Αγαπητοί φίλοι,

Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που είμαι σήμερα εδώ μαζί σας και θέλω να ευχαριστήσω την Α.ΚΙ.ΔΑ. για την πρόσκλησή σας.
Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής για τρεις συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος είναι ότι με αυτό το Συνέδριο αποδεικνύεται ότι εδώ στην Κύπρο, ένα τόσο σοβαρό θέμα μπορεί να γίνει αντικείμενο ανοικτού και δημοκρατικού διαλόγου. Κύριε Υπουργέ, πρέπει να θεωρήσετε τον εαυτό σας ευτυχή που βρίσκεστε σήμερα σε μια αίθουσα γεμάτη από εκπαιδευτικούς και μπορείτε να εκθέσετε τις απόψεις σας και να έχετε έναν ειλικρινή και ανοικτό διάλογο μαζί τους. Μου έλειψε αυτή η εμπειρία. Πιστεύω ότι μια από τις προϋποθέσεις για να βάλουμε στερεές βάσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι ο υπεύθυνος διάλογος, χωρίς παρωπίδες, χωρίς προσκολλήσεις σε «τσιτάτα» του παρελθόντος αλλά και χωρίς τον πειρασμό να προχωρήσουμε σε νεοτερισμούς που δεν έχουν υποστεί τη δοκιμασία του χρόνου.
Ο δεύτερος λόγος που είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που είμαι εδώ μαζί σας είναι ότι μιλάω στα μέλη μιας ανεξάρτητης συνδικαλιστικής ένωσης εκπαιδευτικών. Ο συνδικαλισμός είναι ένα απαραίτητο κύτταρο λειτουργίας της κοινωνίας. Ο συνδικαλισμός χρειάζεται σε όλες τις κοινωνικές μας δραστηριότητες. Αλλά ο κομματικός συνδικαλισμός βλάπτει το συνδικαλισμό, βλάπτει τον εργαζόμενο, σε τελευταία ανάλυση, βλάπτει την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Χαιρετίζω την πρωτοβουλία σας να προσεγγίσετε το θέμα της παιδείας όχι με κομματικές παρωπίδες, ή ακόμα και πολιτικές, παρωπίδες αλλά ως εκπαιδευτικοί, υπηρέτες δηλαδή του χώρου της παιδείας. Η παιδεία δεν είναι για τους πολιτικούς, δεν είναι ούτε για τους εκπαιδευτικούς. Η παιδεία είναι για τα παιδιά μας, για το μέλλον της πατρίδας μας.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι απευθύνομαι σε μια Κίνηση που έχει αναφορά στα νηπιαγωγεία και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Πίστευα και πιστεύω ότι εάν πάει κάτι στραβά στο παιδί αυτό θα συμβεί στο δημοτικό. Στο δημοτικό σχολείο έχουμε την ευθύνη να βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει και να απελευθερωθεί από τυχόν αδυναμίες που προέρχονται από ταξικές, κοινωνικές, πολιτιστικές διαφορές και να του δώσουμε τη δυνατότητα μιας εκκίνησης που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για ίσες ευκαιρίες για όλα τα παιδιά. Εάν αυτό δεν το κατορθώσουμε στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το πρόβλημα δεν θα μπορέσει να αντιμετωπισθεί μετά. Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση λοιπόν είναι ακρογωνιαίος λίθος στην εκπαιδευτική πολιτική.
Με καλέσατε να μεταφέρω τη δική μου εμπειρία από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ελλάδας και θα πω μερικά λόγια γι΄ αυτές. Επιτρέψτε μου προηγουμένως να κάνω δύο σύντομες και συγκεκριμένες παρατηρήσεις από τη μελέτη που έχω κάνει της Έκθεσης των επτά σοφών, μια αξιόλογη προσπάθεια που εμφανίζει όμως και προβλήματα.
Θέλω να εντοπίσω δύο στοιχεία που πρέπει να τα λάβουμε υπόψη μας. Το πρώτο είναι ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα σε μια ουμανιστική παιδεία, δηλαδή διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου από τη μια μεριά και καλλιέργεια, ανάπτυξη δεξιοτήτων από την άλλη, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της ζωής. Γιατί η παιδεία δεν είναι μόνο διάπλαση του ατόμου αλλά είναι και προετοιμασία του ατόμου για να αντιμετωπίσει τη ζωή στο χώρο της παραγωγής, της λειτουργίας της κοινωνίας.
Η δεύτερη μου παρατήρηση αφορά το γεγονός ότι η παιδεία έχει πατρίδα. Δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στις έννοιες εκπαίδευση και Έθνος. Είναι επικίνδυνο να πιστεύουμε ότι μπορούμε να στηρίξουμε μια παιδεία που δεν έχει πατρίδα. Η παιδεία εκφράζει τον πολιτισμό και τις αξίες ενός συγκεκριμένου χώρου, μιας συγκεκριμένης εποχής, ενός συγκεκριμένου λαού. Και ακριβώς επειδή ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, οι λαοί θα προοδεύσουν έχοντας αυτογνωσία, αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμό για τη δική τους παράδοση, για τις δικές τους ρίζες. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε και να συνομιλήσουμε και με άλλους πολιτισμούς και με άλλες κοινωνίες και να ζήσουμε και να σταθούμε στα πόδια μας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η προσπάθεια καλλιέργειας νέων ταυτοτήτων μέσα από την παιδεία είναι μια επικίνδυνη προσέγγιση. Η παιδεία εκφράζει τον πολιτισμό, την ταυτότητα μιας κοινωνίας και είναι πολύ σημαντικό, ιδιαίτερα εδώ στην Κύπρο, να δώσουμε προτεραιότητα στην προώθηση της πολιτιστικής, ελληνικής, εθνικής ταυτότητας στο χώρο της παιδείας.
Περνάω τώρα στα θέματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Στην Ελλάδα το εκπαιδευτικό σύστημα που είχαμε, ήταν μίμηση των εκπαιδευτικών συστημάτων που είχαν εκπονηθεί στις βιομηχανικές χώρες το 19ο αιώνα. Το εκπαιδευτικό αυτό σύστημα ήταν ένα χρηστικό σύστημα, δηλαδή η παιδεία ουσιαστικά ήταν στην υπηρεσία εξυπηρέτησης των συνθηκών και των αναγκών της παραγωγής εκείνης της εποχής. Ήταν η εποχή του Φορντικού μοντέλου όπου χρειαζόμασταν πολλούς – το εργατικό δυναμικό – που έπρεπε να ξέρουν λίγα γράμματα, να διαβάζει και να ακολουθεί οδηγίες, λιγότερους που θα ξέρουν λίγο περισσότερα για να καλύψουν τις ανάγκες των γραφείων, και ακόμα πιο λίγους που θα είχαν πανεπιστημιακού επιπέδου εκπαίδευση, που θα ήταν οι μηχανικοί, οι γιατροί, οι δικαστικοί, οι εκπαιδευτικοί, η ελίτ της κοινωνίας. Αυτή η πυραμίδα της βιομηχανικής φορντικής παραγωγής, έδωσε την άλλη όψη του νομίσματος στην εκπαίδευση. Όλοι στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όλοι να μάθουν να διαβάζουν και να ακολουθούν οδηγίες, λιγότεροι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που θα καλύψουν τις ανάγκες των γραφείων και ακόμα λιγότεροι αυτοί που θα επιλεγούν να αποτελέσουν την ελίτ της κοινωνίας. Αυτό ήταν το μοντέλο που ακολουθούσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Το σύστημα αυτό έχει ξεπεραστεί από την ίδια την τεχνολογία, την παραγωγική διαδικασία και τη ζωή.
Ζούμε σε μια μετα-φορντική εποχή, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής έφερε την απομαζικοποίηση της παραγωγής και οι ανάγκες της ίδιας της κοινωνίας και της οικονομίας δείχνει προς μια άλλη κατεύθυνση. Εδώ συμβαίνει το εξής ευτυχές γεγονός: οι ανάγκες της σύγχρονης μετα-φορντικής κοινωνίας απελευθερώνουν πια την παιδεία από τον αποκλειστικά χρηστικό ρόλο – η παιδεία υπηρέτης της οικονομίας – και της ξαναδίνουν τον ευρύτερο ουμανιστικό της ρόλο γιατί οι ανάγκες πια της κοινωνίας είναι για άτομα που δεν ακολουθούν οδηγίες – δεν έχουμε πια ανάγκη αυτής της πυραμίδας – χρειαζόμαστε άτομα που έχουν αναπτυγμένη κριτική σκέψη, ξέρουν πώς να μαθαίνουν, μπορούν να παίρνουν αποφάσεις και έχουν και την ευελιξία από ένα χώρο ειδικότητας να μεταπηδούν σε άλλο επειδή έχουν στέρεες βάσεις, γενική παιδεία. Έχει υπολογισθεί ότι στη νέα εποχή το άτομο μπορεί να χρειαστεί να αλλάξει επαγγέλματα μέχρι και πέντε φορές. Για να το κάνει αυτό χρειάζεται στέρεες βάσεις γενικής παιδείας για να μπορεί να ανταπεξέλθει σε αυτές τις ανάγκες. Βρισκόμαστε λοιπόν σε μια εποχή που αυτή η εκπαιδευτική πυραμίδα που είχαμε και λειτουργούσε στο παρελθόν δεν χρειάζεται πλέον. Σήμερα χρειάζεται μια παιδεία ανοικτών οριζόντων, ανοικτή σε όλους. Μια νέα παιδεία που δεν θα είναι παθητική, δηλαδή στεγνή μεταφορά γνώσεων του δασκάλου στο μαθητή, σε μια ενεργητική παιδεία που θα αναπτύξει την προσωπικότητα του ατόμου, θα μάθει τον νέο και τη νέα πώς να μαθαίνει. Αυτή ήταν η βασική φιλοσοφία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1996-2000.
Δεν υπάρχει το χρονικό περιθώριο να μπω σε λεπτομέρειες, είμαι ανοικτός όμως να απαντήσω σε όποιες ερωτήσεις έχετε. Επιτρέψτε μου να παρουσιάσω επιλεκτικά τρία θέματα όπου υπήρξαν δυσκολίες:
1. Αναλυτικό πρόγραμμα
2. Ανάγκη διεύρυνσης των επιλογών και της κινητικότητας μέσα στον εκπαιδευτικό χώρο και
3. Αξιολόγηση.

1. Αναλυτικό Πρόγραμμα:
Η νέα παιδεία χρειάζεται να φέρει τα πάνω κάτω στο χώρο της εκπαίδευσης, να αλλάξει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο δάσκαλο, στην πηγή της γνώσης που έχει πάψει πια να είναι το ένα βιβλίο αλλά είναι μια πηγή πληροφόρησης που είναι τα βιβλία, η βιβλιοθήκη, ο ηλεκτρονικός υπολογιστής και ο μαθητής. Ο δάσκαλος παύει να είναι μεταφορέας γνώσεων αλλά είναι ο συντελεστής που βοηθάει το παιδί, το καθοδηγεί πώς να μαθαίνει. Χρειάζεται λοιπόν ένα τελείως διαφορετικό αναλυτικό πρόγραμμα. Και το αναλυτικό πρόγραμμα δεν είναι μόνο θέμα «σοφών» που θα μας γράψουν τι θα κάνουμε, είναι και θέμα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών για να μπορούν να προσεγγίσουν την παιδεία με αυτό το νέο πνεύμα. Δεν είναι λοιπόν μόνο θέμα αναλυτικού προγράμματος στα σχολεία, είναι και θέμα αναλυτικών προγραμμάτων στα πανεπιστήμια που εκπαιδεύουν τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς.
Για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση: δύο σημαντικά θέματα: Χρειάζονται ριζικές αλλαγές από το κτήριο, τη θέση της βιβλιοθήκης και των τάξεων, το πώς γίνεται το μάθημα, ποιος είναι ο χρόνος που θα διατεθεί στο παιδί. Επειδή ακριβώς στο ολοήμερο σχολείο πρέπει να αμβλύνουμε τις κοινωνικές και άλλες ανισότητες που κουβαλάει το παιδί που έρχεται από διάφορους κοινωνικούς ή πολιτισμικούς χώρους, θα χρειαστεί να κρατήσουμε το παιδί αρκετές ώρες στο σχολείο. Χρειαζόμαστε το ολοήμερο σχολείο που δεν έχει σκοπό να φορτώσει περισσότερα μαθήματα αλλά να δώσει την απαραίτητη άνεση, με ελεύθερες ζώνες δραστηριοτήτων, τόσο στο παιδί όσο και στο δάσκαλο, ώστε να γίνονται μαθήματα για το ίδιο γνωστικό αντικείμενο με διαφορετικούς τρόπους και ταχύτητες, γιατί τα παιδιά, ιδίως σε αυτές τις ηλικίες, μαθαίνουν με διαφορετικές ταχύτητες και διαφορετικούς τρόπους. Χρειάζεται άνεση χρόνου για να αναπτύσσει το παιδί στο πρόγραμμα των ελευθέρων ζωνών το δικό του ταλέντο, να ανακαλύπτει τις δημιουργικές του δυνάμεις, να γίνει η γνώση χαρά.
Το ολοήμερο σχολείο είναι δύσκολη υπόθεση. Στην Ελλάδα αρχίσαμε με 28 πιλοτικά προγράμματα. Είχαμε μια πολύ καλή εμπειρία και την πρόθεση να προχωρήσουμε σε 100 πιλοτικά σχολεία και στο βάθος του χρόνου, ίσως σε μια πενταετία ή οκταετία, μετά και την ολοκλήρωση της απαιτούμενης σχετικής εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών αλλά και των κτηριακών υποδομών – που είναι ένα πρόβλημα στην Ελλάδα αλλά μικρότερο πρόβλημα εδώ στην Κύπρο – να το επεκτείνουμε περαιτέρω. Τα Σχολεία Διευρυμένου Ωραρίου δεν είναι ολοήμερα σχολεία. Εμείς τα «βαφτίσαμε» στην Ελλάδα ολοήμερα. Τα σχολεία διευρυμένου ωραρίου είναι θα μου επιτρέψετε να πω «σχολεία parking» που κρατούν τα παιδιά κάποιες περισσότερες ώρες εξυπηρετώντας τους γονείς τους. Δεν είναι όμως αυτό το ολοήμερο σχολείο. Ειλικρινά λυπάμαι γιατί στην Ελλάδα ουσιαστικά καταργήθηκε το ολοήμερο με την απαράδεκτη δικαιολογία ότι το ολοήμερο σχολείο είναι πολύ ακριβό.
Λίγα λόγια για το αναλυτικό πρόγραμμα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Είναι λάθος – κύριε Υπουργέ να το προσέξετε αυτό στη μεταρρύθμισή σας – να κατεβάσουμε τα πολλά μαθήματα από το πανεπιστήμιο στο γυμνάσιο και το λύκειο. Χρειαζόμαστε ουμανιστική παιδεία. Όλα τα παιδιά πρέπει να μάθουν τα ελληνικά τους, την ιστορία τους, ποίηση, βιολογία, φυσική, μαθηματικά, αλλά δεν είναι δυνατόν να έχουμε 14 μαθήματα και ο μαθητής γενικής παιδείας να πρέπει να πάρει χωριστά μάθημα οικονομικών, κοινωνιολογίας, φυσικής, χημείας, φιλολογίας, αποκομμένα το ένα από το άλλο, που είναι συσσώρευση γνώσεων που, ευτυχώς, τα έξυπνα παιδιά ξεχνούν αμέσως μόλις τελειώνουν το λύκειο. Χρειαζόμαστε διαθεματική παιδεία, μαθήματα διαθεματικά όπου το παιδί θα πάρει τα απαραίτητα στοιχεία γενικής παιδείας σε έναν κύκλο 8 π.χ. μαθημάτων. Φυσικά, τα παιδιά που έχουν κλίση στις θετικές ή στις θεωρητικές επιστήμες, θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν και μαθήματα κατεύθυνσης αλλά η γενική παιδεία δεν μπορεί να είναι πρόσχημα για να βρουν δουλειά οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία και να ταλαιπωρούν έτσι τα παιδιά. Αλλά, για να αναπτύξουμε σωστά τα διαθεματικά προγράμματα πρέπει να αλλάξει το πρόγραμμα σπουδών και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στα πανεπιστήμια.

2. Διεύρυνση των εκπαιδευτικών επιλογών:
Ο παιδεία δεν είναι στρατός. Η παιδεία πρέπει να δίνει τη δυνατότητα στο άτομο να αλλάζει και άποψη. Το παιδί που αποφάσισε να πάει στην τεχνολογική εκπαίδευση, στο ΤΕΕ όπως λέγαμε, και βλέπει ότι τελικά δεν του πάει, και θέλει τελικά να ακολουθήσει τη γενική παιδεία, το λύκειο, πρέπει να έχει τη δυνατότητα της κινητικότητας, με μια μετεκπαίδευση, να μεταπηδήσει από την τεχνική εκπαίδευση στο λύκειο. Και το αντίστροφο, ένα παιδί που επέλεξε το λύκειο αλλά βλέπει ότι δεν τα καταφέρνει, ενώ του αρέσει η τεχνική παιδεία, πρέπει να μπορεί να πάει από τον ένα χώρο στον άλλον. Και κάτι ακόμα. Μπορεί ένα παιδί στα 18 του χρόνια να αποφασίσει να μην σπουδάσει, ή μια γυναίκα να παντρευτεί, να κάνει παιδιά και να αποφασίσει στα 35 της χρόνια να σπουδάσει, πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα σ” όποιον αλλάξει γνώμη, αν θέλει, να μπει στο πανεπιστήμιο και να σπουδάσει. Η παιδεία πρέπει να έχει ανοιχτές πόρτες για όλους όσους επιθυμούν να σπουδάσουν αρκεί να έχουν τα απαραίτητα πιστοποιητικά γνώσης για να παρακολουθήσουν τις σπουδές αυτές. Χρειαζόμαστε παιδεία ανοικτών οριζόντων και, σ΄ αυτό το πλαίσιο, χρειαζόμαστε και τη δια βίου εκπαίδευση, το ανοικτό πανεπιστήμιο.
Ο κλειστός αριθμός εισακτέων στο πανεπιστήμιο είναι κατάρα για την παιδεία. Το παιδί που έχει τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και θέλει να προχωρήσει μπροστά, πρέπει να έχει μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι υποχρέωση της πολιτείας να το κάνει αυτό.

3. Αξιολόγηση:
Αυτά ήταν θέματα αιχμής που δημιούργησαν πολλές αντιδράσεις στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αλλά η μεγαλύτερη αντίδραση ήρθε στο θέμα της αξιολόγησης. Αξιολόγηση του μαθητή, του εκπαιδευτικού, της σχολικής μονάδας. Εκεί είχαμε τις μεγάλες κινητοποιήσεις και τις καταλήψεις.
Αξιολόγηση μαθητή: Όταν το δίπλωμα πρέπει να έχει γενική αποδοχή και αξιοπιστία, πρέπει η πιστοποίηση των επιδόσεων να είναι αντικειμενική και συγκρίσιμη σε πανελλαδικό επίπεδο. Χρειάζεται επομένως αντικειμενικό σύστημα εξετάσεων στο λύκειο που να μας εξασφαλίζει ότι το δίπλωμα που παίρνει το παιδί, το απολυτήριό του, αντιπροσωπεύει επίδοση που είναι συγκρίσιμη με την αντίστοιχη επίδοση άλλου μαθητή σε άλλο σχολείο, σε άλλη περιφέρεια της χώρας. Αυτό ξεσήκωσε σχεδόν επανάσταση. Γιατί είχαμε μάθει στην Ελλάδα να φέρνουμε το απολυτήριο του λυκείου, σχεδόν στο σπίτι του μαθητή. Το παιδί δεν παρακολουθούσε μαθήματα, πήγαινε για κάποιες παρουσίες, μάθαινε ότι χρειαζόταν για τις εξετάσεις των τεσσάρων μαθημάτων στο φροντιστήριο και έδινε τις εξετάσεις του σε 4 μαθήματα για να μπει στο πανεπιστήμιο. Το Λύκειο ως εκπαιδευτική βαθμίδα ουσιαστικά είχε καταργηθεί. Χρειαζόταν λοιπόν αξιολόγηση.
Αλλά χρειαζόταν και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού: Εσείς έχετε αξιολόγηση αλλά στην Ελλάδα δεν έχουμε. Το σύστημα αξιολόγησης που είχα προτείνει ήταν το εξής: Ο εκπαιδευτικός πρώτα απ΄ όλα μπαίνει στο εκπαιδευτικό σύστημα μέσα από αντικειμενικές εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Καταργήθηκε η επετηρίδα. Γιατί; Γιατί είχαμε τόσους στην επετηρίδα που έπρεπε, κατά μέσο όρο, να περιμένει κάποιος 18-20 χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο για να διορισθεί. Καταλαβαίνετε ότι για να διορισθεί κάποιος στα 45 του χρόνια στο δημοτικό σχολείο ο δάσκαλος ή στο γυμνάσιο ή στο λύκειο ο καθηγητής, είναι πολύ αργά. Θα έπρεπε λοιπόν να θεσπίσουμε ένα διαγωνισμό που να ανοίγει το δρόμο και στους νέους και να δίνει τη δυνατότητα στο δημόσιο σχολείο να πάρει τους καλύτερους εκπαιδευτικούς.
Αλλά και μέσα στο σχολείο, πρέπει να αξιολογηθεί η πορεία και η εξέλιξη του εκπαιδευτικού. Πρώτα απ΄ όλα με τις εκθέσεις του διευθυντή της σχολικής μονάδας και του σχολικού συμβούλου ο οποίος δεν έχει διοικητικές ή εκτελεστικές ιδιότητες.
Πέρα από αυτό, καθιερώθηκε το Σώμα των Εξωτερικών Αξιολογητών, από εκπαιδευτικούς υψηλής ποιότητας που εγκρίνονται από μια διακομματική επιτροπή της Βουλής αξιολογούν κυρίως το εκπαιδευτικό έργο της σχολικής μονάδας, το εκπαιδευτικό σύστημα στο σύνολό του και αποφαίνονται σε προσφυγές κατά των αξιολογήσεων που έχει κάνει ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ή ο σχολικός σύμβουλος. Αυτό το ζήτημα δημιούργησε τεράστιες αντιδράσεις στον τόπο μας.

Αυτά ήταν τα θέματα αιχμής που συγκέντρωσαν τις περισσότερες αντιδράσεις. Και ομολογώ ότι δεν είναι παρηγοριά για έναν πολιτικό, δεν είναι παρηγοριά για εμένα, να μου λένε μετά από δέκα χρόνια ότι τότε δίκιο είχες. Ο πολιτικός που δικαιώνεται μετά από δέκα χρόνια δεν είναι ευτυχής άνθρωπος. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι η δικαίωση του πολιτικού αλλά τα παιδιά μας που δεν πρέπει να τους στερούμε ευκαιρίες. Χρειαζόμαστε σύγχρονη παιδεία και, το επαναλαμβάνω, η παιδεία δεν είναι για εμάς, είναι για το μέλλον μας, για τα παιδιά μας.
Τι συμπεράσματα βγάζω εγώ από αυτή την εμπειρία και ίσως σας φανούν κι εσάς χρήσιμα. Πέντε προβλήματα:
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αλλάζει τα πράγματα και φέρνει τα πάνω κάτω. Όταν αλλάζεις τα πράγματα δημιουργείς αβεβαιότητες και υπάρχουν άτομα που τους συγκινούν οι προκλήσεις της νέας εποχής αλλά και άλλοι που φοβούνται το καινούργιο, είναι βολεμένοι με την υπάρχουσα κατάσταση και αντιδρούν σε αλλαγές που δημιουργούν αβεβαιότητα. Εκεί, οφείλω να ομολογήσω ότι έγιναν λάθη και από τη δική μου τη μεριά. Θα έπρεπε να είχα ανοίξει ένα διάλογο που όμως δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί και να ενθαρρύνω αυτούς που φοβήθηκαν ότι με το νέο εκπαιδευτικό σύστημα δεν απειλούνταν. Η μεταρρύθμιση πρέπει να διαβεβαιώσει και αυτούς που δεν μπορούν ίσως να παρακολουθήσουν τα νέα βήματα, ότι δεν θα αδικηθούν, δεν θα απορριφθούν, δεν θα περιθωριοποιηθούν αλλά η νέα εποχή και το νέο σύστημα θα τους βοηθήσει να καλύψουν τις ελλείψεις τους. Είναι πολύ σημαντικό και εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο και ο συνδικαλισμός των εκπαιδευτικών που θα πρέπει στηρίζοντας τις αλλαγές να πει ότι αυτή την αβεβαιότητα εμείς θα την μετατρέψουμε σε βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα αδικηθεί.
Υπάρχουν εξω-θεσμικά συμφέροντα. Την παιδεία την εκμεταλλεύονται και πολλοί χώροι έξω από την παιδεία. Παιδεία σημαίνει και λεφτά, σημαίνει εξοπλισμοί, φροντιστήρια, ιδιωτικά κολλέγια, ιδιωτικά πανεπιστήμια. Σημαίνει επίσης ιδιωτικά συμφέροντα. Η μεγάλη σύγκρουση που είχα εγώ με μεγάλο εκδοτικό συγκρότημα ήταν για τις σχολικές βιβλιοθήκες που ήθελε να τις πάρει με το έτσι θέλω – γιατί έτσι είχε συνηθίσει να κάνει – αλλά τελικά το έργο εκτελέστηκε με άψογο τρόπο από τα Πανεπιστήμια. Για αυτά τα οικονομικά συμφέροντα είχα στη συνέχεια έναν δημοσιογραφικό πόλεμο. Είναι δική σας ευθύνη – και απευθύνομαι στους εκπαιδευτικούς τώρα – να προστατεύσετε το χώρο της παιδείας από τους εξω-θεσμικούς. Τα εξω-θεσμικά συμφέροντα νοθεύουν το χώρο της παιδείας.
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και το θέαμα: Η μαζική ενημέρωση δεν παίζει θετικό ρόλο σε ένα νηφάλιο διάλογο. Εάν εμείς σήμερα εδώ δεν τσακωθούμε και δεν παίξουμε μπουνιές, δεν θα βγει τίποτα αύριο στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις. Οι τηλεοράσεις πουλούν θέαμα. Εάν γίνει μια κατάληψη σχολείου, αυτό είναι θέαμα. Εάν λοιπόν προωθούμε και επιβραβεύουμε τις ακρότητες, επιβραβεύουμε το θέαμα αλλά καταστρέφουμε τον υπεύθυνο διάλογο και την πορεία της μεταρρύθμισης, θα έχουμε τραβήξει την προσοχή των ΜΜΕ.
Άλλος κίνδυνος – και λυπάμαι που το λέω αυτό – είναι η πολιτική. Δεν υπάρχει πολιτικό κόμμα που να μην ενδιαφέρεται για την παιδεία γιατί η παιδεία αγγίζει όλους, τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς, όλους που έχουν άποψη για την παιδεία. Η πολιτική έχει μπει μέσα στην παιδεία. Πρέπει να αναπτυχθεί μια κουλτούρα συνεννόησης στο χώρο της παιδείας. Όταν υπάρχει πολιτική πόλωση και η παιδεία γίνεται μπάλα στο «πολιτικό γήπεδο» δεν μπορεί να περάσει μεταρρύθμιση. Σε ορισμένα θέματα που προχώρησα, κόμματα της τότε αντιπολίτευσης συμφωνούσαν μαζί μου στο καφενείο της Βουλής – σήμερα είναι και υπουργοί – και μου έλεγαν «Γεράσιμε έχεις δίκιο, προχώρα» και την επομένη μου κατέθεσαν πρόταση μομφής για τα ίδια θέματα στα οποία κατ΄ ιδίαν συμφωνούσαν. Γιατί; Γιατί έπαιξαν την πλειοδοσία στον κομματικό συνδικαλισμό. Χρειάζεται η πολιτική να προσεγγίσει το θέμα της παιδείας με εθνική υπευθυνότητα, να μην παίζουμε μικροπολιτική μπάλα στο χώρο της παιδείας. Εάν αυτό το κλίμα δεν υπάρχει, δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μεταρρύθμιση.
Το τελευταίο, ο κομματικός συνδικαλισμός. Σας είπα και πριν ότι είναι απαραίτητος ο συνδικαλισμός. Αλλά όταν αυτός έχει υποταχθεί σε κομματικές σκοπιμότητες, καταστρέφει τη δυνατότητα ανοικτού διαλόγου ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς, την πολιτική ηγεσία του υπουργείου και την κοινωνία γενικότερα. Δεν ξέρω ακριβώς τι γίνεται εδώ στην Κύπρο, ξέρω όμως ότι στην Ελλάδα, δυστυχώς, ο δικός μας συνδικαλισμός είναι αιχμαλωτισμένος από τα κόμματα και λειτουργεί ως κομματικό εργαλείο μέσα στους κοινωνικούς χώρους. Ο συνδικαλισμός πρέπει να είναι αυτόνομος, να έχει τη δική του άποψη – μπορεί και πρέπει να έχει και πολιτική άποψη – αλλά άλλο ο κομματικός συνδικαλισμός και άλλο ο πολιτικοποιημένος συνδικαλισμός που έχει πολιτική άποψη αλλά δεν ελέγχεται και δεν κατευθύνεται από κόμματα.

Εάν μου λέγατε τι θα έκανα από την αρχή, θα έκανα κάτι που δεν το έκανα και ίσως πρέπει να το κάνετε εσείς. Οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συνοδευτούν από ένα γενναίο σύστημα εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και αναβάθμισης του μισθολογίου τους. Στην Ελλάδα έχουμε απαράδεκτα χαμηλούς μισθούς για τους εκπαιδευτικούς. Και όταν ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις στοιχειώδεις ανάγκες από το μισθό του και είναι αναγκασμένος το απόγευμα ή να κάνει άλλη δουλειά ή ιδιαίτερα ή φροντιστήρια, έχουμε χάσει το παιχνίδι ευθύς εξ αρχής. Πρέπει η κοινωνία να καταλάβει ότι εάν θέλουμε μια σύγχρονη, αναβαθμισμένη παιδεία, πρέπει να έχουμε ακριβοπληρωμένους εκπαιδευτικούς. Τους φθηνούς εκπαιδευτικούς θα τους πληρώσει η κοινωνία πολύ ακριβά αργότερα. Ως αυτοκριτική πρέπει να πω ότι θα έπρεπε να είχα πατήσει το πόδι μου στον υπουργό οικονομικών και στον πρωθυπουργό λέγοντας ότι, εντάξει, βάζω το κεφάλι μου κάτω για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αλλά θέλω να ανοίξουν οι κρουνοί του προϋπολογισμού και να τιμήσουμε το δάσκαλο, τον καθηγητή, να μπορεί να έχει ένα άνετο εισόδημα που θα μου επιτρέψει κι εμένα να του ζητήσω να κάτσει στο σχολείο μέχρι αργά, να προετοιμάσει στο σπίτι του το μάθημα της επόμενης ημέρας. Γιατί η δουλειά του δασκάλου, η δουλειά του καθηγητή είναι δημόσιο λειτούργημα.
Αυτές είναι οι γενικές απόψεις που ήθελα να σας μεταφέρω, ελπίζοντας να έβαλα τις βάσεις για συζήτηση και ερωτήματα που είμαι στη διάθεσή σας να απαντήσω. Να σας πω κλείνοντας ότι παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εξελίξεις της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στην Κύπρο και να ευχηθώ στον Υπουργό, τους εκπαιδευτικούς και όλους καλή επιτυχία και να μάθετε και από τα δικά μας λάθη.
Ευχαριστώ πολύ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn