Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του χώρου της παιδείας είναι οι αλλεπάλληλες κρίσεις, σειρά προσπαθειών για αλλαγές που, συνήθως, οδηγούν σε οξύτατες αντιπαραθέσεις και αδιέξοδα, μέτρα που αναιρούνται πριν καν εφαρμοσθούν, ή ακόμα και μεταρρυθμίσεις – όπως αυτή του 1996-2000 – που ενώ πέρασαν και άρχισαν να εφαρμόζονται, με ομολογουμένως σημαντικό κόστος, αποδομήθηκαν στη συνέχεια.
Οφείλουμε να επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση στα ερωτηματικά που γεννιούνται:
Για ποια παιδεία μιλάμε; Τι παιδεία θέλουμε;
Ποια είναι τα προβλήματα προσαρμογής του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις μιας σύγχρονης παιδείας;
Ποια είναι η αντοχή του πολιτικού συστήματος να σηκώσει το βάρος μιας συστημικής αλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος;

* * * * *

Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν λειτουργεί αυτόνομα αλλά διαμορφώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον που προσδιορίζεται από οικονομικούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς και ιστορικούς παράγοντες.
Το περιβάλλον αυτό έχει μεταβληθεί ριζικά και επιβάλλει ριζικές, συστημικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ανάμεσα στους παράγοντες που διαμορφώνουν το σύγχρονο περιβάλλον είναι ο επιταχυνόμενος ρυθμός της τεχνολογικής εξέλιξης. Οι κυριότερες επιπτώσεις στην παιδεία συνοψίζονται ως εξής:
Οι ιλιγγιώδεις εξελίξεις στο χώρο της γνώσης και η επανάσταση στην πληροφορική έχουν αλλάξει ριζικά το περιεχόμενο της εκπαίδευσης, τη μέθοδο μεταφοράς της γνώσης και της πληροφόρησης καθώς και τη σχέση δασκάλου, μαθητή και πηγής πληροφόρησης (βιβλιοθήκη, ηλεκτρονικός υπολογιστής, οπτικο-ακουστικά μέσα κ.α.). Εξ΄ άλλου, η επιτάχυνση της τροχιάς της γνώσης (ότι ήταν νέο χθες είναι ξεπερασμένο σήμερα) αναγκάζει τον πολίτη να έχει μια συνεχή και δια βίου επαφή με το χώρο της εκπαίδευσης.
Το φορντικό μοντέλο της μαζικής, τυποποιημένης παραγωγής και κατανάλωσης και της συνεπακόλουθης ταξικής διάρθρωσης των βιομηχανικών κοινωνιών διαμόρφωσε σ΄ ένα μεγάλο βαθμό και το εκπαιδευτικό σύστημα που, grosso modo, ισχύει ακόμα και σήμερα και σε μη βιομηχανικές κοινωνίες: μαζική στοιχειώδης εκπαίδευση, απαραίτητη για όσους χρειάζονται να διαβάζουν και να ακολουθούν οδηγίες στη δουλειά τους, σχετικά περιορισμένη δευτεροβάθμια εκπαίδευση γι΄ αυτούς που προορίζονται για εργασία του «άσπρου κολάρου» και πολύ περιορισμένη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση για τη διοικητική, επαγγελματική και επιστημονική ελίτ.
Το πέρασμα στη μεταβιομηχανική εποχή με την απομαζικοποίηση της παραγωγής, αντέστρεψε την ιστορική σχέση εργασίας – μηχανής και κατέστησε τον ανθρώπινο εγκέφαλο κυρίαρχο της ευέλικτης μηχανής στηριγμένης στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Το νέο σύστημα παραγωγής έχει ανάγκη από ανθρώπινο υλικό που χαρακτηρίζεται από καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, υψηλό βαθμό πρωτοβουλίας, δημιουργικότητα, φαντασία και ευελιξία. Έτσι, χρειάζεται να καταργηθεί η παραδοσιακή πυραμίδα της εκπαίδευσης και να αντικατασταθεί από ένα ανοικτό σύστημα πρόσβασης σε όλες τις βαθμίδες, με περιεχόμενο σπουδών που καλλιεργεί σε όλους τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολίτη της μεταβιομηχανικής εποχής. Μιλάμε λοιπόν όχι για ένα βελτιωμένο αλλά για ένα άλλο εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι αλλαγές επηρέασαν και τον ίδιο τον κοινωνικό ιστό. Ο χώρος του ατόμου έχει διευρυνθεί εντυπωσιακά ενώ η κοινωνική ζωή χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνοχής. Η απουσία ενός συνεκτικού συνόλου αξιών, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια αβέβαιη ρευστότητα, σχετικότητα των αξιών και υπερβολική ίσως ανοχή. Ο ρόλος της οικογένειας αλλάζει και παραδοσιακοί φορείς κουλτούρας και αξιών υποκαθίστανται από την τηλεόραση. Σ΄ αυτό το νέο περιβάλλον, το σχολείο έχει αυξημένη ευθύνη για να καλύψει τα κενά κουλτούρας και αξιών που δημιούργησε η αποδυνάμωση των παραδοσιακών φορέων. Εδώ πρέπει να σημειωθεί και μια ανησυχητική εξέλιξη. Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και της οικονομίας – η παγκοσμιοποίηση όπως λέγεται – συνοδεύεται και από ένα νεωτεριστικό ιδεολογικό ρεύμα αναθεωρητισμού που αμφισβητεί τη χρησιμότητα της έννοιας του Έθνους ως στοιχείου διαμόρφωσης των προγραμμάτων σπουδών, δηλαδή ως στοιχείου της ελληνικής αγωγής των μαθητών. Αυτή είναι μια λαθεμένη και επικίνδυνη προσέγγιση. Χωρίς εθνική ταυτότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα θα παραπαίει. Η αντίδραση στο βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού δεν είναι τόσο για τα «ιστορικά λάθη» του – που μπορούν άλλωστε να διορθωθούν – αλλά για την επίμονη και ζηλωτική καμπάνια προώθησης αυτής της ιδεολογίας.
Στη νέα εποχή χρειαζόμαστε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είναι ανοικτό στα παγκόσμια ρεύματα, προσφέρει ουμανιστική παιδεία αλλά στηρίζεται στην ελληνική του ταυτότητα.

* * * * *

Δεν αρκεί να υπάρχει κοινή αντίληψη για το περιεχόμενο και την ταυτότητα της εκπαίδευσης που επιδιώκουμε. Χρειάζεται προσεκτικός προγραμματισμός των αλλαγών στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα για να προσαρμοσθεί στα νέα δεδομένα. Οι αλλαγές αυτές, που πρέπει να πραγματοποιούνται σταδιακά και σε βάθος χρόνου, καλύπτουν:
όλο το φάσμα της διοίκησης της εκπαίδευσης, από τη σχολική μονάδα ως τα πανεπιστήμια, από περιφερειακά σε εθνικά κέντρα έρευνας και εποπτείας,
τις αναγκαίες υποδομές για την κατάστρωση και εφαρμογή νέου προγράμματος σπουδών, νέων μεθόδων μάθησης,
την εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών καθώς και
την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, των εκπαιδευτικών, των μαθητών και της εκπαιδευτικής διοίκησης και εποπτείας.

Το έργο αυτό καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές γιατί οι απαιτούμενες αλλαγές ουσιαστικά δεν αποσκοπούν στη βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος αλλά στην υποκατάστασή του από ένα άλλο. Καθιερωμένες συνήθειες και νοοτροπίες δεν αλλάζουν εύκολα. Εξ΄ άλλου, οι αλλαγές συντείνουν στην καλλιέργεια κλίματος αβεβαιότητας που ενδυναμώνει τις εστίες συντηρητισμού και αντίδρασης στο νέο. Για το λόγο αυτό, η σταδιακή εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης και ο προσεκτικός προγραμματισμός της ακολουθίας των αλλαγών στο πλαίσιο ενός άνετου χρονοδιαγράμματος μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην επιτυχία του εγχειρήματος. Όμως η προϋπόθεση αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με τον σχετικά βραχύ πολιτικό κύκλο, διάρκειας το πολύ 4 ετών. Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, έργο που δεν ολοκληρώνεται εντός της κυβερνητικής θητείας, έχει μικρές πιθανότητες να συνεχισθεί.

* * * * *

Το εκπαιδευτικό σύστημα αγγίζει όλους τους πολίτες, τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εκπαιδευτικούς, όλους τους κοινωνικούς φορείς, την οικογένεια, τους συλλόγους γονέων, συνδικάτα, επιστημονικούς συλλόγους, ιδρύματα και οργανωμένα οικονομικά συμφέροντα. Πρόσφατα στους «παίκτες» έχουν εισέλθει και τα ΜΜΕ, κυρίως η τηλεόραση, που βλέπουν ότι τα προβλήματα της εκπαίδευσης «πουλούν» ως θέαμα.
Με δεδομένα τα αποκλίνοντα συμφέροντα των επιμέρους φορέων, η σύνθεση ενός προγράμματος αλλαγών που θα εξασφάλιζε μια ευρεία κοινωνική πλειοψηφία στήριξης είναι έργο ιδιαίτερα δυσχερές. Η μεγάλη δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι τα «κόμματα εξουσίας» είναι από τη φύση τους πολυσυλλεκτικά. Σε περιόδους, όπως η τωρινή, που το «μεγάλο όραμα» έχει παύσει να είναι ο συνεκτικός δεσμός και το νομιμοποιητικό στοιχείο των επιμέρους εξειδικευμένων πολιτικών, η συνοχή των κομμάτων εξασφαλίζεται με εξισορρόπηση των αντιτιθεμένων απόψεων. Συνεπώς, και η κομματική συνοχή είναι μειωμένη και η κάθε προσπάθεια ρηξικέλευθων αλλαγών προσκρούει στη σκληρή πραγματικότητα του «πολιτικού κόστους». Λόγω του εκλογικού νόμου, αρκεί η μετακίνηση μιας μικρής – έστω 2% του εκλογικού σώματος – αλλά οργανωμένης μειοψηφίας από το ένα κόμμα στο άλλο για να ανατραπεί το πολιτικό σκηνικό. Γι΄ αυτό, το πολιτικό σύστημα, συνήθως, εμφανίζεται άτολμο και ευάλωτο σε συντεχνιακές πιέσεις που συχνά οδηγούν και σε αναίρεση μεταρρυθμιστικού έργου στο στάδιο της εφαρμογής του.
Από μια γενικότερη σκοπιά, μεταρρυθμιστικά προγράμματα εξασφαλίζονται εάν προηγηθεί μεταρρύθμιση του ίδιου του συστήματος διακυβέρνησης. Όσο αυτό δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, αυξημένη πιθανότητα επιτυχούς εφαρμογής ενός μεταρρυθμιστικού έργου παρέχει, κατά τη γνώμη μου, η επίτευξη μιας ευρύτατης διακομματικής συνεννόησης. Μόνον όταν υπάρξει βεβαιότητα και δέσμευση ότι τα ουσιώδη στοιχεία μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα παραμείνουν σταθερά, ανεξάρτητα από κυβερνητικές αλλαγές, θα εκλείψει η ομηρεία του πολιτικού συστήματος από οργανωμένες μειοψηφίες και θα δοθεί η δυνατότητα εφαρμογής των αλλαγών σε βάθος χρόνου.
Σημαντική συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση είναι η ενημέρωση και η καλλιέργεια του κατάλληλου κλίματος στην κοινωνία από πρωτοβουλίες και ανιδιοτελή δραστηριότητα ατόμων που ασχολούνται με εκπαιδευτικά ζητήματα. Ο Όμιλος Πρωτοβουλίας για την Ελληνική Παιδεία φιλοδοξεί να συνδράμει σε αυτήν την προσπάθεια.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn