Συνήθως – και ορθώς – το ζήτημα του Κοινωνικού Κράτους εξετάζεται από την οπτική γωνία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.  Είμαι βέβαιος ότι άλλοι εισηγητές σ΄ αυτή την εκδήλωση, πολύ πιο ειδικοί από μένα, θα εξηγήσουν γιατί στην απουσία ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους, καταπατούνται βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

Στη δική μου εισήγηση, θέλω να εξετάσω το ζήτημα του Κοινωνικού Κράτους από μια άλλη γωνιά.  Από τη σχέση του με τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος.  Ελπίζω ότι μια εξέταση από αυτή την οπτική γωνία, φωτίζει πτυχές που δεν αναδεικνύονται από την ανάλυση με βάση τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και, συνεπώς, ενισχύει την επιχειρηματολογία υπέρ του Κοινωνικού Κράτος.

Μια αρκετά διαδεδομένη θεωρία, αποδέχεται ότι το Κοινωνικό Κράτος εμφανίστηκε και λειτούργησε ικανοποιητικά, σε περιόδους ταχείας ανάπτυξης και μεγάλης αύξησης της παραγωγικότητας αλλά επισημαίνει ότι σε περιόδους στενότητας, υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας έναντι άλλων χωρών, δηλαδή μετά τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι χώρες του ΟΟΣΑ, βρίσκονται σε αδυναμία να «χρηματοδοτήσουν» το κράτος πρόνοιας, που αναπτύχθηκε στην μεταπολεμική περίοδο, κυρίως από σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.  Πολύ απλά, χρήματα δεν υπάρχουν και, συνεπώς, την ευθύνη για παροχές του Κοινωνικού Κράτους θα πρέπει είτε να την επωμισθούν τα νοικοκυριά – μια ενδιαφέρουσα και παράδοξη μορφή ιδιωτικοποίησης – είτε να ματαιωθούν.  Υπενθυμίζω ότι μιλάμε για συλλογικά αγαθά όπως Παιδεία, Υγεία και Κοινωνική Ασφάλιση.

Η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη και λανθασμένη.  Οι παροχές του Κοινωνικού Κράτους δεν είναι το «πλεόνασμα» της ανάπτυξης, που μπορεί, χωρίς πρόβλημα να διανεμηθεί αλλά, αντίθετα, είναι η προϋπόθεση για να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας αυτοτροφοδοτούμενης ανάπτυξης.  Η αντίθεση ανάμεσα σ΄ αυτούς που υποστηρίζουν ότι το Κοινωνικό Κράτος είναι προϋπόθεση της οικονομικής ανάπτυξης και σ΄ αυτούς που θεωρούν το Κοινωνικό Κράτος ως φιλανθρωπική δραστηριότητα του Κράτους με πλούσια οικονομικά θα εξελιχθεί στη μητέρα όλων των μαχών αυτού του αιώνα, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Σήμερα, σε Ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, επίπεδο, ζούμε τα τελευταία στάδια της αποδόμησης του Κοινωνικού Κράτους.  Στην Ελλάδα, σε μια χώρα ιδιαίτερα ευάλωτη λόγω της υπαναπτυγμένης οικονομικής διάρθρωσης, τα φαινόμενα είναι ακόμα πιο έντονα και οδυνηρά.

Η απάντηση στο ερώτημα αν σήμερα λειτουργεί Κοινωνικό Κράτος στον τόπο μας δεν μπορεί παρά να είναι ένα καθαρό όχι.  Η κοινωνική ασφάλιση έχει χάσει τον αναδιανεμητικό και κοινωνικό της χαρακτήρα, δεν λειτουργεί ούτε καν ως κεφαλαιοποιητικό σύστημα.  Οι συντάξεις έχουν καταντήσει φιλοδώρημα.  Οι εργασιακές σχέσεις έχουν πλήρως απορυθμιστεί, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας έχουν, στην πράξη, καταλυθεί.  Δημόσια αγαθά όπως περίθαλψη και παιδεία, έχουν υποβαθμιστεί σε τέτοιο βαθμό που τα νοικοκυριά αναγκάζονται να προσφύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες.  Έτσι, η πρόνοια εκφυλίζεται από συλλογικό σε ατομικό σύστημα.

Η κατάσταση αυτή δεν ήταν πάντα έτσι.  Υπήρξαν περίοδοι όπου το Κοινωνικό Κράτος ήταν πυλώνας της Δημοκρατίας.  Για λόγους σύγκρισης και άντλησης χρήσιμων συμπερασμάτων, θεωρώ σκόπιμο να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας το σύστημα που, grosso modo, επικράτησε στις χώρες του ΟΟΣΑ στη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70.

Βασικό χαρακτηριστικό του συστήματος είναι ότι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δραστηριοτήτων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι σαφής.  Στο Κράτος ανατίθεται η ευθύνη για την εξασφάλιση του «ευ ζην» όλων των πολιτών καθώς και για την ανάπτυξη υποδομών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος.  Το πρώτο σκέλος καλύπτεται από το Κράτος Πρόνοιας ενώ το δεύτερο εμπεριέχει τις υλικοτεχνικές υποδομές (συγκοινωνίες, ενέργεια, νερό, επικοινωνίες), την εκπαίδευση, τη ρύθμιση εργασιακών σχέσεων και την καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ανοίγω μια μικρή παρένθεση:  Η ανοικτή πρόσβαση στην παιδεία, δεν αποτελεί μόνο ύψιστο κοινωνικό δικαίωμα αλλά και αναγκαίο εργαλείο οικονομικής ανάπτυξης.  Γι΄ αυτό, ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός υποσκάπτει και το ίδιο το οικονομικό σύστημα.  Η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων θεωρείται αναγκαία για την επίτευξη μιας ικανοποιητικής διαπραγματευτικής ισορροπίας ανάμεσα στη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο.  Κλείνω την παρένθεση.

Όσον αφορά στο Κράτος Πρόνοιας, οι δραστηριότητές του εξασφαλίζουν ότι κανένας δεν στερείται τροφής, στέγης και περίθαλψης.  Εξάλλου, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, συμπληρούμενο από επιδόματα ανεργίας, προσφέρει, εκ των πραγμάτων, ένα εγγυημένο εισόδημα αξιοπρεπούς διαβίωσης.

Προς το τέλος της δεκαετίας του ΄70, ήρθαν τα μαντάτα ότι «λεφτά δεν υπάρχουν» για να καλύψουν τη χρηματοδότηση του Κοινωνικού Κράτους.  Πράγματι, υπήρξε στενότητα χρηματοδότησης αλλά όχι για το λόγο που δόλια προβλήθηκε από την επικοινωνιακή επέλαση του νέο-φιλελευθερισμού.  Υποστηρίχθηκε ότι η αύξηση των δαπανών του Κοινωνικού Κράτους ήταν εκτός ελέγχου.  Η παραγωγή δεν ήταν σε θέση να σηκώσει το «βάρος» αυτών των υπέρογκων δαπανών του Κοινωνικού Κράτους και, επομένως, θα έπρεπε να μειωθούν.  Ας προσέξουμε αυτή την προσέγγιση:  Οι παροχές του Κοινωνικού Κράτους αντιμετωπίσθηκαν, ουσιαστικά, ως καταναλωτικές δαπάνες που η συρρίκνωσή τους δεν θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη λειτουργία του οικονομικού συστήματος και στην παραγωγικότητα.  Με άλλα λόγια, το Κοινωνικό Κράτος, θεωρήθηκε μια φιλανθρωπική πολυτέλεια σε περιόδους ευφορία.  Αυτό ήταν και το μοιραίο λάθος που, μαζί με άλλα, μας οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο.

Πίσω όμως από το προσωπείο της αναγκαίας λιτότητας, κρυβόταν άλλη σκοπιμότητα, ο πραγματικός λόγος της επίθεσης εναντίον του Κοινωνικού Κράτους που αξίζει να τον προσέξουμε.  Το πρόβλημα δεν προέκυψε από την υπέρμετρη αύξηση των κοινωνικών παροχών αλλά από τη μείωση του ρυθμού αύξησης του Εθνικού Εισοδήματος.  Για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσω, η παραγωγικότητα, που είχε σημειώσει εντυπωσιακή αύξηση τις προηγούμενες δεκαετίες, άρχισε να δείχνει συμπτώματα σοβαρής κάμψης μετά το ΄74, στις χώρες του ΟΟΣΑ.  Η φορντική μαζική παραγωγή έφθανε τα όριά της.  Συνακόλουθο ήταν η μείωση της ανταγωνιστικότητας απέναντι στις αναδυόμενες οικονομίες και, αυτό με τη σειρά του, στη σημαντική μείωση του κέρδους.  Εν όψει της συρρίκνωσης του κέρδους στη βιομηχανική παραγωγή, το κεφάλαιο είχε τρεις επιλογές:  α) να μεταναστεύσει στις αναδυόμενες χώρες όπου το κέρδος, λόγω του χαμηλού κόστους εργασίας, ήταν υψηλό, β) να πιέσει για μείωση του εργατικού κόστους στις χώρες του ΟΟΣΑ, εξαπολύοντας επίθεση εναντίον των καθιερωμένων εργασιακών θεσμών και γ) να μεθοδεύσει την κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση ενός μεγάλου μέρους του κοινωνικού κράτους, όπου οι ευκαιρίες κέρδους ήταν σημαντικά υψηλότερες από αυτές στο βιομηχανικό τομέα.

Τελικά, και οι τρεις επιλογές χρησιμοποιήθηκαν, αλλά η τρίτη μας αφορά. Η επέλαση του κεφαλαίου στους χώρους του Κοινωνικού Κράτους μπορεί να έλυσε, έστω προσωρινά, το πρόβλημα της μείωσης του κέρδους, αλλά ήταν μια πύρρειος νίκη.  Η κατάρρευση του Κοινωνικού Κράτους οδήγησε σε μια εφιαλτική ύφεση και εκτίναξη της ανεργίας, σε μια άνευ προηγουμένου ανισοκατανομή του εισοδήματος σε βαθμό που να απειλείται η κοινωνική συνοχή.  Τελικά, το σύστημα διασώθηκε, προσωρινά, τρώγοντας τις ίδιες τις σάρκες του.

Χωρίς καμία αμφιβολία, το σύστημα αυτό δεν είναι βιώσιμο και, αργά ή γρήγορα, θα αλλάξει.  Και ο κύκλος θα ολοκληρωθεί με μια νέα μεγάλη κοινωνική συμφωνία που θα οριοθετήσει και πάλι τις δραστηριότητες του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα και θα αναδείξει το Κοινωνικό Κράτος ως απαραίτητο πυλώνα της Δημοκρατίας αλλά και της οικονομικής προόδου.

Από αυτή την άποψη, η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος δεν μπορεί παρά να φέρει στο προσκήνιο την ανάγκη συνταγματικής κατοχύρωσης του Κοινωνικού Κράτους.  Το άρθρο 25 του Συντάγματος, ορίζει ότι η αρχή του Κοινωνικού Κράτους δικαίου τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους, αλλά αποφεύγει να αναφερθεί σε συγκεκριμένες δραστηριότητες κοινωνικής πολιτικής που τελούν υπό την εγγύηση του κράτους.  Πιστεύω ότι το κενό αυτό πρέπει να καλυφθεί και, από τις πολλές προτάσεις που θα μπορούσαν να διατυπωθούν, θέλω να επιμείνω σε δύο:

  1. Η αποτελεσματική διαχείριση των ανθρωπίνων πόρων και ο στόχος της πλήρους απασχόλησης τελούν υπό την εγγύηση του κράτους και
  2. Καθιέρωση ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, ούτως ώστε κάθε πολίτης να εξασφαλίζει ανεκτή διαβίωση.

Επειδή γενικές διατάξεις μπορεί να παραμείνουν διακηρύξεις χωρίς κυρώσεις για τη μη εφαρμογή τους, θεωρώ απαραίτητο να προβλέπει το Σύνταγμα έκδοση νόμων που θα εξειδικεύουν αυτές τις εγγυήσεις και θα προβλέπουν και κυρώσεις.

Θα μπορούσα βέβαια να προχωρήσω και σε άλλες προτάσεις που αφορούν στην Παιδεία και τις εργασιακές σχέσεις, αλλά προτιμώ στο χρόνο που έχω στη διάθεσή μου να θέσω τούτο το ερώτημα:

Κάτω από τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα, μήπως είναι ουτοπικό να μιλάμε για παλινόρθωση του Κοινωνικού Κράτους;

Όπως ήδη έχω υπαινιχθεί, η ρίζα του προβλήματος είναι ότι η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων έχει ακυρώσει σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαμορφώσει πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής που αντιτίθεται στις θέσεις που εκφράζει η διεθνής κεφαλαιαγορά.  Και σας εξήγησα τους λόγους γιατί το διεθνές κεφάλαιο έχει κηρύξει πόλεμο στο Κοινωνικό Κράτος.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, όπου το σύστημα είναι εξορισμού κλειστό, θα μπορούσε να υπάρξει μακροοικονομική διαχείριση, ανάπτυξη και Κοινωνικό Κράτος αλλά, γι΄ αυτό, απαιτείται παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, που δεν υπάρχει ούτε είναι πιθανόν να προκύψει στο ορατό μέλλον.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μεγάλη οικονομική μονάδα, θα μπορούσε να επιβάλει τους δικούς της κανόνες οικονομικής πολιτικής, με πλήρη στήριξη του Κοινωνικού Κράτους, αλλά αυτό θα απαιτούσε και τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κίνηση κεφαλαίων και το εμπόριο, ένα εγχείρημα το οποίο οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες της Ε.Ε. δεν είναι διατεθειμένες να αποτολμήσουν.

Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα.  Η Ελλάδα δεν μπορεί, μόνη της, να τροποποιήσει τους κανόνες της διεθνούς αγοράς.  Είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί σ΄ αυτές τις συνθήκες.  Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι καταδικασμένη να υποκύψει στην πίεση της κατάλυσης του Κοινωνικού Κράτους.  Μπορεί να αντισταθεί και μπορεί να προστατεύσει το Κοινωνικό Κράτος και, μ΄ αυτό τον τρόπο, να δημιουργήσει τα θεμέλια για μια αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη.  Υπό δύο όμως προϋποθέσεις:  α) Να ανατρέψει την πολιτική που η τρόικα έχει επιβάλλει – Τρόικα και Κοινωνικό Κράτος δεν μπορούν να συμβιώσουν – και β) να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική κινητοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων για ανάπτυξη και δημιουργία σημαντικών πλεονασμάτων, ούτως ώστε να απεγκλωβισθεί από τον εναγκαλισμό της διεθνούς κεφαλαιαγοράς.

Με αυτές τις προϋποθέσεις, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να εμπλακούμε σε μια σοβαρή συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.  Χωρίς όμως αυτές τις προϋποθέσεις, φοβάμαι ότι ματαιοπονούμε.  Διατάξεις που επιθυμούμε δεν πρόκειται να περάσουν.  Και κάτι χειρότερο:  Ανοίγοντας το θέμα της αναθεώρησης του Συντάγματος, θα εκτεθούμε σε πιέσεις για ρυθμίσεις που θα μας πάνε ακόμα πιο πίσω.

Μια που, ούτως ή άλλως, κάνουμε συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, ας προσθέσουμε στην ατζέντα μας και τις κόκκινες γραμμές της άμυνάς μας.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn