Κύριε Δήμαρχε, Αιδεσιμώτατε, κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι,

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορική απόφαση της Κοπεγχάγης ήταν ένα σημαντικό βήμα για την Κύπρο. Δυστυχώς όμως, μετά την Κοπεγχάγη, το λεγόμενο σχέδιο Κόφι Ανάν μας συνοδεύει και μας ακολουθεί. Το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε τώρα είναι οι διαπραγματεύσεις γύρω από αυτό το σχέδιο.
Θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να σας πω ότι, κατά τη γνώμη μου, το σχέδιο αυτό δεν θα έπρεπε ποτέ να δει το φως της δημοσιότητας. Όταν το περασμένο καλοκαίρι οι διαπραγματεύσεις είχαν αποτύχει, λόγω της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς, ήταν μία χρυσή ευκαιρία για την ελληνοκυπριακή πλευρά να διακόψει τις συζητήσεις για να πει ότι αυτή η μέθοδος δεν έχει αποδώσει και να πάμε στην Κοπεγχάγη χωρίς σχέδιο Κόφι Ανάν με μόνον το αίτημα της ένταξης και την επιδίωξη για μία λύση του κυπριακού μέσα στο νέο πλαίσιο και περιβάλλον της Ευρώπης για μία ευρωπαϊκή λύση. Είναι μεγάλη λοιπόν επιπλοκή το ότι ενθαρρύνθηκε η δημοσιοποίηση του σχεδίου Κόφι Ανάν και είμαστε αναγκασμένοι να το δεχθούμε ως αφετηρία διαπραγματεύσεων.
Εδώ πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: Το σχέδιο Κόφι Ανάν είναι μία συγκεκαλυμμένη, αλλά ξεκάθαρη, νομιμοποίηση του Αττίλα και της διχοτόμησης της Κύπρου. Και, κανονικά, το σχέδιο αυτό δεν θα έπρεπε να γίνει κατ” αρχήν αποδεκτό. Διολισθήσαμε όμως σε αυτή τη θέση και ευτυχώς στην Κοπεγχάγη, πάλι λόγω της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς, δεν υπεγράφη συμφωνία με βάση το σχέδιο αυτό και τώρα το πεδίο είναι ελεύθερο για άλλους διπλωματικούς ελιγμούς.
Εγώ θέλω, ευθύς εξ αρχής, να πω ότι τώρα – το τονίζω τώρα – είναι η ευκαιρία να πούμε ποια είναι τα ελάχιστα σημεία που πρέπει να εμπεριέχονται σε μία δίκαιη και βιώσιμη λύση. Και ελπίζω τώρα που γίνεται ο προεκλογικός αγώνας στην Κύπρο, οι υποψήφιοι να τοποθετηθούν απέναντι σε αυτά τα θέματα, για να έχουμε και μία καθαρή στρατηγική για τις διαπραγματεύσεις.
Πρώτον, πρέπει να γίνει σαφές ότι δεν διαπραγματευόμαστε για σύσταση νέου κράτους. Αυτό που συζητάμε είναι η επίλυση εσωτερικών θεμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας που είναι ένα ανεξάρτητο κράτος αναγνωρισμένο από τον ΟΗΕ και το θέμα της λειτουργίας των κοινοτήτων μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία με εσωτερικές συνταγματικές ρυθμίσεις. Μία είναι λοιπόν η κυριαρχία, η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και μία πρέπει να είναι η αρχή, η δημοκρατική αρχή της ισότητας των πολιτών, ένα άτομο – μία ψήφος, βάσει της οποίας θα αποφασίζονται, σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο, τα πολιτικά θέματα. Βεβαίως, δεν έχουμε αντίρρηση σε ορισμένα θέματα να υπάρχουν και ρυθμίσεις για ειδικές ενισχυμένες πλειοψηφίες, αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε ένα διακανονισμό, όπου μία μικρή μειοψηφία θα κυβερνά και επιβάλλει τη θέλησή της στην πλειοψηφία. Μία κυριαρχία λοιπόν, Δημοκρατική αρχή είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες θα πρέπει να συζητήσουμε.
Δεύτερον, σε μία Δημοκρατία, και μάλιστα σε μία χώρα μέλος της ΕΕ, δεν μπορεί παρά να ισχύουν τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες. Η ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης και πρόσβασης στην περιουσία. Δεν μπορούμε να χωρίσουμε την Κύπρο σε κομμάτια, στα οποία μερικοί θα έχουν και άλλοι δεν θα έχουν πρόσβαση.
Τρίτον, πρέπει να υπάρχει ειδική πρόνοια για την άμεση επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.
Τέταρτον, πρέπει να υπάρχει δέσμευση για επιστροφή των εποίκων. Ο εποικισμός, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, είναι έγκλημα. Δεν θα αγνοήσω ότι υπάρχουν και ανθρώπινα προβλήματα σε αυτό το θέμα. Το πρόβλημα όμως αυτό θα το λύσει η χώρα η οποία έχει εγκληματίσει. Δεν θα γίνει έγκλημα εις βάρος των θυμάτων και του κυπριακού λαού να δεχθεί τους εποίκους που αλλοιώνουν τη δημογραφική σύνθεση του νησιού.
Πέμπτον, η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος. Επομένως, πρέπει να έχει τη δική της άμυνα, χωρίς να χρειάζεται την παρουσία στρατιωτικών δυνάμεων άλλων χωρών στο έδαφός της. Θα είναι παράδοξο να έχουμε ως εγγυήτρια δύναμη την Τουρκία που δεν είναι μέλος της ΕΕ, με στρατεύματα και με δικαίωμα μονομερούς επέμβασης στα εσωτερικά προβλήματα της Κύπρου.
Θα μπορούσα να προχωρήσω και σε άλλα ζητήματα, αλλά αυτά νομίζω είναι τα βασικά, στα οποία πρέπει να έχουμε ξεκάθαρη θέση. Και νομίζω ότι η διεθνής κοινή γνώμη θα είναι με το μέρος μας, επιμένοντας πάνω σε αυτές τις βασικές αρχές.
Είναι κατανοητό ότι για να περάσουν αυτές οι αρχές, χρειάζονται όχι βελτιώσεις στο σχέδιο Ανάν, αλλά ουσιαστικά ανατροπή του σχεδίου. Γιατί το σχέδιο Κόφι Ανάν είναι ένα σχέδιο ακυβερνησίας, έτσι που, η Κύπρος να βρίσκεται συνέχεια, κάτω από διεθνή κηδεμονία, με διεθνή επιρροή.
Θα μπορέσουμε να περάσουμε αυτές τις θέσεις; Εγώ θέλω να σας μιλήσω ειλικρινά και να σας πω ότι είμαι ανήσυχος. Αν αυτή τη στιγμή δεν σταθούμε σταθερά πάνω σε αυτές τις θέσεις, αν δεν καταστούμε αξιόπιστοι ότι τις εννοούμε και δεν θα υποχωρήσουμε, υπάρχει κίνδυνος να διολισθήσουμε περαιτέρω, ακόμη και πέρα από το σχέδιο Κόφι Ανάν.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες,
Ήδη το σχέδιο Κόφι Ανάν δεν είναι νόμιμο. Όλοι όμως μιλάνε για το σχέδιο ως βάση συζήτησης. Ξεχάσαμε τις αποφάσεις του ΟΗΕ, ότι δηλαδή το θέμα της Κύπρου είναι θέμα εισβολής σε ένα ανεξάρτητο κράτος και παράνομης στρατιωτικής κατοχής από την Τουρκία. Ξεχάσαμε ότι το θέμα αυτό θα έπρεπε να λυθεί με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου και των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τώρα συζητάμε με βάση το σχέδιο Κόφι Ανάν.
Τι έγινε τον τελευταίο καιρό; Έχουμε εμπλακεί σε κάποιες συζητήσεις και έρχεται τώρα ο Ντενκτάς και κάνει προτάσεις. Έτσι, απειλείται και η τρίτη έκδοση του σχεδίου Κόφι Ανάν, που θα είναι πολύ χειρότερη από την πρώτη έκδοση. Θα διολισθαίνουμε λοιπόν συνεχώς συζητώντας ένα σχέδιο που ολοένα και περισσότερο καταστρατηγεί βασικές μας αρχές;
Πρέπει κάπου να τραβήξουμε τη γραμμή. Εδώ θέλω να σκεφτούμε για λίγο το γιατί φτάσαμε σε αυτό το σημείο. Γιατί συνεχώς, ως ελληνισμός, διολισθαίνουμε;
Μετά το ’74, η υπόθεση άρχισε με αποφάσεις του ΟΗΕ για την άμεση επιστροφή των προσφύγων, για τη λύση του κυπριακού με βάση τις αρχές του διεθνούς δικαίου. Το 1977, έγινε η μεγάλη υποχώρηση από τη μεριά της Κύπρου: Η συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς, σύμφωνα με την οποία η επίλυση του κυπριακού θα γινόταν με βάση μία συνθήκη δικοινοτικής, μετά είπαμε «διζωνικής», ομοσπονδίας. Αυτή έπρεπε να ήταν η τελευταία υποχώρηση του ελληνισμού.
Όμως, από το 1979 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, με συνεχείς διαπραγματεύσεις και πιέσεις, υποχωρούσαμε στις αρχικές μας θέσεις. Υπήρχε η εξής αντίληψη, αν διαβάσουμε την ιστορία: Ενώ η δημόσια εικόνα ήταν ότι εμμένουμε στις πάγιες θέσεις μας, στην πραγματικότητα, η διπλωματία μας διαρκώς υποχωρούσε. Φτάσαμε στις ιδέες Γκάλι, τις οποίες ευτυχώς απορρίψαμε. Θα πρέπει να σας υπενθυμίσω ότι ο Πρόεδρος της Βουλής εξελέγη Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ακριβώς επειδή απέρριψε τις ιδέες Γκάλι.
Πέρασαν κάποια χρόνια από τότε. Και το σχέδιο Κόφι Ανάν είναι το ίδιο στην ιδεολογική του προσέγγιση με τις ιδέες του Γκάλι. Παρουσιάστηκε σε μία ευαίσθητη στιγμή, τη στιγμή που κάναμε τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα έπρεπε να είχαμε αποφύγει την κατάθεση αυτού του σχεδίου.
Γιατί δεν ήμασταν συνεπείς; Γιατί υποχωρούσαμε συνεχώς; Νομίζω ότι έγινε αυτό γιατί δεν έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα να έχουμε μία ξεκάθαρη εθνική στρατηγική που να την ακολουθήσουμε με επιμονή, με συνέπεια και με θάρρος, αναλαμβάνοντας και τις ευθύνες μίας τέτοιας στρατηγικής.
Τα χαρακτηριστικά μας ήταν τα εξής: Περάσαμε μία περίοδο – ας την πούμε «εθνικής αφέλειας» – που πιστεύαμε ότι και μόνον οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών και του Συμβουλίου Ασφαλείας θα αποτελούσαν λύση για το Κυπριακό. Αυτό ξεπεράστηκε σιγά-σιγά, γιατί έγινε κατανοητό από πολλούς ότι οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών θα έχουνε ισχύ, όταν οι μεγάλες δυνάμεις, και σε τελευταία ανάλυση, οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να προωθήσουν και να δικαιώσουν αυτές τις αποφάσεις.
Περάσαμε μετά στη δεκαετία του 1980 και ένα μέρος της δεκαετίας του 1970, μια ανάκαμψη με την πολιτική του ενιαίου αμυντικού χώρου, όπου η άποψη που επικράτησε ήταν ότι ο χώρος αυτός πολιτιστικά, πολιτικά και στρατιωτικά είναι ενιαίος και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να σταθεί δυνατά απέναντι στην επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Αυτή η πολιτική συνοδεύτηκε και με την άλλη πρωτοβουλία, με την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Ήταν αυτή η πολιτική και αυτή η στάση της Ελλάδας που δημιούργησε αντιδράσεις και στις ΗΠΑ και σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Η πολιτική αυτή όμως άλλαξε βαθμιαία. Το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου ουσιαστικά ακυρώθηκε και η πολιτική η οποία επεκράτησε ήταν η προσέγγιση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ώστε μέσα από έναν ανοικτότερο διάλογο, να προωθηθεί η επίλυση του θέματος. Αυτή όμως η πολιτική δεν συνοδεύτηκε από μία σταθερή θέση πάνω σε ορισμένες βασικές αρχές. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα και η Κύπρος ήταν ανοικτές σε πιέσεις. Και ήταν σε αυτές τις πιέσεις που δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε και γι” αυτό τελικά φτάσαμε στο σχέδιο Κόφι Ανάν.
Κι εδώ πρέπει να πούμε δύο λόγια για τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας, για το πώς θα αντιμετωπίσουμε σήμερα αυτές τις πιέσεις. Και πρώτα απ” όλα, πρέπει να αναγνωρίσουμε με ακρίβεια την πραγματικότητα.
Ο μεγάλος παίκτης στην περιοχή είναι οι ΗΠΑ κι αυτό πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Οι ΗΠΑ έχουν μία σταθερή και πάγια θέση όσον αφορά στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Επιμένουν ότι αυτή η περιοχή είναι ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής και του αγωγού πετρελαίου και θέλουν να την θέσουν υπό αμερικανική επιρροή. Και η αμερικανική άποψη είναι ότι η Ελλάδα, η Τουρκία, η Κύπρος, καθώς και η ευρύτερη περιοχή αποτελούν ένα ενιαίο στρατιωτικό – στρατηγικό χώρο, είτε μας αρέσει είτε δεν μας αρέσει. Όταν σε αυτόν τον ενιαίο χώρο, υπάρχουν διαφορές, εγώ δεν νομίζω ότι η Αμερική είναι πρόθυμη να κάνει κάτι άλλο από το να λύνει τις διαφορές αυτές ανάλογα με τα δικά της συμφέροντα. Όταν η διαπραγματευτική δύναμη της Τουρκίας είναι ισχυρότερη από τη δική μας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίλυση των διαφορών θα είναι εις βάρος μας και τανάπαλιν, αν η Ελλάδα αποκτήσει διαπραγματευτική δύναμη, με τις δικές της θέσεις, οι ισορροπίες θα αλλάξουν. Αυτή ήταν, σε μία θεώρηση, η φιλοσοφία του ενιαίου αμυντικού χώρου.
Η άποψη της Αμερικής ήταν ότι αυτός ο χώρος δεν μπορεί να ενταχθεί ως έχει στο στρατηγικό σχεδιασμό της ΕΕ. Και γι” αυτό υπήρχε η διαφορά και το πρόβλημα στην υπόθεση του Ευρωστρατού. Από αυτή την άποψη πρέπει να πούμε ότι η Κύπρος δεν είναι απλώς μία χώρα που μπορεί να ενταχθεί ή όχι στην ΕΕ, αλλά θα πρέπει να τη δούμε μέσα σε αυτόν τον ενιαίο στρατηγικό χώρο, όπου η Αμερική ισχυρίζεται ότι έχει δικά της προνομιακά συμφέροντα.
Από την άλλη πλευρά, ένας άλλος παίκτης είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά η ΕΕ, αυτή τη στιγμή, δεν έχει στρατηγική ούτε για την περιοχή μας ούτε για τη Μέση Ανατολή. Δεν έχει ακόμα αποκτήσει συνείδηση ότι ο χώρος αυτός είναι δικός της ζωτικός χώρος και ότι επομένως πρέπει να έχει δική της άποψη για την ένταξη αυτού του χώρου στην ευρύτερη της στρατηγική. Κι είναι για το λόγο αυτό που είδαμε τις κωμικοτραγικές εξελίξεις στην Κοπεγχάγη, να γίνονται δηλαδή διαπραγματεύσεις μεταξύ των 15 χωρών, η Αμερικανική πολιτική παρουσία να είναι εμφανής, να παρεμβαίνει για τη μία ή την άλλη άποψη. Έχουμε λοιπόν ένα κενό στην Ευρώπη και μία σαφή Αμερικανική παρουσία.
Ο τρίτος παίκτης – κι εδώ δεν πρέπει αγαπητοί φίλοι και φίλες να έχουμε ψευδαισθήσεις – ο κεμαλισμός, ο οποίος υπήρχε, υπάρχει και θα επικρατήσει στην Τουρκία για πολλά – πολλά χρόνια. Και η φιλοσοφία του κεμαλισμού είναι τυπική μεν δημοκρατία στο εσωτερικό, καταπίεση του ατόμου και επεκτατική πολιτική προς τρίτους, κυρίως εναντίον του ελληνισμού. Αν δεν το χωνέψουμε αυτό, δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε μία ενιαία, σταθερή και σθεναρή εξωτερική πολιτική.
Αν πάρουμε αυτά μόνο τα στοιχεία, νομίζω ότι θα μπορούσαμε να είχαμε συγκροτήσει μία εθνική στρατηγική που δεν θα ήταν επιρρεπής σε βαθμιαία διολίσθηση των θέσεών της όσον αφορά στο κυπριακό. Τώρα όμως, εδώ που φθάσαμε, νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε τι έγινε στο παρελθόν και να πούμε ότι εδώ τραβάμε τη γραμμή. Να πούμε ότι εμείς θα προχωρήσουμε προς την ολοκλήρωση της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ, θα αφήσουμε πίσω το σχέδιο Κόφι Ανάν που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά, και θα επιδιώξουμε μία άλλη λύση μέσα στην ΕΕ, με βάση το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τα ατομικά δικαιώματα. Νομίζω ότι όσο θα προχωρά ο χρόνος θα μπορέσουμε να βελτιώσουμε τη διαπραγματευτική μας δύναμη, για να έχουμε όχι μόνο την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και μία πολιτική, ευρωπαϊκή λύση του κυπριακού.
Το σχέδιο Κόφι Ανάν είναι αγγλοαμερικανικής έμπνευσης και δεν μπορεί να είναι η βάση για τη λειτουργία ενός ανεξάρτητου κράτους μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ. Σας τα λέω «ανοικτά» τα πράγματα, διπλωματικά ίσως μπορούμε να τα πούμε κάπως διαφορετικά, αλλά πρέπει να σας το πω: Για όνομα του Θεού! Ήρθε η στιγμή να πούμε ότι περαιτέρω διολίσθηση δεν μπορεί να γίνει! Πρέπει να σταθούμε πάνω σε ορισμένες βασικές αρχές και, με επιμονή και συνεργασία ανάμεσα στην Κύπρο και στην Ελλάδα, τελικά να περάσουμε τις θέσεις μας για μία ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, μέσα στην ΕΕ, με πολιτική λύση που θα επιτρέψει και στους ελληνοκύπριους και στους τουρκοκύπριους να ζήσουν αρμονικά και δημοκρατικά. Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn