Μετά από πολλά χρόνια έχω την ευκαιρία να δω απέναντί μου γνώριμες φυσιογνωμίες που μας συνέδεσαν κοινοί αγώνες, μαζί με τον Ανδρέα Παπανδρέου. 10 χρόνια πέρασαν από το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τότε, η πορεία του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ διαφορετική από εκείνη μέχρι το 1996, και αυτό δεν είναι τυχαίο. Από το 1996, εγώ αλλά και ο Άκης Τσοχατζόπουλος, με επιμονή υποστηρίζαμε ότι έπρεπε να γίνει ένας ανοικτός, δημοκρατικός διάλογος, για τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ στη νέα εποχή, μια φυσιογνωμία που θα παρέμενε πιστή στις αρχές και τις ιδέες του Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είμαι όμως σήμερα εδώ να μιλήσω γι΄ αυτό. Θα μιλήσω ειλικρινά και ανοικτά απέναντί σας, και θα πω και μερικές πικρές αλήθειες.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας μεγάλος πολιτικός ηγέτης. Πολύ μεγάλος ίσως για την Ελλάδα, ήταν ένας ηγέτης παγκόσμιας εμβέλειας. Μας λείπει σήμερα. Το αφήνω σ΄ εσάς να αναλογιστείτε πως θα ήταν σήμερα η πολιτική ζωή του τόπου αν είχαμε ένα δυνατό, ακμαίο Ανδρέα Παπανδρέου ανάμεσά μας.
Όπως όλοι οι μεγάλοι ηγέτες, έτσι και ο Ανδρέας είχε και τις αδυναμίες του. Εγώ θέλω να σημειώσω δύο:
Πρώτον ότι ο ίδιος δεν φρόντισε να εξασφαλίσει την υστεροφημία του, πίστευε ότι η ιστορία θα τον καταγράψει αντικειμενικά και θα τον δικαιώσει. Μέχρι στιγμής όμως, έτσι όπως γράφεται η ιστορία, από ανθρώπους που δεν είχαν καταλάβει τον Ανδρέα Παπανδρέου ή δεν είναι φιλικοί προς το πνεύμα του, τείνει να παραγνωρίσει τα χαρίσματα και την ουσιαστική πολιτική συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου. Άλλοι πολιτικοί ηγέτες, μικρότερου διαμετρήματος, φρόντισαν να κατοχυρώσουν την υστεροφημία τους, και πριν από το θάνατό τους, καλλιέργησαν το μύθο του πολιτικού ηγέτη. Ο Ανδρέας δεν το έκανε αυτό. Και αν διαβάσετε τη βιβλιογραφία τα τελευταία εννέα χρόνια θα δείτε ότι τα περισσότερα από αυτά που γράφονται δεν γράφονται από αυτούς που ήταν στενοί συνεργάτες του Ανδρέα Παπανδρέου και τον κατανόησαν αλλά γράφτηκαν από «αναθεωρητές» οι οποίοι σαφώς παραγνωρίζουν το ιστορικό, ουσιαστικό περιεχόμενο της συμβολής του Παπανδρέου.
Το δεύτερο που θέλω να επισημάνω είναι ότι ο ίδιος δεν φρόντισε για τη διαδοχή του, όχι με την έννοια να επιλέξει ο ίδιος το διάδοχό του, αλλά να δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις μέσα στο Κίνημα για να υπάρχει συνέχεια και συνέπεια του πολιτικού λόγου και της πράξης του ΠΑΣΟΚ. Η ευθύνη βέβαια δεν βαρύνει τόσο τον Ανδρέα όσο εμάς, που ήμασταν του κλίματος του Ανδρέα Παπανδρέου. Και εδώ Άκη, κι εσύ κι εγώ και όλοι μας πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας γιατί η αλήθεια είναι αυτή, ότι το 1996 η ηγεσία που αναδείχθηκε, με δημοκρατικές διαδικασίες, ήταν λιγότερο από το 1/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Τα 2/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας είχαν μια πιο «ΑνδρεοΠαπανδρεϊκή» άποψη για τη συνέχεια του ΠΑΣΟΚ. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τα επισημάνουμε για να προχωρήσουμε.
Ο Ανδρέας ήταν ένας πολιτικός που είχε όραμα, είχε ευαισθησία για τον πολίτη, δεν άντεχε την καταπίεση, ήταν δημοκρατικός αλλά, πάνω απ΄ όλα, ήταν ανανεωτικός. Δεν ήταν δογματικός, τις ιδέες του τις διαμόρφωνε μέσα από τις εξελίξεις και τις εμπειρίες του. Σταθερός στις βασικές του αρχές, έβλεπε τον κόσμο που άλλαζε και διαμόρφωνε και την πολιτική του άποψη ανάλογα. Και επειδή πολλοί σήμερα μιλούν για ανανέωση, καλό θα είναι οι σημερινοί «ανανεωτές» να έχουν σαν πρότυπο και υπόδειγμα τον Ανδρέα Παπανδρέου ο οποίος έδειξε ότι πρέπει κανείς να είναι σταθερός στις αρχές του και με ανοικτά τα μάτια σ΄ έναν κόσμο που αλλάζει.
Οι θέσεις του Ανδρέα Παπανδρέου σήμερα είναι σχετικές ή ξεπερασμένες; Επίκαιρες ή έχουν ξεπεραστεί από τα πράγματα. Τα ερωτήματα αυτά τίθενται και από «εχθρούς» και από φίλους και θα΄ θελα να απαντήσω σε αυτά.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωσε τις πολιτικές του απόψεις όχι πρόχειρα, αλλά μέσα από μια μεγάλη προσωπική διαδρομή από την παιδική του ηλικία μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα και την ένταξή του στην πολιτική ζωή του τόπου. Όταν ήρθε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα είχε ήδη διαμορφωμένες πολιτικές θέσεις. Το λέω αυτό γιατί πολλοί θέλουν να παρουσιάσουν το ΠΑΣΟΚ και την 3η Σεπτέμβρη ως ένα ευκαιριακό κίνημα, ενός πολύ-συλλεκτικού λαϊκισμού που έπιασε κάποια συνθήματα από εδώ κι από εκεί, τα έβαλε μαζί κάπως πρόχειρα κι έτσι, κατάκτησε την εξουσία. Δεν είναι έτσι. Οι ιδέες είχαν διαμορφωθεί μετά από πολύ βάσανο και μέσα από πολλά χρόνια.
Είχα την τύχη να συνδεθώ με τον Ανδρέα Παπανδρέου ως νεαρός οικονομολόγος στον ΟΗΕ, εκείνος τότε ήταν φτασμένος οικονομολόγος στο Berkeley. Συζητούσαμε στην αρχή οικονομική και αναπτυξιακή θεωρία αλλά, μοιραία, επεκταθήκαμε αργότερα και στα πολιτικά θέματα. Και είναι από εκείνη την εποχή που παρακολούθησα την εξέλιξη της σκέψης του. Με ευκαιρία τη σημερινή μας συζήτηση, πήγα πίσω στο αρχείο μου και κοίταξα την αλληλογραφία μου με τον Ανδρέα Παπανδρέου από τη δεκαετία του ΄60 για θέματα της παγκόσμιας οικονομίας και πολιτικής και μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση ότι η συγκρότηση της άποψης και αυτό που μετέφερε ως πολιτική άποψη στην Ελλάδα το 1974 ήταν το προϊόν πολύ προσεκτικής σκέψης.
Θα ήθελα να συνοψίσω τις θέσεις αυτές σε έξι σημεία που χαρακτηρίζουν, πιστεύω, την κοσμοθεωρία του Ανδρέα Παπανδρέου:
Η παγκόσμια οικονομία, με εξαίρεση το χώρο του υπαρκτού σοσιαλισμού, κυριαρχείται από τις πολυεθνικές και από την μεταξύ τους ολιγοπωλιακή σχέση. Είναι σε αυτό το πλαίσιο του ανταγωνισμού των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων που διαμορφώνονται οι συνθήκες παραγωγής, πλούτου, συσσώρευσης κεφαλαίου καθώς και οι συνθήκες διανομής του διεθνούς πλούτου ανάμεσα στις χώρες καθώς και στο κεφάλαιο και στην εργασία. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών του μονοπωλιακού παγκόσμιου ανταγωνισμού είναι η συγκέντρωση του πλούτου στο Κέντρο εις βάρος της Περιφέρειας.
Ο πολιτικός και στρατιωτικός εγγυητής αυτού του status quo είναι οι ΗΠΑ, είτε κατ΄ ευθείαν είτε μέσω του ΝΑΤΟ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αποτελεί μεγάλη οικονομική δύναμη, πολιτικά και στρατιωτικά είναι δορυφορική δύναμη του ατλαντισμού.
Οι σοσιαλιστικές χώρες: πρόκειται περί ενός συγκεντρωτικού, κρατικιστικού, ιεραρχικού συστήματος που ακυρώνει τη δυναμική της βάσης στη συμμετοχή στις αποφάσεις και στην αυτοδιαχείριση της παραγωγής. Όμως ο χώρος του υπαρκτού σοσιαλισμού παρέχει μία αντίρροπη δύναμη που συγκρατεί το διεθνή καπιταλισμό από την ολοκλήρωση της καταπίεσής του.
Οι εξαρτημένες, οι υπό-ανάπτυξη χώρες της περιφέρειας δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους και να αποτινάξουν με πολιτικά μέσα την οικονομική εκμετάλλευση που επιβάλλει το διεθνές οικονομικό σύστημα και να αποκτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία.
Εθνική ανεξαρτησία σε μια βαθύτερη έννοια, σημαίνει κυριαρχία πάνω στους εθνικούς πόρους και στις αποφάσεις τι, πώς και για ποιους θα παραχθεί και πώς θα γίνει η κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος.
Αυτή η αυτοδύναμη ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην λαϊκή συμμετοχή, στη λήψη των αποφάσεων και πραγματοποιείται με τον αποκεντρωμένο δημοκρατικό προγραμματισμό και τη συμμετοχή κοινωνικών φορέων στα συμβούλια επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, π.χ. ΟΤΕ, ΔΕΗ κλπ.
Αυτή η προσέγγιση ταυτίζει την ανάπτυξη και την κοινωνική πολιτική. Ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σε αντίθεση με το φιλελευθερισμό, όπου η κοινωνική πολιτική ακολουθεί την ανάπτυξη, πόροι προς τους φτωχούς διοχετεύονται από τους πλούσιους όταν θα υπάρξει «αναπτυξιακό πλεόνασμα». Για τους σοσιαλιστές, η κοινωνική δικαιοσύνη είναι λειτουργικό στοιχείο της ίδιας της διαδικασίας της ανάπτυξης.
Η παραγωγή διενεργείται μέσα στον ανταγωνισμό της αγοράς, την αγορά την αποδέχεται αλλά υπάρχουν και δημόσια αγαθά, όπως υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες κλπ τα οποία είναι έξω από τη λογική της αγοράς, είναι δημόσια αγαθά και αποτελούν ευθύνη του δημόσιου τομέα.
Το δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να είναι αποκεντρωμένο. Η κυβέρνηση λειτουργεί ως στρατηγικό επιτελείο και η άσκηση της διοίκησης πραγματοποιείται από αποκεντρωμένα όργανα στην αυτοδιοίκηση και με τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών.
Η σοσιαλδημοκρατία αποτελεί μια παραχώρηση του κεφαλαίου προς την εργατική τάξη λόγω της πίεσης και της ύπαρξης του σοσιαλιστικού μπλοκ. Δεν έχει δική της αυτοδυναμία και η παρουσία της στην πολιτική σκηνή θα διαρκέσει όσο υπάρχει το διπολικό σύστημα.

Αυτά θεωρώ βασικά σημεία της πολιτικής πρότασης του Ανδρέα Παπανδρέου και θα δείτε ότι αυτά τα έξι βασικά σημεία εκφράζονται στη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη. Βέβαια, η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη είναι ένα πολιτικό συγκυριακό κείμενο, φορτισμένο από τα γεγονότα της εποχής. Αυτές όμως οι ιδέες δίνουν το χρώμα της Διακήρυξης και είναι η βάση της ιδεολογίας και πολιτικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ. Είναι σχετικές αυτές οι θέσεις σήμερα; Το αφήνω σ΄ εσάς να αξιολογήσετε εάν αυτές οι τοποθετήσεις είναι ξεπερασμένες ή έχουν σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα.
Υπάρχει βέβαια και μια άλλη άποψη που δέχεται ότι αυτές οι θέσεις μπορεί να ήταν σχετικές στον καιρό τους, αλλά σήμερα έχουμε μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Υπάρχει, λέει, «παγκοσμιοποίηση» που ακυρώνει όλες τις πολιτικές προτάσεις και δημιουργεί έναν απολίτικο νεωτεριστικό μονόδρομο, που ουσιαστικά είναι ο νέο-φιλελευθερισμός, γιατί αυτό επιτάσσει η πραγματικότητα.
Είναι έτσι τα πράγματα; Έχουν ξεπεραστεί αυτές οι ιδέες και πολιτικές προτάσεις γιατί υπάρχει παγκοσμιοποίηση; Και, στο κάτω – κάτω, τι είναι παγκοσμιοποίηση; Θα ασχοληθώ λίγο με τα θέματα αυτά. Αλλά πριν, επιτρέψετέ μου να πω ότι αυτό το «φρούτο» της παγκοσμιοποίησης είναι έντεχνη προπαγάνδα. Έχω ασχοληθεί με το θέμα της παγκοσμιοποίησης τα τελευταία χρόνια, έχω δώσει μια σειρά διαλέξεων στο Πανεπιστήμιο στο Παρίσι για το θέμα αυτό, και πολλά από τα βιβλία που έχω διαβάσει πρέπει να σας πω ότι είναι ανιστόρητα. Γιατί γίνεται αυτός ο θόρυβος γύρω από την παγκοσμιοποίηση; Γιατί νομιμοποιεί το νέο-φιλελευθερισμό και αποκλείει την πολιτική συζήτηση. Τι να κάνουμε, η παγκοσμιοποίηση είναι μονόδρομος, είναι μάταιο λοιπόν να συζητάμε. Αλλά, υπάρχει κι ένας ακόμα λόγος. Οι δειλοί μεταρρυθμιστές της λεγόμενης ήπιας αριστεράς το βρίσκουν ως ένα καλό άλλοθι. Πού να τα βάζουμε τώρα με τα θηρία, γιατί να προωθούμε θέσεις που μόλις τώρα σας συνόψισα που μας φέρνουν σε σύγκρουση με συμφέροντα μέσα και έξω από το χώρο και να μη δεχθούμε κι εμείς την παγκοσμιοποίηση. Ματώνει η ψυχή μας που δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο αλλά ο μονόδρομος επιβάλλεται από την παγκοσμιοποίηση. Είναι ένα άλλοθι που χρησιμοποιείται για να καλύψουν την ατολμία τους να σταθούν στα πόδια τους. Αυτό δεν αφορά μόνο την «ήπια» αριστερά της Ελλάδας αλλά την ήπια αριστερά όλης της Ευρώπης. «Ήπια» αριστερά, τη χαρακτηρίζω αν και στον τόπο μας κυκλοφορεί μ΄ άλλο όνομα.
Ας δούμε τώρα τι είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι καινούργιο, η παγκοσμιοποίηση που παρατηρούμε σήμερα είναι η συνέχεια της πορείας του διεθνούς καπιταλισμού από το 19ο αιώνα. Από το 1870 μέχρι το 1914 είχαμε παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Τι είχαμε τότε; Είχαμε ελεύθερο εμπόριο, ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, ελεύθερη μετανάστευση και όλα τα άλλα που συνδέονται με το σημερινό καθεστώς. Τι έγινε με την παγκοσμιοποίηση; Αυτή η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε τόσο μεγάλη ανακατανομή πλούτου ανάμεσα στο Κέντρο και την Περιφέρεια και τέτοιο ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη – Αγγλία, Αμερική, Γερμανία και Γαλλία – που αυτό το νέο-φιλελεύθερο καθεστώς 1870-1914 δεν μπόρεσε να το αντιμετωπίσει με όρους πολιτικούς. Έτσι καταλήξαμε στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο που ήταν το αποτέλεσμα της πρώτης περιόδου παγκοσμιοποίησης. Αυτό ας το έχουμε υπόψη μας για το πού καταλήγουν αδιέξοδα αυτού του τύπου. Η περίοδος 1915 μέχρι το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ήταν περίοδος ανασύνταξης των Εθνών, συρρίκνωσης της παγκόσμιας οικονομίας και οδήγησε σε φασιστικά καθεστώτα αλλά και σε λαϊκά κινήματα, σε επαναστάσεις όπως την Οκτωβριανή στη Ρωσία, αλλά το θέμα δεν αντιμετωπίστηκε. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν είναι τίποτα άλλο από τη συνέχιση του Α΄ ακριβώς γιατί το θέμα της παγκοσμιοποίησης δεν μπορούσε να λυθεί με ειρηνικό τρόπο.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έχουμε ένα ενδιαφέρον διάλειμμα. Ακριβώς επειδή το σύστημα ήταν διπολικό, έγιναν σημαντικές υποχωρήσεις από το κεφάλαιο προς τους εργαζομένους και φθάσαμε στη συναίνεση των κοινωνικών εταίρων της σοσιαλδημοκρατίας και σε μια περίοδο ευημερίας στην Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ που κράτησε μέχρι τη δεκαετία του ΄80, οπότε η κοινωνική πολιτική, το κοινωνικό κράτος άρχισε να γίνεται ακριβό για το κεφάλαιο. Αλλά αυτό δεν ήταν η χαριστική βολή. Η σοσιαλδημοκρατική κευνσιανή πολιτική του μεταπολέμου κατέρρευσε γιατί εξέλειψε το διπολικό σύστημα. Η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού άφησε το διεθνές κεφάλαιο να κινηθεί αχαλίνωτο. Και από το 1980 και μετά, Θάτσερ – Ρέιγκαν κλπ, αρχίζει να επανέρχεται η παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση επομένως δεν είναι κάτι καινούργιο, είναι κάτι παλαιό που παρουσιάζεται τώρα όπως και στην πρώτη του μορφή το 19ο αιώνα, σαν μια κίνηση που απαιτεί ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου, ελεύθερες αγορές και ελεύθερο εμπόριο παντού, συρρίκνωση του κράτους στα απολύτως απαραίτητα, απαιτεί εμπορευματοποίηση των δημοσίων αγαθών – υγεία, παιδεία, συγκοινωνία, τηλεπικοινωνίες κλπ, και απαιτεί φυσικά μείωση της διαπραγματευτικής δύναμης των εργαζομένων, με την ελαστικοποίηση της εργασίας και την κατάλυση του μαζικού κινήματος.
Αυτή είναι η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα και πρέπει να την πούμε με το πραγματικό της όνομα. Είναι η επαναφορά, η επανασύνταξη του νέο-φιλελεύθερου μοντέλου του 19ου αιώνα. Τι δουλειά έχουμε εμείς με αυτό; Ή θα δεχθούμε ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος και πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι ή θα πρέπει να αντισταθούμε. Εδώ προκύπτουν δύο ζητήματα που θέλω να θίξω.
Το ένα είναι τι μπορεί να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε παγκόσμιο επίπεδο οι προοδευτικές δυνάμεις θα πρέπει να ζητήσουν μια βασική αναθεώρηση των κανόνων διεξαγωγής του διεθνούς εμπορίου, της κίνησης κεφαλαίων και της αγοράς εργασίας. Δεν μπορείς να έχεις ελεύθερο εμπόριο, όταν σε μια χώρα δουλεύουν ως σκλάβοι παιδιά 12 ετών και να ζητήσεις ίσους όρους ανταγωνισμού με μια άλλη, «πολιτισμένη» χώρα με άλλους όρους και συνθήκες εργασίας. Θα πρέπει να μπουν άλλοι κανονισμοί. Η κίνηση κεφαλαίων είναι ένα ακόμα θέμα. Τι θα πει ελεύθερη κίνηση κεφαλαίου; Τι είναι το κεφάλαιο; Το κεφάλαιο είναι συσσώρευση πλούτου που βγήκε από την παραγωγή και ανήκει σε κάποιους. Ανήκει σε αυτούς που έκαναν την παραγωγή, ανήκει σε ένα κράτος, σε ένα Έθνος, σε έναν λαό. Το να φύγει το κεφάλαιο από τη μια χώρα και να πάει στην άλλη δεν είναι μόνο υπόθεση οικονομική. Είναι υπόθεση πολιτική, είναι υπόθεση εθνική. Και γι΄ αυτό, πάντα, από το 1914 μέχρι το 1985, υπήρχαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.
Για να γίνουν όμως οι απαιτούμενες αλλαγές, θα χρειασθεί μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη και αλλαγή των οικονομικο-πολιτικών συσχετισμών σε παγκόσμιο επίπεδο και αυτό μπορεί να πάρει πολλά χρόνια. Αυτά θα μπορούσαν να γίνουν αν υπήρχε πολιτική αυτοδυναμία της Ε.Ε., αν η Ε.Ε. δεν είχε την αφέλεια να διευρυνθεί προς Ανατολάς και να φέρει μέσα στην Ε.Ε. όλες τις ατλαντιστικές χώρες, εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε μια στρατηγικής σημασίας συμμαχία με τη Ρωσία. Τότε θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί ένας οικονομικός και πολιτικός πόλος που θα στεκόταν στα πόδια του και θα μπορούσε ισότιμα να διαπραγματευθεί με τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Αυτό όμως δεν έχει γίνει, η Ε.Ε. είναι ουσιαστικά ένας χώρος ανοικτής αγοράς αλλά η πολιτική της αυτοδυναμία δεν έχει προχωρήσει και, προσωπικά, δεν είμαι αισιόδοξος ότι θα προχωρήσει.
Γι΄ αυτό προχωρώ στο δεύτερο ζήτημα. Αν έτσι είναι τα πράγματα στο παγκόσμιο σκηνικό, και αυτό, σαν μικρή χώρα, δεν μπορούμε να το αλλάξουμε, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς; Εμείς πρέπει να πούμε ότι είναι μονόδρομος ο νέο-φιλελευθερισμός ή υπάρχουν και άλλοι δρόμοι. Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν και άλλοι δρόμοι τους οποίους μπορούμε να ανακαλύψουμε εάν καταλάβουμε επακριβώς τι είναι η παγκοσμιοποίηση. Η παγκοσμιοποίηση αφήνει πολλές εναλλακτικές και θα το δείτε αυτό από τα πολλά πειράματα που έχουν γίνει μέσα στο χώρο της παγκοσμιοποίησης. Άλλο είναι το Σουηδικό μοντέλο, άλλο το Δανικό και άλλο το Ιρλανδικό μοντέλο, που έχουν πρόσφατα συζητηθεί και εγώ θα προσθέσω και άλλα. Κοιτάξτε το πετυχημένο μοντέλο της Μαλαισίας, της Κορέας, της Ταϊβάν, που στηρίζονται σε κρατικού τύπου ανάπτυξη βιομηχανιών και ανταγωνιστικότητας. Κοιτάξτε σήμερα και τα μοντέλα ανάπτυξης της Κίνας και της Ινδίας. Δεν ακολουθούν ένα νέο-φιλελεύθερο μοντέλο, έχουν τις δικές τους επιλογές. Εδώ λοιπόν θα πρέπει να καταρρίψουμε κάποιους μύθους για την παγκοσμιοποίηση.
Όπως σας είπα η σημερινή κατάσταση είναι συνέχεια της παλαιάς. Έχει όμως τέσσερις διαφορές που πρέπει να καταγράψουμε:
Ενώ στην παλαιά, προπολεμική εποχή, υπήρχε διαφορά ανάμεσα στο Βορρά και το Νότο, το Κέντρο και την Περιφέρεια, όπου η βιομηχανία και η συσσώρευση πλούτου ήταν στο Βορρά και η εκμετάλλευση στο Νότο, υπήρχε μια διαίρεση του κόσμου στον πλούσιο Βορρά και το φτωχό Νότο, αυτή δεν είναι πλέον σήμερα η κατάσταση. Σήμερα, η φτώχεια όπως και ο πλούτος υπάρχει και στο Βορρά και στο Νότο. Οι βιομηχανίες που αναπτύσσονται, οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην Ινδία, στην Κίνα, στη Βραζιλία, σιγά-σιγά, θα δημιουργήσουν ανεπτυγμένες κοινότητες με πολύ υψηλό εισόδημα, ενώ στις παλαιές ανεπτυγμένες χώρες, στη Γαλλία, στη Γερμανία θα έχουμε συνοικίες με μεγάλη φτώχεια και αγραμματοσύνη. Έτσι, η φτώχεια είναι παγκόσμιο φαινόμενο και ο πλούτος μοιράζεται διαφορετικά.
Οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν τον κερματισμό της παραγωγής. Παλαιά, για να φτιάξεις μια μηχανή, αυτή γινόταν από την αρχή ως το τέλος π.χ. στη Μεγάλη Βρετανία, και το μηχάνημα έφευγε από εκεί και πήγαινε στην Αφρική και το αντάλλασσαν με π.χ. μπανάνες. Σήμερα, τα προϊόντα φτιάχνονται παντού. Αλλού σχεδιάζεται ένα νέο προϊόν, π.χ. ένας ηλ/κός υπολογιστής, σε άλλη χώρα παράγονται τα κομμάτια του, σε άλλη χώρα συναρμολογείται, και σε άλλη χώρα γίνεται η προώθηση του τελικού προϊόντος …..Κάθε χώρα λοιπόν μπορεί να έχει ένα κομμάτι από την παραγωγή και να μπει σε αυτή τη διαδικασία.
Με τις νέες τεχνολογίες έχουν εκμηδενισθεί οι αποστάσεις και το κόστος μεταφοράς της πληροφορίας, των υπηρεσιών και των αγαθών είναι ελάχιστο. Τα λουλούδια που πωλούνται το βράδυ στα νυκτερινά κέντρα, παράγονται στην Κένυα, μεταφέρονται στην Ολλανδία που είναι το κέντρο της διανομής και από εκεί σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Ενώ στην παλαιότερη εποχή υπήρχαν μαζικά, δυνατά, αριστερά κινήματα, στις ανεπτυγμένες τουλάχιστον χώρες το αριστερό μαζικό κίνημα έχει σβήσει. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Όταν έχεις βαριά βιομηχανία που συγκεντρώνει μαζική παραγωγή με βιομηχανικούς εργάτες κατά χιλιάδες, η ενεργοποίηση του βιομηχανικού εργάτη είναι εύκολη. Στη νέα εποχή, η απομαζικοποιημένη παραγωγή απομαζικοποιεί και το εργατικό δυναμικό και καθιστά την ενοποίηση και τη διαπραγματευτική του δύναμη πολύ δύσκολη.

Έτσι λοιπόν που είναι σήμερα τα πράγματα, ποια είναι η θέση της Ελλάδας και τι μπορούμε να κάνουμε; Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αποτινάξουμε αυτό το ιδεολόγημα του μονόδρομου. Δεν υπάρχει μονόδρομος, υπάρχει προοδευτική λύση. Οι βασικές κατευθύνσεις του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ορθές. Ας τις διαμορφώσουμε λοιπόν μέσα σε ένα νέο πλαίσιο. Επειδή δεν θέλω να μακρηγορήσω, περιμένω να ακούσω με ενδιαφέρον και τον Άκη τι έχει να πει, θέλω να θίξω επιγραμματικά μόνο δύο θέματα για την πολιτική πρόταση, για την Ελλάδα της σημερινής εποχής.
Ζούμε σε έναν κόσμο που αλλάζει. Τα σύνορα στην ευρύτερη περιοχή αλλάζουν. Σε δέκα χρόνια από τώρα ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός. Πολλά σενάρια μπορούν να παίξουν αλλά εμείς πρέπει να είμαστε έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Θα ήταν μεγάλη αφέλεια να πιστέψουμε ότι η εποχή των πολέμων έχει τελειώσει. Θα ήταν μεγάλη αφέλεια να πιστέψουμε ότι η Ε.Ε. μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλειά μας. Η Ν.Α. Ευρώπη, η Μέση Ανατολή μέχρι το Ιράν, είναι περιοχές αμφισβητούμενης επιρροής, υπάρχει σκληρός οικονομικός ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία. Δείτε πώς ήταν η Γιουγκοσλαβία 10 χρόνια πριν και τι έγινε χθες. Και γιατί όχι αύριο να μην μιλάμε για άλλες αλλαγές στην ευρύτερη περιοχή;
Για την Τουρκία: Η Τουρκία δεν έχει αλλάξει την πολιτική της απέναντι στην Ελλάδα. Δεν λέω να μην στηρίξουμε τις προσπάθειες για μια ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, αλλά να μην έχουμε ψευδαισθήσεις. Και τα ταρακουνήματα που θα υποστεί η Τουρκία στο εσωτερικό της από την πορεία αυτή, μπορούν να εξαχθούν και να είμαστε εμείς οι τελικοί αποδέκτες. Για μια ακόμη φορά, θα πρέπει να δούμε την πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, την ανάγκη δικτύου συμμαχιών για να μπορέσουμε να έχουμε μια σημαντική αποτρεπτική δύναμη. Το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου: Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος δεν ήταν ένα Δόγμα που βγήκε έτσι, από μια πρόχειρη έμπνευση. Σήμερα βλέπετε τι γίνεται στη Θράκη, βλέπετε τι γίνεται στο Αιγαίο. Και δεν χρειάζεται να σας πω τι έχει γίνει στην Κύπρο. Μας χρειάζεται λοιπόν, μια εθνική εγρήγορση για τις μεγάλες αλλαγές που θα μπορούν να γίνουν και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε άλλοι σχεδιάζουν. Τρεις πόλεις σήμερα θα ανταγωνισθούν ποιο θα είναι το τεχνολογικό, οικονομικό, χρηματιστηριακό κέντρο στην ευρύτερη περιοχή: Βουκουρέστι, Θεσσαλονίκη, ή Κωνσταντινούπολη; Ποια θα κερδίσει το στοίχημα; Αυτή που προγραμματίζει καλύτερα. Αυτά για το πατριωτικό σκέλος της πρότασης.
Για το αναπτυξιακό σκέλος: Η νέα μορφή παγκοσμιοποίησης μας δίνει τεράστιες δυνατότητες αξιοποίησης του αναπτυξιακού δυναμικού του τόπου μας.
Αρκεί να αξιοποιήσουμε αποτελεσματικά τις ιδιαιτερότητες της νέας φάσης της παγκοσμιοποίησης που μόλις σας ανέφερα. Είναι αυτονόητο ότι δεν πρέπει να αφήσουμε την αγορά να αποφασίσει που θα μας πάει. Μια ιρλανδική παροιμία λέει «όταν δεν ξέρεις που πάς, όλοι οι δρόμοι σε πάνε εκεί». Πρέπει να έχουμε μια διαμορφωμένη άποψη για το τι Ελλάδα θέλουμε 20-25 χρόνια από σήμερα. Και θα πρέπει να στοχεύσουμε την ανάπτυξή μας, και αυτή τη στόχευση να την κάνουμε το πολιτικό μας στοίχημα. Π.χ. θα πρέπει να αλλάξουμε το γεωργικό τομέα, το σημερινό 18% θα μειωθεί στο 7-8% η σχέση αγροτικού πληθυσμού στο σύνολο του πληθυσμού. Τι είδους ανταγωνιστική γεωργία θα έχουμε και τι θα γίνει ο πλεονάζων αγροτικός πληθυσμός, που θα απασχοληθεί; Αυτό δεν μπορούμε να αφήσουμε την αγορά να το αποφασίσει αλλά θα πρέπει να το προγραμματίσουμε εμείς και μέσα από πολιτικές διαδικασίες να οδηγήσουμε την αγορά μας εκεί που θέλουμε να πάμε. Αυτό είναι που λέμε εμείς στοχευμένη ανάπτυξη. Έχουμε δηλαδή μια ξεκάθαρη πολιτική θέση για το πού θέλουμε να πάμε και δημιουργούμε τις κοινωνικές συμμαχίες, τις οικονομικές προϋποθέσεις για να πάμε εκεί που θέλουμε. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν. Και φυσικά θα πάνε σε χώρες φθηνότερου κόστους εργασίας. Άρα το θέμα δεν είναι πόσες θα κλείσουν. Το θέμα είναι πόσες καινούργιες θα ανοίξουν, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις που θα πρέπει να βασιστούν σε μια νέα μορφή ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. Σε αυτό θα πρέπει να έχουμε μια διαμορφωμένη άποψη. Η άποψή μου είναι ότι πρέπει να στηριχθεί στο ανθρώπινο δυναμικό. Εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορούμε να βάλουμε ως πολιτικό στόχο, που θα στηριχθεί πολιτικά για να κινήσουμε την οικονομία προς την κατεύθυνση αυτή και να γίνει η Ελλάδα ένα μεγάλο κέντρο εκπαίδευσης, κατάρτισης, υπηρεσιών υγείας και διαμετακομιστικού εμπορίου για την ευρύτερη περιοχή. Εάν αποφασίσουμε να κινηθούμε προς την κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει αμέσως να αλλάξουμε το σύστημα παιδείας μας και να διοχετεύσουμε τις δυνάμεις μας προς την κατεύθυνση αυτή για να έχουμε την ανταγωνιστικότητα που χρειάζεται στην νέα εποχή.
Άρα, ποια είναι η διαφορά μας από το νέο-φιλελεύθερο μοντέλο; Το νέο-φιλελεύθερο μοντέλο λέει συρρίκνωση του κράτους και των δαπανών και άφησε την αγορά να λύσει τα προβλήματα. Εμείς λέμε ναι, είμαστε υποχρεωμένοι να κινηθούμε μέσα στη λογική της αγοράς αλλά έχουμε άποψη, και με συσπείρωση των παραγωγικών δυνάμεών μας θέλουμε να κατευθύνουμε την οικονομία μας στο στόχο που έχουμε βάλει. Μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Μας λένε ότι στη νέα εποχή παγκοσμιοποίησης δεν μπορεί να γίνει γιατί υπάρχουν χώρες με φθηνή εργασία και το κεφάλαιο φεύγει προς χώρες με χαμηλή φορολογία. Στο Σουηδικό μοντέλο, η φορολόγηση των κερδών των εταιριών φθάνει και το 70% και όμως το κεφάλαιο δεν φεύγει. Το κεφάλαιο δεν φεύγει γιατί έχει βρεθεί ένα πλέγμα συνεννόησης μέσα στην κοινωνία και με τους εργαζομένους και αυτή η συνεννόηση παράγει ανταγωνιστικότητα χωρίς να υποχρεώνει το κεφάλαιο να πάει στη Σλοβακία ή αλλού για να διασωθεί. Επίσης, δεν αληθεύει ότι δεν μπορούμε να ανταγωνισθούμε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος. Δείτε τι γίνεται στην Ιταλία: Τα καλά γυαλιά ηλίου παράγονται στην Ιταλία. Ανταγωνίστριες χώρες είναι η Κίνα και η Ταϊβάν. Κι όμως, με ακριβό εργατικό κόστος, η Ιταλία είναι ανταγωνιστική γιατί έχει δώσει ιδιαίτερη σημασία στην ποιότητα και στο μάρκετινγκ. Υφάσματα ποιότητας και πάλι παράγονται σε χώρες υψηλού εργατικού κόστους.
Με λίγα λόγια, και θέλω να τελειώσω λέγοντας ότι τόσο στο θέμα το εθνικό όσο και στο θέμα το κοινωνικό και αναπτυξιακό, ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι ιδέες του είναι επίκαιρες όσο ποτέ. Αυτό που χρειάζεται είναι η πολιτική τόλμη, να προτείνουμε την εναλλακτική, προοδευτική πρόταση. Έχει γίνει σε άλλες χώρες, δεν βλέπω γιατί να μην τα καταφέρουμε και στην Ελλάδα.
Σας μίλησα για το τι πρέπει να γίνει. Θα με ρωτήσετε πώς μπορεί αυτό να γίνει; Αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, έχω άποψη, αλλά δεν θα σας πω εάν είναι αισιόδοξη ή απαισιόδοξη. Όταν και αν με ξανακαλέσετε θα σας αναπτύξω τις θέσεις μου στο θέμα αυτό. Σας ευχαριστώ πολύ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn