Κύριοι συνάδελφοι, όλοι συμφωνούμε ότι η έγκριση του Προϋπολογισμού είναι μια κορυφαία πολιτική πράξη. Όμως, σπάνια μία κορυφαία πολιτική πράξη συνοδεύεται από τόσο υποβαθμισμένη διαδικασία. Εδώ και χρόνια, από τότε που ήμουν Υπουργός Εθνικής Οικονομίας, επιμένω ότι η διαδικασία έγκρισης του Προϋπολογισμού από το Κοινοβούλιο πρέπει να είναι διαφορετική, πρέπει να είναι ουσιαστική.
Θα σας υπενθυμίσω ότι οι ρίζες των σύγχρονων αστικών δημοκρατιών βρίσκονται στις επαναστάσεις των λαών που έγιναν για να ελεγχθεί το ταμείο του μονάρχη. Έχουμε φτάσει, σήμερα, σε ένα σημείο όπου η έγκριση του Προϋπολογισμού από το Ελληνικό Κοινοβούλιο είναι διαδικασία τελετουργική. Παρουσιάζεται ένα έτοιμο σχέδιο, εμείς της Αντιπολίτευσης θα το καταψηφίσουμε, η Συμπολίτευση θα το ψηφίσει, θα τελειώσει αυτή η διαδικασία στην Ολομέλεια της Βουλής και θα φύγουμε για τις γιορτές. Αυτό που θα μείνει είναι, ίσως, κάποιες προμελετημένες ή αυθόρμητες ατάκες των αρχηγών των κομμάτων την τελευταία βραδιά της Βουλής.
Αυτό δεν είναι θέαμα και η κατάσταση πρέπει να αλλάξει. Και πρέπει να αλλάξει στο πλαίσιο της Αναθεώρησης του Συντάγματος, για να γίνει επιτέλους ένας ουσιαστικός έλεγχος από το Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Πράγματι, έγινε ένα βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση με τη συζήτηση του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό το προσχέδιο θα πρέπει να συζητείται αρκετά νωρίς, το αργότερο μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, και επειδή η ολομέλεια της Βουλής αρχίζει τις εργασίες της τον Οκτώβριο, τότε μάλλον τον Ιούνιο . Όμως, από τη συζήτηση του Προσχεδίου μέχρι τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής, αυτή η ενδιάμεση διήμερη συζήτηση στην Επιτροπή μας είναι, ουσιαστικά, άνευ αποτελέσματος . Παρά τις σημαντικές παρεμβάσεις των συναδέλφων, οι συζητήσεις αυτές, χθες και σήμερα, είναι περιττές. Και ο Τύπος μας αντιμετωπίζει ανάλογα. Σήμερα στις εφημερίδες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν υπάρχει καν αναφορά της συζήτησης του Προϋπολογισμού στη Βουλή και παραμένει μηδενική η ενημέρωση του ελληνικού λαού. Αυτή είναι μια κατάσταση που πρέπει να ανατρέψουμε.
Είχα υπόψη μου να κάνω μια ουσιαστική τοποθέτηση για τον Προϋπολογισμό, αλλά δεν θα το κάνω. Επιφυλάσσομαι να τα πω αυτά στην Ολομέλεια, αν θα είμαι ανάμεσα στους τυχερούς που θα κληρωθούν για να μιλήσουν στην Ολομέλεια της Βουλής. Σήμερα θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένες έννοιες που αφορούν στον Προϋπολογισμό και για τις οποίες υπάρχει σύγχυση. Νομίζω ότι τουλάχιστον θα πρέπει να κατανοούμε τι λέμε για να μπορούμε να κάνουμε ικανοποιητικό διάλογο σε βασικά ζητήματα.
Αρχίζω, λοιπόν, από το θέμα των δαπανών. Αφήσαμε απαρατήρητο το γεγονός ότι η παρουσία του Κράτους, με τον Προϋπολογισμό αυτό, συρρικνώνεται. Αυξάνεται το εθνικό εισόδημα κατά 7,1%, όμως οι δαπάνες του Κράτους – αυτή είναι η παρουσία του Κράτους – αυξάνονται μόνο κατά 6,1%.
Το ερώτημα είναι γιατί γίνεται αυτό; Γίνεται γιατί αυτή η αύξηση των δαπανών ικανοποιεί τις ανάγκες της οικονομίας και του ελληνικού λαού; Ασφαλώς όχι. Υπάρχουν ανικανοποίητα αιτήματα, που δεν ικανοποιούνται γιατί υπάρχει περιορισμός στην αύξηση των δαπανών. Και αυτό θα πρέπει να εξηγηθεί.
Πρώτο ερώτημα, κύριε Υπουργέ: θα ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρον να είχαμε από εσάς μία λίστα των αιτημάτων των κοινωνικών φορέων, των αιτημάτων των Υπουργείων, για νέα προγράμματα, τα οποία δεν εγκρίθηκαν, γιατί έπρεπε να μπούμε σε αυτόν τον περιορισμό του 6,1% της αύξησης των δαπανών. Αυτό θα βοηθήσει πολύ στη διαφάνεια. Να δούμε μέσα από ποιες εσωτερικές διαδικασίες ορισμένα αιτήματα Υπουργείων και φορέων απορρίφθηκαν και πώς άλλα εγκρίθηκαν.
Δεύτερο ερώτημα: θα ήθελα πάρα πολύ να έχω από σας έναν πίνακα. Αυτό είναι εύκολο και μπορείτε να το κάνετε. Ο πίνακας αυτός θα είχε τρεις στήλες. Η μία θα λέει, κατά Υπουργείο ή κατά πρόγραμμα, ποιες είναι οι ανελαστικές δαπάνες, δηλαδή ότι είστε αναγκασμένοι να κάνετε αυτές τις δαπάνες. Η δεύτερη στήλη να μας λέει ποιες είναι οι νέες δαπάνες, οι αυξήσεις που δίνετε, είτε από εισοδηματική πολιτική είτε διότι αυξάνονται τα ταξίδια ή κάτι άλλο. Και, η τρίτη στήλη να μας λέει ποιες είναι οι νέες πολιτικές. Τρεις στήλες.
Η δική μου εμπειρία λέει ότι πάνω από 90% των δαπανών αυτού του Προϋπολογισμού είναι νομοθετημένες και εγγεγραμμένες από χθες. Δηλαδή ψηφίζουμε για το αύριο αυτό που ήδη έχει νομοθετηθεί χθες. Αν, λοιπόν, όλη αυτή η συζήτηση που γίνεται είναι για το 10%, τότε η αντιπαράθεση περί αναπτυξιακού ή κοινωνικού Προϋπολογισμού είναι κάπως θεωρητική.
Εάν θέλουμε να προσεγγίσουμε το θέμα διαφορετικά, μπορούμε να εξετάσουμε τις προτεραιότητες με βάση τις οποίες θα κατανέμαμε τα πρόσθετα έσοδα των 3,5 δις ευρώ. Να επιχειρήσουμε δηλαδή έναν προϋπολογισμό από μηδενική βάση. Για να κάνουμε όμως κάτι τέτοιο χρειαζόμαστε μια ουσιαστική, Κανονιστική Μεταρρύθμιση του Δημόσιου Τομέα. Αυτό είναι ένα θεμελιώδες έργο που πρέπει να γίνει με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης αλλά και μ ε ευρύτατη κοινωνική και πολιτική στήριξη. Εγώ θα περίμενα από τον κύριο Υπουργό να είχε εντοπίσει αυτό το πρόβλημα και να το είχε θέσει στη Βουλή. Διότι εδώ θα μπορούσε να συζητηθεί μια πραγματική, ριζική αλλαγή του συστήματος των δαπανών, ώστε να μπορέσουμε να έχουμε πολιτικές προτεραιότητες που αντανακλούν και τις ανάγκες του τόπου και τις προτεραιότητες του λαού.
Το δεύτερο θέμα που αφορά πάλι τις δαπάνες είναι ότι αυτή η αύξηση 6,1% επιβάλλεται ουσιαστικά λόγω του συμφώνου της σταθερότητας. Συμφωνούμε κατ΄ ανάγκη όλοι ότι το έλλειμμα του δημόσιου τομέα σε σχέση με το ΑΕΠ πρέπει να μειωθεί κάτω του 3%. Αλλά, η συμφωνία εμπεριέχει δύο διαφορετικές συλλογιστικές. Υπάρχουν πολλοί από εμάς που δεχόμαστε τον περιορισμό αυτό ως αναγκαίο και ως δέσμευση της Ελλάδας στο πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας. Οι άκαμπτοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας στερούνται οικονομικού νοήματος και αποτελούν ουσιαστικά μια επιβάρυνση στην ανάπτυξη των οικονομιών. Το ότι η συνθήκη αυτή είναι ηλίθια, δεν το λέω μόνο εγώ από το 1993. Το είπε πρόσφατα και ο τότε Πρόεδρος της Κομισιόν, ο κ. Πρόντι.
Υπάρχουν όμως και απόψεις – και τις άκουσα εδώ στη Βουλή – ότι είναι ενάρετη η πολιτική να μειώνουμε πάντα τα ελλείμματά μας και μάλιστα να δημιουργούμε και πλεόνασμα. Αυτό είναι λάθος. Το έλλειμμα μπορεί να είναι θετικό για την ανάπτυξη, όπως και το πλεόνασμα να είναι θετικό, αλλά αυτό εξαρτάται από τη συγκυρία, από τον οικονομικό κύκλο και τις αναπτυξιακές προϋποθέσεις. Γιατί λοιπόν σ” αυτή τη συγκυρία που θέλουμε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης, η έννοια του ελλείμματος στο δημόσιο τομέα είναι αρνητική; Δεν μας έχετε πείσει. Αυτό συνδέεται με μια άλλη άποψη, ότι το δημόσιο χρέος είναι κατ” ανάγκη και πάντοτε κακό. Και αυτό είναι λάθος. Αυτή η «καραμέλα» που κυκλοφορεί χρόνια στη Βουλή και δε μπορώ να πείσω μερικούς συναδέλφους να μην την πιπιλίζουν, ότι το δημόσιο χρέος είναι βάρος στον πολίτη, είναι ένας μύθος. Όταν η κυβέρνηση εξοφλεί το χρέος της, τι κάνει; Φορολογεί τον πολίτη Α για να πληρώσει το χρέος και αποδίδει το ποσό αυτό στον κάτοχο του τίτλου του ομολόγου που είναι ο πολίτης Β.. Εάν ο πολίτης Α και Β είναι στην ίδια οικογένεια, η επιβάρυνση σε επίπεδο οικογενείας είναι μηδέν. Το ίδιο και σε επίπεδο εθνικής οικογένειας, δηλαδή σε εθνικό επίπεδο, η εξυπηρέτηση του εσωτερικού δημόσιου χρέους ούτε μειώνει ούτε δημιουργεί εθνικό εισόδημα. Απλά, αναδιανέμει το εθνικό εισόδημα από αυτόν που πληρώνει το φόρο σε εκείνον που έχει το ομόλογο. Και αυτή η καραμέλα ότι τα παιδιά μας θα χρωστάνε 22.000 ευρώ, έχει τον αντίλογό της, ότι δηλαδή τα παιδιά μας θα έχουν και 22.000 ευρώ σε ομόλογα. Αυτά για το μύθο του κακού δημοσίου χρέους.
Το σημαντικό είναι η αναπτυξιακή δραστηριότητα του δημόσιου τομέα, και θα πρέπει να το συζητήσουμε καμιά φορά στη Βουλή. Δεν αρνούμαι ότι το χρέος σήμερα στην Ελλάδα είναι τόσο υψηλό που δημιουργεί πράγματι δημοσιονομικό βάρος. Γι” αυτό και πρέπει να ελαττωθεί, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Το λέω αυτό διότι ο δανεισμός για αναπτυξιακά έργα δεν πρέπει να αποκλείεται. Είναι απλή λογική. Εάν λέμε – που όλοι το λέμε – ότι η επένδυση στην έρευνα και στην τεχνολογία και η επένδυση στην παιδεία αποδίδει, δηλαδή είναι πολύ παραγωγική και οδηγεί σε αύξηση του εθνικού εισοδήματος, σε ονομαστική αύξηση, ας πούμε, όπως και το υπόλοιπο ΑΕΠ , 7% και μπορούμε να δανειστούμε από την αγορά με 4-5%, αυτό ωφελεί ή βλάπτει; Αυτό αυξάνει το δημόσιο χρέος; Όχι, μειώνει το δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ.
Αυτές τις έννοιες, τις απαρχαιωμένες και άκρως συντηρητικές θα πρέπει να τις αποβάλλουμε όταν αξιολογούμε τη δράση του δημοσίου, δηλαδή θα πρέπει να αξιολογούμε όχι πόσο δανείζεται, αλλά γιατί δανείζεται, πού πάνε τα λεφτά και ποιο είναι το αποτέλεσμα.
Το πρόβλημα του προϋπολογισμού είναι τα φορολογικά έσοδα. Ο αληθής περιορισμός είναι ότι η φορολογική βάση είναι πολύ στενή. Δεν φορολογούνται πολλοί. Φοροαποφεύγουν και φοροδιαφεύγουν. Αυτό νομίζω είναι παράξενο. Από την αύξηση του φόρου εισοδήματος, 620 εκατομμύρια ευρώ να τα πληρώνει ο μισθωτός και ο επαγγελματίας και οι επιχειρήσεις να πληρώνουν μόνο 120 εκατομμύρια ευρώ. Είναι περίεργο από την αύξηση του πλούτου που έχει παρατηρηθεί αυτά τα χρόνια, ο φόρος επί της περιουσίας να είναι μόνο 50 εκατομμύρια.
Θέλω να παρακαλέσω τον κ. υπουργό να μας πει με ποιους τρόπους θα διευρύνει τη φορολογική βάση και θα αντιμετωπίσει το παγκόσμιο πρόβλημα που αφορά στις επιχειρήσεις: η διεθνοποίηση του κεφαλαίου οδηγεί σε ένα φορολογικό dumping με άνευ προηγουμένου μείωση των φορολογικών συντελεστών. Πώς θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα αυτό το φαινόμενο εφόσον δεν υπάρχει κοινή πολιτική φόρων σε επίπεδο Ε.Ε. ;

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn