Κυρίες και κύριοι,

Θέλω να ευχαριστήσω θερμότατα τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης που με κάλεσαν να συμμετάσχω στη συζήτηση ενός ιδιαίτερα σημαντικού θέματος.
Θεωρώ συζητήσεις αυτού του είδους ιδιαίτερα σημαντικές, γιατί είναι μέσα από έναν ανοικτό και ελεύθερο διάλογο που μπορούν να προκύψουν νέες ιδέες, αλλά ακόμα πιο σημαντικά είναι μέσα από έναν τέτοιο διάλογο που μπορούμε να δημιουργήσουμε το κατάλληλο κλίμα στην κοινωνία για να στηρίξει τις αλλαγές στην παιδεία που θέλουμε να κάνουμε. Ελπίζω ότι το παράδειγμα αυτής της εκδήλωσης θα ακολουθηθεί και από άλλα ανάλογα ιδρύματα. Βέβαια το κύριο βάρος των συζητήσεων θα το φέρει το ίδιο το Κοινοβούλιο και πιο συγκεκριμένα η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων. Εκεί θα κριθεί αν ο διάλογος θα είναι αποτελεσματικός και αν θα οδηγηθούμε σε πραγματικές συναινετικές λύσεις στο θέμα της παιδείας.
Δεν αγνοώ επίσης και τον ρόλο που μπορεί να παίξει και το ΕΣΥΠ. Αλλά επιτρέψατε μου να εκφέρω μια επιφύλαξη. Δεν είναι οι συντεταγμένοι, θεσμοθετημένοι, συνδικαλισμένοι φορείς της παιδείας που θα μπορέσουν οι ίδιοι από μόνοι τους να μας βγάλουν από το αδιέξοδο γιατί είναι μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζουμε. Για να αρθεί αυτό το αδιέξοδο χρειαζόμαστε πολιτική κατεύθυνση και συγκεκριμένες προτάσεις. Ένα συλλογικό όργανο όπως το ΕΣΥΠ μπορεί να εξειδικεύσει αυτές τις προτάσεις, μπορεί να συζητήσει συγκεκριμένα θέματα, κατά προτίμηση σε τμήματα και όχι στην Ολομέλεια, αλλά το έναυσμα της αλλαγής θα πρέπει να έρθει από φορείς που έχουν όραμα και έχουν και την πολιτική βούληση να το πραγματοποιήσουν. Είναι γι” αυτό το λόγο λοιπόν που πιστεύω ότι πέρα από τα θεσμοθετημένα όργανα θα πρέπει να ανοίξει, όπως ανοίγει και σήμερα, ένας διάλογος με την κοινωνία για μια ελεύθερη και ανοιχτή συζήτηση για τα προβλήματα.
Ας αρχίσω κι εγώ από τον τίτλο της εκδήλωσης, η ελληνική παιδεία και η ευρωπαϊκή πρόκληση». Θέλω να τονίσω – η κα Υπουργός το ανέφερε ήδη – ότι δεν υπάρχει ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την παιδεία και δεν θα δούμε ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την παιδεία στις δικές μας τις μέρες. Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι συμπληρωματικές στις αλλαγές και στις ρυμίσεις που θα κάνει κάθε μέλος της Ε.Ε.
Οι αλλαγές στην παιδεία δεν γίνονται γιατί το θέλει ή το επιβάλει η Ε.Ε. Οι αλλαγές στην παιδεία πρέπει να γίνουν γιατί είναι κάλεσμα των καιρών, γιατί οι συνθήκες στην κοινωνία, οι συνθήκες στην οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν αλλάξει τόσο σημαντικά. Και η Ε.Ε. να μην υπήρχε, πάλι εμείς θα έπρεπε να προχωρήσουμε σε αλλαγές στον χώρο της παιδείας.
Αυτό που λέω με λίγα λόγια είναι ότι η πρόκληση, δεν είναι κυρίως πρόκληση ευρωπαϊκή, είναι πρόκληση εθνική. Βέβαια η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έπρεπε να είχε αρχίσει αλλιώς και θυμάμαι αυτό που είπε ο Μονέ ότι αν ήταν να ξανακάνουμε την Ε.Ε. δεν θα αρχίζαμε με την ενιαία οικονομική πολιτική αλλά με την ενιαία παιδεία. Επειδή λοιπόν δεν έχουμε και δεν θα έχουμε ενιαία εκπαιδευτική πολιτική, αποφάσεις όπως η Διακήρυξη της Μπολόνια, μια απόφαση που την συνυπέγραψα τότε ως Υπουργός Παιδείας, αντιμετωπίζουν μόνο μερικά από τα θέματα που μας απασχολούν. Με αυτή την προσέγγιση, όμως, μπορεί να προκύψει ένα σοβαρό πρόβλημα και θέλω να επισύρω την προσοχή σας. Ακριβώς επειδή η ανάμειξη της Ε.Ε. στο χώρο της παιδείας πηγάζει από ερεθίσματα που αφορούν τα επαγγελματικά δικαιώματα και την κινητικότητα των φοιτητών ανάμεσα στα ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, υπάρχει κίνδυνος οι ρυθμίσεις της Ε.Ε. να προσανατολίζονται, υπέρ το δέον, προς την εκπαίδευση – κατάρτιση.
Εγώ δεν θα ήθελα να ταυτίσουμε την παιδεία με την κατάρτιση. Η κατάρτιση αποτελεί, βέβαια, ένα σημαντικό μέρος του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά η παιδεία δεν είναι μόνο για να καταρτίζει, η παιδεία έχει και άλλους σημαντικότατους στόχους στους οποίους θα αναφερθώ σε λίγο.
Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε σε μια Εθνική Στρατηγική για την παιδεία. Οι αλλαγές στην παιδεία επιβάλλονται γιατί έχει αλλάξει ο κόσμος. Η διεθνοποίηση του κόσμου, η παγκοσμιοποίηση όπως μερικοί θέλουν να λένε, έχει αλλάξει τόσο πολύ τα πράγματα που δημιουργούν συγκεκριμένες προκλήσεις για την παιδεία.
Θα ήθελα να αναφερθώ εδώ σε δυο συγκεκριμένα θέματα, τα οποία είναι σημαντικά. Η παγκοσμιοποίηση φέρνει μαζί της και μια μαζική μονοδιάστατη πολιτιστική κατάσταση, μια μονοδιάστατη κουλτούρα, την κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης. Αυτή είναι μια πραγματικότητα. Δεν είναι όμως η δύναμη που θα οδηγήσει κατ΄ ανάγκη σε μια ενιαία παγκόσμια κουλτούρα. Πιστεύω ότι ο κόσμος του αύριο θα είναι ένας κόσμος όπου οι εθνικοί πολιτισμοί θα συνυπάρχουν και κάθε έθνος θα έχει τη δική του συμβολή σ” αυτή την πολυπολιτισμική διαμόρφωση της υφηλίου. Άρα σ” αυτή την εποχή η παιδεία αναλαμβάνει ένα διευρυμένο ρόλο.
Η παιδεία ήταν και παραμένει ο χώρος διαφύλαξης των πολιτιστικών μας αξιών, που συνδιαμορφώνουν την εθνική μας και την πολιτιστική μας ταυτότητα. Και είναι υποχρέωση της παιδείας να καλλιεργεί και να αναπτύσσει αυτές τις πολιτιστικές μας αξίες.
Αυτό ήταν αυτονόητο στο παρελθόν. Στη σημερινή εποχή όμως η παιδεία έχει μια αυξημένη ευθύνη να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και να δώσει μια ιδιαίτερη σημασία στην πολιτιστική της διάσταση. Στη σημερινή εποχή παιδεία σημαίνει πολιτισμός, κι αυτό πρέπει ιδιαίτερα να το προσέξουμε σήμερα γιατί είναι μέσα από την πολιτιστική μας διάσταση που θα μπορέσουμε να έχουμε μια ουσιαστική παρουσία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Κι αυτή η ευθύνη της παιδείας είναι ιδιαίτερα αυξημένη τώρα γιατί τα μέσα μαζικής ψυχαγωγίας έχουν περάσει ουσιαστικά στη μονοδιάστατη κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης και γιατί η οικογένεια έχει πάψει να είναι η εστία διαφύλαξης και αναπαραγωγής των πολιτιστικών αξιών σε ένα μεγάλο βαθμό. Γι” αυτό λοιπόν το σχολείο πρέπει να έχει αυξημένη ευθύνη για τη διαφύλαξη και για την καλλιέργεια των πολιτιστικών μας αξιών.
Παρενθετικά, θα ήθελα να καταθέσω την άποψή μου για σχήματα Κυβερνητικής διάρθρωσης που συζητούνται. Είμαι αντίθετος στην ένωση των Υπουργείων Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και Παιδείας, αλλά είμαι θετικός στην ένωση των Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού.
Το δεύτερο σημείο που θέλω να αναφέρω, που έχει σχέση με την παγκοσμιοποίηση, είναι ότι η παιδεία ή πιο συγκεκριμένα σε πιο στενή έννοια η εκπαίδευση, ήταν πάντα καθρέφτης των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στην κοινωνία. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού, ήταν βασισμένο και εξακολουθεί να είναι βασισμένο σε ένα μεγάλο βαθμό με αναφορά στη βιομηχανική εποχή.
Στη βιομηχανική εποχή υπήρχε ανάγκη ο πολύς ο κόσμος, οι εργάτες, οι υπάλληλοι, να έχουν μια βασική παιδεία, παθητική παιδεία, να γνωρίζουν γραφή, ανάγνωση, για να μπορούν να κατανοούν και να ακολουθούν οδηγίες. Παράλληλα, στην κορυφή, ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού θα έπρεπε να είχε ευρύτερη παιδεία και επιστημονικές γνώσεις για να αναλάβει την ευθύνη της έρευνας, της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της λήψης των αποφάσεων στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα.
Αυτή η ταξική πυραμίδα που είχαμε στη βιομηχανική εποχή είχε το αντίστοιχο της στην πυραμίδα της παιδείας. Με τη μαζική εκπαίδευση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στον κλειστό αριθμό των εισακτέων στα Πανεπιστήμια που θα αποτελούσαν την ελίτ της κοινωνίας στην επόμενη γενιά.
Αυτό το σύστημα εξυπηρέτησε την βιομηχανική ανάπτυξη και την εποχή της. Η απομαζικοποίηση όμως της παραγωγής σήμερα λόγω των τεχνολογικών εξελίξεων έχει δημιουργήσει μια τελείως διαφορετική κατάσταση. Η διαλεκτική σχέση του ανθρώπου με τη μηχανή που υπήρχε στη βιομηχανική περίοδο έχει αλλάξει.
Αυτό που χρειάζεται σήμερα η εποχή μας δεν είναι τόσο η επέκταση της μυϊκής δύναμης του άνδρα στο εργοστάσιο στη μηχανή, αλλά η διεύρυνση των διανοητικών του ικανοτήτων, να έχει πρόσβαση στην πληροφόρηση, να μπορεί να επιλέγει τη σωστή πληροφόρηση και να κινεί την παραγωγή με το δικό του το μυαλό.
Χρειαζόμαστε λοιπόν μια ανατροπή της πυραμίδας. Χρειαζόμαστε μια παιδεία που δεν εξαντλείται στην παθητική μετάδοση γνώσεων αλλά αναπτύσσει την κριτική σκέψη. Χρειαζόμαστε επίσης και μια παιδεία η οποία είναι ανοικτή σε όλους, σε όλα τα επίπεδα, μια παιδεία ανοιχτών οριζόντων. Η παλαιά εκπαιδευτική πυραμίδα έχει ξεπερασθεί.
Όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης μπορεί και πρέπει να είναι ανοιχτές σε κάθε πολίτη που θέλει να έχει πρόσβαση στον χώρο της πληροφόρησης και της γνώσης. Αυτό αλλάζει το σύστημα της παιδείας και αυτά είναι καινούρια δεδομένα τα οποία πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πριν προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες προτάσεις για πως θα αλλάξουμε το σύστημα.
Τούτο εδώ είναι σημαντικό και πρέπει να το πούμε. Όταν μιλάμε για αλλαγές στην παιδεία δεν μιλάμε για βελτιώσεις ενός συστήματος που καλά λειτουργεί. Μιλάμε για τη συγκρότηση ενός νέου συστήματος παιδείας, το οποίο να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές, οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες της σύγχρονης εποχής. Και αυτές οι προκλήσεις δεν είναι προκλήσεις μόνο για την Ελλάδα, είναι για τα εκπαιδευτικά συστήματα όλων των χωρών. Οι χώρες οι οποίες θα κατανοήσουν τις νέες συνθήκες και θα τολμήσουν να εισαγάγουν σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα θα κερδίσουν το στοίχημα του μέλλοντος.
Στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 1996-2000 αυτά τα θέματα είχαν αντιμετωπισθεί και ρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται. Το τι απέγινε είναι μια ιστορία με την οποία δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε σήμερα. Θα ήθελα όμως να αναφερθώ στα 8 σημεία τα οποία ανέφερε προχθές ο κ. Πρωθυπουργός στη Βουλή, τα οποία λίγο ή πολύ αναφέρονται στα ίδια βασικά σημεία που αναφέρθηκα. Και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο κ. Παπανδρέου, που και αυτός αναφέρθηκε σε βασικές αρχές, μίλησε περίπου στο ίδιο μήκος κύματος. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα μεγάλο θετικό βήμα. Αυτό που δεν είχαμε μερικά χρόνια πριν νομίζω ότι το έχουμε κατακτήσει σήμερα. Ότι δηλαδή περίπου συμφωνούμε ποιο είναι το ευρύτερο πλαίσιο, οι βασικές αρχές, μέσα στις οποίες πρέπει να κινηθεί η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.
Προχθές στη Βουλή συνέβη και κάτι το οποίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό και το σημείωσα εγώ με μεγάλη προσωπική ικανοποίηση και – γιατί όχι; – και με κάποια ζήλια, θα το ήθελα να είχε συμβεί μερικά χρόνια πριν! Η συζήτηση στη Βουλή έδειξε ότι τα Κόμματα, ή τουλάχιστον τα δύο μεγάλα Κόμματα, είναι έτοιμα για έναν υπεύθυνο διάλογο για την παιδεία. Αυτό είναι ένα μεγάλο επίτευγμα. Γνωρίζω βέβαια ως πολιτικός ότι αν θα προχωρήσει ή όχι ο διάλογος θα εξαρτηθεί και από πολλούς άλλους παράγοντες, από το ευρύτερο πολιτικό κλίμα. Νομίζω ότι είναι ευθύνη όλων των πολιτικών να δημιουργήσουν συνθήκες μιας ευρύτερης συναίνεσης, όχι μόνο στον χώρο της παιδείας αλλά και αλλού, γιατί το έχει ανάγκη ο τόπος.
Εγώ θα πάρω την αισιόδοξη άποψη, ότι θα προχωρήσει αυτός ο διάλογος με ειλικρινή πολιτική βούληση να συμφωνήσουμε σε βασικές αρχές για το πώς θα προχωρήσουμε από δω και πέρα.
Γιατί χρειαζόμαστε διακομματική συμφωνία για την παιδεία; Τη χρειαζόμαστε για δύο λόγους. Ο ένας είναι αυτονόητος. Ότι θέλουμε οι αλλαγές που θα γίνουν να έχουν σταθερότητα. Να ξεπεράσουμε τον τετραετή πολιτικό κύκλο και να έχουμε μια σταθερή πορεία για 10 χρόνια. Γιατί οι αλλαγές στην παιδεία για να γίνουν θα χρειαστούν πολλά – πολλά χρόνια για να υλοποιηθούν.
Ο δεύτερος λόγος είναι ο πιο σημαντικός. Ο λόγος είναι ότι τα Κόμματα είναι μπλοκαρισμένα και από μόνα τους δεν μπορούν να κάνουν την υπέρβαση για να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές αλλαγές και να απαλλαγούν από αγκυλώσεις και από συντεχνίες που κυριαρχούν μέσα στους κόλπους του κάθε κόμματος.
Όταν υπάρχει πλειοδοσία των Κομμάτων στη στήριξη συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων ή συντεχνιών, τότε ο κομματικός ανταγωνισμός δημιουργεί αδιέξοδα σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Αν όμως τα Κόμματα συμφωνήσουν, μπορούν μαζί να σπάσουν το απόστημα γιατί το βασικό πρόβλημα, ο λόγος γιατί δεν πέτυχαν μεταρρυθμίσεις στο παρελθόν, είναι τούτος εδώ: Ότι το εκπαιδευτικό σύστημα νοσεί το ίδιο.
Το εκπαιδευτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ένα σύμπλεγμα μικρότερων ή μεγαλύτερων συντεχνιών ή οικονομικών συμφερόντων που μέσα στην πορεία του χρόνου έχουν βρει αναμεταξύ τους ένα modus vivendi, μια ισορροπία διατήρησης του status quo και νομής εξουσίας και αντιστέκονται σε οποιαδήποτε αλλαγή του status quo που αλλάζει τις ισορροπίες αναμεταξύ τους.
Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, αν δεν καταλάβουμε που είναι το βασικό πρόβλημα, δεν θα μπορέσουμε να σπάσουμε το απόστημα και να προχωρήσουμε. Χρειαζόμαστε μια ευρύτατη πολιτική συναίνεση που θα ακυρώσει τις διαπλεκόμενες εστίες αντίστασης στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Τώρα είναι καλό να λέμε να αρχίσει ο διάλογος, αλλά με τις καλύτερες προθέσεις να αρχίσουμε, ο διάλογος δεν θα καταλήξει σε αποτέλεσμα αν δεν προσέξουμε δυο πράγματα. Πρώτον τη διαδικασία του διαλόγου και δεύτερον τα θέματα. Για τη διαδικασία, επιτρέψετε μου να κάνω μια πρόταση συγκεκριμένη. Αν πάμε και ανοίξουμε όλα τα θέματα ευθύς εξ αρχής και τα βάλουμε ας πούμε στο ΕΣΥΠ, χωρίς κατευθύνσεις και χωρίς προτεραιότητες, θα περάσουν 10 χρόνια συζητήσεων και δεν θα καταλήξουμε πουθενά. Χρειάζεται πολιτική πρωτοβουλία.
Εγώ θα πρότεινα στην Κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα στην κα Υπουργό δυο πράγματα. Πρώτον η ίδια η Κυβέρνηση να αποφασίσει και να επιλέξει μερικά, 6 – 7 βασικά θέματα που μπλοκάρουν την πορεία σ” αυτή την υπόθεση και πάνω σ” αυτά να κάνει προτάσεις για συζήτηση.
Έχει χρόνο από τώρα θα έλεγα μέχρι τις γιορτές με συνεργασία πολλών να καταλήξει στα θέματα τα οποία θα έχουν προτεραιότητα, να μπει στο μεδούλι της υπόθεσης και θα προτείνει κατευθύνσεις.
Παράλληλα και ταυτόχρονα θα πρότεινα να ζητηθεί η βοήθεια του ΟΟΣΑ, Οργανισμού που έχει ειδικευτεί στα θέματα των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, για να βγάλουμε και το θέμα έξω από το ελληνικό κλίμα που είναι και λίγο επαρχιώτικο, για να δούμε και τις διεθνείς εμπειρίες. Να ζητηθεί λοιπόν από τον ΟΟΣΑ να δώσει τη βοήθειά του με εμπειρογνώμονες και να απαντήσει στα συγκεκριμένα ερωτήματα που θα του βάλουμε. Δεν θα ζητήσουμε μια γενική έκθεση ιδεών, θα ζητήσουμε να απαντηθούν συγκεκριμένα θέματα που έχουν μπλοκάρει το σύστημα και από τα οποία θα πρέπει να βρούμε κάποια διέξοδο.
Αν αυτό γίνει μέχρι τα Χριστούγεννα, τότε νομίζω ότι θα μπορέσουμε συγκεκριμένα πια να μιλήσουμε γι” αυτά τα θέματα και να συμφωνήσουμε στη θεματολογία. Σ΄ αυτή τη βάση να ακολουθήσουν συζητήσεις στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής ούτως ώστε το καλοκαίρι να έχει επιτευχθεί η απαραίτητη σύγκλιση και να ψηφιστεί ένας νέος νόμος πλαίσιο το φθινόπωρο του 2005, ούτως ώστε το σύστημα να αρχίζει να προετοιμάζεται για την αρχή της εφαρμογής των νέων μέτρων από το φθινόπωρο του 2006 με μια προοπτική σε βάθος χρόνου.
Θα πρέπει λοιπόν να συμφωνήσουμε σε μια συγκεκριμένη διαδικασία η οποία θα έχει χρονοδιάγραμμα και θα έχει και συγκεκριμένες προτάσεις. Κι εκεί η ευθύνη της Κυβέρνησης είναι σαφής. Πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία να προτείνει και τα θέματα και τις κατευθύνσεις και φυσικά θα είναι ευθύνη όλων μας να αντιδράσουμε σε αυτές τις προτάσεις να κάνουμε αντιπροτάσεις για να προχωρήσουμε σ” αυτή τη σύγκλιση.
Ποια θα είναι αυτά τα θέματα; Δεν μου ζητήθηκε η γνώμη μου, αλλά μια και μου δίνεται η ευκαιρία γιατί να μη την πω. Να μην αρχίσουμε με γενικολογίες ούτε με τα μικρά τα οποία θα υπερπηδηθούν αν λύσουμε τα βασικά. Θα ήθελα να προτείνω 6 θέματα τα οποία πρέπει να μπουν στο διάλογο αμέσως.
Πρώτον, αξιολόγηση. Δεύτερον, αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων και σύγχρονοι μέθοδοι διδασκαλίας. Τρίτον φροντιστήρια, τέταρτον αποτελεσματική λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, πέμπτον αποσύνδεση παιδείας από τα επαγγελματικά δικαιώματα, έκτον δαπάνες για την παιδεία.
Λίγα λόγια για το κάθε ένα από αυτά. Η δική μας η παιδεία έχει το εξής προνόμιο. Είναι ο μόνος χώρος που δεν αξιολογείται. Δεν υπάρχει αξιολόγηση. Ένα σύστημα που δεν έχει σύστημα αξιολόγησης, που δεν έχει αξιοκρατική ιεραρχία, δεν μπορεί να είναι βιώσιμο.
Η κα Υπουργός μίλησε για την αξιολόγηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εκεί ίσως σημειωθεί κάποια πρόοδος κάτω από την πίεση της Ε.Ε., της Διακήρυξης της Μπολόνια κλπ. Αλλά το πιο βασικό θέμα είναι η αξιολόγηση στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αξιολόγηση των μαθητών, αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου.
Νόμοι έχουν περάσει, προεδρικά διατάγματα έχουν περάσει. Η αξιολόγηση όμως δεν έχει εφαρμοστεί. Και αν δεν αποφασίσουμε να προχωρήσουμε σε θεσμούς αξιολόγησης, ουσιαστικής αξιολόγησης, με εξωτερικούς αξιολογητές, όχι αξιολόγηση παρωδία, δεν πρόκειται να έχουμε αναβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα.
Και ένα εκπαιδευτικό σύστημα που χωλαίνει σε επίπεδο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορεί να παραγάγει φοιτητές υψηλής ποιότητας. Θα μπορούσα να μιλήσω επί μακρόν γι” αυτό, γιατί η μεγάλη αντιπαράθεση στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν ακριβώς αυτή η αξιολόγηση.
Εμείς οι Έλληνες έχουμε μια ιδιαίτερη αλλεργία στην αξιολόγηση. Θέλουμε να αξιολογούμε τους άλλους αλλά δεν θέλουμε να μας αξιολογούν άλλοι. Δεν γίνεται αυτό.
Κι εδώ θα πρέπει να υπάρξει συμφωνία ευθύς εξ αρχής. Ή, θα έχουμε ένα σύστημα το οποίο είναι αξιοκρατικό, έχει μια αξιοκρατική ιεραρχία και αξιολογούνται όλοι, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί και η εκπαιδευτική μονάδα, ή δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε παρακάτω.
Δεύτερον. Η παλιά μέθοδος διδασκαλίας ήταν αυτή που σας είπα προ ολίγου. Ο δάσκαλος με το ένα βιβλίο πήγαινε στην τάξη και μεταβίβαζε τη γνώση από το μυαλό το δικό του και από το βιβλίο στο μυαλό του παιδιού. Αυτή ήταν η παθητική αν θέλετε εκπαίδευση που είχε κάποιο νόημα σε κάποια άλλη εποχή.
Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Το θέμα δεν είναι θέμα γνώσης ή πληροφόρησης. Το παιδί από μικρό μπορεί να έχει πρόσβαση στην πληροφόρηση μέσω του Internet όση θέλει. Το θέμα είναι να αναπτύξει μια κριτική σκέψη, να επιλέγει την πληροφόρηση που του χρειάζεται για να απαντήσει στα ερωτήματα που το ίδιο θέτει.
Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον δάσκαλο και στον μαθητή έχει αλλάξει. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον μαθητή και στο χώρο της γνώσης, είτε είναι βιβλίο ή βιβλιοθήκη είτε το Internet είναι πολύ διαφορετική.
Πρέπει να αλλάξει τελείως και η μέθοδος διδασκαλίας και το αναλυτικό πρόγραμμα. Για να αλλάξουν όμως αυτά θα πρέπει να αλλάξει και η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στα Πανεπιστήμια.
Ουσιαστικά τι έχουμε κάνει μέχρι σήμερα; Έχουμε κατεβάσει τις ειδικότητες από τα Πανεπιστήμια στα Λύκεια και στα Γυμνάσια και διδάσκουμε μια απλουστευμένη Χημεία, απλουστευμένα Μαθηματικά, απλουστευμένη Φυσική. Αυτός δεν είναι πια – αν ποτέ ήταν – ο κατάλληλος τρόπος να αποκτήσει το παιδί ευρύτερη, σύγχρονη και χρήσιμη γενική παιδεία.
Χρειαζόμαστε λοιπόν εκπαιδευτικούς οι οποίοι θα έχουν εκπαιδευτεί σ” αυτές τις νέες μεθόδους διδασκαλίας. Και επειδή δεν νομίζω ότι πολλοί θα μπορέσουν με μετεκπαίδευση να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, νομίζω ότι θα πρέπει το Υπουργείο να εξετάσει μια γενναία εθελούσια έξοδο για να μπορέσει να πάρει με διαγωνισμό του ΑΣΕΠ νέα παιδιά τα οποία έχουν ζωή μέσα τους και θα έχουν πάρει την απαραίτητη εκπαίδευση στα Πανεπιστήμια.
Φροντιστήρια. Τα φροντιστήρια υπάρχουν διότι τα σχολεία δεν λειτουργούν επαρκώς. Αν τα σχολεία έκαναν σωστά τη δουλειά τους, αν η πρόσθετη διδακτική στήριξη στα σχολεία πραγματικά κάλυπτε τις ανάγκες των παιδιών δεν θα υπήρχε ανάγκη φροντιστηρίων. Φροντιστήρια όμως κάνουν και οι καλοί μαθητές για να βελτιώσουν τις πιθανότητες εισαγωγής τους σε τμήματα υψηλής ζήτησης.
Εάν όμως η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι πραγματικά ανοικτή και καθιερωθεί η κινητικότητα των φοιτητών από μια Σχολή στην άλλη μετά από 2 χρόνια φοίτησης μέσα στα Πανεπιστήμια, όπως είχα προτείνει στα Πανεπιστήμια, τότε τα φροντιστήρια θα παύσουν να είναι των μαθητών και των οικογενειών τους. Θα τολμήσουμε να το αντιμετωπίσουμε αυτό;
Η λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Ο νόμος – πλαίσιο, που ήταν μια μεγάλη καινοτομία στην εποχή του, για τον εκδημοκρατισμό της ανώτατης παιδείας έχει κλείσει τον κύκλο του. Χρειάζεται μια μεγάλη μεταρρύθμιση λειτουργίας των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.
Ο συνδικαλισμός και ο κομματισμός που υπάρχει στα Πανεπιστήμια για την εκλογή του Προέδρου του Τμήματος, των Αντιπρυτάνεων, των Πρυτάνεων κλπ. είναι ντροπή. Πρέπει να αλλάξει ριζικά το σύστημα λειτουργίας και να είσαστε βέβαιοι ότι θα υπάρξουν τρομερές αντιδράσεις. Προσωπικά πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις αντιδράσεις αν υπάρξει πολιτική συναίνεση και με τη στήριξη των πανεπιστημιακών λειτουργών και των φοιτητών που αναζητούν αναβάθμιση των σπουδών και της έρευνας.
Πέμπτο θέμα, αποσύνδεση παιδείας και επαγγελματικών δικαιώματων. Εδώ ίσως διαφέρω λίγο με την κα Υπουργό. Η παιδεία, η εκπαίδευση είναι χώρος μάθησης. Δεν μπορεί η παιδεία να κάνει επαγγελματικό προγραμματισμό πόσοι φιλόλογοι θα βγουν, πόσοι δικηγόροι θα βγουν και πόσοι μηχανικοί.
Τα Πανεπιστήμια θα είναι ανοιχτά στις επιλογές των πολιτών. Επαγγελματική κατεύθυνση θα υπάρχει, επαγγελματική ιδιότητα θα υπάρχει, αλλά η επαγγελματική κατοχύρωση γίνεται μέσα στην παραγωγή κι αυτό θα λυθεί μόνο μέσα από μια πορεία ανάπτυξης όπου οι νέοι θα έχουν δουλειά και όχι από ένα κλειστό σύστημα Πανεπιστημίων που θα περιορίζει τον αριθμό των εισακτέων σε κάθε Σχολή για να προσαρμόσει τους αποφοίτους σε συρρικνωμένες ανάγκες μιας οικονομίας που φθίνει.
Αυτό λοιπόν θα πρέπει να το αποφασίσουμε και να το δούμε. Θα έχουμε ανοιχτά Πανεπιστήμια, θα έχουμε ανοιχτές επιλογές; Θα αφήσουμε στον πολίτη να κάνει τον δικό του επαγγελματικό προσανατολισμό και να πάρει και προσωπικά τα δικά του τα ρίσκα; Το θέμα της ανεργίας δεν θα το λύσει η παιδεία. Το θέμα της ανεργίας θα το λύσει η οικονομία και η ανάπτυξη. Να το συμφωνήσουμε αυτό.
Τέλος, για τις δαπάνες. Χωρίς αμφιβολία, χρειαζόμαστε περισσότερους πόρους στην παιδεία. Προσοχή όμως. Γίνονται μεγάλες σπατάλες στην παιδεία. Πριν αυξήσουμε τους πόρους στην παιδεία κα Υπουργέ να κοιτάξουμε τουλάχιστον να κάνουμε καλύτερη διαχείριση του συστήματος. Θα σας πάω σε σχολεία που οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν καρέκλα να κάτσουν, περισσεύουν. Και θα σας πάω και σε άλλα σχολεία που δεν υπάρχουν εκπαιδευτικοί. Τα λεγόμενα κενά είναι σε ένα βαθμό αποτέλεσμα κακής διαχείρισης.
Είναι χρήσιμο, πιστεύω, να αναφερθώ στο πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ που αξιολογεί την ποιότητα της εκπαίδευσης στα κράτη μέλη. Το πρόγραμμα αυτό μας κατατάσσει στις τελευταίες χώρες μαζί με το Μεξικό και τη Πορτογαλία και την Πολωνία όσον αφορά την ικανότητα των μαθητών 15 ετών να κατανοήσουν ένα κείμενο. Στην κορυφή της αξιολόγησης είναι χώρες οι οποίες έχουν ήδη προχωρήσει σε αλλαγές προς την κατεύθυνση που σας ανέπτυξα.
Αλλά αυτό που μου κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι η Ελλάδα έχει χαμηλότερες αποδόσεις από αυτές που αναμενόταν, με βάση τους πόρους που διαθέτουμε για την παιδεία. Δηλαδή έχουμε μια ακριβή παιδεία με φτηνά αποτελέσματα.
Νομίζω ότι αν συγκεντρωθούμε σ” αυτά τα 6 σημεία και ζητήσουμε συγκεκριμένες προτάσεις και συμφωνήσουμε, τότε θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα. Θα μου πείτε ότι είμαι αδιόρθωτα αισιόδοξος. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά νομίζω ότι αξίζει για το μέλλον των παιδιών μας να είμαστε αισιόδοξοι και να αρπάζουμε όποια ευκαιρία μας παρουσιάζεται όπως αυτή η πρόσφατη της πρόθεσης διαλόγου για την παιδεία, να προσπαθήσουμε μήπως αυτή τη φορά επιτέλους μπορούμε να συμφωνήσουμε και να έχουμε μία παιδεία που την έχουμε ανάγκη και την αξίζουν τα παιδιά μας.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn