Κάθε τέτοια μέρα το βλέμμα μας, η ψυχή μας, η συνείδηση ολόκληρου του Ελληνισμού, στρέφεται στο Θρονί της Παναγίας του Κύκκου, στον απέριττο πέτρινο τάφο του μεγάλου Ηγέτη της Κύπρου Μακαρίου, που αποτελεί σήμερα ανεκτίμητο ιστορικό μνημείο και σύμβολο ανδρείας, αρετής, πατριωτισμού για τους ανθρώπους και τους λαούς που υπηρετούν και θυσιάζονται για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, την πατρίδα.

Δεν ήταν η Ιστορία που έκανε τον Μακάριο. Ήταν ο Μακάριος που με το ίδιο του το χέρι συμπλήρωσε τις σελίδες της Ιστορίας. Κι αυτή η ίδια η Ιστορία έκρινε, αξιολόγησε και καταξίωσε το Μακάριο ως ηγέτη, εμπνευστή και καθοδηγητή του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα, ως αρχιτέκτονα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η ημέρα μνήμης του Μακαρίου αποτελεί τόπο συνείδησης του απανταχού Ελληνισμού. Ο αείμνηστος Εθνάρχης επέδειξε σταθερή προσήλωση σε αξίες, σε αρχές και σε ανθρώπινα ιδανικά, τα οποία υπηρέτησε σ” όλη του τη ζωή, ενώ διεξήγαγε πολύχρονους αγώνες σε πολιτικό και εθνικό επίπεδο. Αναδείχθηκε πρωταγωνιστής σ” αυτούς τους αγώνες για δεκαετίες και αποτέλεσε διεθνές σύμβολο αγώνα και αρετής, όχι μόνο για τον Ελληνισμό, αλλά και για όλους τους λαούς που αγωνίσθηκαν και αγωνίζονται για ανεξαρτησία, ελευθερία, δικαιοσύνη και δημοκρατία. Η Κύπρος, αν και μικρή, απέκτησε τη δική της κρατική υπόσταση, διαδραμάτισε διεθνή ρόλο κι έγινε γνωστή σ” όλο τον κόσμο χάρη στους ανυποχώρητους αγώνες και την ακτινοβολούσα προσωπικότητα του Μακαρίου.

Αυτή ακριβώς η Ιστορική παρακαταθήκη ήθους και αγώνα φέρνει στην επικαιρότητα την πολιτική κληρονομιά του Εθνάρχη. Κάνει επιτακτική την ανάγκη να ανατρέξουμε στις αρχές, τα οράματα, τους στοχασμούς και την αγωνιστική πορεία, που ο Μακάριος ακολούθησε σ” όλη του τη ζωή, όχι για να τιμήσουμε απλώς τη μνήμη του αλλά, κυρίως, για να τονίσουμε τη σημασία που το πολιτικό του έργο και η πολιτική του σκέψη εξακολουθούν να έχουν για το παρόν και το μέλλον της Δημοκρατίας της Κύπρου.

Είχα την τύχη, ως νεαρός οικονομολόγος στον ΟΗΕ να συναντήσω τον Εθνάρχη Μακάριο όταν, επικεφαλής της Κυπριακής αποστολής ήρθε στη Νέα Υόρκη για να διεκδικήσει στο διεθνή οργανισμό τα κυπριακά δίκαια. Θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η συνάντηση, αν και έκτοτε τον είδα πολλές φορές. Δεν ήταν τόσο τα λόγια που άκουσα και που μας είπε. Θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου η ματιά του, αυτή η χαρακτηριστική, διαπεραστική ματιά, που μέσα της συμπύκνωνε την ατσάλινη θέληση, τη σοφία, την πορεία του ελληνισμού μέσα στους αιώνες. Μια ματιά που δεν διαχεόταν δεξιά ή αριστερά. αλλά που κοίταζε μόνο μπροστά.

Αυτή τη στιγμή για μένα, για έναν πολιτικό, θα ήταν περιττό να ανατρέξω στο παρελθόν για να καταγράψω τις δραστηριότητες του Εθνάρχη Μακάριου. Πιστεύω ότι ελάχιστο χρέος δικό μου θα ήταν, ανατρέχοντας στην ιστορία, στους αγώνες του Μακαρίου. να προσπαθήσω να βγάλω κάποια συμπεράσματα από αυτήν την πορεία: από την πορεία του Ελληνισμού, από την πορεία και την τραγωδία της Κύπρου. Νομίζω ότι ένα τέτοιο μνημόσυνο θα ήθελε και ο ίδιος ο Μακάριος. Ένα μνημόσυνο που να αντλεί από τις εμπειρίες του παρελθόντος και να κοιτάει μπροστά. Κι αν υπάρχει κάτι, που θα ήθελε πάνω απ” όλα, να μας πει αυτό θα ήταν το εξής: με την εμπειρία του παρελθόντος, με την σοφία που όλοι έχουμε αποκτήσει από τους αγώνες μας και από τα λάθη μας, να πάμε μπροστά. Και όχι άλλα λάθη. Μπροστά, να προχωρήσουμε ενωμένοι.

Η ελευθερία του ατόμου και η ανεξαρτησία των Εθνών είναι υπέρτατα αγαθά. Γι “ αυτό και δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Αυτή είναι η πεμπτουσία του ελληνικού πολιτισμού. Πολεμήσαμε για την ελευθερία μας, πολεμήσαμε για να εκφρασθούμε ως άτομα και ως Έθνος ελεύθερα, δώσαμε άνισες μάχες, τις οποίες όμως κερδίσαμε. Γιατί, αν υπάρχει ένα μάθημα που μπορεί να μας διδάξει η ιστορία των λαών είναι ότι εκείνοι που πολεμούν για τα δίκαιά τους, εκείνοι που υπερασπίζονται την ατομική τους ελευθερία, τελικά νικούν. Είμαστε εμείς, οι Έλληνες, που διδάξαμε αυτά τα αγαθά στον υπόλοιπο κόσμο, είμαστε εμείς, οι Έλληνες, που δώσαμε το παράδειγμα των αγώνων για την ελευθερία. Αυτό το μάθημα θα πρέπει να το δώσουμε και σήμερα. Θα πρέπει να περάσει το μήνυμα σε όλο τον κόσμο ότι οι σημερινοί Έλληνες, όπου κι αν βρίσκονται, θεωρούν την ατομική ελευθερία, την ελευθερία των εθνών, υπέρτατα αγαθά. Αν χρειασθεί, για να υπερασπιστούν αυτά τα υπέρτατα αγαθά, οι Έλληνες σήμερα, όπως και οι Έλληνες του χθες, είναι έτοιμοι να πολεμήσουν και να νικήσουν .

Η ευθύνη των πολιτικών ηγεσιών σήμερα είναι να εξασφαλίσουν τις ατομικές ελευθερίες, την ανεξαρτησία του Έθνους, αναίμακτα και χωρίς πόλεμο. Αλλά, για να το επιδιώξουν και να το επιτύχουν αυτό, θα πρέπει να περάσει με ξεκάθαρο τρόπο το μήνυμα από όλους εμάς, όχι μόνο από τους πολιτικούς, αλλά από τον κάθε ένα πολίτη, ότι αν χρειασθεί, δε θα διστάσουμε να πολεμήσουμε για την πατρίδα. Μόνο τότε οι πολιτικές διαπραγματεύσεις μπορούν να γίνουν με αξιοπιστία, μόνο τότε θα υπάρχει πραγματική διαπραγματευτική δύναμη. Αν το μήνυμα στις διαπραγματεύσεις είναι διαφορετικό, αν το μήνυμα είναι ότι υπάρχουν περιθώρια υποχώρησης σε σχέση με τα υπέρτατα αγαθά, είναι σίγουρο ότι, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων , θα υπάρξουν υποχωρήσεις. Και αυτό το μήνυμα, ότι ο ελληνισμός παραμένει αμετακίνητος και ανυποχώρητος στην υπεράσπιση των εθνικών του δικαιωμάτων, δεν έχει περάσει αρκετά δυνατά προς τα έξω. Είναι καιρός να το δώσουμε αυτό το μήνυμα, ακόμα πιο δυνατά, όλοι μαζί.

Από την πορεία μας μεταπολεμικά, καθώς και από τις πρόσφατες εμπειρίες στην Ελλάδα και στην Κύπρο, μπορεί κανείς να αντλήσει πολλά συμπεράσματα. Πιστεύω, ωστόσο, ότι τέσσερα είναι τα βασικά συμπεράσματα που παραμένουν επίκαιρα και που θα πρέπει να υπογραμμίσουμε. Το πρώτο συμπέρασμα από την πορεία των τελευταίων δεκαετιών είναι ότι η καρδιά του ελληνισμού είναι μία, ότι μία καρδιά χτυπάει και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Δεν είναι μόνο η κοινή πορεία μέσα από τις ίδιες ρίζες. Δεν είναι μόνο οι κοινές μας καταβολές, ο ίδιος πολιτισμός, οι αξίες μας. Είναι ότι έχουμε και κοινές απειλές. είναι ότι από κοινού αντιμετωπίζουμε κινδύνους. Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουν μερικοί ότι η τύχη της Ελλάδας μπορεί να διαχωριστεί από την τύχη της Κύπρου. “0,τι πρόκειται να συμβεί στην Ελλάδα θα έχει αντίκτυπο στην Κύπρο και ό,τι πρόκειται να συμβεί στην Κύπρο θα έχει αντίκτυπο στην Ελλάδα. Αυτό πρέπει να το καταλάβουμε. Δεν είναι ότι πορευόμαστε μαζί από παλιά: βρισκόμαστε μαζί και τώρα, απέναντι σε ένα κοινό κίνδυνο, τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε από κοινού.

Βέβαια, υπάρχoυν δύο ανεξάρτητες κρατικές οντότητες, δύο ελληνικά κράτη, η Ελλάδα και η Κύπρος. Αυτό όμως, δεν αποδυναμώνει τον Ελληνισμό, αντίθετα, τον δυναμώνει. Οι δύο κυβερνήσεις έχουν τη δική τους αυτοδύναμη κυβερνητική πολιτική. Αλλά σε θέματα εθνικής στρατηγικής, που αφορούν το κοινό μέλλον της Ελλάδας και της Κύπρου, το μέλλον του ελληνισμού, η εθνική στρατηγική είναι κοινή. Υπάρχουν δύο κυβερνήσεις αλλά μία εθνική στρατηγική. Την εθνική στρατηγική τη συμφωνούμε, την αποφασίζουμε από κοινού, και τη στηρίζουμε από κοινού. Ξεχωριστές εθνικές στρατηγικές συνιστούν σίγουρο δρόμο για μια εθνική τραγωδία.

Το δεύτερο συμπέρασμα που αντλούμε από αυτήν την εμπειρία είναι ότι αντιμετωπίζουμε μία κοινή απειλή, αυτήν του τουρκικού επεκτατισμού. Γνωρίζουμε ότι ο τουρκικός επεκτατισμός είναι δομικός, έχει δηλαδή τις ρίζες του μέσα στην ίδια τη δομή της τουρκικής κοινωνίας, του κεμαλικού κράτους, του στρατιωτικού, πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου της σημερινής Τουρκίας. Αλλά δεν είναι μόνο αυτή η απειλή. Μακάρι το πρόβλημα του Ελληνισμού να ήταν μόνο η ελληνοτουρκική διένεξη. Ο τουρκικός επεκτατισμός είναι ένα μόνο από τα στοιχεία που συνιστούν τη σημερινή απειλή για τον ελληνισμό. Στην ευρύτερη περιοχή μας, πέρα από την Τουρκία, υπάρχουν και άλλοι παίκτες.

Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε όχι, τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα, υφίσταται ένας αμείλικτος ανταγωνισμός ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις για τη δημιουργία ζωνών επιρροής στον ευαίσθητο γεωστρατιωτικό χώρο που μας περιβάλλει και ο οποίος περιλαμβάνει τη Βαλκανική χερσόνησο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Μέσα σε αυτό το χώρο, και στο όνομα αυτού του ανταγωνισμού, οι μεγάλες δυνάμεις εκμεταλλεύονται ακόμα και τις εσωτερικές αντιθέσεις των λαών. Η ελληνοτουρκική διαφορά, επομένως, εμπλουτίζεται και από τις παρεμβάσεις άλλων δυνάμεων, που λειτουργούν για δικούς τους σκοπούς, περιπλέκοντας το πρόβλημα. Αυτήν την αλήθεια πρέπει να την αντιμετωπίσουμε.

Αν το πρόβλημα ήταν μόνο η διένεξή μας με την Τουρκία, αν η απειλή προερχόταν μόνο από τον τουρκικό επεκτατισμό, θα υπήρχαν ελπίδες πίεσης της διεθνούς κοινής γνώμης, μέσα από τους ατελείς, έστω, διεθνείς οργανισμούς, προκειμένου να συμμορφωθεί η Τουρκία προς τις διεθνείς συνθήκες και τους διεθνείς κανόνες. Θα ήταν πολύ εύκολο για τον Ελληνισμό να αποκτήσει συμμάχους για να περιορίσει τη δραστηριότητα της Τουρκίας. Δυστυχώς, όμως, ο τουρκικός επεκτατισμός χρησιμοποιείται και από άλλες δυνάμεις, εκτός περιοχής, για την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων , Είναι μια πραγματικότητα την οποία οφείλουμε να αναγνωρίσουμε. Θα ήταν στρουθοκαμηλισμός να πιστέψουμε ότι η διεθνής κοινότητα, έτσι απρόσωπα, ότι οι διεθνείς μηχανισμοί, πίσω από τους οποίους κρύβεται το ειδικό βάρος των μεγάλων δυνάμεων, ότι οι ίδιες οι λεγόμενες μεγάλες δυνάμεις, που είναι ρυθμιστές σε αυτήν την περιοχή, θα μπορούσαν να παίξουν, ή θα ήταν διατεθειμένες να παίξουν ένα ρόλο αντικειμενικού κριτή. Όλοι αυτοί οι πρωταγωνιστές παίζουν απλώς το δικό τους παιχνίδι, Αυτό θα πρέπει να το κατανοήσουμε.

Η εμπειρία του Ελληνισμού μεταπολεμικά, αλλά ιδιαίτερα η εμπειρία από την τραγωδία της Κύπρου, αποδεικνύει ότι η πoλιτική των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή αυτή, από το τέλος του Β “ Παγκοσμίου Πολέμου ως σήμερα, παραμένει η ίδια. Στοιχεία αυτής της πολιτικής αποτελούν η ελεγχόμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, η απουσία της πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας από την Ν.Α. Μεσόγειο, η διχοτόμηση της Κύπρου, η ένταξή της στο πλαίσιο της γεωπολιτικής στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων στο χώρο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου, και όχι στο χώρο της Ευρώπης, και η μετατροπή της Κύπρου σε μία μεγάλη βάση στην οποία, ανάμεσα στα άλλα, μπορεί να επιβιώνουν και κάποιοι άνθρωποι και κάποιες κοινότητες.

Όλα αυτά συνθέτουν μια σκληρή πραγματικότητα. Όμως, αν θέλουμε πραγματικά να τιμήσουμε τη μνήμη του Μακαρίου, αν θέλουμε να μάθουμε από τα παθήματά μας, θα πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά αυτήν την πορεία και, τότε, φοβάμαι ότι θα καταλήξουμε στα ίδια συμπεράσματα. Το ερώτημα που τίθεται, αναπόφευκτα, είναι τι μπορούμε να κάνουμε από εδώ και πέρα, πού οδηγούμαστε με βάση αυτά τα ιστορικά συμπεράσματα;

Κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα που απορρέει από την ιστορία μας είναι ένα σκληρό μήνυμα προς όλους, αλλά, κυρίως, προς τους πολιτικούς: Ας μην περιμένουμε κανέναν άλλον να μας σώσει, ας σώσουμε εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας. Ας μην ελπίζουμε σε ανιδιοτελείς πρωτοβουλίες κανενός, ας πάρουμε εμείς οι ίδιοι τις πρωτοβουλίες για τη διάσωση του Ελληνισμού, για την επίλυση των θεμάτων μας.

Βέβαια, αναγνωρίζοντας τη διεθνή πραγματικότητα, η ιστορία μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να είμαστε αιθεροβάμονες, ότι θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας την πραγματική κατάσταση. Όλοι γνωρίζουμε οτι, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, γίνεται μία ανακατάταξη των ισορροπιών, μία ανακατάταξη που είναι ταυτόχρονα οικονομική, πολιτική και στρατιωτική. Ένα καινούριο σύστημα συλλογικής ασφάλειας αναδύεται στην περιοχή και δε χρειάζεται, νομίζω, να το περιγράψω. Λίγο ως πολύ, όλοι το καταλαβαίνουμε, ή τουλάχιστον, το διαισθανόμαστε. Είναι δική μας ευθύνη να πάρουμε την πρωτοβουλία και να απευθύνουμε στους ρυθμιστές της περιοχής το μήνυμα ότι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την περιφερειακή ασφάλεια πριμοδοτώντας τον τουρκικό επεκτατισμό, αποδυναμώνοντας τον Ελληνισμό και διατηρώντας την Κύπρο μια διχοτομημένη, πtσω από ψευδεπίγραφους τίτλους «ομοσπονδίας», που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Η ασφάλεια στην περιοχή δεν μπορεί να οικοδομηθεί όταν κυρίαρχοι της Κύπρου δε θα είναι οι ίδιοι οι Κύπριοι, αλλά κάποιοι στρατιωτικοί, κάποιων βάσεων, που θα λειτουργούν κάτω από κάποιο πολυεθνικό μανδύα. Η ασφάλεια στην περιοχή μπορεί να επιτευχθεί μόνο πάνω στη βάση της προόδου, της ύπαρξης ενός δυνατού Ελληνισμού, ενός δυνατού ελληνικού κράτους καθώς και μιας δυνατής Κυπριακής Δημοκρατίας, με ατομικά δικαιώματα, η οποία θα είναι μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Δηλαδή, με λίγα λόγια, η ασφάλεια στην περιοχή δεν μπορεί παρά να συνυπάρξει με την πρόοδο και την άνοδο του Ελληνισμού. Ο Ελληνισμός έπαιξε και μπορεί να ξαναπαίξει έναν καταλυτικό, ειρηνικό ρόλο στην περιοχή. Το μέτρο της ασφάλειας της περιοχής είναι προς αυτήν την κατεύθυνση, όχι προς την κατεύθυνση της κατάτμησης και της καταρράκωσης του ελληνικού στοιχείου.

Το τρίτο συμπέρασμα που πηγάζει από την ιστορία είναι ότι, στις διαπραγματεύσεις, ένα κράτος χρειάζεται αντισταθμιστική δύναμη. “Ενα κράτος δεν μπορεί να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις, να συμμετέχει σε έναν πολιτικό διάλογο ισότιμα, αν δεν διαθέτει την απαραίτητη αποτρεπτική δύναμη. Αυτή η αποτρεπτική δύναμη μπορεί να πείσει τον πολιτικό αντίπαλο να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να συζητήσει επί ίσοις όροις. Αν ένα κράτος είναι αδύναμο, τότε δεν μπορούν να υπάρξουν ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, γιατί, απλούστατα, ο ισχυρός θα επιβάλει τη θέλησή του. Στο σημείο αυτό είναι σκόπιμο, νομίζω, να θυμηθούμε μια σοφή ρήση του Θουκυδίδη: » Ο ισχυρός επιβάλλει, όσο του επιτρέπει η δύναμή του, και ο αδύναμος υποχωρεί, όσο του επιβάλλει η αδυναμία του». Εάν οδηγηθούμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων έχοντας ασύμμετρα μικρότερη δύναμη αποτροπής, τότε οι διαπραγματεύσεις δε θα είναι ουσιαστικές. Για να διαπραγματευτούμε ισότιμα με τους πολιτικούς μας αντιπάλους, χρειαζόμαστε ισχυρή αποτρεπτική δύναμη. Αποτελεί σημαντικό κατόρθωμα του Ελληνισμού το γεγονός ότι ανέτρεψε αυτήν την ανισορροπία δυνάμεων με την υλοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, στο οποίο, κάποιοι αρχικά δεν πίστεψαν, αλλά στον οποίο, σήμερα, αναγνωρίζουν ότι έχει αλλάξει το τοπίο των διαπραγματεύσεων.

Το τέταρτο μάθημα που μας διδάσκει η ιστορία είναι ότι πρέπει να έχουμε αυτοπεποίθηση, πρέπει να πιστεύουμε ότι δεν είμαστε αδύναμοι. Αυτό το αίσθημα της αδυναμίας αποτελεί μία κακοδαιμονία της φυλής μας. Η δύναμη δεν είναι ένα μέγεθος ποσοτικό, ούτε μετριέται αποκλειστικά με όρους στρατιωτικούς. Αδύναμο ποσοτικά ήταν το Έθνος των Ελλήνων όταν πολέμησε στις Θερμοπύλες και στο Μαραθώνα, ωστόσο κατόρθωσε να νικήσει γιατί αποτελείτο από ελεύθερους Πολίτες, που μάχονταν για την ελευθερία τους. Αδύναμοι ήταν οι Έλληνες το 182Ι, όταν ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων και πολέμησαν για την ελευθερία τους.

Η αδυναμία, επομένως, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα. Δεν υπάρχουν αδύναμα Έθνη, υπάρχουν αδύναμοι ηγέτες. Και σ” αυτήν την κρίσιμη περίοδο, πρέπει όλοι να αισθανθούμε ότι η δύναμη μας δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στις ψυχές μας, στην απόφαση μας να μείνουμε σταθεροί στις αρχές μας, να πολεμήσουμε γι “ αυτές τις αρχές , να χαράξουμε μία κοινή εθνική στρατηγική που θα μας επιτρέψει να ξεπεράσουμε τους όποιους σκοπέλους που υπάρχουν και να κερδίσουμε τη μάχη. Η ψυχολογία της αδυναμίας δημιουργεί καταστάσεις που αποτελούν προάγγελο εθνικής τραγωδίας. Η λαϊκή σοφία μας διδάσκει ότι «την καμήλα δεν θα την φόρτωνες αν η ίδια δεν είχε μάθει να γονατίζει». Για να αντισταθούμε επομένως, για να αποτρέψουμε την επιβολή του φορτίου, χρειάζεται να σταθούμε, εμείς οι ίδιοι στα πόδια μας.

Αυτή η άποψη, ότι δηλαδή μπορούμε να δεχθούμε κάποια πράγματα ότι, ίσως, πρέπει να υποχωρήσουμε σε ορισμένα σημεία και να αναβάλουμε την κρίση για αργότερα, αυτή η βήμα προς βήμα διολίσθηση, η οποία, δυστυχώς, έχει αρχίσει να εισχωρεί στο πετσί μας, αποτελεί το κατ” εξοχήν συστατικό στοιχείο της εθνικής τραγωδίας στη μεταπολεμική περίοδο.

Προσωπικά δεν πιστεύω στη θεωρία των προδοτών. Πιστεύω, αντίθετα, ότι όλοι οι Έλληνες πολιτικοί ήταν πατριώτες, πολλοί όμως από αυτούς δεν είχαν το θάρρος να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και να παραδεχθούν ότι τώρα είναι η ώρα μηδέν, τώρα είναι η ώρα που πρέπει να πούμε το όχι. Αφήνοντας τα πράγματα να διολισθήσουν και αρχίζοντας πάντα από τα λίγα, οδηγηθήκαμε, έτσι στο σημερινό εθνικό αδιέξοδο. Μια προοπτική που μπορεί να φαίνεται ακίνδυνη, όπως για παράδειγμα η προοπτική ενός διαλόγου σχετικά με τη λήψη ορισμένων «ακίνδυνων στρατιωτικών μέτρων» ή, όπως αποκαλούνται, για τη λήψη κάποιων «Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης», μπορεί να ροκανίσει την εθνική μας ανεξαρτησία.

Η ελευθερία, η εθνική ανεξαρτησία είναι αδιαίρετα αγαθά. Δεν τεμαχίζονται, ούτε παραχωρούνται κατά τμήματα. Αν ένα κράτος αρχίσει να υποχωρεί, τότε έχει ουσιαστικά υποχωρήσει συνολικά. Το συμπέρασμα λοιπόν που απορρέει από αυτήν την εμπειρία είναι ότι κανείς δεν υποχωρεί βήμα προς βήμα. Παραμένει ανυποχώρητος στις ιδέες του και στα κυριαρχικά του δικαιώματα, προχωρά με δυναμική και έξυπνη εθνική στρατηγική, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους του.

Ωστόσο, από την εμπειρία των τελευταίων ετών, προκύπτουν δύο ακόμη, θετικές διαπιστώσεις. Η πρώτη αφορά στην υλοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Πρόκειται για μια ενέργεια που πολεμήθηκε, ως γνωστόν, από την αρχή. Θα ήθελα όμως, στο σημείο αυτό, να υπογραμμίσω για μία ακόμη φορά πόσα χρωστάει η υλοποίηση αυτού του Δόγματος στην προσπάθεια και την αφοσίωση που επέδειξαν σε αυτό το πρόγραμμα, τόσο ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και ο αείμνηστος Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ανδρέας Παπανδρέου. Είμαι σε θέση να γνωρίζω τις πιέσεις που δεχθήκαμε ως κράτος. Προχωρήσαμε, ωστόσο, στην υλοποίησή του, με αποτέλεσμα, σήμερα, ο Ε.Α.Χ. να συνιστά ένα σημαντικό στοιχείο της αντισταθμιστικής αποτρεπτικής δύναμης του Ελληνισμού. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρνήθηκε τελικά την προοπτική του moratorium. Όπως, επίσης, είμαι ιδιαίτερα ευτυχής από τις διαβεβαιώσεις των δύο Κυβερνήσεων – Ελλάδας και Κύπρου – ότι το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Κύπρου θα προχωρήσει.

Το θέμα δεν είναι απλώς ότι χρειαζόμαστε αυτό το εξοπλιστικό πρόγραμμα, το θέμα είναι πως αν ο ρυθμός των εξοπλισμών της Κύπρου ή της Ελλάδας αποτελούσε αντικείμενο διαπραγματεύσεων ή αν κάποιες χώρες, μεγάλες ή μικρές, ή ακόμα και η Τουρκία, ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τους όρους και το χρόνο προμήθειας αυτών των εξοπλισμών, τότε θα είχαμε πάψει να είμαστε κυρίαρχα κράτη.

Ας ελπίσουμε ότι τα γεγονότα που προηγήθηκαν ανήκουν οριστικά στο παρελθόν , ότι συνιστούν ενδείξεις ότι, από εδώ και πέρα, ο Ελληνισμός έχει μάθει από το παρελθόν και προχωράει μπροστά, στην υλοποίηση της εθνικής του στρατηγικής.

Η δεύτερη σημαντική διαπίστωση από τις εξελίξεις των τελευταίων ετών είναι ότι η Κύπρος έχει ταξιδέψει με μεγάλη ταχύτητα, όχι μόνo προς την Ελλάδα, αλλά και προς την Ευρώπη. Η Κύπρος θα αποτελέσει κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί ο Ελληνισμός ανήκει στο όραμα της μεγάλης Ευρώπης. Παρόλο που αυτό δεν το επιθυμούν ορισμένοι, θα γίνει πραγματικότητα. Έχουμε μπροστά μας μια σειρά από δύσκολες διαπραγματεύσεις, αλλά μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω το εξής: μπορεί οι επισημάνσεις που έκανα να ήταν σκληρές, όμως ήμουν υποχρεωμένος να τις κάνω, εμμένοντας σε αυτά που πιστεύω και σ΄αυτά για τα οποία μάχομαι. Ωστόσο, αυτές οι διαπιστώσεις δεν θα πρέπει, σε καμία περίπτωση να μας γεμίζουν με απογοήτευση. Έχουμε αποδείξει, μέσα από τις πρόσφατες εξελίξεις, μέσα από την υλοποίηση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, καθώς και μέσα από τη στήριξη της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι έχουμε γίνει σοφότεροι, ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο και προχωράμε μπροστά. Η επιτυχία αυτών των στόχων θα ήταν το καλύτερο μνημόσυνο που θα μπορούσαμε να κάνουμε στον Εθνάρχη Μακάριο.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn