Πριν από τις εκλογές, ο σχεδιασμός του Υπουργείου Παιδείας ήταν σαφής. Παραθέτω μερικά από τα πιο σημαντικά θέματα:

Άμεση εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 140/98 και της Υπουργικής Απόφασης 1938/98 για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών.

Κατάθεση στη Βουλή Νομοσχεδίου για ειδικό μισθολόγιο των εκπαιδευτικών και ρυθμίσεις για την επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, με βάση τις προτάσεις της Επιτροπής Μπλέσιου.

Αποτελεσματικότερη εφαρμογή της ενισχυτικής διδασκαλίας.

Προώθηση του έργου υποδομής για τα Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια (ΤΕΕ).

Οριζόντια κινητικότητα φοιτητών ανάμεσα σε Ιδρύματα και Τμήματα.

Τα θέματα της λειτουργίας του Ενιαίου Λυκείου καθώς και της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είχαν λυθεί. Οι αντιδράσεις που είχαν προκύψει στην εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είχαν οδηγήσει την Κυβέρνηση στη συγκρότηση της Επιτροπής Καζάζη, η οποία, μετά από ευρύτατο διάλογο με όλους τους φορείς, αξιολόγησε την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και έκανε συγκεκριμένες προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές, συζητήθηκαν σε σύσκεψη με τον Πρωθυπουργό την 17/1/00 και στις 26/1/00, σε Συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσα τις θέσεις της Κυβέρνησης. Οι εξελίξεις δικαίωσαν, πιστεύω, τη στάση της Κυβέρνησης που αρνήθηκε να μπει στη λογική των εκπτώσεων και δέχθηκε να υποστεί το πολιτικό κόστος της επιλογής της. Το αναθεωρημένο με βάση τις προτάσεις Καζάζη σύστημα απέδωσε ικανοποιητικά και αποκαταστάθηκε η ομαλή λειτουργία στα σχολεία. Ακόμα και οι πιο φανατικοί οπαδοί της σχολής του κατευνασμού, δεν μπορούν σήμερα να ισχυρισθούν ότι για λόγους ομαλής εκπαιδευτικής λειτουργίας, απαιτούνται υποχωρήσεις και εκπτώσεις.

Γι΄ αυτό ξενίζει η επιλογή της μετεκλογικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας να “ανοίξει” το θέμα αυτό αντί των προτεραιοτήτων που ανέφερα. Διάφορα, περίεργα, σενάρια περί αλλαγών στο “εξεταστικό” κυκλοφορούν σε μερίδα του Τύπου που διεκδικεί εγκυρότητα πληροφόρησης. Αρνούμαι να τα σχολιάσω και προτιμώ να αναμένω τις εξαγγελίες της Κυβέρνησης. Σ΄ αυτό το άρθρο θέλω να ξεκαθαρίσω μερικές έννοιες γύρω από το λεγόμενο εξεταστικό και να σκιαγραφήσω τις ρυθμίσεις που είχαμε υπόψη μας όταν, προεκλογικά, δεσμευθήκαμε για την οριζόντια κινητικότητα των φοιτητών,

Πιστεύω όμως ότι είναι χρήσιμο να προτάξω μια επισήμανση για τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Μέτρα στο χώρο της Παιδείας πρέπει να παίρνονται για το καλό των παιδιών. Οι πόροι όμως που διατίθενται για την Παιδεία, ανέρχονται σε τρισεκατομμύρια και είναι αναπόφευκτο διάφορα μέτρα να επηρεάζουν την κατανομή των πόρων ανάμεσα στους διαφόρους φορείς καθώς και την διαπραγματευτική θέση του κάθε φορέα μέσα στο σύστημα. Γι΄ αυτό, η δημόσια συζήτηση για την εκπαίδευση είναι ναρκοθετημένη. Κάτω από το μανδύα των παιδαγωγικών επιχειρημάτων κρύβονται, συχνά, ιδιοτέλειες και ο αναγνώστης, πριν σχηματίσει άποψη για μία πρόταση, θα πρέπει να ρωτά ποιός ωφελείται και ποιός βλάπτεται απ΄ αυτήν ! Μερικά μόνο παραδείγματα, από την πρόσφατη εμπειρία, αρκούν:

Το άνοιγμα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης σ΄ όλους τους αποφοίτους του Ενιαίου Λυκείου μηδενίζει τη ζήτηση για σπουδές σε Ελεύθερα Κέντρα Σπουδών και αποδυναμώνει την προοπτική για ιδιωτικά πανεπιστήμια.

Η λειτουργία των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, ακυρώνει προθέσεις οικονομικών συγκροτημάτων για “Ινστιτούτα” δια βίου κατάρτισης, με συνεργασία, πιθανόν, πανεπιστημιακών και χρηματοδότηση από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Η κατάργηση των δεσμών και η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με βάση τη συνολική απόδοση του μαθητή στο σχολείο, που πιστοποιείται μέσα από διαφανείς πανελλαδικές εξετάσεις κτυπάει, στην προοπτική τουλάχιστον, τα φροντιστήρια, την οικοδιδασκαλία και την πιθανότητα αθέμιτης συνδιαλλαγής καθηγητή – οικογένειας – μαθητή.

Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου απελευθερώνει και αναβαθμίζει τον εκπαιδευτικό και έτσι κτυπάει την κυριαρχία των συντεχνιών – που φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με τον καλώς νοούμενο συνδικαλισμό.

Τα εξεταζόμενα μαθήματα:

Η δημόσια συζήτηση για τα εξεταζόμενα μαθήματα μου θυμίζει το παιχνίδι της κολοκυθιάς. Χωρίς να παραγνωρίζω την έλξη που ασκεί στο λαϊκό αίσθημα οποιαδήποτε μείωση του αριθμού των εξεταζομένων μαθημάτων, πιστεύω ότι η συζήτηση δεν έχει νόημα έξω από ένα ευρύτερο παιδαγωγικό πλαίσιο που απαντά στα εξής ερωτήματα:

α) ποιό πρέπει να είναι το εύρος της γενικής παιδείας,

β) πώς πιστοποιείται ότι ο μαθητής έχει εμπεδώσει αυτή τη γενική παιδεία και

γ) ποιές οι συνέπειες της πιστοποίησης για την είσοδό του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ;

Τρία ερωτήματα που απαιτούν ξεκάθαρες απαντήσεις.

Ακρογωνιαίος λίθος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι η απόκτηση γενικής παιδείας από όλους τους πολίτες. Πιστεύουμε ότι όλοι μας πρέπει να μιλάμε και να γράφουμε σωστά Ελληνικά, να γνωρίζουμε την πολιτιστική μας παράδοση, να έχουμε ένα ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων στις ανθρωπιστικές, κοινωνικές και θετικές επιστήμες για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε αυτοδύναμα ως πολίτες στη σύγχρονη κοινωνία.

Το πρόγραμμα σπουδών έχει διαμορφωθεί σ΄ αυτή τη βάση και, απ΄ ότι ξέρω, κανείς δεν έχει εκφράσει αντιρρήσεις για το εύρος της παιδείας που εμπεριέχεται σ΄ αυτό. Τα 14 μαθήματα είναι η κατανομή αυτού του γενικά αποδεκτού προγράμματος σπουδών σε γνωστικά αντικείμενα. Όπως σωστά επισημαίνει η Επιτροπή Καζάζη, “η μείωση των μαθημάτων πλήττει καίρια το βασικό στόχο της μεταρρύθμισης, ένα στόχο που συναντά, όπως διαπιστώθηκε, την καθολική και κοινωνική αποδοχή”.

Η γενική παιδεία είναι ενιαία και δεν μπορεί να κατατμηθεί σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα μαθήματα. Γι΄ αυτό, όταν η Επιτροπή Καζάζη αξιολόγησε το βαρύ, όντως, φορτίο διδασκαλίας και εξέτασης, πρότεινε – και πολύ ορθά – όχι τη μείωση των μαθημάτων αλλά ένα σύστημα μείωσης της διδακτέας/εξεταστέας ύλης σε όλα τα 14 διδασκόμενα – εξεταζόμενα μαθήματα.

Για μία μεταβατική περίοδο αρκετών ετών, μέχρις ότου βελτιωθεί το επίπεδο σπουδών στο Δημοτικό και το Γυμνάσιο, η πρόταση της Επιτροπής Καζάζη που έγινε δεκτή από την Κυβέρνηση, αντιμετωπίζει παιδαγωγικά το πρόβλημα και έχει ήδη αποδώσει. Φέτος, μόνο το 3% των μαθητών της Γ΄ Ενιαίου Λυκείου δεν αποφοίτησε ενώ είναι ιδιαίτερα υψηλός και εντυπωσιακός ο αριθμός των μαθητών που αρίστευσαν ! Αυτά τα αποτελέσματα δεν υποδεικνύουν ότι οι μαθητές αδυνατούν να ανταποκριθούν και δεν στηρίζουν την άποψη ότι ο πήχης πρέπει να κατέβει. Δεν πρέπει να διολισθαίνουμε προς τα πίσω, πρέπει να φθάσουμε, όσο γίνεται πιο σύντομα, το επίπεδο σπουδών των άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η πιστοποίηση σπουδών δεν μπορεί να καλύψει μερικά μόνο μαθήματα. Γι΄ αυτό, η σχετική πρόταση που είχε υποβληθεί στην Επιτροπή Καζάζη, να διδάσκονται υποχρεωτικά αλλά να μην εξετάζονται μερικά μαθήματα, απορρίφθηκε. Αυτό ίσχυε άλλωστε και στο παλαιό σύστημα όπου τα εξεταζόμενα μαθήματα ήταν πάλι 14. Η βασική διαφορά σήμερα είναι ότι τα θέματα των γραπτών εξετάσεων είναι κοινά για όλα τα σχολεία και τα γραπτά βαθμολογούνται από εκπαιδευτικούς που δεν γνωρίζουν την ταυτότητα των εξεταζομένων.

Μία άλλη πρόταση που είχε κυκλοφορήσει, από ανώνυμους αν θυμάμαι καλά, έβλεπε σοβαρά τη δυνατότητα να αξιολογούνται μερικά μαθήματα με το ισχύον σύστημα και άλλα με το παλαιό, δηλαδή ουσιαστικά από τον διδάσκοντα. Αυτή η πρόταση εισάγει μία ανεπίτρεπτη σχιζοφρένεια στο σύστημα πιστοποίησης. Ο “αχταρμάς” αυτός των εξετάσεων ουσιαστικά καθιερώνει μαθήματα δύο ταχυτήτων, καθιστά αναξιόπιστο το Απολυτήριο, εισάγει συνδιαλλαγή και βαθμοθηρία στη σχολική μονάδα και νοθεύει τη διαφάνεια των κριτηρίων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εάν τώρα προταθεί ότι για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα λαμβάνονται υπόψη μόνον τα “πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα” και μάλιστα με διαφοροποιημένες σταθμίσεις κατά σχολή, τότε υπάρχει κίνδυνος το όλο σύστημα να διολισθήσει πίσω στις δέσμες. Στους νεώτερους αναγνώστες υπενθυμίζω ότι η κερκόπορτα της κατάργησης της μεταρρύθμισης Παπανούτσου ήταν η μείωση των “πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων” από το σύνολο των διδασκομένων μαθημάτων, στις εξεταστικές περιόδους 1964-67, σε 4 το 1968 από τη χούντα.

Υποστηρίζεται από πολλούς ότι η Μεταρρύθμιση δεν δίνει επαρκείς ευκαιρίες στον νέο να προσπαθήσει να βελτιώσει την επίδοσή του και να πλησιάσει έτσι τους στόχους του. Ας δούμε τί ισχύει τώρα και τί πρέπει να γίνει.

Ο απόφοιτος του Ενιαίου Λυκείου έχει εξασφαλισμένη την πρόσβασή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό που δεν είναι βέβαια εξασφαλισμένο είναι η εγγραφή του στο Τμήμα υψηλής προτεραιότητάς του. Πράγματι, όταν υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση για ένα Τμήμα, η κατανομή έχει προγραμματισθεί να γίνεται με βάση το βαθμό του απολυτηρίου, τους βαθμούς στα μαθήματα ειδικής βαρύτητας για το Τμήμα και το βαθμό στο τεστ δεξιοτήτων.

Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι οι υπάρχουσες επιλογές, δεν εξαντλούν τις δυνατότητες ευελιξίας που θα πρέπει να έχει ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα. Η λύση όμως δεν βρίσκεται στην αναζήτηση περισσοτέρων ευκαιριών σε επίπεδο Λυκείου αλλά μέσα στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ούτως ή άλλως, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι, με εξαίρεση ελάχιστους, οι νέοι και οι νέες των 18 ετών δεν έχουν ξεκαθαρισμένο επαγγελματικό προσανατολισμό ο οποίος διαμορφώνεται σταδιακά με τα βιώματα και τις εμπειρίες.

Οριζόντια κινητικότητα των φοιτητών:

Απαραίτητο συμπλήρωμα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να είναι επομένως η οριζόντια κινητικότητα των φοιτητών ανάμεσα σε Ιδρύματα και Τμήματα. Για την υλοποίηση αυτής της δέσμευσης θα χρειασθεί νομοθετική ρύθμιση η οποία, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να προωθηθεί στη Βουλή στο άμεσο μέλλον, μετά από συζήτηση με τους φορείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να έδινε τρεις δυνατότητες:

α) Τη δυνατότητα μετακίνησης φοιτητών ανάμεσα σε Τμήματα της ίδιας Σχολής του ιδίου Ιδρύματος, μετά το πρώτο έτος φοίτησής τους στο αρχικό Τμήμα επιλογής. Ο επιτρεπόμενος αριθμός μετακινουμένων φοιτητών μπορεί να ορίζεται από τα Τμήματα σε συνεργασία με την Κοσμητεία και η εγγραφή να γίνεται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων στην Κοσμητεία της Σχολής, με βάση τον αριθμό των μαθημάτων στα οποία έχουν επιτυχώς εξετασθεί και τη συνολική τους βαθμολογία στο Τμήμα προέλευσης. Η δυνατότητα αυτή θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα όχι μόνο για τη διεύρυνση των επιλογών αλλά και για τη συγκρότηση και ολοκλήρωση των Σχολών, ο ρόλος των οποίων σήμερα είναι σχετικά υποβαθμισμένος. Η δυνατότητα αυτή θα ενίσχυε επίσης, μέσα από τη συνεργασία των Τμημάτων, τη δημιουργία διατμηματικών προγραμμάτων σπουδών όπως π.χ. μαθηματικών και πληροφορικής κλπ.

β) Τη δυνατότητα μετακίνησης των φοιτητών μεταξύ Τμημάτων του ιδίου επιστημονικού πεδίου. Με το νέο εκπαιδευτικό σύστημα, τα Τμήματα των ΑΕΙ και ΤΕΙ έχουν χωρισθεί σε πέντε επιστημονικά πεδία, βάσει του γνωστικού τους περιεχομένου. Η δυνατότητα αυτή αφορά κυρίως όσους, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας, θέλουν ν΄ αλλάξουν τμήμα αλλά όχι γνωστικό πεδίο. Η μετακίνηση αυτή θα μπορούσε να επιτραπεί μετά από δύο έτη σπουδών στο αρχικό Τμήμα επιλογής, βάσει πάλι αξιοκρατικών κριτηρίων όπως ο αριθμός των επιτυχώς εξεταζομένων μαθημάτων και η συνολική βαθμολογία στο Τμήμα επιλογής. Δεδομένης της συγγένειας του γνωστικού αντικειμένου, οι φοιτητές θα μπορούσαν να “μεταφέρουν” μαθήματα ή πιστωτικές μονάδες από το Τμήμα προέλευσης στο Τμήμα υποδοχής και να εγγραφούν στο επόμενο έτος σπουδών. Το ποσοστό των επιτρεπομένων μετεγγραφών θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί μεταξύ μητροπολιτικών και περιφερειακών ιδρυμάτων, ώστε να αποφευχθεί η μαζική μετεγγραφή στα ιδρύματα των μεγάλων αστικών κέντρων.

γ) Τη δυνατότητα μετακίνησης φοιτητών μεταξύ Τμημάτων που εντάσσονται σε διαφορετικά επιστημονικά πεδία. Ένα σύγχρονο και ευέλικτο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να δίνει στο φοιτητή τη δυνατότητα αλλαγής κατεύθυνσης και επιστημονικού πεδίου. Σ΄ αυτή την περίπτωση, η μετεγγραφή στο πρώτο έτος ενός Τμήματος θα μπορούσε να γίνει μετά από δύο έτη σπουδών στο αρχικό Τμήμα υποδοχής, με βάση ένα συνδυασμό κριτηρίων που θα περιλαμβάνει τη συνολική επίδοση στο Τμήμα της μέχρι τότε φοίτησης και την επίδοση σε εξετάσεις σε δύο μαθήματα ειδικής βαρύτητας του επιστημονικού πεδίου του νέου Τμήματος. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, ο μέγιστος αριθμός μετεγγραφομένων μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το Τμήμα.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, τα Τμήματα υποδοχής που θα καλύπτουν το μέγιστο ποσοστό μετεγγραφομένων φοιτητών, θα λαμβάνουν πρόσθετη επιχορήγηση για δαπάνες υποδομής και λειτουργίας. Ταυτόχρονα, ένα Τμήμα που συνεχώς θα χάνει φοιτητές θα αντιμετωπίζει και ανάλογη μείωση της επιχορήγησής του. Παράλληλα, θα πρέπει να καταργηθούν οι μετεγγραφές από το εξωτερικό, όπως ισχύουν σήμερα.

Πιστεύω ότι οι παραπάνω ρυθμίσεις, που ήταν στους σχεδιασμούς του κυβερνητικού προγράμματος 1996 – 2000 θα μας βγάλουν από το ναρκοθετημένο πεδίο που, ίσως άθελά μας, μπήκαμε, θα επιτρέψουν στο Λύκειο να λειτουργήσει ως αυτόνομη εκπαιδευτική μονάδα, θα διευρύνουν ουσιαστικά τις εκπαιδευτικές επιλογές και θα αυξήσουν την ευελιξία του εκπαιδευτικού συστήματος.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn