ΠΑΣΟΚ και Λαϊκή Αμφισβήτηση.

Η επίσπευση της σύγκλισης του Συνεδρίου έγινε κάτω από την πίεση πολιτικών προβλημάτων που συνδέονταν κυρίως με το κυβερνητικό έργο. Το κόμμα, η πολιτική λειτουργία του οποίου έχει από χρόνια απονευρωθεί, δεν είχε καμμία ουσιαστική παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις. Γι΄ αυτό η κοινή γνώμη και ιδιαίτερα ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ περιμένει απ΄ αυτό το Συνέδριο ν΄ αποφύγει τον πειρασμό της εσωστρέφειας και ν΄ ασχοληθεί με τα προβλήματα που απασχολούν τον Έλληνα πολίτη και που σχετίζονται άμεσα με τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Η κοινή γνώμη δεν θα ικανοποιηθεί με γενικές και στρογγυλεμένες θέσεις. Απαιτεί συγκεκριμένες απαντήσεις και δεσμευτικές λύσεις στα προβλήματα που τον απασχολούν.

Το ζητούμενο λοιπόν σ΄ αυτό το Συνέδριο είναι να εντοπίσουμε την πολιτική διάσταση των προβλημάτων, να αξιολογήσουμε τις πολιτικές επιλογές που προσφέρονται και να ιεραρχήσουμε α) τις πολιτικές προτεραιότητες, β) το πλαίσιο αρχών της κυβερνητικής δράσης και γ) τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής υλοποίησης των τομών και μεταρρυθμίσεων που θα αποφασίσουμε να προωθήσουμε συλλογικά.

Το κείμενο διαλόγου της απερχόμενης Κεντρικής Επιτροπής γύρω από τις πολιτικές θέσεις του ΠΑΣΟΚ εν΄ όψει του 6ου Συνεδρίου είναι ένα κείμενο αρχών πάνω στο οποίο οι περισσότεροι μπορούμε να συμφωνήσουμε. Παραμένει όμως ένα αρκετά γενικό, διακηρυκτικό κείμενο που δεν απαντά, με πειστικό τρόπο, στις αιτιάσεις ότι το ΠΑΣΟΚ έχει μεταβληθεί σ΄ ένα κόμμα «νομής εξουσίας», έχει χάσει την επαφή με τη λαϊκή του βάση και είναι αδύναμο να παράγει πολιτική που ν’ ανταποκρίνεται στις διαχρονικές, προοδευτικές του αξίες και στο δημοκρατικό σοσιαλιστικό του χαρακτήρα. Το θέμα επομένως που πρέπει να μας απασχολήσει είναι γιατί ένα μεγάλο ποσοστό Ελλήνων πολιτών αλλά και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ θεωρούν, όπως έδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση, ότι η ΝΔ βρίσκεται πιο κοντά στον απλό Έλληνα πολίτη απ΄ ότι το ΠΑΣΟΚ. Η εικόνα αυτή αδικεί το ΠΑΣΟΚ, την ιστορία του και τις προθέσεις του. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί και πρέπει να αντιστρέψει αυτή την εικόνα. Θα χρειασθεί όμως να δούμε την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί με υπευθυνότητα και αυτοκριτική διάθεση.

Μόνο αν εντοπίσουμε τις βαθύτερες αιτίες της αμφισβήτησης της ταυτότητας του ΠΑΣΟΚ, μόνο τότε θα μπορέσουμε να βγάλουμε τα σωστά πολιτικά συμπεράσματα και θα βγούμε από το Συνέδριο πιο ενωμένοι και δυνατοί.

Κατά τη γνώμη μου, η αμφισβήτηση αυτή έχει τις ρίζες της σε δύο αλληλο-τροφοδοτούμενες αρνητικές δυναμικές που πηγάζουν από την έλλειψη ξεκάθαρου προοδευτικού στίγματος στην κυβερνητική δράση και τη μειωμένη, διαχειριστική αποτελεσματικότητα της ίδιας της κυβέρνησης.

Ο συνδυασμός των δύο αυτών παραγόντων επέτεινε τη σύγχυση για τη στόχευση των κυβερνητικών πολιτικών, για την αξιοπιστία της κυβέρνησης και την ικανότητά της να στηρίζει πολιτικά και να υλοποιεί τις πολιτικές επιλογές της.

ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟ ΣΤΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ.

Το πρώτο και κύριο ζήτημα αφορά στην απουσία ξεκάθαρου προοδευτικού στίγματος στην κυβερνητική δράση. Το στίγμα αυτό προσδιορίζεται καθοριστικά από τους εξής παράγοντες: α) την κατεύθυνση και το περιεχόμενο της οικονομικής, αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής, β) το βαθμό και την ποιότητα συμμετοχικών διαδικασιών στη λήψη αποφάσεων και στο μοντέλο διακυβέρνησης και γ) το βαθμό κατοχύρωσης βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων που αφορούν την ασφάλεια και ευημερία του πολίτη.

Βιώσιμη Ανάπτυξη και Πραγματική Σύγκλιση.

Σχεδόν όλη τη δεκαετία του 1990, το στίγμα της κυβερνητικής δράσης προσδιορίσθηκε μονοσήμαντα από την ολοκλήρωση της ενταξιακής πορείας της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την είσοδο της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Ο πολιτικός διάλογος περιορίσθηκε στις προϋποθέσεις επίτευξης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, με κύριους άξονες την τιθάσευση του πληθωρισμού και την περιστολή των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους. Η ένταξη στην ΟΝΕ έγινε αποδεκτή ως εθνικός στόχος απ΄ όλα σχεδόν τα κόμματα, χωρίς όμως να συνοδευτεί από τον απαραίτητο διάλογο για τις αναγκαίες αλλαγές που μία τέτοια επιλογή θα επέφερε σ΄ όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής μας ζωής από την απασχόληση, την εκπαίδευση, τα επαγγελματικά δικαιώματα, το ασφαλιστικό, τις κοινωνικές παροχές μέχρι την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας. Έτσι, όπως συχνά γίνεται στη χώρα μας, η ένταξη στην ΟΝΕ παρουσιάσθηκε ως ανέξοδη επιλογή που απαιτούσε απλώς και μόνο την πολιτική βούληση των ιθυνόντων και την παθητική συναίνεση του Ελληνικού λαού.

Πρέπει να δεχθούμε ότι η ευθύνη μας είναι μεγάλη: ευθύνη όχι για την ίδια την απόφαση, που ήταν σωστή, αλλά για τον εφησυχασμό του κόσμου και την επαγγελία ενός «ανώδυνου τοκετού» αντί μιας προετοιμασίας για αλλαγές σε θεσμικές δομές, κεκτημένα και συμπεριφορές. Έτσι, ενώ σε χώρες όπως η Δανία, η Ιρλανδία και η Μεγάλη Βρετανία, η Ευρωπαϊκή πορεία αποτελεί κορυφαίο πολιτικό θέμα με ευρύτατη συμμετοχή των πολιτών (δημοψηφίσματα κ.α.), στην Ελλάδα αιωρούμεθα μεταξύ ενός άκριτου φιλο-ευρωπαϊσμού και ενός, εξ΄ ίσου άκριτου, ευρω-σκεπτικισμού.

Η ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης είναι επίσης μεγάλη γιατί δεν προσδιόρισε και δεν προέβαλε τις προϋποθέσεις για μία βιώσιμη παραμονή και ανάπτυξη της χώρας μέσα στην ΟΝΕ. Αντίθετα, συνέτεινε στη διαιώνιση του μύθου ότι η πιστή προσαρμογή στις συνθήκες του Μάαστριχτ αρχικά και στο Σύμφωνο Σταθερότητας αργότερα, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ταχύτερων ρυθμών αποκρατικοποίησης και μέτρων τόνωσης του ανταγωνισμού και της ευελιξίας των αγορών, είναι ικανές συνθήκες για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης με προαγωγή της πραγματικής σύγκλισης και της κοινωνικής ευημερίας. Φοβάμαι ότι ο μύθος αυτός αποτυπώνεται και στο κείμενο διαλόγου της Κεντρικής Επιτροπής που προτείνει τη σύναψη μιας «νέας αναπτυξιακής συμφωνίας» για την επιτάχυνση των ρυθμών πραγματικής σύγκλισης βασισμένη σε δύο άξονες: πρώτον στη διατήρηση των κεκτημένων της ένταξης στην ΟΝΕ και στην εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεύτερον στη «διασφάλιση» υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και την παραγωγή πλεονάσματος που θα διανέμεται με δίκαιο και αναλογικό τρόπο σε όλους τους συντελεστές παραγωγής (σελ. 17).

Η θεώρηση αυτή της αναπτυξιακής διαδικασίας μπορεί να μας οδηγήσει σε ολισθηρό δρόμο γιατί είναι εν δυνάμει βαθύτατα συντηρητική. Ο κοινωνικός και προοδευτικός χαρακτήρας της ανάπτυξης πηγάζει όχι από τη «δίκαιη» αναδιανομή του παραγόμενου «πλεονάσματος» αλλά από το συγκεκριμένο χαρακτήρα της ανάπτυξης, από την κλαδική και περιφερειακή σύνθεση των δαπανών, από τις αναδιανεμητικές τους επιπτώσεις, από την κατανομή μεταξύ των δημοσίων και ιδιωτικών αγαθών και υπηρεσιών και τέλος από το βαθμό ενεργοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού και τη συνέργεια όλων των παραγωγικών τάξεων στην αναπτυξιακή διαδικασία. Η ανάπτυξη είναι μια βαθύτατα πολιτική διεργασία και είναι ακριβώς το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο αυτής της διεργασίας που προσδιορίζει κατά πόσον μία συγκεκριμένη αναπτυξιακή επιλογή είναι προοδευτική.

Όπως έχω τονίσει στην πρόσφατη έκτακτη Σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής (1/6/2001), το ΑΕΠ είναι δείκτης αύξησης του εισοδήματος και της παραγωγής, όχι όμως και δείκτης βιώσιμης ανάπτυξης. Ακόμα και αν, κάτω από τις σημερινές αβέβαιες συνθήκες, πετύχουμε να έχουμε ρυθμούς μεγέθυνσης της τάξης του 4%, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πετύχουμε την πραγματική σύγκλιση με την κοινωνική συνοχή που επιδιώκουμε.

Σήμερα, η επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης οφείλεται κυρίως στην επιτάχυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, εν΄ όψει της ολοκλήρωσης των μεγάλων έργων, καθώς και στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Το 2000, από το σύνολο των επενδύσεων το 60% ήταν κατασκευές και μόνο 34% εξοπλισμός για τον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων. Η επιτάχυνση αυτού του είδους της επενδυτικής δραστηριότητας, αυξάνει μεν το εθνικό εισόδημα αλλά μερικά μόνο την απασχόληση ελλήνων εργατών και ελάχιστα τα εισοδήματα των μισθωτών και συνταξιούχων. Την ίδια περίοδο, εμφανίζεται μία διάβρωση της παραγωγικής βάσης, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών, που φαίνεται δραστικά τόσο από την αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και από την αυξανόμενη εισαγωγική διείσδυση.

1 Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε από 0,9% του ΑΕΠ το 1995 στο 4% του ΑΕΠ το 2000 ενώ η εισαγωγική διείσδυση, δηλαδή το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης που προέρχεται από εισαγωγές, έχει αυξηθεί από 24,5% το 1985 στο 31,3% το 1990 και στο 43,1% το 1999.

Έτσι, παρά την επιτάχυνση των ρυθμών μεγέθυνσης και τις σημαντικές μεταβιβάσεις από την Ε.Ε., εμφανίζεται σήμερα ένα έντονο αναπτυξιακό παραγωγικό έλλειμμα και ένα οξύτατο πρόβλημα ανταγωνιστικότητας που έχει επιπτώσεις και στη διάρθρωση της απασχόλησης και στην αύξηση της ανεργίας. Απόρροια του ελλείμματος αυτού είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζει το 2000 ένα από τα μικρότερα ποσοστά απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε σχέση με τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό ενώ οι μισθωτοί είναι μόνο το 58,4% των απασχολουμένων, έναντι 84,2% στην Ε.Ε.

Οι προοπτικές είναι πιο δυσοίωνες αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αποταμίευση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών μειώνεται δραματικά τα τελευταία χρόνια ενώ, παράλληλα, παρατηρείται εκρηκτική αύξηση στα καταναλωτικά δάνεια. Και τα δύο φαινόμενα συνδέονται βέβαια με την πτώση των επιτοκίων αλλά θα πρέπει να μας προβληματίσει το γεγονός ότι χρηματοδοτούμε την κατανάλωσή μας από μείωση των αποταμιεύσεων και από δανεισμό, υποθηκεύοντας το μέλλον μας.

Είναι σαφές ότι η συνέχιση αυτής της τροχιάς θα αυξήσει τις κοινωνικές ανισότητες, θα οξύνει το παραγωγικό έλλειμμα. Χρειάζεται αλλαγή πλεύσης στην αναπτυξιακή μας πορεία όπου πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η εξάλειψη του αναπτυξιακού παραγωγικού ελλείμματος μέχρι το 2006, με αναδιάρθρωση των κλαδικών και περιφερειακών δαπανών, μέσω ενός πλέγματος μέτρων και συνοδευτικών πολιτικών που θα αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, στη διεύρυνση της απασχόλησης και στην αύξηση των εισοδημάτων των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων.

Για την επίτευξη αυτών των στόχων, προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην παραγωγική αναδιάρθρωση μέσω κινήτρων και υποδομών, ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα, καθώς και στην προώθηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ΜΜΕ, ιδιαίτερα για την παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών ποιότητας. Οι πόροι του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης πρέπει να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση. Τομές επίσης πρέπει να γίνουν στο χώρο της διοίκησης ενώ η μεταρρύθμιση που ξεκίνησε στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης πρέπει να ολοκληρωθεί, χωρίς περαιτέρω εκπτώσεις. Αυτή είναι και η πιο αποτελεσματική επένδυση για την επίτευξη πραγματικής σύγκλισης. Στην προσπάθεια αυτή θα πρέπει να κινητοποιήσουμε όλες τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, τους εργαζόμενους, τους αγρότες, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίούς, τους επιχειρηματίες, σε μία συστράτευση για την αναβάθμιση της παραγωγής, για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Για ένα προοδευτικό κόμμα, για το ΠΑΣΟΚ, πρώτη προτεραιότητα παραμένει η συγκρότηση ενός δυνατού αναπτυξιακού μετώπου. Και πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτό δεν έχει επιτευχθεί. Αντίθετα, η επικρατούσα νοοτροπία και πρακτικές δεν είναι φιλικές στην προώθηση μιας αναπτυξιακής κουλτούρας.

Συμμετοχικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων.

Η συστράτευση και η πλατειά λαϊκή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων είναι το δεύτερο συστατικό στοιχείο μιας προοδευτικής και δημοκρατικά σοσιαλιστικής πρότασης. Τη δεκαετία του 1980, η διαδικασία του δημοκρατικού προγραμματισμού αγκάλιασε όλες τις παραγωγικές τάξεις, ιδιαίτερα στις απομακρυσμένες γωνιές της Ελλάδας. Σήμερα, οι βασικές αποφάσεις λαμβάνονται από το κυβερνητικό επιτελείο χωρίς την ουσιαστική συμμετοχή της Βουλής, πόσο μάλλον των κοινωνικών εταίρων, των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας και της περιφέρειας.

Το κλειστό αυτό μοντέλο διακυβέρνησης έχει δημιουργήσει τη διάχυτη καχυποψία ότι ιδιωτικά συμφέροντα και εξωθεσμικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής.

Ακόμα και ανυπόστατες κατηγορίες για διαπλοκή, για διαφθορά ή/και για «καθεστωτικές πρακτικές» γίνονται εύκολα πιστευτές όταν είτε δεν προωθούνται ανοικτές συλλογικές διαδικασίες στη λήψη αποφάσεων είτε πολιτικές και μέτρα αναιρούνται, ακόμα και στη διαδικασία υλοποίησης, χωρίς επαρκή πολιτική αιτιολόγηση. Τα παραδείγματα δυστυχώς αφθονούν, καλύπτουν όλο το εύρος της κυβερνητικής δράσης και σχολιάζονται καθημερινά από το κοινό.

2 Η ιδιωτική αποταμίευση ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε από 21,2% το 1985 στο 15,8% το 1995 και στο 10,6% το 2000.

Η κρίση του ασφαλιστικού θα είχε αποφευχθεί αν είχε προηγηθεί οποιασδήποτε απόφασης ένας κοινωνικός διάλογος, όπου οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι θα είχαν καταθέσει τις προτάσεις τους και η κυβέρνηση θα προχωρούσε στη διατύπωση μιας συνθετικής πρότασης.

Η περιθωριοποίηση τόσο στελεχών του Κόμματος όσο και των Βουλευτών στη λήψη βασικών αποφάσεων γύρω από την κυβερνητική πολιτική όχι μόνο έχει αδρανοποιήσει βασικούς θεσμούς της δημοκρατίας αλλά έχει συντελέσει στη συντηρητικοποίηση του ΠΑΣΟΚ. Τα στελέχη του ασχολούνται ολοένα και λιγότερο με το περιεχόμενο της πολιτικής και ολοένα και περισσότερο με την προώθηση ατομικών στόχων.

Αν θέλουμε το ΠΑΣΟΚ να ξαναβρεί το δυναμισμό του, το μοντέλο διακυβέρνησης πρέπει ν΄ αλλάξει. Αυτή είναι η μεγάλη ευθύνη και πρόκληση για τον Πρόεδρο και τα νέα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου μετά το Συνέδριο. Αυτή η αλλαγή αποτελεί προϋπόθεση για την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ. Θα πρέπει όλοι, και ιδιαίτερα τα στελέχη του Κινήματος, να αισθανθούν στην πράξη και όχι στα λόγια ότι η γνώμη τους μετράει, ότι η άποψή τους γίνεται σεβαστή, ακόμα και όταν υπάρχουν διαφωνίες, και ότι τα θεσμικά όργανα στο Κόμμα, στη Βουλή και στην Κυβέρνηση λειτουργούν αποτελεσματικά. Αυτή είναι η πραγματική έννοια του «όλοι μαζί».

Κοινωνικά Δικαιώματα και η Ασφάλεια του Πολίτη.

Κάθε τομή, πόσο μάλλον ευρύτατες κοινωνικές αλλαγές, δημιουργούν ανασφάλεια στον πολίτη, ιδιαίτερα στις μειονεκτούσες κοινωνικές ομάδες. Ανασφάλεια για τη δουλειά, για το εισόδημα, για τη σύνταξη, για την υγεία, για την προοπτική των μελών της οικογένειας, ιδιαίτερα των παιδιών.

Η ευθύνη η δική μας είναι να αντιστρέψουμε το κλίμα της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας και να πείσουμε τον πολίτη ότι εμείς έχουμε την πολιτική βούληση να προωθήσουμε πολιτικές πρωτοβουλίες που μετατρέπουν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια σε σιγουριά, σε ελπίδα και σε προοπτική.

Ένα σοσιαλιστικό κόμμα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στο θέμα της ανεργίας. Η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών φθάνει σήμερα το 29,5% και είναι η δεύτερη υψηλότερη στην Ε.Ε. Πάνω από το 55% των ανέργων είναι άνεργοι για περισσότερο από ένα χρόνο.

Η μακροχρόνια ανεργία, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, πλήττει όχι μόνο τους ίδιους τους άνεργους και τις οικογένειές τους αλλά και όλη την κοινωνία, καθώς απαξιώνεται από γνώσεις και δεξιότητες ένα σημαντικό τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού.

Δεν αρκεί να μιλάμε γενικά ότι θα δώσουμε προτεραιότητα στην απασχόληση. Πρέπει να δεσμευθούμε και να βάλουμε ένα ποσοτικό στόχο, όπως κάναμε για τον πληθωρισμό στο πλαίσιο των όρων του Μάαστριχτ. Πρέπει να δεσμευθούμε ότι θα εργασθούμε για μια κοινωνία με πλήρη απασχόληση και σήμερα μπορούμε να δεσμευθούμε σε ένα ενδιάμεσο στόχο ότι το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί από 11,1% στο 6% μέσα σε τρία χρόνια. Είναι ένας στόχος συγκεκριμένος και ρεαλιστικός, η επίτευξη του οποίου θα αλλάξει το πολιτικό κλίμα.

Αυτό δεν θα επιτευχθεί αυτόματα, ακόμα και εάν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κινηθεί γύρω στο 4%. Απαιτείται μια φιλόδοξη πολιτική διεύρυνσης της απασχόλησης που θα αντιμετωπίζει τα βασικά διαρθρωτικά προβλήματα στην αγορά εργασίας και θα προωθεί την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, την παροχή σύγχρονων δεξιοτήτων μέσω υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης και αποτελεσματικής κατάρτισης, την προώθηση ολοκληρωμένων αναπτυξιακών προγραμμάτων, ιδίως στην ύπαιθρο και τη μείωση του σημερινού υψηλού κόστους ίδρυσης νέων επιχειρήσεων.

Η υιοθέτηση ενός συγκεκριμένου στόχου για την ανεργία και τα κατάλληλα μέτρα πολιτικής για τη μείωσή της θα κινητοποιήσουν όλο το διοικητικό μηχανισμό και θα δώσουν στις κυβερνητικές πρωτοβουλίες τον προοδευτικό χαρακτήρα που αρμόζει σ΄ ένα δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα.

Πέρα από την καταπολέμηση της ανεργίας, έχουμε ευθύνη να προσφέρουμε ένα στοιχειώδες επίπεδο ανεκτής διαβίωσης, όχι μόνο στον άνεργο αλλά και στο μισθωτό και το συνταξιούχο τα εισοδήματα των οποίων είναι πενιχρά. Οι δημόσιες δαπάνες της χώρας μας για την απασχόληση και την ανεργία ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ξεπερνούν το 0,9% όταν ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι 3,19%. Η επιδότηση των ανέργων στην Ελλάδα φθάνει το 0,5% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 1,96% (στοιχεία 1999).

Αν λάβουμε υπόψη τις περιορισμένες δαπάνες πρόνοιας, ο δείκτης φτώχειας στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη.

Πιστεύω ότι μια αύξηση του επιδόματος ανεργίας από 50% στο 80% του ελάχιστου μισθού, μπορεί και πρέπει ν΄ αποτελέσει προτεραιότητά μας. Η επιβάρυνση του προϋπολογισμού κατά 200 δις για τον πρώτο χρόνο (στη συνέχεια αναμένεται αποκλιμάκωση της ανεργίας) είναι το ελάχιστο που μπορεί να κάνει η κυβέρνησή μας για να περιορίσει, στην αρχή με αμυντικά μέτρα, τον κοινωνικό αποκλεισμό και να προωθήσει στη συνέχεια με ενεργητικά μέτρα την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας.

Μπορούμε επίσης να κάνουμε σταδιακά πράξη το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για κάθε πολίτη. Αυτό θα δώσει τη σιγουριά στον εργαζόμενο, στο συνταξιούχο, στον αγρότη ότι αν οι συνθήκες της αγοράς είναι τέτοιες που το εισόδημά του θα μειωθεί κάτω από ένα ανεκτό επίπεδο, η πολιτεία θα εγγυηθεί την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Είναι καιρός ως προοδευτικό κόμμα και κυβέρνηση να μελετήσουμε σοβαρά το θέμα αυτό και, μαθαίνοντας από τις εμπειρίες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, να υιοθετήσουμε ένα τέτοιο μέτρο.

Τέλος, για να μπορέσουμε ως ΠΑΣΟΚ να προωθήσουμε ένα αποτελεσματικό δίκτυο ασφάλειας του πολίτη από τον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό, πρέπει να υλοποιήσουμε σημαντικές τομές στο χώρο της δημόσιας υγείας. Το ΕΣΥ, μια μεγάλη κατάκτηση για τον Έλληνα πολίτη και μια μεγάλη προσφορά του ΠΑΣΟΚ στην ελληνική κοινωνία, έχει ολοκληρώσει έναν πρώτο μεγάλο κύκλο. Είναι η στιγμή που πρέπει, μέσα από ανοικτό διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, να τολμήσουμε να ολοκληρώσουμε τις διοικητικές τομές για ένα πιο αποδοτικό και αποτελεσματικό σύστημα δημόσιας υγείας, να αναβαθμίσουμε την ιατρική και νοσηλευτική παιδεία στον τόπο, να βελτιώσουμε τις υποδομές, ιδιαίτερα στην Αθήνα, και να οργανώσουμε την πρωτοβάθμια περίθαλψη έτσι ώστε να προσφέρουμε τις καλλίτερες δυνατές υπηρεσίες υγείας στον Έλληνα πολίτη.

3 Ο δείκτης φτώχειας μετρά το ποσοστό αυτών που έχουν εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εισοδήματος στη χώρα.

Τέλος, η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και η ενίσχυση της ασφάλειας που πρέπει να νοιώθει κάθε πολίτης προσδιορίζεται από την επίλυση του ασφαλιστικού. Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής καθώς το κύριο στοιχείο του είναι ο αναδιανεμητικός του χαρακτήρας. Η αναδιανομή συνίσταται στη μεταβίβαση πόρων από τη γενιά που εργάζεται σήμερα στους απόμαχους της παραγωγής. Το Κράτος, μέσω των φόρων, είναι απλώς ο ενδιάμεσος αγωγός της μεταβίβασης πόρων. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι αν η γενιά που σήμερα εργάζεται μπορεί να σηκώσει το βάρος αυτής της αναδιανομής. Η απάντηση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γενική οικονομική κατάσταση και τις προοπτικές της και δεύτερον από το κατά πόσον η παρούσα εργαζόμενη γενιά αισθάνεται ασφαλής ότι θα ισχύσει το ίδιο και γι΄ αυτή στο μέλλον, ότι δηλαδή η αναπτυξιακή πορεία θα είναι τέτοια ώστε να επιτρέψει στην επόμενη γενιά να σηκώσει το βάρος της ίδιας αναδιανεμητικής πολιτικής.

Γι΄ αυτό άλλωστε για ένα προοδευτικό κόμμα, η εξάλειψη του αναπτυξιακού παραγωγικού ελλείμματος είναι προϋπόθεση και αναπόσπαστο στοιχείο της επίλυσης του ασφαλιστικού ενώ, παράλληλα, η εξασφάλιση μιας αποδεκτής σύνταξης, που συνήθως θεωρείται κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής, αποτελεί επιδίωξη της αναπτυξιακής πολιτικής.

Τα ακριβή μεγέθη της αναδιανεμητικής πολιτικής πρέπει να προκύψουν από διάλογο, όχι μόνο μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων, της εργοδοσίας και του Κράτους αλλά και των τριών γενιών που εμπλέκονται στην αναδιανεμητική αλυσίδα.

Αυτό που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης δεν πρέπει να συγχέεται με κεφαλαιοποιητικά συστήματα ασφάλισης όπου ο ασφαλιζόμενος απολαμβάνει συντάξεως ύψους που αντιστοιχεί ακριβώς στις υπέρ αυτού συσσωρευμένες εισφορές (συν την απόδοση του κεφαλαίου). Η διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων πρέπει να γίνει σαφής. Στην περίπτωση του μη αναδιανεμητικού, κεφαλαιοποιητικού συστήματος, εάν υποτεθεί ότι ένα άτομο διαθέτει το 20% του μισθού του για το σκοπό αυτό για 40 χρόνια, το συσσωρευμένο κεφάλαιο που θα προκύψει με βάση τα πιο αισιόδοξα στοιχεία αποδόσεων θα παράσχει σύνταξη περίπου 50% του μέσου μισθού που είχε όταν εργαζόταν. Στην ίδια περίπτωση όμως, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προσφέρει σύνταξη ύψους 80% του τελικού μισθού. Αυτή η μεγάλη διαφορά που προσεγγίζει τις 30 μονάδες, είναι το μέτρο της κοινωνικής αναδιανεμητικής πολιτικής. Αυτό το στοιχείο, που είναι βασικό στη δική μας προσέγγιση, μας διαφοροποιεί από τη συντηρητική, νέο-φιλελεύθερη προσέγγιση, η οποία με το καθαρά κεφαλαιοποιητικό σύστημα που προωθεί εξατομικεύει την ασφάλιση και ακυρώνει κάθε δυνατότητα αναδιανεμητικής πολιτικής.

Άμβλυνση αν όχι εξάλειψη του αναπτυξιακού παραγωγικού ελλείμματος και η ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών στους τομείς της απασχόλησης, εκπαίδευσης, υγείας, πρόνοιας και ασφάλισης μέσα από ανοικτές και συμμετοχικές διαδικασίες αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τις μεγάλες προκλήσεις μπροστά μας.

Είναι στο χέρι μας να προσδώσουμε ξανά στο ΠΑΣΟΚ τον λαϊκό, προοδευτικό χαρακτήρα που του αξίζει.

ΙΙ. ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΑΝΑΓΚΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗΣ

Εδώ και αρκετό καιρό, η απόφαση σύγκλισης του Συνεδρίου παρουσιάζεται στην κοινή γνώμη ως αναγκαιότητα προκειμένου να ενισχυθεί ο Πρόεδρος ώστε με τη σειρά του να μπορέσει να προχωρήσει σ΄ έναν ευρύ ανασχηματισμό και να αναλάβει τις δέουσες κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Από τη μια μεριά, η υποβάθμιση της σημασίας του πολιτικού διαλόγου μέσα στο Συνέδριο, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει άλλη ρεαλιστική οικονομική και κοινωνική πολιτική, κινδυνεύει να μετατρέψει το Συνέδριο από κορυφαία πολιτική εκδήλωση σ΄ ένα παζάρι ψήφων για την Κεντρική Επιτροπή. Από την άλλη, η διασύνδεση της σύγκλισης του Συνεδρίου με τον επικείμενο ανασχηματισμό, μετέτρεψε την κυβερνητική κρίση σε κομματική, ανέστειλε κυβερνητικές πρωτοβουλίες σε μια κρίσιμη περίοδο και επιβεβαίωσε την άποψη ότι η διαχειριστική αποτελεσματικότητα της ίδιας της κυβέρνησης είναι μειωμένη.

Τόσο η διαδικασία λήψης της απόφασης σύγκλισης του Συνεδρίου, όσο και η μειωμένη διαχειριστική αποτελεσματικότητα που εμφανίζει η Κυβέρνηση, απορρέουν κατά τη γνώμη μου από δύο παράγοντες που έχουν ήδη επισημανθεί: α) την απουσία επιχειρησιακής στρατηγικής στην κυβερνητική δράση για την υλοποίηση ενός συμφωνημένου προγράμματος τομών, μεταρρυθμίσεων και αναπτυξιακών πρωτοβουλιών και β) την υιοθέτηση ενός κλειστού μοντέλου διακυβέρνησης.

Το ζήτημα επομένως της διαχειριστικής αποτελεσματικότητας είναι βαθύτατα πολιτικό και οπωσδήποτε δεν σχετίζεται με συσχετισμούς δυνάμεων και τα κουκιά του καθενός από μας στην Κεντρική Επιτροπή. Έχει να κάνει αντίθετα με την επεξεργασία των πολιτικών θέσεων από τα αρμόδια όργανα, από τον προσεκτικό σχεδιασμό των κυβερνητικών παρεμβάσεων, από την αποτελεσματική νομοθετική λειτουργία των Επιτροπών της Βουλής και του Κοινοβουλίου, από τον τρόπο προβολής των κυβερνητικών πρωτοβουλιών, από το βαθμό κινητοποίησης και ενεργοποίησης των κοινωνικών εταίρων αλλά και των κομματικών στελεχών, από τη διοικητική ικανότητα των ενδιάμεσων φορέων υλοποίησης της πολιτικής, από τη δημιουργία αξιόπιστων μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου, από τη συγκρότηση ευέλικτων μηχανισμών επίλυσης των διαφορών και, τέλος, από τη θέσπιση ενός πλέγματος κινήτρων που να συνδέονται με την επιτυχή υλοποίηση του κυβερνητικού έργου και όχι, όπως συχνά γίνεται, με την αναίρεσή του. Σήμερα, δυστυχώς, επιβραβεύεται όποιος δεν αλλάζει τίποτα και αφορίζεται όποιος τολμάει να αναλάβει πολιτικό κόστος.

Αποτελεί πολιτική προτεραιότητα για το Συνέδριο ν΄ αποφασίσουμε ότι θέλουμε να υπάρξει κυβερνητικό έργο ενταγμένο στο συμφωνημένο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Αν το αποφασίσουμε, πρέπει ν΄ αλλάξουμε συμπεριφορά και γραμμή πλεύσης μετά το Συνέδριο, από τον Πρόεδρο μέχρι το τελευταίο στέλεχος: να γίνουμε φορείς αλλαγής και όχι συντήρησης. Να αποκτήσουμε ξανά την ψυχική μας επαφή με τον απλό Έλληνα πολίτη που μας στήριξε γιατί πίστεψε ότι θα προχωρήσουμε μπροστά. Η μεγαλύτερη επιτυχία του Συνεδρίου θα είναι να αποφασίσουμε όλοι μαζί ν΄ αλλάξουμε.

ΙΙΙ. Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΝΕΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΚΗΝΙΚΟ.

Η σύγχυση και ανασφάλεια που αισθάνεται ο πολίτης στο εσωτερικό μέτωπο, προεκτείνονται και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι βέβαια κατανοητό ότι το διεθνές περιβάλλον που αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς επιβάλλει αλλαγές στην εξωτερική μας πολιτική. Αλλά δεν είναι σαφές ποιες από τις αλλαγές που σημειώθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν σηματοδοτούν ενσυνείδητη προσαρμογή της στρατηγικής μας στις νέες συνθήκες, ή διολίσθηση από τις πάγιες θέσεις μας ως αποτέλεσμα εξωτερικών πιέσεων ή ακόμα προβολή προσωπικών επιλογών των αρμοδίων πολιτικών.

Η ανάγκη μιας σαφούς εξωτερικής πολιτικής γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτική, μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Ο πολίτης διαισθάνεται ότι η ασφάλειά του είναι πια άμεσα συνδεδεμένη με την εξωτερική πολιτική. Γι΄ αυτό θα δει από δω και πέρα την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής με άλλο μάτι και αυξημένο ενδιαφέρον. Και αυτό είναι πολύ θετικό.

Η αποτρόπαια εμφάνιση της διεθνούς τρομοκρατίας άλλαξε βασικές παραμέτρους του συστήματος των διεθνών σχέσεων. Χωρίς αμφιβολία, η καταπολέμηση της διεθνούς τρομοκρατίας είναι το έναυσμα μιας ευρύτερης αναζήτησης ενός νέου συστήματος διαχείρισης των πλανητικών και διεθνικών ζητημάτων. Θα είναι μια μακρά περίοδος, γεμάτη κινδύνους αλλά και ευκαιρίες. Για μία ακόμη φορά στην ιστορία, ο γεωπολιτικός χώρος που ανήκει η Ελλάδα θα βρεθεί στο επίκεντρο των εξελίξεων. Είναι στα δικά μας χέρια να διαμορφώσουμε μια Εθνική Στρατηγική που θα μας επιτρέψει να αδράξουμε τις ευκαιρίες που προσφέρονται και να αποφύγουμε τους κινδύνους που σίγουρα ελλοχεύουν.

Η ιστορική μας διαδρομή και η γεωγραφική μας θέση μας προσδίδουν ένα ειδικό βάρος στη διαμόρφωση θέσεων στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αλλά ο ρόλος μας δεν εξαντλείται στη συμμετοχή μας στο Ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Για την προώθηση των εθνικών μας θέσεων και της ασφάλειας μας προσφέρονται σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες πολυεπίπεδης συνεργασίας και δικτύωσης στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια. Στην νέα εποχή, ο ρόλος της διασποράς θα είναι ακόμα πιο σημαντικός.

Όποιες και να είναι όμως οι διεργασίες που θα διαμορφώσουν το νέο διεθνές σύστημα, η Τουρκική απειλή θα εξακολουθήσει να υφίσταται. Θα ήταν ανεπίτρεπτη αφέλεια να πιστεύουμε ότι η ανάπτυξη διακρατικών σχέσεων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας θα λειτουργήσει εξομαλυντικά στις Ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία είχε και έχει επεκτατικές βλέψεις εις βάρος μας. Είδαμε άλλωστε ότι οι μέχρι σήμερα χειρονομίες καλής θέλησης εκ μέρους μας ανταποδόθηκαν με προκλητικότητα και επιθετικότητα από τη μεριά της Τουρκίας. Από εδώ και πέρα η στάση μας πρέπει να πείσει την Τουρκία ότι η εξομάλυνση των σχέσεών μας και η Ευρωπαϊκή της προοπτική προϋποθέτουν ουσιαστική αλλαγή της πολιτικής της απέναντί μας και απέναντι στην Κύπρο. Για να είμαστε πειστικοί και αποτελεσματικοί προς αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει μαζί με τις κατάλληλες διπλωματικές ενέργειες και την ουσιαστική ενημέρωση του λαού, χωρίς κινδυνολογία αλλά και χωρίς εφησυχασμό, να προωθηθεί η αμυντική μας θωράκιση στα πλαίσια του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου.

Το μέλλον ανήκει στα Έθνη που ερμηνεύουν σωστά τις αλλαγές που έρχονται και δρουν αμέσως και αποτελεσματικά. Το ΠΑΣΟΚ οφείλει να δείξει το δρόμο του μέλλοντος και με αυτό το μεγάλο ζήτημα θα πρέπει να ασχοληθούμε την επομένη κιόλας του Συνεδρίου.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn