας.

“Ενα δεύτερο σημαντικό στοιχείο, είναι ότι η πραγμάτωση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης δεν είναι δυνατή με βάση μία σταθερή αρχιτεκτονική. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για μία εξελισσόμενη αρχιτεκτονική, όπου το αρχιτεκτονικό σχέδιο αλλάζει κατά εποχές.

Είναι σημαντικό ότι η οικοδόμηση της Ευρώπης συντελείται μέσα από την ίδια την εμπειρία της. Το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης ξεκίνησε ως μια υπόθεση λίγων χωρών, με τη Συνθήκη της Ρώμης στα πλαίσια της Κοινής Αγοράς. Εν τω μεταξύ η Ευρώπη διευρύνθηκε, ενώ η Κοινή Αγορά προχώρησε και σε πολλούς άλλους τομείς.

Ουσιαστικά άρχισε ως συμφωνία για μία Κοινή Αγροτική Πολιτική και μία ενιαία αγορά για τα βιομηχανικά προϊόντα. Η Κοινή Αγορά του 1992 ήταν ένα πολύ πιο ολοκληρωμένο οικονομικό οικοδόμημα, η οποία ωστόσο εξελίχθηκε από το ’92 και μετά χάρη στις θεσμικές αλλαγές που προβλέπονται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία τέθηκαν σε ισχύ οι διαδικασίες για την Οικονομική και Νομισματική “Ενωση.

Με τη Διακυβερνητική γίνεται ένα επιπλέον βήμα προς μία βαθύτερη ένωση και συνεργασία των ευρωπαϊκών λαών και εθνών, με στόχο την πραγμάτωση του οράματος της Ενωμένης Ευρώπης. Ωστόσο, παραμένουν αδιευκρίνιστες οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να συντελεστεί η διεύρυνση της ΕΕ με τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και ο ρόλος των Βαλκανίων στο οικοδόμημα της Ενωμένης Ευρώπης.

Οι προϋποθέσεις αυτές αποφασίζονται με βάση την πορεία των εξελίξεων. Επίσης, δεν έxει ακόμα αποσαφηνιστεί τι είδους Ευρώπη επιθυμούμε. Επιθυμούμε μια Ευρώπη ομοσπονδιακή, μια Ευρώπη των λαών, μια νέα ταυτότητα για τον Ευρωπαίο πολίτη, ή επιθυμούμε μια ομοσπονδία εθνών, μια συνεργασία εθνών μέσα σε μία Ευρωπαϊκή Κοινότητα;

Είναι σημαντικό να κρατήσουμε αυτό το χαρακτηριστικό της δυναμικής προς την ενοποίηση της Ευρώπης. Κάνουμε κάποια βήματα χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει τους τελικούς μας στόχους. Αυτό έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το μειονέκτημα είναι ότι πηγαίνουμε ψηλαφώντας και μπορεί να πάρουμε λάθος δρόμο στην πορεία, κάτω από την πίεση των συγκυριών ή της διατήρησης των πολιτικών ισορροπιών μιας ορισμένης στιγμής.

Το πλεονέκτημα όμως είναι ότι λύνουμε τα προβλήματα ρεαλιστικά και πρακτικά, αντιμετωπίζοντάς τα ανά πάσα στιγμή, σαν να κτίζουμε ένα σπίτι σιγά-σιγά. Ωστόσο η αρχιτεκτονική αυτού του σπιτιού δεν είναι προσδιορισμένη και είναι ακόμα άγνωστη η ακριβής τελική μορφή που θα προσλάβει το οικοδόμημα αυτό.

Για μικρές χώρες, όπως είναι η Ελλάδα η εξελισσόμενη αυτή αρχιτεκτονική έχει σημαντικά πλεονεκτήματα, διότι μας προσφέρει ορισμένα περιθώρια διαπραγματεύσεων στα πλαίσια μίας πορείας, τα οποία δεν θα μας τα πρόσφερε μία σταθερή, προδιαγεγραμμένη πορεία με καθαρούς, αντικειμενικούς απώτερους στόχους.

Θα πρέπει, λοιπόν, να αντιληφθούμε και εμείς την πορεία προς το όραμα της Ευρώπης ως μία σειρά από διαπραγματεύσεις, μέσα από την οποία μπορούμε ναι πετύχουμε τους δικούς μας στόχους, σε συνεργασία με άλλες χώρες, μέσω μίας πολιτικής ανταλλαγμάτων. Εδώ ακριβώς έγκειται και το ειδικό βάρος και η διαπραγματευτική δύναμη μιας χώρας, όπως η Ελλάδα. “Εχει ειπωθεί ότι τα θέματα της Ευρώπης, όπως ποια είναι η Ευρώπη ή τι είδους Ευρώπη επιθυμούμε, είναι θέματα ανοικτά. Μερικά από αυτά τα θέματα θα αντιμετωπισθούν στα πλαίσια της Διακυβερνητικής, αλλά δεν πρόκειται να λυθούν όλα.

Δύο σημεία σε σχέση με αυτά τα ανοικτά ζητήματα αφορούν την Ελλάδα. Το ένα είναι ότι το όραμα της Ευρώπης άρχισε ως μία υπόθεση της Δυτικής Ευρώπης, της καθολικής Ευρώπης, της Ευρώπης των Διαμαρτυρομένων, της Ευρώπης της Αναγέννησης, της βιομηχανικής Ευρώπης. Το όραμα αυτό δεν συμπεριλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου, όπως αυτό της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και γενικά της Ευρώπης της χριστιανικής Ορθοδοξίας, των χωρών εκείνων που δεν είχαν την τύχη να βιώσουν την εποχή της Aναγέννησης και της εκβιομηχάνισης. Η άποψη που έχουν , λόγου χάρη, οι Ολλανδοί ή οι Βέλγοι είναι ότι υπάρχουν δύο κομμάτια της Ευρώπης.

Συνεπώς, από τη μια μεριά υπάρχει η αναπτυγμένη Δυτική Ευρώπη, η Ευρώπη της Αναγέννησης και από την άλλη η σχετικά πιο καθυστερημένη, Ανατολική Ευρώπη, που δεν έζησε την Αναγέννηση και τη βιομηχανική επανάσταση.

Η άποψη αυτή δεν είναι καθόλου θεωρητική. Την έθεσε πολύ ανοικτά ο τέως γ. γ. του ΝΑΤΟ κ. Κλάες, που έχει διατελέσει και Υπ. Εξωτερικών του Βελγίου, ο οποίος είπε καθαρά ότι το δικό του όραμα της Ευρώπης είναι το όραμα της Δυτικής Ευρώπης. Αντίθετα σε αυτή την αντίληψη, θα πρέπει να ισχυρισθούμε ότι το όραμα της Ευρώπης θα πρέπει να είναι μια ενιαία Ευρώπη που θα περιέχει την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, καθώς και την πλούσια πολιτιστική παράδοση του Βυζαντίoυ και της Ορθοδοξίας. Η σύνθεση αυτή θα πρoσδώσει δυναμική στην Ευρώπη, που θα αποτελέσει έναν πολιτικό, πολιτιστικό, και οικονομικό πόλο σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της περιοχής που είναι πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής “Ενωσης και έχει ευθύνη να προωθήσει αυτή την πρόταση, δημιουργώντας ένα διαφορετικό κλίμα για το περιεχόμενο της Ενωμένης Ευρώπης από αυτό που επικρατεί σήμερα στις Βρυξέλλες.

Είναι γεγονός ότι, όταν η Ελλάδα θέτει ορισμένα ζητήματα στα πλαίσια των θεσμών της Eυρωπαϊκής “Ενωσης, αυτά αντιμετωπίζονται μάλλον ως ξένα προς τις Ευρωπαϊκές υποθέσεις. Αυτό δεν είναι άσχετο με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν υποσυνείδητα οι Δυτικοευρωπαίοι την Ανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό σημείο είναι η προστασία της εθνικής κληρονομιάς των λαών της Ευρώπης. Θα πρέπει να επιδιώκουμε μία Ευρώπη των εθνών, όπου όλα τα έθνη θα συμμετέχουν ισότιμα σε μία πολιτική, οικονομική και θεσμική “Ενωση.

“Ενας τομέας που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής στη Διακυβερνητική είναι η Ευρωπαϊκή ιθαγένεια και η ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Μπορούμε να έχουμε μια διπλή ιδιότητα. Να είμαστε Ευρωπαίοι πολίτες και “Ελληνες πολίτες, ή πιο σωστά να είμαστε Ευρωπαίοι πολίτες, γιατί είμαστε πάνω από όλα “Ελληνες πολίτες.

Η ελληνική εθνική ταυτότητα, καθώς και η ταυτότητα όλων των ευρωπαϊκών χωρών, θα πρέπει να διατηρηθεί στο οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η Ευρώπη κτίσθηκε πάνω σε έναν εσωτερικό διχασμό. Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίστηκαν με ένα θαυμαστό τρόπο στα πλαίσια της Κοινής Αγοράς.

Ωστόσο, τα θέματα που άπτονται της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας αντιμετωπίσθηκαν από μη ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως το ΝΑΤΟ. Αυτό είχε ως συνέπεια να προκληθούν ιδιαίτερα σοβαρά προβλήματα, στα οποία θα πρέπει να εξευρεθεί λύση στη Διακυβερνητική.

Μετά το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ευρώπη είχε να αντιμετωπίσει δύο συγκεκριμένα προβλήματα: Την ανασυγκρότηση των κατεστραμμένων από τον πόλεμο οικονομιών και την από κοινού αποτροπή της απειλής από τη Σοβιετική “Ενωση.

Το δεύτερο πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε στα πλαίσια της Ατλαντικής Συμμαχίας. Η οικονομική ανασυγκρότηση, όμως, επιτεύχθηκε πρώτα χάρη στο σχέδιο Μάρσαλ και, εν συνέχεια, χάρη στη συνθήκη της Ρώμης και της Κοινής Αγοράς. Οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν πολύ γρήγορα ότι η ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης επιβάλλεται να στηριχτεί σε μια μεγάλη κοινή αγορά, ώστε να αντιμετωπισθεί με επιτυχία ο ανταγωνισμός της Βορείου Αμερικής και της Ιαπωνίας.

Παράλληλα, συντελέσθηκαν και άλλες εξελίξεις σε επίπεδο Κοινής Ασφάλειας και Άμυνας. Η Ευρώπη, μετά το Β” Παγκόσμιο Πόλεμο, αισθάνθηκε ότι δεν μπορεί από μόνη της να αντιμετωπίσει θέματα κοινής ασφάλειας. Λόγω της βαθιάς δυσπιστίας που υπήρχε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες για στρατιωτική συνεργασία με τη διαλυμένη Γερμανία και ενώ, ταυτόχρονα, θεωρήθηκε υπαρκτή η απειλή από τη Σοβιετική Ένωση, έγινε αποδεκτό ότι η κατάσταση αυτή μπορούσε να αντιμετωπισθεί μόνο στα πλαίσια του ΝΑΤΟ.

Η ασφάλεια λοιπόν της Ευρώπης εξελίχθηκε μέσα στο θεσμικό πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με τη συμμετοχή δηλαδή μη ευρωπαϊκών χωρών στις υποθέσεις ασφάλειας της Ευρώπης. Με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την εξάλειψη του κινδύνου από Ανατολάς, επαναπροκύπτει το θέμα της ασφάλειας της Ευρώπης.

Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και τη συνεργασία της με τις άλλες χώρες στις δεκαετίες του ’50, ’60, 70, και ’80, το ερώτημα που τίθεται είναι εάν θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε ένα σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη που να στηρίζεται αποκλειστικά στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, χωρίς ΝΑΤΟϊκή ή αμερικανική παρουσία.

Αυτό το παράδοξο σχήμα, το οποίο περιλαμβάνει μια ανεξάρτητη και ανταγωνιστική πορεία της Ευρώπης στον οικονομικό τομέα, ως αντίβαρο στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία, και μία Ευρώπη εξαρτημένη σε θέματα ασφάλειας από ένα μη ευρωπαϊκό οργανισμό, πρέπει να επισημανθεί και να αποτελέσει βασικό στοιχείο των διαπραγματεύσεων στη Διακυβερνητική του 1996.

Το τέταρτο στοιχείο που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, αξιολογώντας τα θέματα που θα αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη Διακυβερνητική, είναι το θέμα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν και πρέπει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Eυρώπης, κυρίως από γεωπολιτική και γεωστρατηγική άποψη. Ποτέ δεν υπήρξε ειρήνη και ασφάλεια στην Ευρώπη, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλισθεί η ειρήνη στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και κυρίως στα Βαλκάνια.

Είναι απαραίτητο, λοιπόν, να αποτελέσει κομμάτι της ευρωπαϊκής συνείδησης η άποψη ότι δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η ενοποίηση της Ευρώπης, εάν η Νοτιοανατολική Ευρώπη δεν ενσωματωθεί πολιτικά, οικονομικά και αμυντικά στο όραμα για την Ενωμένη Ευρώπη. Μια τέτοια προοπτική εμπεριέχει πολλαπλές δυσκολίες διότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη αποτελεί σημείο αντιπαράθεσης για ζώνες επιρροής από τις Ευρωπαϊκές δυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Ρωσία.

Η ιδιαιτερότητα της περιοχής, από γεωστρατηγική άποψη, είναι η θέση της στο σταυροδρόμι μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Αυτό το κομμάτι της Γης αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα, σήμερα, λόγω των πηγών ενέργειας στην Μέση Ανατολή και την Κασπία Θάλασσα. Το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι βιομηχανικές χώρες (Ιαπωνία, Ευρώπη, ΗΠΑ) θα είναι οι πηγές ενέργειας.

Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης βασίζεται πάνω στην ενέργεια. Η ενέργεια όμως δεν βρίσκεται στην φύση σε απεριόριστες ποσότητες. Υπάρχει σε συγκεκριμένες περιοχές, και ο ανταγωνισμός για την πρόσβαση στις πηγές ενέργειας θα είναι ο ανταγωνισμός του αύριο.

Δείγματα αυτού του ανταγωνισμού έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται, καθώς οι χώρες που θα ελέγξουν τα πλούσια κοιτάσματα της Μέσης Ανατολής και της Κασπίας Θάλασσας, αλλά και την πρόσβαση προς τα εκεί, θα είναι οι χώρες που θα έχουν ιδιαίτερη διπλωματική δύναμη. Εκεί μαίνεται ένας ανταγωνισμός που δεν εμπλέκει μόνο έθνη, αλλά και πολυεθνικές εταιρείες, κάνοντας τη διπλωματία περισσότερο περίπλοκη.

Αυτά, λοιπόν , είναι τα τέσσερα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να έχουμε υπόψη όταν προσεγγίζουμε τις διαπραγματεύσεις για την Διακυβερνητική. Ποια είναι όμως τα συγκεκριμένα θέματα που θα συζητήσουμε στη Διακυβερνητική;

Είναι πολύ πιθανόν ότι η Διακυβερνητική θα αποτελέσει συνέχεια της πορείας που είχαμε ακολουθήσει στο παρελθόν. Η Συνθήκη της Ρώμης του 1956-57 οδήγησε σε μία τελωνειακή Κοινή Αγορά έξι χωρών. Η Ενιαία Αγορά των 12 χωρών του 1992 ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς, η οποία πρόσφερε τη δυνατότητα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες να αναπτύξουν τη δυναμική τους στα πλαίσια μίας ευρύτερης αγοράς.

Με τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ ήταν ένα ακόμη βήμα πέρα από την Ενιαία Αγορά του 1992, καθώς προβλέπει την κοινή Οικονομική και Νομισματική “Ενωση της Ευρώπης (ΟΝΕ).

Η Διακυβερνητική θα ασχοληθεί επιπλέον με το θέμα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), καθώς και με θέματα λήψης αποφάσεων. Πώς θα λαμβάνονται πλέον οι αποφάσεις σε μια διευρυμένη Ευρώπη, η οποία δεν θα έχει απλώς έναν οικονομικό χαρακτήρα, αλλά θα είναι μία οντότητα με σοβαρή πολιτική, πολιτιστική και στρατιωτική διάσταση;

“Ενα σημαντικό θέμα που έμεινε ανοικτό από τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η ανάπτυξη και η απασχόληση, πρέπει να εξετασθεί, επίσης προσεκτικά κατά τη διάρκεια της Διακυβερνητικής.

Υπάρχουν συγκεκριμένοι ονομαστικοί στόχοι στη Συνθήκη του Μάαστριχτ για τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα. Τόσο η Ελλάδα όσο και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες προσπαθούν να προσεγγίσουν τους στόχους αυτούς, οι οποίοι όμως δεν πληρούν ένα ολοκληρωμένο οικονομικό πρόγραμμα μιας χώρας. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν υπάρχουν, για παράδειγμα συγκεκριμένοι στόχοι ή πολιτικές για την απασχόληση του εργατικού δυναμικού της Ευρώπης.

Η χώρα μας θα πρέπει να πιέσει για τη θέσπιση ειδικού κεφαλαίου για την απασχόληση στην Ευρώπη. Και για να υπάρξει ένα ειδικό κεφάλαιο που δεν θα είναι μόνο διακήρυξη ευσεβών πόθων, αλλά πραγματοποιήσιμη πολιτική, θα πρέπει να προβλέπονται σ” αυτό συγκεκριμένοι τρόποι για την υλοποίηση πολιτικών, για τη δημιουργία πόρων ή ταμείου διαρθρωτικών παρεμβάσεων.

Είναι γεγονός ότι στη Συνθήκη του Μάαστριχτ δόθηκε ιδιαίτερη προτεραιότητα στην καταπολέμηση του πληθωρισμού. Δεν δόθηκε όμως προτεραιότητα στο θέμα της καταπολέμησης της ανεργίας. Οι χώρες της Ευρώπης σήμερα έχουν μία ιδιαίτερη ευαισθησία για το θέμα της απασχόλησης και η Ελλάδα πρέπει να συμμαχήσει με εκείνες τις δυνάμεις της Ευρώπης που, μαζί με την καταπολέμηση του πληθωρισμού, ευνοούν μία αποτελεσματική πολιτική απασχόλησης για ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό θα έχει επιπτώσεις και στο ζήτημα των κοινοτικών πόρων. Δεν είναι εφικτή μια πολιτική απασχόλησης με τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει σήμερα το κοινοτικό ταμείο. Θα πρέπει να διευρυνθούν οι πόροι και να κατευθυνθούν σε συγκεκριμένα προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας.

Ένα άλλο θέμα για το οποίο πρέπει να ασκηθεί πίεση, είναι το θέμα της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής μετά το ’98. Περίπου το 45% των πόρων του κοινοτικού προϋπολογισμού κατευθύνεται σήμερα στην Κοινή Αγροτική Πολιτική. Η τάση είναι να συρρικνωθεί σημαντικά αυτό το ποσό, και οι πόροι που προορίζονται για την Κοινή Αγροτική Πολιτική να απελευθερωθούν για άλλες δραστηριότητες της Κοινότητας. Μαζί με την πολιτική απασχόλησης και την πολιτική ανάπτυξης θα πρέπει να καταρτισθεί μία αγροτική πολιτική που θα στηρίξει την αγροτική ανάπτυξη και τα αγροτικά εισοδήματα, με ένα δυναμικό τρόπο.

Αυτό το θέμα δεν έχει τεθεί δυναμικά, καθώς η παραδοσιακή πολιτική δύναμη των αγροτών σε χώρες, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, έχει υποχωρήσει, και κατά συνέπεια, το μεγαλύτερο βάρος για την προώθησή του θα πέσει σε μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα.

Ένα τρίτο θέμα που πρέπει να υπογραμμίσουμε στις διαπραγματεύσεις για την Ευρώπη, αν και δεν αφορά τη Διακυβερνητική, είναι η προοπτική διεύρυνσης της Ευρώπης που θα γίνει μετά την Διακυβερνητική, και η οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να προωθήσει την εισδοχή της Κύπρου στην Ενωμένη Ευρώπη. Εκτός αυτών των θεμάτων, τα δυο πρωτεύοντα ζητήματα που θα απασχολήσουν τη Διακυβερνητική είναι η ΚΕΠΠΑ και οι θεσμικές αλλαγές για τη λήψη αποφάσεων .

Πιο συγκεκριμένα, δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της Ευρώπης χωρίς Κοινή Εξωτερική Πολιτική. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει κοινή εξωτερική πολιτική της Ευρώπης. Είναι ζωντανό το παράδειγμα της ευρωπαϊκής στάσης στο γιουγκοσλαβικό θέμα. Σ” ένα μεγάλο βαθμό η τραγωδία της Γιουγκοσλαβία και ο πόλεμος στη Βοσνία, αντικατοπτρίζουν την αποτυχία της εξωτερικής Πολιτικής της Ευρώπης.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να αντέξει παρόμοιες αποτυχίες στο μέλλον. Είναι αναγκαίο να προχωρήσουμε στη συγκρότηση μίας Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η Κοινή Εξωτερική Πολιτική θα εκφραστεί μέσω της συγκρότησης ενός Υπουργείου Εξωτερικών στις Βρυξέλλες, το οποίο θα εκφράζει την εξωτερική πολιτική όλων των χωρών, με επικεφαλής κάποιον κομισάριο, ή αν η Κοινή Εξωτερική Πολιτική θα εξακολουθήσει να εκφράζεται σε διακυβερνητικό επίπεδο, μέσω, δηλαδή, του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών.

Έχουμε σχεδόν καταλήξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι, για το ορατό μέλλον, η Κοινή Εξωτερική Πολιτική της Ευρώπης θα συγκροτείται και θα εκφράζεται μέσω μιας Διακρατικής Συνόδου, μέσω δηλαδή των διαβουλεύσεων των Υπουργών Εξωτερικών. Αυτού του είδους η θεσμική έκφραση διευκολύνει ιδιαίτερα την Ελλάδα.

Η κατάσταση είναι διαφορετική όσον αφορά το ζήτημα της Ασφάλειας. Θα εξακολουθήσει η Ευρώπη να εκφράζεται μέσα από το ΝΑΤΟ ή θα δημιουργήσει δικό της οργανισμό Κοινής Αμυντικής Πολιτικής και Ασφάλειας; Το ζήτημα αυτό είναι ιδιαίτερα περίπλοκο και δεν πρόκειται προφανώς να λυθεί στη Διακυβερνητική. Ίσως όμως, ληφθούν ορισμένες αποφάσεις. Το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε ένα στάδιο μετεξέλιξης και ουσιαστικά έχει γίνει το αμυντικό, το στρατιωτικό σκέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ολοένα και περισσότερο, το ΝΑΤΟ αναλαμβάνει ειρηνευτικές αποστολές, για λογαριασμό του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Οπως συνέβη πρόσφατα, στην περίπτωση της Βοσνίας, η συμφωνία για την ειρήνη στην Βοσνία επετεύχθη στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών , ενώ το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε να μη συγκροτήσει μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών αλλά να αναθέσει σε έναν αμυντικό οργανισμό, όπως είναι το ΝΑΤΟ, την υπόθεση της διασφάλισης της τάξης και της διατήρησης της ειρήνης στην Βοσνία. Κοινή είναι η πεποίθηση στις Ευρωπαϊκές χώρες ότι, για θέματα ασφαλείας της Ευρώπης, αλλά και για θέματα ειρηνευτικών αποστολών , θα συνεχίζει να τις εκφράζει το ΝΑΤΟ.

Μαζί όμως με το ΝΑΤΟ, υπάρχει και η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ιδρύθηκε από τους οραματιστές της Ευρώπης του ’55 και του ’56, ως ο αμυντικός οργανισμός της Ευρώπης. Ωστόσο, λόγω της λειτουργίας του ΝΑΤΟ, ουσιαστικά υπολειτουργούσε αποκτώντας, έτσι, τη μορφή ενός υποτυπώδους πολιτικού οργανισμού για την άμυνα. Στη ΔΕΕ της οποίας η Ελλάδα έγινε πρόσφατα πλήρες μέλος- συμμετέχουν 10 χώρες της Ευρώπης, οι οποίες είναι ταυτόχρονα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Γι” αυτό η ΔΕΕ θεωρείται από πολλούς ως ο αμυντικός βραχίονας του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη.

Υπάρχουν όμως χώρες της Ε.Ε που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ, όπως η Σουηδία. Υπάρχουν επίσης μέλη του ΝΑΤΟ (Τουρκία και Νορβηγία) που δεν είναι πλήρη μέλη της ΔΕΕ, διότι δεν είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σχετικά μ’ αυτό διαμορφώνονται διαφορετικές απόψεις. Η μία άποψη θεωρεί ότι η ίδια η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει έναν καινούργιο οργανισμό ασφάλειας, υπό τους υπουργούς Εθνικής Άμυνας των 15 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να υπάρξει ένας καθαρά ευρωπαϊκός οργανισμός ασφάλειας.

Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι η ΔΕΕ πρέπει, βαθμιαία, να μετεξελιχθεί στον αποκλειστικό οργανισμό ασφάλειας της Ευρώπης. Η ελληνική θέση ή προτίμηση να δημιουργηθεί εξ’ υπαρχής ένας οργανισμός ασφάλειας για την Ευρώπη, δε φαίνεται να έχει δυνατή στήριξη, με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο πιθανό να επικρατήσει η άποψη της μετεξέλιξης της ΔΕΕ ως συστήματος ασφάλειας για την Ευρώπη.

Ιδιαίτερος είναι και ο ρόλος που θα διαδραματίσουν και τα συνδεδεμένα μέλη της Ε.Ε. που είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αλλά δεν είναι μέλη τη Ε.Ε. Η Τουρκία και η Νορβηγία συμμετέχουν σε όλες τις συζητήσεις της ΔΕΕ, λαμβάνουν μέρος στα στρατιωτικά επιχειρησιακά σχέδια της ΔΕΕ, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

Έτσι, λοιπόν, είναι πιθανόν ότι, στα πρώτα τουλάχιστον στάδια, το σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη θα είναι πολύ στενά συνδεδεμένο, έως εξαρτημένο, από το Νατοϊκό βραχίονα που υπάρχει στην Ευρώπη. Κι αυτό σίγουρα έχει σημασία για την ελληνική αμυντική εξωτερική πολιτική.

Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας είναι συνδεδεμένα με το θεσμικό ζήτημα του τρόπου λήψης αποφάσεων. Η Ευρώπη των 15 θα είναι αύριο η Ευρώπη των 30, συνεπώς είναι παράλογο να επιμείνουμε στην ομοφωνία. Ορισμένες αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται και με ειδική πλειοψηφία. Είναι αναγκαίο να γίνει διαχωρισμός μεταξύ των θεμάτων που αφορούν σε οικονομικές αποφάσεις και εκείνων που αφορούν σε αποφάσεις που θίγουν κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας. Είναι δυνατή η εξεύρεση μιας κοινής φόρμουλας σε θέματα οικονομικής πολιτικής, για τα οποία οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία, αλλά, παράλληλα, θα εξασφαλίζεται και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των μικρότερων χωρών .

Για να παρθούν, λόγου χάρη, αποφάσεις με ειδική πλειοψηφία για, ζητήματα που αφορούν στην οικονομική πολιτική, θα πρέπει να υπάρχουν διαδικασίες ώστε να τίθενται υπόψη, όχι μόνο της Επιτροπής ή του Συμβουλίου των Υπουργών, αλλά και του αναβαθμισμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Τα ζητήματα αυτά γίνονται ακόμα πιο σημαντικά όταν αναφερόμαστε στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της ασφάλειας. Είναι ανάγκη όλες οι χώρες να συμφωνήσουν ότι για θέματα που θίγουν τα ζωτικά συμφέροντα μιας χώρας, θα πρέπει να υπάρχει το δικαίωμα του βέτο. Αποφάσεις, όμως, για θέματα βασικού ενδιαφέροντος μίας χώρας, μπορούν να ληφθούν με ειδική πλειοψηφία.

Αξίζει να σημειωθεί, σ” αυτό το σημείο, ότι ο θεσμός της ομοφωνίας και, συνεπώς, η ύπαρξη του βέτο, δεν είναι πάντοτε προς όφελος μιας μικρής χώρας. Άλλες χώρες μπορούν με βέτο να μπλοκάρουν αποφάσεις που θα ήταν συμφέρουσες για την Ελλάδα.

“Οσον αφορά τα θέματα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας, θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ειδική πλειοψηφία σε συγκεκριμένα ζητήματα, υπό τον όρο ότι, στη Διακυβερνητική, θα κατοχυρωθούν τα εξωτερικά σύνορα ενός κράτους μέλους ως εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής “Ενωσης. Επίσης, είναι αναγκαίο να εξασφαλιστεί ότι η Ευρωπαϊκή “Ενωση θα έχει την υποχρέωση να υπερασπίσει τα εξωτερικά σύνορα ενός κράτους- μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Συνθήκης της Δυτικοευρωπαϊκής “Ενωσης, το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση αλληλεγγύης των κρατών-μελών και τη συνδρομή τους όταν ένα κράτος-μέλος απειλείται. Θα ήταν, δηλαδή, εφικτή μια συμφωνία σχετικά με το θεσμό της ειδικής πλειοψηφίας, αν η ίδια η Ευρώπη προτίθεται να εξασφαλίσει την ασφάλεια και την υποστήριξη των συνόρων μας.

Σημαντική μπορεί να είναι η συμβολή και των τακτικών συμμαχιών που μπορεί να συνάψει η χώρα μας για την προώθηση των δίκαιων αιτημάτων της.

Είναι γεγονός ότι κατευθυνόμαστε προς την υλοποίηση ενός μεγαλόπνοου οράματος για την Ευρώπη, ενός οράματος όμως που δεν έχει προσδιορισθεί πλήρως εκ των προτέρων. Η ταυτότητα της Ευρώπης γίνεται πιο συγκεκριμένη καθώς πορευόμαστε, γι’ αυτό τα βήματα που κάνουμε πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικά.

Η Ευρώπη διευρύνεται πλέον, αγκαλιάζοντας και την Ανατολική Ευρώπη, αλλά και επιχειρώντας να δώσει λύση στο θέμα των Βαλκανίων και της Ν.Α Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει μια ιστορική ευθύνη σε αυτές τις διαπραγματεύσεις.

Σε μια συζήτηση που είχαμε στη Βουλή των Ελλήνων, προ ημερησίας διατάξεως, υπήρξε μία σύγκλιση απόψεων, πάνω στις ελληνικές θέσεις, με τις θέσεις της κυβέρνησης. “Ηταν λίγες οι διαφοροποιήσεις που προσέφερε η Νέα Δημοκρατία και η Πολιτική Άνοιξη. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος έχει μία ιστορική θέση πάνω στο ζήτημα της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά στα συγκεκριμένα θέματα της Διακυβερνητικής δεν προσέφερε ουσιαστικά διαφοροποιημένες τοποθετήσεις από αυτές που έχει παρουσιάσει η Ελλάδα.

“Εχει πολύ μεγάλη σημασία το ελληνικό κοινό να παρακολουθεί αυτές τις διαπραγματεύσεις, να γνωρίζει τις πολιτικές επιλογές και μέσα από τους δικούς του φορείς, τα κόμματα, τους μαζικούς φορείς, τις συνεταιριστικές οργανώσεις, το συνδικαλιστικό κίνημα, να διαμορφώνει απόψεις που θα συμβάλουν στη διαμόρφωση μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής.

Κάθε αντικειμενικός παρατηρητής θα παραδεχθεί ότι αυτό που μπορούμε να κερδίσουμε, δίνοντας τη μάχη μέσα στους θεσμούς της Ευρώπης, είναι πολύ πιο σημαντικό από αυτό που θα κερδίσουμε μένοντας απ” έξω. Γι” αυτό άλλωστε χώρες, όπως η Τσεχία, η Πολωνία, ή η Ρουμανία, επιθυμούν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή “Ενωση, ώστε να βελτιώσουν τη διαπραγματευτική τους δύναμη.

Το ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι μία συντηρητική εκδοχή της Ευρωπαϊκής “Ενωσης, έχει αναφερθεί κατ” επανάληψη. Το ΠΑΣΟΚ αντιμετώπισε ιδιαίτερα κριτικά το θέμα του Μάαστριχτ, αλλά προτίθεται να δώσει τη μάχη μέσα στην Ευρώπη για την αναθεώρηση του, συμμαχώντας με άλλες προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης .

Για να υπάρξει Κοινή Εξωτερική Πολιτική, επιβάλλεται να υπάρχουν κοινά συμφέροντα. Για να δημιουργηθούν όμως κοινά συμφέροντα στην εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, θα πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις. .

Πρώτον, να εξισορροπηθούν τα συμφέροντα μέσα στην Ευρωπαϊκή “Ενωση και, κυρίως, ανάμεσα στην Γερμανία και στις άλλες χώρες.

Δεύτερον, να εξισορροπηθούν οι διαφορές και οι σχέσεις ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή “Ενωση συλλογικά, αλλά και των κρατών-μελών ξεχωριστά, με τη Ρωσία.

Τρίτον, να εξισορροπηθούν οι σχέσεις και να γίνει μία ευρύτερη συνεννόηση για τις διαφορές που υπάρχουν όσον αφορά τους αντικειμενικούς στόχους, ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή “Ενωση, συλλογικά και ανά χώρα, με τις ΗΠΑ.

Αυτά είναι δυσεπίλυτα θέματα, τα οποία δεν πρόκειται να λυθούν στη δική μας 10ετία. Πιθανότατα δε θα λυθούν ούτε από τη δική μας τη γενιά. Δεν ωφελεί να τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Σε στιγμές κρίσης, η Ελλάδα θα πρέπει να σταθεί στα δικά της πόδια, αντλήσει τα δικά της διεθνή ερείσματα, για να προωθήσει τα εθνικά της συμφέροντα και να στηρίξει τα εθνικά της δίκαια.

Επιβάλλεται επίσης να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι Βέλγιο, η Ελλάδα δεν είναι Δανία. Ανήκει στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου γίνεται αμείλικτος πόλεμος ανάμεσα στις χώρες, καθώς και ανάμεσα στις πολυεθνικές εταιρίες για την δημιουργία ζωνών επιρροής. Η ενσωμάτωση της Ν.Α Ευρώπης, στο όραμα της Ευρωπαϊκής “Ενωσης δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Σχετικά με το θέμα της συνεργασίας των Υπουργών Άμυνας και τη συνάντηση των Τιράνων, είναι χρήσιμο να αναφέρουμε ότι η Ελλάδα δεν παραβρέθηκε διότι γίνεται μία συστηματική προσπάθεια δημιουργίας μιας νέας έννοιας, της «Νότιας Βαλκανικής», με τη συμμετοχή της Τουρκίας, της Βουλγαρίας, των Σκοπίων, της Αλβανίας και της Ελλάδας, η οποία απέκλειε την διασύνδεση της Ελλάδας με το Βουκουρέστι. Η χώρα μας, όμως, θεωρεί τη Βαλκανική ως ενιαίο χώρο, και δε θεωρεί σκόπιμη την διάκριση σε ζώνες επιρροής του μάρκου ή του δολαρίου.

Αποτελεί δικαίωση της ελληνικής θέσης η απόφαση που ελήφθη, σύμφωνα με την οποία η επόμενη συνάντηση θα είναι ανοιχτή για όλες τις βαλκανικές χώρες και θα προωθήσει μια ενιαία πολιτική για τα Βαλκάνια.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn