Τριάντα χρόνια μας χωρίζουν από τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη. Ο κόσμος άλλαξε και μαζί του η Ελλάδα. Ζούμε σε μια άλλη Ελλάδα.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι στην πρόοδο που σημειώθηκε ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ, που ξεκίνησε με τη σημαία της 3ης του Σεπτέμβρη ήταν καταλυτικός.
Η Διακήρυξη παραμένει ένα σύστημα αρχών, ένα μέτρο αξιολόγησης της πολιτικής πράξης. Σήμερα, η αναντιστοιχία ανάμεσα στις αρχές και στην πράξη έχει φθάσει σε ένα οριακό σημείο και οφείλουμε, επιτέλους, να πάρουμε σαφή θέση απέναντι σ΄ αυτό το ζήτημα. Εκτιμώ ότι σχετικά έχουν διαμορφωθεί τρεις τάσεις:1) Μια ακραία τάση θεωρεί τη Διακήρυξη ως ένα ουτοπικό, τριτοκοσμικό κατασκεύασμα, από το οποίο πρέπει να απαγκιστρωθούμε. Η άποψη αυτή στερείται σοβαρότητας, γιατί, σκοπίμως, συγχέει συγκεκριμένες θέσεις που καταγράφονται στη Διακήρυξη και έχουν σχέση με την συγκυρία του 1974 με τις διαχρονικές αρχές της Διακήρυξης. Είναι οι τελευταίες που αποτελούν τον ιδεολογικό πυρήνα: Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Κοινωνική Απελευθέρωση. Η άποψη αυτή αποφεύγει επιμελώς να τοποθετηθεί απέναντι σ΄ αυτές τις αρχές, αν δηλαδή έχουν θέση ή όχι σε μια σύγχρονη πολιτική πλατφόρμα.2) Μια δεύτερη τάση, αν και περιλαμβάνει στη ρητορεία της τους τρεις βασικούς στόχους της Διακήρυξης, στα χέρια της εκσυγχρονιστικής επεξεργασίας έχει απολεσθεί το ουσιαστικό περιεχόμενό τους.
Στο θέμα της Εθνικής Ανεξαρτησίας η τάση αυτή δεν αποδέχεται την αυτόνομη λειτουργία του Έθνους – Κράτους στην παγκόσμια σκηνή και αναζητεί την προώθηση των εθνικών θεμάτων μέσα από την – κατ΄ ανάγκη παθητική – προσαρμογή είτε στα Ευρωπαϊκά δεδομένα είτε στην στρατηγική της πλανητικής δύναμης.
Στον κοινωνικο-οικονομικό χώρο, οι κλασικοί μηχανισμοί προστασίας της κοινωνίας εναντίον της ηγεμονίας της αγοράς, θεωρούνται ανασχετικοί της προώθησης της ανταγωνιστικότητας και , γι΄ αυτό, εγκαταλείπονται. Έτσι, βασικές αποφάσεις που αφορούν στη λειτουργία της οικονομίας της αγοράς βρίσκονται εκτός του χώρου της πολιτικής δημοκρατίας, δηλαδή της λαϊκής εξουσίας. Μ΄ αυτό τον τρόπο όμως η ίδια η κοινωνία μεταλλάσσεται σε κοινωνία της αγοράς, στερώντας από τον πολίτη τη συμμετοχική έφεση και μηδενίζοντας τα περιθώρια κοινωνικής απελευθέρωσης.
Η αλλοίωση του περιεχομένου των βασικών στόχων παρουσιάζεται ως αναγκαία προσαρμογή στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης. Όμως, το πολιτικό πλαίσιο που προκύπτει, ένα ιδιόμορφο σοσιαλφιλελεύθερο πρότυπο, ελάχιστα διαφοροποιείται στην πράξη από τη νεοφιλελεύθερη προσέγγιση.

3) Η τρίτη τάση, με την οποία συντάσσομαι, δεν αποδέχεται ότι η παγκοσμιοποίηση καθιστά ανενεργούς τους βασικούς στόχους της Διακήρυξης. Αντίθετα, η προώθηση αυτών των στόχων θεωρείται αναγκαία για την προστασία και την πρόοδο της χώρας.
Όσον αφορά στο θέμα της Εθνικής Ανεξαρτησίας, η πραγμάτωση του στόχου δεν επιτυγχάνεται με παθητική προσαρμογή στα παγκόσμια δεδομένα αλλά με πλήρη αξιοποίηση του γεωπολιτικού μας δυναμικού. Γι΄ αυτό κρίνεται αναγκαία η διαμόρφωση μιας μακρόπνοης Εθνικής Στρατηγικής που πέρα από μια ισχυρή αποτρεπτική δύναμη, συμπεριλαμβάνει την ανάπτυξη ενός ευρύτατου δικτύου πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών και πολιτιστικών συνεργασιών για το Εθνικό μας συμφέρον.
Η οικονομία της αγοράς είναι βέβαια πραγματικότητα αλλά εκεί δεν μπορεί να αποφασίζονται τα πάντα. Το τρίπτυχο «τι θα παραχθεί, πώς και για ποιόν» είναι και θέμα πολιτικό για το οποίο η πολιτική δημοκρατία πρέπει να έχει λόγο. Σύγχρονοι και αποτελεσματικοί συμμετοχικοί θεσμοί για τον προγραμματισμό της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής πορείας της χώρας διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις της λαϊκής κυριαρχίας, αφυπνίζουν τον πολίτη και ελευθερώνουν τη σκέψη του.
Είναι παράδοξο ότι οι τάσεις που σκιαγράφησα πιο πάνω δεν συναντήθηκαν ποτέ σε ζωντανό διάλογο! Το πόσο έβλαψε το ΠΑΣΟΚ η έλλειψη διαλόγου φαίνεται από τις τραυματικές εμπειρίες που σημάδεψαν την πορεία του.
Χωρίς αμφιβολία, η δεκαετία του ΄80, και ιδιαίτερα η πρώτη τετραετία, σημειώνουν τη μικρότερη απόκλιση ανάμεσα στις αρχές της Διακήρυξης και την Κυβερνητική Πράξη. Οι μύθοι που επιμελώς καλλιεργήθηκαν (περί αλόγιστων κοινωνικών παροχών, ελλειμμάτων κ.α.) ήταν το παραπέτασμα καπνού πίσω από το οποίο κρυβόταν ένας αμείλικτος πόλεμος εναντίον της αναπτυξιακής πορείας που είχε περάσει σε δημοκρατικούς συμμετοχικούς θεσμούς. Αυτό που ενόχλησε ιδιαίτερα ήταν ότι στην πρώτη τετραετία, το λαϊκό μπλοκ ήταν ηγεμονικό στην κοινωνία. Η αλλαγή πορείας που ακολούθησε και που ποτέ δεν αιτιολογήθηκε ικανοποιητικά, αποδόμησε τους συμμετοχικούς θεσμούς. Εκεί ηττήθηκε όχι μόνο μια συγκεκριμένη πολιτική αλλά μια πολιτική κουλτούρα. Το πολιτικό κενό που προέκυψε καλύφθηκε σταδιακά από τη γραφειοκρατική εξουσία και την εμφάνιση νέων διαχειριστικών στρωμάτων. Έτσι, σταδιακά, εμπλακήκαμε στα γρανάζια των συντεχνιών, των κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών και της διαπλοκής.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήταν φυσικά αδύνατον να κινητοποιήσουμε κοινωνικές δυνάμεις για ριζικές μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος.
Στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, η σχετική εναρμόνιση αρχών και πράξης ήταν μακροβιότερη. Με εξαίρεση μερικές συγκυριακές αποκλίσεις (π.χ. Davos) διήρκησε μέχρι το 1996. Η πολιτική «προσαρμογής» που ακολουθείται από τότε – που και αυτή δεν αιτιολογήθηκε ικανοποιητικά – διέπεται από άλλες αρχές. Δεν πιστεύω ότι απέδωσε. Σίγουρα δεν απέδωσε στη Μαδρίτη και σίγουρα η θέση μας υπέρ του σχεδίου Ανάν παραμένει χαίνουσα πληγή.

Είναι ανάγκη να μιλήσουμε ειλικρινά και ανοικτά γι΄ αυτά τα θέματα. Ο Γιώργος Παπανδρέου έχει απόλυτα δίκιο όταν υπονοεί ότι χρειαζόμαστε ανανέωση αφού το νέο ξεκίνημα δεν μπορεί να γίνει με στελέχη που έχουν την ευθύνη της βαριάς εκλογικής ήττας του Μαρτίου. Η κάθαρση όμως δεν μπορεί να γίνει με οργανωτικά σχήματα που ουσιαστικά αποδομούν το κόμμα. Ο στόχος θα επιτευχθεί μόνο μέσα από ένα επίπονο διάλογο όπου ο καθένας θα πάρει θέση στα ανοικτά θέματα και θα αναλάβει τις ευθύνες του.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn