ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Αθανάσιος Τσαλδάρης): Ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, κ. Αρσένης, έχει το λόγο.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, άκουσα με προσοχή τον εισηγητή της Πλειοψηφίας και ομολογώ ότι εξακολουθώ να μην κατανοώ, γιατί η Κυβέρνηση επέλεξε να σπεύσει μέσα στο καλοκαίρι την κύρωση της Συνθήκης για την ενωμένη Ευρώπη σε έκτακτη σύνοδο της Βουλής και ίσως σε ανταγωνισμό με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εφ’όσον υπάρχουν άνετα χρονικά περιθώρια για μας μέχρι το τέλος του έτους, η κοινή λογική λέει ότι θα έπρεπε η Συνθήκη αυτή να έλθει στη Βουλή για κύρωση, αφού λήξουν κάποιες σημαντικές εκκρεμότητες που αφορούν το περιεχόμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Πρώτα θα έπρεπε να είχε λήξει η εκκρεμότητα της ένταξης της Ελλόδας στη Δυτικοευρωπαική Ένωση και μετά να συζητηθεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Τι θα γίνει με τη Δυτικοευρωπαική “Ενωση; Θα ισχύσει επιτέλους η Κοινοτική αλληλεγγύη στην προάσπιση των Ελληνικών συνόρων ή θα έχουμε de facto μια αναθεώρηση του άρθρου 5 της Συνθήκης της ΔΕΕ που ουσιαστικά θα αφήσουν την Ελλάδα εκτεθειμένη από τον εξ ανατολάς κίνδυνο; Τι προτίθεται να κάνει η Κυβέρνηση πάνω σ’αυτό το θέμα; Η Συνθήκη για το Μάαστριχτ θα έπρεπε να έλθει για επικύρωση στη Βουλή, αφού είχαν ολοκληρωθεί ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πακέτο Ντελόρ. Tο δεύτερο πακέτο Ντελόρ, είναι σημαντικό, για την πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας το ’97 και το ΠΑΣΟΚ πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέψει διαπραγματεύσεις για τη διεύρυνση της ΕΟΚ, πριν συμφωνηθεί η άμεση υλοποίηση του δεύτερου πακέτου Ντελόρ.

Τι προτίθεται να κάνει η Κυβέρνηση πάνω σε αυτό το θέμα; Αλλά, πάνω από όλα η κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ θα έπρεπε να έλθει στη Βουλή, αφού είχε υποβληθεί στη Βουλή ένα πρόγραμμα σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας. Είναι ξεκάθαρο ότι με την αδιέξοδη πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Κυβέρνηση, δεν θα έχουμε σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο στους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ, στον πληθωρισμό και στα ελλείμματα, αλλά σίγουρα θα έχουμε και απόκλιση της ελληνικής οικονομίας, μείωση του βιοτικού επιπέδου και αύξηση του χάσματος ανάμεσα στο βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας και στο μέσο βιοτικό επίπεδο της Κοινότητας.

Για να προχωρήσουμε μπροστά χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα ανόρθωσης της ελληνικής οικονομίας και αυτό θα έπρεπε πρώτα να συζητηθεί στη Βουλή και μετά να εκτιμηθούν και να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις του Μάαστριχτ, γιατί ο δρόμος προς το Μάαστριχτ δεν είναι μονόδρομος. Είναι πολλοί οι δρόμοι προς το Μάαστριχτ και ο δρόμος που ακολουθεί η Κυβέρνηση είναι ένας αδιέξοδος δρόμος. Πρώτα θα έπρεπε να συζητηθεί η οικονομική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας και μετά να έχουμε μία ευρύτατη συζήτηση πάνω στην Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα ερωτηματικά παραμένουν. Γιατί αυτή η σπουδή; Πολλά σενάρια κυκλοφορούν για αυτήν την ανεξήγητη στάση της Κυβέρνησης. Και η Κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει εξηγήσεις στην Ελληνική Βουλή, γιατί επέλεξε αυτό το χρόνο για την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Άλλωστε τα Ελληνικά Κόμματα στη Βουλή, εκτός του ΚΚΕ έχουν ταχθεί υπέρ της κύρωσης της Συνθήκης του Μάαστριχτ, γιατί αντιμετωπίζουν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ σαν ένα σταθμό στη δυναμική της Ενωμένης Ευρώπης. Και το ουσιαστικό θέμα ενώπιον της Βουλής δεν είναι, ναι ή όχι στο Μάαστριχτ, αλλά ποιες εΙναι οι τοποθετήσεις των Κομμάτων, ποιες είναι οι παρατηρήσεις τους πάνω σε συγκεκριμένες ρυθμίσεις του Μάαστριχτ που πρέπει να καταγραφούν και θα πρέπει να σταλούν μαζί με την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ στα άλλα Κοινοβούλια, στο Ευρωκοινοβούλιο και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Γιατί, αυτές οι θέσεις θα πρέπει να είναι η βάση για την ελληνική τοποθέτηση σε Κοινοτικό επίπεδο και να είναι και η πρώτη συμβολή της Ελλάδας στο δρόμο προς την αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ που η ίδια η συνθήκη προβλέπει για το 1996.

Γιατί, η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι μια σοβαρή υπόθεση. Με λίγα λόγια η Συνθήκη του Μάαστριχτ ανακατανέμει εξουσίες ή για να είμαι ακριβής, μεταφέρει εξουσίες από όργανα που προβλέπονται από το ίδιο το Σύνταγμα σε κεντρικά όργανα της Ευρώπης. Και ένα τέτοιο σοβαρό θέμα θα έπρεπε να είχε συζητηθεί στη Βουλή με άνεση χρόνου και με πλήρη ενημέρωση του Ελληνικού Λαού.

Το ερώτημα το οποίο τίθεται, το θέτει ο “Ελληνας πολίτης και πρέπει να απαντήσουμε, είναι γιατί γίνεται αυτή η μεταφορά των εξουσιών; Και η απάντηση που δίνουμε είναι απλή και ξεκάθαρη: Κάτω από τις σημερινές συνθήκες της οργάνωσης της παραγωγής και της τεχνολογίας το παραδοσιακό κράτος-έθνος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις υποχρεώσεις του απέναντι στον πολίτη. Οι δημοκρατίες, οι κοινωνίες στη μεταπολεμική περίοδο μπόρεσαν να προσεγγίσουν με θαυμαστή αποτελεσματικότητα το τρίπτυχο, άμυνα της χώρας, υψηλά επίπεδα παραγωγής με πλήρη απασχόληση και κοινωνική δικαιοσύνη μέσα από το κράτος-πρόνοιας. “Ομως οι συνθήκες που υπάρχουν σήμερα κάνουν το κράτος-έθνος αδύναμο να αντιμετωπίσει αυτές τις υποχρεώσεις του. Η διεθνοποίηση της παραγωγής, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, η διεθνοποίηση των καταναλωτικών προτύπων αδυνατίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει επέλθει η βασική συμφωνία ανάμεσα στο κράτος, στο κεφάλαιο και στην εργασία σε εθνικό επίπεδο, για την επίτευξη των αποτελεσμάτων απέναντι σε αυτό το τρίπτυχο.

Και εφ’όσον το κεφάλαιο έχει διεθνοποιηθεί, η συνεννόηση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία με τη συμμετοχή του Κράτους, θα πρέπει να αναπτυxθεί σ” ένα ευρύτερο επίπεδο, αν όχι παγκόσμιο, τουλάχιστον σε μια μεγάλη περιφέρεια. Και αυτή είναι η βάση, ο μονόδρομος της πορείας προς την Ενωμένη Ευρώπη.

Το γεγονός οτι το κίνητρο προς την Ενωμένη Ευρώπη είναι βασικά κίνητρο οικονομικό έχει και πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Το πλεονέκτημα είναι ότι κινούμεθα προς την Ενωμένη Ευρώπη με ταχείς ρυθμούς, με γοργούς ρυθμούς, Από την άλλη μεριά όμως υπάρχει και ένα μειονέκτημα. Υπάρχει πράγματι ο κίνδυνος στις διαπραγματεύσεις να δώσουμε αποκλειστική προτεραιότητα στα οικονομικά θέματα. Και το όραμα της ενωμένης Ευρώπης δεν είναι ο homo economicus.

Η Ευρώπη έχει μια πολιτιστική διάσταση. Η Ευρώπη έχει συγκριτικό πλεονέκτημα ανάμεσα στα άλλα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, γιατί έχει μια πολιτιστική παράδοση, μια πολιτιστική πολυφωνία που δημιούργησε το Ευρωπαίκό πνεύμα, που στην καρδιά του είναι ο ελληνικός πολιτισμός. Και εμείς οι κληρονόμοι του ελληνικού πολιτισμού δεν πρέπει να παύουμε να τονίζουμε ότι η πορεία προς την Ενωμένη Ευρώπη δεν είναι μια διαδικασία οικονομικών υπολογισμών, αλλά μια σύνθεση πολιτισμών, είναι μια σύνθεση αξιών.

Η Ευρώπη που οραματιζόμαστε δεν είναι μια καταναλωτική κοινωνία που διευθύνεται από μια απρόσωπη γραφειοκρατία των Βρυξελλών.

Η Eυρώπη που οραματιζόμαστε στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και στους δημοκρατικούς θεσμούς και δεν αφανίζει την έννοια του κράτους – έθνους. Αντίθετα η Ενωμένη Ευρώπη που οραματιζόμαστε στηρίζεται στο έθνος – κράτος σαν βασική συνιστώσα της ενωμένης Ευρώπης.

Η Ευρώπη αυτή με τους δημοκρατικούς θεσμούς θα μπορέσει έτσι να απαντήσει αποτελεσματικά στο τρίπτυχο ευρωπαϊκή άμυνα – υψηλά επίπεδα παραγωγής και απασχόλησης – κοινωνική δικαιοσύνη μέσα από μια πολιτική κοινωνικής συνοχής. Και με αυτήν τη βάση πρέπει να κρίνουμε τα βήματά μας, τις διαπραγματεύσεις μας και πως προχωρούμε μπροστά.

Το Μάαστριχτ εΙναι ένας σταθμός σ αυτήν την πορεία. Και αναγνωρίζοντας τη δυναμική σ” αυτήν την πορεία, συμφωνούμε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Αλλά συμφωνώντας με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να τονίσουμε τις ελλείψεις και τα προβλήματα αυτής της Συνθήκης.

Η Συνθήκη είναι ένας μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός. Είναι ένας μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός – για να κυριολεκτήσω – ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία, με καλό αλλά όχι κυρίαρχο παίχτη την Ισπανία.

Η Μεγάλη Βρετανία μπαίνει και βγαίνει από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ανάλογα αν την ωφελεί ή δεν την ωφελεί μια συγκεκριμένη διάταξη, ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο. Αυτό που δεν βλέπουμε στον ιστορικό συμβιβασμό είναι η ελληνική συμβολή. Δεν υπάρχει ελληνικό λιθαράκι στο οικοδόμημα του Μάαστριχτ.

Η Κυβέρνηση ήταν απούσα από τις διαπραγματεύσεις. Δεν βλέπουμε βασικά ελληνικά αιτήματα, που αφορούν την εξωτερική πολιτική, την ελληνική ανάπτυξη, την κοινωνική πολιτική που προωθήθηκαν ή πέρασαν μέσα από τις διαπραγματεύσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Και αυτό έρχεται σε αντιδιαστολή με το παρελθόν, όταν με τη διεύρυνση της ΕΟΚ, με την ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας υπήρχε ελληνική συμμετοχή και διαπραγματεύσεις και πήραμε τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα.

Και όταν με την Ενιαία πράξη την περίοδο 89-92 περάσαμε ως Ελλάδα τον Κοινωνικό Χάρτη, που τότε τον αποδέχθηκε η ΕΟΚ. Αυτό σημαίνει ότι με σκληρές διαπραγματεύσεις μπορείς και εσύ να βάλεις το λιθαράκι σου σε ένα οικοδόμημα.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός. Είναι ένας ιστορικός συμβιβασμός των μεγάλων δυνάμεων , που προχωράνε με διστακτικά και μικρά βήματα. Δεν θα δείτε στο κείμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ το όραμα των Ευρωπαίων. Δεν θα δείτε στη Συνθήκη τον απόηχο της λεπτής και βαθιάς σκέψης ενός Γκαίτε. Δεν θα δείτε στη Συνθήκη την αρμονία ενός Μπετόβεν. Θα αισθανθείτε, όμως, δυνατά το βαρύ χέρι του Γερμανού τραπεζίτη.

Τη Συνθήκη θα πρέπει να την κρίνουμε ως σταθμό, με βάση τα κριτήρια που βάλαμε και για το μοντέρνο κράτος σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο. Δημοκρατικoi θεσμοί, άμυνα, πολιτική συνεργασία, αναπτυξιακή και κοινωνική πολιτική. Και λυπάμαι, αλλά το Μάαστριχτ μας βγαίνει πολύ λειψό απέναντι στις ανάγκες της 1Οετίας του ’90.

Από άποψη δημοκρατικών θεσμών το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα που υπήρχε μέσα στα όργανα της ΕΟΚ δεν μειώνεται και σε πολλές περιπτώσεις διευρύνεται. Αυτό που βλέπουμε είναι μία σημαντική μεταφορά εξουσιών στα κεντρικά όργανα της ΕΟΚ, χωρίς αυτό να συνοδεύεται και με αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, είτε από τα εθνικά Κοινοβούλια είτε από το Ευρωκοινοβούλιο.

Αντίθετα βλέπουμε μία αύξnση της παρουσίας και της υπεροχής των πληθυσμιακά μεγαλυτέρων χωρών της ΕΟΚ και των πιο αναπτυγμένων χωρών, έτσι που να υπάρχει κίνδυνος μέσα από τη διαδικασία των αποφάσεων οι λαοί της Ευρώπης να βρεθούν αποξενωμένοι από τις αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας και να μειωθεί ο ονομαστικός δημοκρατικός έλεγχος.

Για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα n Συνθήκη του Μάαστριχτ εισάγει την αρχή της ομοφωνίας και την αρχή της επικουρικότητας. Αλλά η αρχή της ομοφωνίας δεν ισχύει παντού. Και σε πολλές περιπτώσεις οι αποφάσεις θα ληφθούν de facto ή de jure με ειδική πλειοψηφία. Και η αρχή της επικουρικότητας, έτσι όπως έχει εισαχθεί και χωρίς να είναι κάτω από τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, μπορεί να οδηγήσει σε διεύρυνση, όχι σε συγκράτηση των εξουσιών της κεντρικής ευρωπαϊκής εξουσίας.

Αυτό σημαίνει ότι στο θέμα των δημοκρατικών θεσμών θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα από δω και πέρα και με διαπραγματεύσεις να κινηθούμε προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού των μηχανισμών της ευρωπαϊκής ένωσης.

Στον τομέα της πολιτικής συνεργασίας είναι ανοικτό μυστικό ότι οι δυνάμεις της Ευρώπης δεν συνεφώνησαν. Γι” αυτό η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν μιλάει για ενιαία εξωτερική πολιτική, μιλάει για κοινή εξωτερική πολιτική, κάτω από διακηρύξεις οι οποίες είναι γενικές, χαλαρές και δεν έχουν και σημαντική λειτουργικότητα.

Κοινή εξωτερική πολιτική θα υπάρξει, αλλά αυτή η κοινή εξωτερική πολιτική είτε θα είναι εξωτερική πολιτική για πράγματα που από κοινού και εξ υπαρχής έχουμε συμφωνήσει ή θα είναι κοινή εξωτερική πολιτική, στο βαθμό που υπάρχει ένας συμβιβασμός σ” αυτό το θέμα. Και ξέρουμε ότι οι απόψεις των ισχυρών θα είναι οι επικρατέστερες.

Εν πάση περιπτώσει, μέσα στο πλαίσιο της άσκησης της κοινής εξωτερικής πολιτικής, θα έχουμε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε, για να υπερασπίσουμε τα δικά μας εθνικά συμφέροντα.

Και εδώ θέλω να τονίσω κάτι που είναι ιδιαίτερα σημαντικό από εδώ και πέρα. Για την Κυβέρνηση της Ελλάδας το θέμα των διαπραγματεύσεων στην ΕΟΚ, η ικανότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να διαπραγματεύεται τις ελληνικές θέσεις, γίνεται ένα ζήτημα πρώτης προτεραιότητος. Γιατί, για να αντιμετωπίσεις εθνικά ζητήματα θα πρέπει να τα δεις εγκαίρως. Θα πρέπει να διαμορφώσεις συμμαχίες εκ των προτέρων. Εκ των υστέρων, θα είναι δύσκολο να ανατρέψεις μια συμφωνία, όταν θα έχει δημιουργηθεί.

Στον τομέα της άμυνας υπάρχει μια σαφής υποχώρηση της ΕΟΚ. Αντί να έχουμε ένα σύστημα αμυντικό για την Ευρώπη, που θωρακίζει αυτοδύναμα την ίδια την Ευρώπη, το θέμα της κοινής άμυνας αναβάλλεται για αργότερα. Και η ΔΕΕ αντί να γίνει ένα όργανο ευρωπαϊκής άμυνας, θεωρείται ουσιαστικά η πτέρυγα του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη. Με αυτήν την έννοια και κάτω απ” αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κοινή ευρωπαϊκή άμυνα και ότι τα συμφέροντα της Ελλάδος, η οποία αντιμετωπίζει ορατούς κινδύνους, προστατεύοντας από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Αλλά και σε άλλους τομείς, που οι συνάδελφοί μου θα έχουν την ευκαιρία αργότερα να σημειώσουν, η πρόοδος που παρατηρείται στη Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι πολύ μικρή.

Εγώ θα ήθελα να αναφερθώ πιo συγκεκριμένα στην οικονομική και νομισματική ένωση. Εκεί πραγματικά η Συνθήκη του Μάαστριχτ προχωρεί σε θεσμικές αλλαγές, εκεί γίνονται σημαντικές αλλαγές στα όργανα της ΕΟΚ, εκεί πραγματικά μπαίνουν βασικοί κανόνες. Στο σύνολό της η οικονομική και νομισματική ένωση ακολουθεί έναν μονοσήμαντο στόχο, τη μείωση του πληθωρισμού. Κανείς δεν έχει αντίρρηση ότι ο πληθωρισμός πρέπει να μειωθεί. Αλλά ο πληθωρισμός δεν είναι το μόνο πράγμα που πρέπει να προσέξει μια κυβέρνηση, δεν είναι ο μόνος στόχος που πρέπει να ακολουθήσει μια Ενωμένη Ευρώπη. Υπάρχει επίσης το πρόβλημα της απασχόλησης, υπάρχει το πρόβλημα της κατανομής του πλούτου, υπάρχει το πρόβλημα της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν αυτά τα θέματα σε συνδυασμό και όχι χωριστά. Ο τρόπος που αντιμετωπίζει η οικονομική και νομισματική ένωση μονοσήμαντα την καταπολέμηση του πληθυσμού είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει την Ευρώπη σε οικονομική ύφεση. Και αυτή είναι γενική αποδοχή.

Θα μου πείτε, εφόσον το Μάαστριχτ έχει τόσες ελλείψεις, εφόσον το Μάαστριχτ δεν προχωράει αποφασιστικά στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης στην 10ετία του ’90, όσο θα το θέλαμε, γιατί, ναι στο Μάαστριχτ; Η απάντηση είναι απλή. Το Μάαστριχτ καταγράφει μια de facto κατάσταση. Θεσμοθετεί μια κατάσταση που υπάρχει. Και το Μάαστριχτ να μην υπήρχε, οι κινήσεις μέσα στο πλαίσιο της Ευρώπης θα ήταν περίπου οι ίδιες. “Αρα, εφόσον το Μάαστριχτ είναι μια πολιτική συμφωνία προς την Ενωμένη Ευρώπη, έστω και ελλιπής. Είναι ψευτοδίλημμα το «ναι ή όχι στο Μάαστριχτ». Οι χώρες που θα είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, θα μπορέσουν μέσα από τους πολιτικούς μηχανισμούς που το ίδιο το Μάαστριχτ παρέχει, έστω και κάτω από άνισες συνθήκες, να διαμορφώσουν στο μέλλον την πολιτική της Ευρώπης. Οι χώρες της Ευρώπης που επιλέγουν να μείνουν έξω από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ή οι χώρες της Ευρώπης που δεν έχουν μπει μέσα στη Συνθήκη θα είναι εκ των πραγμάτων αναγκασμένες να συμπεριφέρονται ως να είναι μέσα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ θα είναι απούσες από τη λήψη των πολιτικών αποφάσεων.

Και αυτή η τοποθέτησή μας διαφέρει σημαντικά από δύο ακραίες τοποθετήσεις. Από τη μια μεριά, η ακραία τοποθέτηση ότι λέμε όχι στο Μάαστριχτ και πηγαίνουμε στο δρόμο της απομόνωσης και της παθητικής προσαρμογής στην κατάσταση που διαμορφώνει η Συνθήκη και από την άλλη μεριά το δόγμα ότι αποδεχόμεθα το Μάαστριχτ με πανηγυρισμούς χωρίς καμία κριτική, μια μετεξέλιξη δηλαδή, του δόγματος του «ανήκομεν εις τη Δύσιν» σε «ανήκομεν εις την Ευρώπην”. και ακολουθούμε παθητικό αυτό που περνάει από έξω σε μας. Η δική μας θέση είναι ναι στο Μάαστριχτ, μέσα στους πολιτικούς μηχανισμούς του Μάαστριχτ να δοθεί η μάχη για μία καλύτερη Ευρώπη για μία καλύτερη Ελλάδα. Συμμετέχουμε στην Ευρώπη και αυτός είναι ο προσανατολισμός μας.

Για την οικονομική και νομισματική ένωση, για την οποία έχουν πολλά λεχθεί, ιδίως για το μονόδρομο της ένωσης, θα ήθελα να πω δύο λόγια.

Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι η μακροοικονομική πολιτική των κυβερνήσεων μεταφέρεται από τις πρωτεύουσες των κρατών-μελών στις Βρυξέλλες.

Σας υπενθυμίζω ότι, η μακροοικονομική πολιτική της Κυβέρνησης ήταν ένας λεπτός συνδυασμός, μία εξισορρόπηση της νομισματικής πολιτικής από τη μια μεριά και της δημοσιονομικής πολιτικής από την άλλη μεριά, με τη φορολογική πολιτική και την πολιτική δαπανών. “Ήταν ο συνδυασμός αυτών των δύο πολιτικών με την οποία οι κυβερνήσεις επιδιώκουν ταυτόχρονα χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, και υψηλούς ρυθμούς απασχόλησης,

Εάν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ που αφαιρεί σήμερα, τη μακροοικονομική πολιτική από τις εθνικές κυβερνήσεις είχαμε μία μεταφορά και της νομισματικής αρχής αλλά και της δημοσιονομικής αρχής, τότε θα λέγαμε ότι πραγματικά γίνεται ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική και τη νομισματική ένωση της Ευρώπης, γιατί θα είχαμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο μία νομισματική αρχή μία κεντρική τράπεζα της Ευρώπης που θα ακολούθησε τη νομισματική πολιτική στα πλαίσια της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής και θα είχαμε ταυτόχρονα και έναν κοινοτικό προϋπολογισμό που θα μπορούσε να λειτουργήσει δημοσιονομικά δηλαδή να κάνει την αναδιανεμητική πολιτική, την αναπτυξιακή πολιτική και την κοινωνική πολιτική της Κοινότητας, Και ο συνδυασμός της κοινοτικής δημοσιονομικής πολιτικής και της κοινοτικής νομισματικής πολιτικής θα μας έδινε σε ευρωπαϊκό επίπεδο το ζητούμενο, δηλαδή χαμηλό πληθωρισμό και υψηλά επίπεδα απασχόλησης. Αλλά η Συνθήκη του Μάαστριχτ δεν κάνει αυτό. Υπάρχει δυστυχώς, μία βασική ασυμμετρία. Μεταφέρεται το εκδοτικό προνόμιο από τις εθνικές κυβερνήσεις, δημιουργείται ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, μία νομισματική αρχή η οποία δεν ελέγχεται δημοκρατικά ούτε από τις κυβερνήσεις, ούτε από τα εθνικά κοινοβούλια, ούτε από το Ευρωκοινοβούλιο. Και έχει αποκλειστικό σκοπό την σταθερότητα των τιμών.

Και λέγω. Εφόσον αυτός είναι ο μοναδικός στόχος της νομισματικής αρχής, η οποία δε γίνεται με βάση ένα μακροοικονομικό σχέδιο για την Ευρώπη, είναι σίγουρο ότι θα έχουμε μία πολιτική υψηλών επιτοκίων, και μία πολιτική οικονομικής ύφεσης. Και αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς.

Πώς θα αντισταθμίσουμε την πολιτική ύφεσης της κεντρικής τράπεζας της Ευρώπης; Ποιος θα κάνει την αντισταθμιστική δημοσιονομική πολιτική; Βεβαίως, οι εθνικές κυβερνήσεις δεν μπορούν πια να κάνουν δημοσιονομική πολιτική, γιατί έχουν υποκύψει στους νομισματικούς στόχους του Μάαστριχτ, το 3% του ελλείμματος, το 60% του χρέους προς το ΑΕΠ και τον χαμηλό πληθωρισμό.

Αλλά ούτε ο κοινοτικός προϋπολογισμός μπορεί να ασκήσει μια αντικυκλική πολιτική. Γιατί σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, για να ασκήσεις σε περιφερειακό επίπεδο μια δημοσιονομική αντικυκλική πολιτική υψηλής απασχόλησης, θα πρέπει τουλάχιστον να έχεις 7% του συνολικού ΑΕΠ της περιφέρειας. Και ο Κοινοτικός προϋπολογισμός είναι μόνο 1,2 και μάχη γίνεται για να γίνει 1,37 .

Δεν υπάρχει, λοιπόν, σε κοινοτικό επίπεδο, αλλά και ούτε σε εθνικό επίπεδο, δυνατότητα άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, άσκησης πολιτικής υψηλής απασχόλησης. Και εδώ θα υπάρξει πρόβλημα όχι μόνο για την Ελλάδα, θα υπάρξει πρόβλημα για ολόκληρη την Ευρώπη. Και σ ένα πρόσφατο άρθρο στο «ΜΟΝΤ» στις 23 Ιουνίου, γράφεται ότι πράγματι στη δεκαετία του 90 θα έχουμε ύφεση στην Ευρώπη. Η ανεργία θα ανέβει αν δεν αλλάξει η οικονομική πολιτική. Και η ανεργία στην περιφέρεια της Ευρώπης που συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα, αν δεν αλλάξει αυτή η πολιτική, θα ανέλθει στο 17%. Και το ζήτημα το οποίο τίθεται, είναι τι θα κάνουμε μέσα στα Ευρωπαϊκά πλαίσια. Και θα ήθελα να σας διαβάσω το εξής από το ίδιο άρθρο. «Δεν μπορούμε να κρύψουμε για πολύ από τους Γάλλους ότι η πολιτική που εισάγεται από το Μάαστριχτ, κάτω από το μανδύα του φιλελευθερισμού, είναι στην πραγματικότητα το πιο αυθεντικά αντιδραστικό μοντέλο των τελευταίων 60 ετών».

Αν αυτό το έλεγε κάποιος από τα εργατικά συνδικάτα ή κάποιος σοσιαλιστής, ίσως δεν θα δίνατε, κύριοι συνάδελφοι της Ν.Δ. ιδιαίτερη σημασία. Αλλά το λεει ο κ. Πελετιέ.

(Στο σημείο αυτό ακούγεται ο προειδοποιητικός ήχος της λήξης του χρόνου ομιλίας του κυρίου βουλευτή).

Θα μου δώσετε δύο λεπτό να ολοκληρώσω, κύριε Πρόεδρε;

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Αθανάσιος Τσαλδάρης)Θα σας δώσω τρία λεπτά, που έδωσα και στον κ. Λιάπη.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Ο κ. Πελετιέ ήταν ο γενικός διευθυντής του αντίστοιχου ΣΕΒ στη Γαλλία. Και εδώ, τι βλέπετε; Βλέπετε τη μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στο τραπεζικό κεφάλαιο και στο βιομηχανικό κεφάλαιο στην Ευρώπη. Και ερχόμαστε εδώ στην Ελλάδα και χωρίς καμία κριτική αποδεχόμαστε μια σταθεροποίηση Γερμανικού Τύπου, η οποία θα μας οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα ανεργίας. Και δεν συζητάμε το θέμα αυτό ανοιχτά.

Το θέμα το βάζω διότι η ατζέντα έχει ανοίξει. Το Μάαστριχτ θα κυρωθεί. Αλλά οι διαπραγματεύσεις για τη μεταρρύθμισή του θα αρχίσουν. Η Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένη να προχωρήσει σε μια πορεία εξαθλίωσης του εργατικού της δυναμικού. Η Ευρώπη δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί οικονομική ύφεση, να δεχθεί αποδιοργάνωση της βιομηχανικής της παραγωγής. Θα δημιουργηθούν οι κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη που θα προχωρήσουν μπροστά σε ένα οικονομικό πρόγραμμα ανάπτυξης με κοινωνική δικαιοσύνη. Και αυτό με φέρνει στο θέμα της Ελλάδας. Η πορεία της Ελλάδας από τώρα μέχρι το 1997 δεν είναι μονόδρομος. Μπορούμε να προσεγγίσουμε τους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ χωρίς να ακυρώσουμε την αναπτυξιακή μας πορεία. Μπορούμε να προχωρήσουμε και να προσεγγίσουμε τους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ χωρίς να καταλύσουμε το κράτος πρόνοιας.

Για να το κάνουμε όμως αυτό, χρειαζόμαστε αλλαγή της οικονομικής πολιτικής. Και η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής συνίσταται σε τούτο δω. Πρώτα απ’ όλα όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις μας στο εξωτερικό, θα πρέπει να διαπραγματευθούμε σκληρά. Η παροχή αναπτυξιακών πόρων από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, είναι χρήματα τα οποία πρέπει να δοθούν σε χώρες υπό ανάπτυξη όπως η Ελλάδα, για να μπορέσει ολόκληρη η Ευρώπη, να προχωρήσει αναπτυξιακά και με κοινωνική πολιτική. Αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε στο εσωτερικό της Xώρας, ένα εσωτερικό αναπτυξιακό μέτωπο, όπου οι παραγωγικές τάξεις και το Κράτος θα μπορέσουν στα πλαίσια ενός κοινωνικού συμβολαίου, να συμφωνήσουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην αύξηση των εσωτερικών πόρων που πηγαίνουν σε επενδύσεις, θα πρέπει δηλαδή να δημιουργήσουμε ένα μέτωπο που θα κινηθεί μπροστά, όχι με μείωση τou βιοτικού επιπέδου, αλλά με αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας, με ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη. Αν υπάρχει κάτι ελλειμματικό στο Μάαστριχτ είναι ακριβώς ότι δεν εδόθηκε καμιά προτεραιότητα στην ανάπτυξη και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Και δεν είναι τυχαίο, ότι και η Ελληνική Κυβέρνηση η οποία δεν έχει δείξει ιδιαίτερη ευαισθησία, ούτε στο θέμα της ανάπτυξης ούτε στο θέμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, δεν πίεσε προς αυτήν την κατεύθυνση. Για να βγει η Ελλάδα από το αδιέξοδο, για να προχωρήσει η Ελλάδα μπροστά, χρειάζεται μια πολιτική με ευαισθησία στα θέματα της ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και είναι ακριβώς αυτά τα θέματα, που είναι θέματα προτεραιότητας για το ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ έχει πρόγραμμα ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και σκληρών διαπραγματεύσεων με την ΕΟΚ, για να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο έτσι που το ’97 και το ’99 η Ελλάδα να είναι μέσα στην πρώτη ταχύτητα των Ευρωπαϊκών χωρών.

Ευχαριστώ.

(χειροκροτήματα από την Πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ)

ΠΡΟΕΔΡΟΣ (Αθανάσιος Τσαλδάρης): Ο κ. Φαράκος έχει το λόγο

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn