ΕΡΩΤΗΣΗ: Η Τουρκία, με συνέπεια και εμμονή, συνεχίζει την πολιτική του αναθεωρητισμού έναντι της Ελλάδας με στόχο την αλλαγή του status quo στο Αιγαίο. Μπορείτε να μας αναφέρετε ποιους συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους εξυπηρετούν οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου και ποιο το μήνυμα που περιέχουν;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Σχεδόν ταυτόχρονα με την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκία επισημοποίησε και διεθνώς όχι μόνο την αμφισβήτηση της εδαφικής ακεραιότητας και εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας, αλλά και τις βλέψεις της στο Αιγαίο, εκδίδοντας τη γνωστή ΝΟΤΑΜ που αφορά στον εναέριο χώρο μας και τη δικαιοδοσία της Αθήνας στο F.I.R. Αθηνών. Έκτοτε, και παρά την ισχύουσα διεθνή νομιμότητα, προωθεί σε καθημερινή βάση τον πολιτικό της στόχο, δηλαδή τη δημιουργία νέων δεδομένων ελέγχου του προς δυσμάς του εδάφους και των συνόρων της χώρου. Εφαρμόζει στην πράξη τον επεκτατισμό της επιδιώκοντας τη de facto επιβολή στο Αιγαίο ενός καθεστώτος που ουσιαστικά διχοτομεί το Αιγαίο. Και οι υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από νησίδες και βραχονησίδες του Αιγαίου αυτό το σκοπό εξυπηρετούν. Είναι γνωστή άλλωστε η μέθοδος των «τετελεσμένων» που ακολουθεί η Τουρκία για την επίτευξη των στόχων της. Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, η Άγκυρα συντηρεί και επισείει στη διεθνή κοινότητα το ενδεχόμενο ενός θερμού ελληνοτουρκικού επεισοδίου του οποίου τα χαρακτηριστικά παραχαράσσει και χειραγωγεί εις βάρος της Ελλάδας όπως έγινε και με τη σύγκρουση των αεροσκαφών στην Κάρπαθο. Επί πλέον, επειδή οι δραστηριότητες αυτές της αεροπορίας της αφορούν και την ασφάλεια των πτήσεων πολιτικών αεροσκαφών σε διεθνές επίπεδο, η Άγκυρα επιδιώκει την εμπλοκή και τρίτων χωρών σε ένα ζήτημα διεθνούς δικαίου που από μόνη της εγείρει. Με άλλα λόγια, οι υπερπτήσεις αποτελούν ένα επιπρόσθετο στοιχείο στήριξης και ενίσχυσης των προσπαθειών που καταβάλλει με κάθε ευκαιρία και σε όλα τα διεθνή βήματα και Οργανισμούς για τη δημιουργία συνθηκών ανατροπής και αναθεώρησης των διεθνών Συμβάσεων και του Διεθνούς Δικαίου όπου βασίζονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και καθορίζεται το καθεστώς στο Αιγαίο, με στόχο τη συνολική συρρίκνωση του Ελληνισμού γενικότερα.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς αξιολογείτε την αποτελεσματικότητα της πολιτικής «κατευνασμού» που ακολουθεί η κυβέρνηση απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα; Πρέπει να αναθεωρηθεί και ποιοι πρέπει να είναι οι άξονες της «νέας» αυτής πολιτικής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, τα τελευταία χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις που είχαμε μερικοί, επικράτησε ως πολιτική επιλογή η στήριξη της λεγόμενης «ευρωπαϊκής πορείας» της Τουρκίας, με το αιτιολογικό ότι έτσι θα υποχρεωνόταν να υιοθετήσει τους ευρωπαϊκούς κανόνες συμπεριφοράς. Η αντίληψη αυτή, ωστόσο, έχει στην πράξη αποδειχθεί ατελέσφορη. Γιατί, παρά την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής, η Τουρκία όχι μόνο διατηρεί τις πάγιες θέσεις της απέναντι στον Ελληνισμό, την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά έχει σύρει εξευτελιστικά και την Ευρωπαϊκή Ένωση στην παράκαμψη πολλών κανόνων που η ίδια η Ένωση έχει ορίσει για το χαρακτηρισμό μιας χώρας ως υποψηφίας προς ένταξη. Η Τουρκία έχει επιτύχει να επιβάλει τους δικούς της όρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία, κατέχοντας μάλιστα παράνομα με στρατιωτικές δυνάμεις μέρος των εδαφών της, και διατηρεί το casus belli έναντι της Ελλάδας.
Πρόσφατα το σκηνικό έχει αλλάξει. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο «τουρκο-σκεπτικισμός» κερδίζει έδαφος, κυρίως μετά την τοποθέτηση του νεοεκλεγέντος Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, κ. Σαρκοζί, για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., ενώ αυξάνονται οι ανησυχίες για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα αυτή. Για τους λόγους αυτούς, επαναφέρω παλαιότερη πρότασή μου, να προχωρήσουμε σε συζητήσεις ανωτάτου πολιτικού επιπέδου Ελλάδας – Κύπρου για τον επαναπροσδιορισμό των αρχών που θα διαμορφώσουν μια νέα μακροπρόθεσμη στρατηγική του Ελληνισμού.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Αν υποθέσουμε ότι στη διαμάχη κεμαλιστών και ισλαμιστών επικρατήσουν οι πρώτοι, ποιες κατά τη γνώμη σας θα είναι οι επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της Άγκυρας έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου; Θα υπάρξει κάποια μεταβολή και προς ποια κατεύθυνση;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Δεν είναι καλό να σχηματοποιούμε τη διαμόρφωση των πολιτικών επιλογών με βάση διάφορα ιδεολογήματα. Το τουρκικό στρατιωτικό-διπλωματικό κατεστημένο, ο κεμαλικός αναθεωρητισμός, το βαθύ κράτος όπως λέμε, δεν επιτρέπει αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις στην πολιτική της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, όποιο κόμμα κι αν βρίσκεται στην εξουσία. Από την εποχή του ίδιου του Κεμάλ μέχρι σήμερα, η «γραμμή» αυτή δεν έχει αλλάξει. Μπορεί το κατεστημένο αυτό να έδωσε στον Ερντογάν τη δυνατότητα να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διερευνητικές επαφές με την Ελλάδα αλλά είναι σαφές ότι έθεσε ως όρο να μην δεχθεί καμία υποχώρηση στις πάγιες θέσεις της έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Γι” αυτό και δεν πρέπει να περιμένουμε μεταβολές στην τουρκική πολιτική έναντι του Ελληνισμού, όποια κι αν είναι τα επί μέρους χαρακτηριστικά του κόμματος που κυβερνά.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας καθιερώσατε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, που είχε ως αρχή ότι μια νέα επίθεση κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά και επίθεση κατά της Ελλάδας. Μπορείτε να μας απαριθμήσετε τις πολιτικές και στρατιωτικές στοχεύσεις του;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το ότι μια ενδεχόμενη νέα τουρκική επίθεση κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας θα εθεωρείτο επίθεση κατά της Ελλάδας διατυπώθηκε από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου «Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος» αποτελούσε την πρακτική εφαρμογή της συμπαράταξης των δύο χωρών στην αντιμετώπιση κοινών κινδύνων. Με την εξαγγελία του Δόγματος το 1993, βάλαμε μπροστά ένα μακροχρόνιο έργο που δεν είχε μόνο στρατιωτική διάσταση. Είδαμε ότι η επιβίωση του Ελληνισμού απαιτεί την παρουσία του στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι ακρωτηριασμένη και η Κύπρος δεν μπορεί να επιβιώσει ως ένα κομμάτι του Ελληνισμού αν δεν συνδεθεί με την Ελλάδα. Με την καθιέρωση του Δ.Ε.Α.Χ., οι δύο χώρες, Ελλάδα και Κύπρος, θα ενίσχυαν αμοιβαία την άμυνά τους και θα διαμόρφωναν στη διεθνή σκηνή μια εικόνα αξιόπιστων ειρηνικών χωρών με αποτρεπτική δύναμη, στέλνοντας προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι το κόστος μιας ενδεχόμενης επιθετικής ενέργειας εναντίον τους θα ήταν υψηλό. Παράλληλα, ο ενιαίος αυτός χώρος θα προσέφερε αμυντικό βάθος και θα αποτελούσε ένα επιπρόσθετο στοιχείο για τη συνεργασία της Ελλάδας και της Κύπρου με τρίτες χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοιους κινδύνους και απειλές.
Πρέπει να σας πω ότι το εγχείρημα ήταν εξαιρετικά δύσκολο. Έπρεπε να αντιπαλέψω με καθιερωμένες αντιλήψεις του τύπου «η Κύπρος είναι μακριά». Εξ΄ άλλου, ο «συμμαχικός παράγοντας» έδειξε, με πολλούς και διάφορους τρόπους, την αντίθεσή του στο εγχείρημα αυτό. Το ΔΕΑΧ όμως προχώρησε και απέκτησε αξιοπιστία. Οι κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Ελλάδας – Κύπρου, η κατασκευή του στρατιωτικού αεροδρομίου «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο, οι υπερπτήσεις ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών στην Κύπρο και η παρουσία ελληνικών πολεμικών πλοίων στα πλαίσια κοινών ασκήσεων έπεισαν τη διεθνή κοινότητα και το λαό της Κύπρου ότι το ΔΕΑΧ δεν ήταν ρητορεία αλλά πραγματικότητα. Ωστόσο, επαναλαμβάνω, θα ήταν λάθος να περιγραφόταν το Δ.Ε.Α.Χ. μόνο με στρατιωτικούς όρους. Γιατί έχει και στρατηγική, πολιτική πλευρά, που είναι εξίσου σημαντική. Δίνει στη Ελλάδα και στην Κύπρο ρόλο και χώρο κοντά στους υπόλοιπους παίχτες αυτής της ζώνης της Μεσογείου. Πρόσφατα γεγονότα στην περιοχή απέδειξαν πως ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος Ελλάδας-Κύπρου αποτελεί ένα δυνατό χαρτί στην αντιμετώπιση πολλών προβλημάτων που απορρέουν από την αστάθεια της, όπως στην κρίση στο Λίβανο. Η χρησιμότητα του Δ.Ε.Α.Χ. αναδεικνύεται και από το γεγονός ότι με την ενδεχόμενη ύπαρξη σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, η Κύπρος μπαίνει στη σκακιέρα των κοσμογονικών αλλαγών που επιτελούνται στην ευρύτερη περιοχή, μια κατάσταση που δημιουργεί νέες ευκαιρίες αλλά ενέχει και πολλούς κινδύνους.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Σειρά γεγονότων, τα τελευταία χρόνια, οδηγούν σε εκτιμήσεις ότι επιχειρείται σταδιακή εγκατάλειψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Συμμερίζεστε την άποψη αυτή και για ποιους λόγους η κυβέρνηση ακολουθεί την πολιτική αυτή;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ναι, πράγματι, τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια έχουν σημειωθεί μια σειρά γεγονότων που, δυστυχώς, συνηγορούν με την άποψη αυτή. Σημαντικά στοιχεία που θα ενίσχυαν τις αποτρεπτικές δυνατότητες που προϋπέθετε η λειτουργία του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου είτε έχουν καταργηθεί είτε έχουν πάει πίσω στην κλίμακα των προτεραιοτήτων που καθόρισαν οι κυβερνήσεις στην Ελλάδα και την Κύπρο. Εξοπλιστικά προγράμματα, κοινές ασκήσεις, υποδομές και κοινές η συντονισμένες δράσεις σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο των δύο χωρών προς γειτονικά κράτη έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο, για να δίνουν, απλά, την εντύπωση ότι το Δόγμα εξακολουθεί να υπάρχει, έστω και στα χαρτιά. Πιστεύω ότι φτάσαμε μέχρι εδώ γιατί ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος βρισκόταν, κατά την άποψη πολλών, σε αντίθεση με τη στρατηγική στήριξης της λεγόμενης «ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας» αλλά και γιατί η δυναμική παρουσία του Ελληνισμού ενόχλησε δυνάμεις με δεσπόζοντα ρόλο στην περιοχή. Στο βωμό της πολιτικής στήριξης της Ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας και για να μην δυσαρεστηθεί ο αγγλοαμερικανικός παράγοντας ώστε να τορπιλίσει την ένταξη της Κύπρου στη Ευρωπαϊκή Ένωση, θυσιάστηκαν βασικά στοιχεία του Δόγματος, που αποτελούσε και επιπρόσθετο πρόβλημα για τους συντάκτες των «σχεδίων λύσης» του Κυπριακού που προηγήθηκαν του περιβόητου «Σχεδίου Ανάν». Η αποδυνάμωση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου όμως είναι ένα στρατηγικό και πολιτικό λάθος που βασίστηκε σε δύο βασικούς μύθους των τελευταίων δεκαετιών. Ο πρώτος είναι ο μύθος της διαρκούς ειρήνης, η άποψη δηλαδή ότι ο κόσμος έχει αναπτύξει θεσμούς όπου πλέον οι διαφορές επιλύονται ειρηνικά και δίκαια. Ο δεύτερος μύθος είναι ότι οι πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ κρατών μπορούν να αμβλυνθούν μέσα από πρωτοβουλίες οικονομικής συνεργασίας και κάτω από συνθήκες οικονομικής αλληλεξάρτησης. Ωστόσο, η οικονομική αλληλεξάρτηση της Μεγάλης Βρετανίας και της Γερμανίας δεν απέτρεψαν τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ούτε και οι συνεργασίες αμερικανικών και γερμανικών βιομηχανικών κολοσσών κατάφεραν να αποσοβήσουν την εκατόμβη του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος λοιπόν, θα εξασφάλιζε σε δυο χώρες σταθερότητας και δημοκρατίας όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος, όχι μόνο μια δυνατή αποτρεπτική παρουσία, αλλά και τη δυνατότητα συμβολής στην ειρήνευση της ευρύτερης περιοχής αφού θα δημιουργούσε τις πολιτικές συνθήκες σεβασμού των δικαιωμάτων τους και συνεργασίας για επίλυση των διαφορών.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Είναι γνωστό ότι κατά τη θητεία σας ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας, από Νατοϊκούς κυρίως συμμάχους και από τις ΗΠΑ, έγιναν επανειλημμένες προσπάθειες για υιοθέτηση «Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» που, κατά τους εμπνευστές τους, θα συνέβαλλαν στη μείωση των εντάσεων με την Τουρκία και στην απομάκρυνση του κινδύνου μιας σύρραξης. Για ποιο λόγο απορρίφθηκαν αυτές οι προτάσεις;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πρέπει να σημειώσουμε ότι Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης ίσχυαν και ισχύουν βασιζόμενα στη Συμφωνία Γιλμάζ-Παπούλια. Οι όποιες προσπάθειες έγιναν από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια της Υπουργίας μου για υιοθέτηση νέων τέτοιων μέτρων, δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, γιατί, μονομερώς, υποδείκνυαν να μην ασκούμε κυριαρχικά μας δικαιώματα όπως, για παράδειγμα, οι πτήσεις οπλισμένων αεροσκαφών μέσα στον εθνικό εναέριο χώρο μας. Μας ζητούσαν, επίσης, να αποδεχθούμε την αλλαγή διεθνών κανόνων, όπως τη μη κατάθεση σχεδίων πτήσεων στρατιωτικών αεροσκαφών κατά την είσοδό τους στο FIR Αθηνών. Φυσικά, όλες αυτές οι προσπάθειες απορρίπτονταν.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Κατά την περίοδο 1993-96 το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας δεν πραγματοποίησε μεγάλες παραγγελίες κύριου αμυντικού υλικού, γεγονός που χρησιμοποιήθηκε από ορισμένους κύκλους ως επιχείρημα για την άσκηση κριτικής εναντίον της Κυβέρνησης. Τι θα απαντούσατε;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατά την ανάληψη των καθηκόντων μου στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας βρέθηκα προ τετελεσμένου γεγονότος: στη χώρα μας είχε παραχωρηθεί ένας μεγάλος όγκος στρατιωτικού υλικού βάσει της Συνθήκης μείωσης των συμβατικών όπλων στην Ευρώπη (CFE). Σε βραχύ χρονικό διάστημα παραλάβαμε:
οκτακόσια άρματα μάχης
χίλια τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού
επτά μεγάλα πολεμικά πλοία (τέσσερα αντιτορπιλικά Adams και τρεις φρεγάτες Knox)
ογδόντα τέσσερα μαχητικά αεροσκάφη F/RF-4 και A-7E).
Υποχρεωθήκαμε λοιπόν να αξιοποιήσουμε τα υλικά CFE, που ήταν ηλικίας περίπου 25 ετών και από τα οποία είχαν αφαιρεθεί όλα τα υποσυστήματα υψηλής τεχνολογίας. Έπρεπε λοιπόν να διαθέσουμε πόρους για την αντικατάσταση των υποσυστημάτων αυτών, τη δημιουργία αποθεμάτων ανταλλακτικών και την αγορά πυρομαχικών. Αυξήσαμε λοιπόν δραστικά τις δαπάνες συντηρήσεως και εφοδιασμού των δυνάμεών μας, από 161 δις δραχμές που ήταν το 1993 σε 267 δις δραχμές το 1996, μια αύξηση της τάξης του 66%. Συνολικά, την τριετία για την υποστήριξη των δυνάμεών μας και την αξιοποίηση των μέσων CFE διατέθηκαν 1900 δις δραχμές. Η μελέτη κόστους – αποτελεσματικότητας για την αξιοποίηση των μέσων CFE απέδειξε ότι οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες ήταν δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με το παρεχόμενο αμυντικό έργο. Δεν είχαμε όμως άλλη επιλογή. Η προμήθεια νέου στρατιωτικού υλικού θα άρχιζε να αποδίδει επιχειρησιακό έργο μετά πάροδο 5 έως 7 ετών. Η απειλή όμως ήταν «προ των πυλών» και δεν μας επέτρεπε καθυστερήσεις τέτοιας τάξεως.
Ταυτόχρονα βάλαμε μπροστά την προετοιμασία ενός νέου ΕΜΠΑΕ 1996-2000 σε νέα βάση. Γνωρίζετε ότι η χώρα μας διέθετε κάθε χρόνο για τις αμυντικές της ανάγκες 4,5 έως 5% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Είναι κοινό μυστικό ότι η κατανομή των διαθεσίμων πόρων δεν γινόταν κατά τρόπο ορθολογικό. Ο Υπουργός Άμυνας, μη διαθέτοντας δικό του επιτελείο, δεν ήταν σε θέση να αναλύει τις προτάσεις των Επιτελείων και περιοριζόταν στο ρόλο του «επιδιαιτητή». Ήταν φανερό ότι υπήρχε ανάγκη αναδιάρθρωσης του Υπουργείου και να αποκτήσει ο ΥΕΘΑ «αυτονομία» στον τομέα των εξοπλισμών. Άρχισε λοιπόν μια εργώδης προσπάθεια για την αναδιοργάνωση του συστήματος προμηθειών των ΕΔ και τη συγκρότηση ενός φορέα, υπό τον Υπουργό, που θα συγκέντρωνε όλες τις σχετικές λειτουργίες, περιλαμβανομένης της πολεμικής βιομηχανίας, της έρευνας και της τεχνολογίας και των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Η Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών, όπως ονομάστηκε ο νέος φορέας, ήταν υπεύθυνος για τις διαδικασίες των προμηθειών, ενώ τα επιτελεία θα είχαν την ευθύνη για τη διατύπωση των προδιαγραφών του υλικού και την αξιολόγησή του. Στην περίοδο 1993-1996, παράλληλα με την αναγκαστική αξιοποίηση του υλικού CFE, το Υπουργείο αναδιοργάνωσε το σύστημα προγραμματισμού και εκτελέσεως των προμηθειών των Ε.Δ. ώστε η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου να αποκτήσει ουσιαστικό έλεγχο επί της σπουδαίας αυτής λειτουργίας (Νόμος 2292/95). Το έργο ολοκληρώθηκε το Μάϊο του 1996 και κατατέθηκε για έγκριση στο ΚΥΣΕΑ. Οι αποφάσεις του ΚΥΣΕΑ για εξοπλιστικά προγράμματα που λήφθηκαν μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996 είναι βασισμένες στην προετοιμασία που έγινε στην περίοδο 1993-96. Μερικοί προμηθευτές όπλων δυσαρεστήθηκαν γιατί το Υπουργείο στο διάστημα 1993-1996 δεν πραγματοποίησε μεγάλες προμήθειες κυρίου υλικού. Χρησιμοποίησαν και πολιτικά «παπαγαλάκια» για να μας πιέσουν. Δεν υποκύψαμε στις πιέσεις, εργαστήκαμε με σοβαρότητα και επιτελέσαμε σημαντικό έργο σε ένα κρίσιμο τομέα της Εθνικής Άμυνας. Πρέπει να τονίσω ότι η επιτυχία αυτού του έργου οφείλεται στο γεγονός ότι την εποπτεία είχε αναλάβει ο έμπειρος και ικανότατος υφυπουργός κ. Νίκος Κουρής. Προερχόμενος από τη στρατιωτική οικογένεια και από τη φύση του σεμνός και αφοσιωμένος στο καθήκον, ουδέποτε φρόντισε να προβάλει το δικό του έργο. Οφείλουμε να το κάνουμε όλοι όσοι γνωρίζουμε το πολυσχιδές έργο του και τη μεγάλη του συμβολή στην Εθνική μας Άμυνα.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Με βάση τις προβλέψεις σας για τις εξελίξεις στα εθνικά μας θέματα, ποια πολιτική οφείλουμε να ακολουθήσουμε στον τομέα των εξοπλισμών, λαμβανομένων υπ” όψη των υφισταμένων απειλών, των αντοχών της οικονομίας μας, των δυνατοτήτων των αμυντικών βιομηχανιών μας καθώς και την ανάγκη διαφάνειας στην υλοποίηση των αμυντικών μας προμηθειών.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Φοβάμαι ότι θα υπάρξουν εξελίξεις στην περιοχή που επιβάλλουν την αναβάθμιση της αμυντικής μας θωράκισης. Το πρόγραμμα εξοπλισμών όμως πρέπει να διαμορφώνεται με βάση τις πραγματικές αμυντικές μας ανάγκες, μετά από ενδελεχή επεξεργασία κόστους – οφέλους, εναλλακτικών λύσεων και με πλήρη διαφάνεια. Πρέπει να προστατεύσουμε αυτή τη διαδικασία από γνωστές «πιέσεις» και παρεμβάσεις εξωθεσμικών παραγόντων, εντός και εκτός Ελλάδας, καθώς και όλους όσους εμπλέκονται στη διαδικασία των αποφάσεων – σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο – για να μπορούν να κρίνουν ελεύθερα, χωρίς το φόβο μήπως οι θέσεις τους λοιδορηθούν από αντιμαχόμενα συμφέροντα. Πιστεύω ότι το σύστημα που εφαρμόστηκε επί υπουργίας μας εξασφαλίζει αποτελεσματικότητα και διαφάνεια:
Εκπόνηση προγράμματος εξοπλισμών, βάση προγραμμάτων των κλάδων, από Επιτροπή υψηλού επιπέδου εμπειρογνωμόνων που θα αναφέρονται στον Υπουργό (μέρος των εργασιών του καταργηθέντος ΕΠΥΕΘΑ)
Έγκριση του προγράμματος από το ΚΥΣΕΑ
Οριστικοποίηση του προγράμματος μετά από γνώμη της Διαρκούς Επιτροπής Άμυνας του Κοινοβουλίου
Εκτέλεση του Προγράμματος από τη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών που απαρτίζεται από υψηλής ποιότητας στελέχη. Οι εργασίες αυτής της Διεύθυνσης υπόκεινται στον έλεγχο της Διαρκούς Επιτροπής Άμυνας του Κοινοβουλίου.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn