Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι και φίλες συνεργάτες, είναι ιδιαίτερη η χαρά για εμένα που για ακόμα φορά σήμερα βρίσκομαι μαζί σας. Και θέλω να ευχαριστήσω θερμότατα τους οργανωτές αυτής της συνάντησης τον κ.Εξαρχάκο, τον κ.Κασωτάκη, τον κ.Σαπουτζόγλου, τον κ.Σκαμνάκη και τον κ.Μπαλτά, τα Διοικητικά Συμβούλια και τους συντελεστές της οργάνωσης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας, του ΟΕEΚ και του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων.

Πράγματι πέρσι τέτοια εποχή, ακριβώς ήταν 16 Δεκεμβρίου ’98 σε αυτή την αίθουσα είχαμε κάνει μια συζήτηση και είχαμε όλοι πει ότι θα ήταν σκόπιμο να καθιερώσουμε αυτό το θεσμό και κάθε χρόνο να έχουμε μια συνάντηση, για να δοθεί η ευκαιρία σε όλους να εκφέρουν μια άποψη, να συζητήσουμε σε ένα χαλαρό κλίμα και όλοι μαζί να συναντηθούμε, όλοι, οι λειτουργοί του Υπουργείου Παιδείας ακαδημαϊκοί, πανεπιστημιακοί, εκπρόσωποι των ΤΕΙ, εκπρόσωποι της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, εκπαιδευτικοί των ΙΕΚ -των δημοσίων και ιδιωτικών ΙΕΚ- ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, εκπρόσωποι των Συλλόγων Γονέων, εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, συνάδελφοι Βουλευτές εκπαιδευτικοί και μέλη της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και δημοσιογράφοι που παρακολουθούν από κοντά, τις εξελίξεις στο χώρο της παιδείας.

Φέτος χαίρομαι ιδιαίτερα ότι η ομήγυρης έχει διευρυνθεί κι έχουμε και εκπροσώπους των παραγωγικών τάξεων τη σημερινή βραδιά. Και είναι σημαντικό αυτό, γιατί η παιδεία δεν αφορά μόνο τους εκπαιδευτικούς στο χώρο της παιδείας, δεν είναι μόνο θέμα μαθητών, σπουδαστών, φοιτητών και εκπαιδευτικών.

Είναι θέμα εθνικό. Παιδεία σημαίνει πολιτισμός, παιδεία σημαίνει υποδομή για μια ανταγωνιστική οικονομία. Και αυτό, είναι ένα θέμα που θα ήθελα ν” αναπτύξω ιδιαίτερα αργότερα.

Θυμάμαι ότι πέρσι τέτοια εποχή όταν συναντηθήκαμε εδώ, το κλίμα ήταν διαφορετικό, υπήρχε φόρτιση γιατί η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πέρναγε μέσα από μια δύσκολη, την πιο δύσκολη δοκιμασία στην πορεία της.

Και είχα κάνει τότε έκκληση στους μαθητές, στους γονείς και στους εκπαιδευτικούς, να προσεγγίσουμε το θέμα με υπευθυνότητα και όλοι μαζί, να βοηθήσουμε για να στήσουμε μια παιδεία υψηλής ποιότητας που έχει ανάγκη ο τόπος και την αξίζουν τα παιδιά μας.

Δεν μπορώ να πω ότι η ανταπόκριση όλων ήταν ακριβώς αυτή που περιμέναμε, αλλά η δυναμική των πραγμάτων ήταν τέτοια που ευτυχώς οι εξελίξεις ήταν θετικές και σήμερα μπορώ να πω -και λίγοι πιστεύω θα διαφωνήσουν- ότι το νερό μπήκε στο αυλάκι.

Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι πια πραγματικότητα, το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί βάσει των κανόνων και των νόμων της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και η προοπτική είναι θετική.

Αυτό σημαίνει – και αυτό είναι το μήνυμα που θα ήθελα να περάσω – ότι κάτι που φαίνεται δύσκολο ή αδύνατο, αν το τολμήσεις, μπορεί να περάσει. Σε μια εποχή που η κοινωνία μας έχει εθιστεί σε χαμηλές προσδοκίες, σε μια εποχή που πολλοί δεν πιστεύουν ότι κάτι σημαντικό μπορεί να γίνει, έχει πολύ μεγάλη σημασία να περάσουμε το μήνυμα από αυτή τη μικρή μας εμπειρία ότι η τόλμη νικά.

Κυρίες και κύριοι θα ήταν άχαρο από τη δική μου τη μεριά και κουραστικό για σας, αν έκανα μια λεπτομερή απαρίθμηση του έργου τα τελευταία 3,5 χρόνια. Έχουμε άλλωστε κυκλοφορήσει ένα φυλλάδιο που καταγράφει τις δραστηριότητες στο χώρο της παιδείας, αυτά τα χρόνια.

Εγώ θα ήθελα σύντομα, όσο πιο σύντομα μπορώ, να επικεντρωθώ σε ορισμένα βασικά σημεία που νομίζω ότι πρέπει να γίνουν ξεκάθαρα. Πρώτα από όλα θα ήθελα για μια ακόμα φορά να επανέλθω στις βασικές αρχές και τους στόχους της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και να τοποθετήσω αυτούς τους στόχους στο πλαίσιο των μεγάλων αλλαγών στο χώρο της τεχνολογίας, στο χώρο της παραγωγής, αλλά και των αλλαγών στο χώρο της κοινωνίας.

Δεύτερον, θα ήθελα να απαντήσω πολύ σύντομα σε ορισμένα καλόπιστα ερωτήματα, που μπαίνουν από πολλούς σχετικά με την υλοποίηση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Τρίτον θα ήθελα να σκιαγραφήσω θέματα ανοιχτά πάνω στα οποία θα πρέπει να δουλέψουμε από εδώ και πέρα και να επισημάνω ορισμένες παγίδες και κινδύνουν που ελλοχεύουν. Και τέλος θα ήθελα να συνδέσω το έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης με την έννοια και την προσπάθεια της ανάπτυξης, της αύξησης της παραγωγικότητας και της απασχόλησης στον τόπο.

Παρά το γεγονός ότι τόσα χρόνια μιλάμε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, διαπιστώνω εγώ τουλάχιστον ότι ακόμα σε ορισμένα σημεία υπάρχει σύγχυση και θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα.

Το πρώτον όσον αφορά το χαρακτήρα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αυτή δεν είναι μια μεταρρύθμιση που έγινε για να εκφράσει μια υφιστάμενη συγκεκριμένη κοινωνική πίεση. Όταν ανέλαβα Υπουργός Παιδείας δεν είχα διαδηλωτές στους δρόμους που μου ζητούσαν εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Αντίθετα, είχα σαφέστατα μηνύματα ότι οργανωμένες ομάδες δεν ήθελαν να αλλάξουν τα κακώς κείμενα.

Και πρέπει να σας το πω και να το ομολογήσω ότι ήταν πειρασμός για έναν πολιτικό να αφήσει τα κακώς κείμενα ως έχουν, να διαχειριστεί ένα Υπουργείο τους πόρους του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, να απολαύσει την υψηλή του δημοτικότητα και να περάσει αβρόχοις ποσί τη θητεία του από ένα Υπουργείο Παιδείας.

Από την άλλη μεριά όμως το πραγματικό σκηνικό ήταν διαφορετικό. Όλοι, μα όλοι οι εκπαιδευτικοί που μου μίλησαν, μου ιστορούσαν τα χάλια της παιδείας, μου είπαν ότι δεν πάει άλλο κι ότι κάτι πρέπει να γίνει, για ν” αλλάξει.

Όμως η εκπαιδευτική κοινότητα για πολλούς λόγους -που δεν χρειάζεται να αναλύσουμε σήμερα – δεν ήταν σε θέση να συγκροτήσει, να αυτo-oργανωθεί σε ένα κίνημα εκπαιδευτικό για τη μεταρρύθμιση του ίδιου του συστήματος.

Οι συνεργάτες μου και εγώ διαβάσαμε το μήνυμα ως εξής: ότι ο χώρος της παιδείας θέλει την αλλαγή, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των εκπαιδευτικών θέλουν να αλλάξει το σύστημα. Αλλά περίμεναν το θέμα να λυθεί πολιτικά. Ζητούσαν από τους πολιτικούς, από την πολιτική ηγεσία να δείξει το δρόμο, το δύσβατο μονοπάτι για μια παιδεία υψηλής ποιότητας.

Αυτό το τόλμημα όλοι εμείς, οι περισσότεροι σήμερα είναι σε αυτή την αίθουσα, το αποφασίσαμε να το κάνουμε. Το τολμήσαμε και περάσαμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι ότι δεν επιδιώκει να διορθώσει τα κακώς κείμενα, δεν είναι μια μεταρρύθμιση βελτιωτική ενός υφιστάμενου συστήματος. Είναι μια μεταρρύθμιση που αντικαθιστά το υφιστάμενο σύστημα, με ένα άλλο. Και πολλές κριτικές που ακούω γίνονται γιατί παρερμηνεύουν τους βασικούς σκοπούς της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Και θα ήθελα εδώ ν” ανοίξω μια μικρή παρένθεση και απλά και γρήγορα όσο μπορώ, να τοποθετήσω το θέμα της παιδείας, τους στόχους της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στο γενικότερο πλαίσιο των κοινωνικών αλλαγών, των αλλαγών στο χώρο της τεχνολογίας, των αλλαγών στο χώρο της παραγωγής.

Η παιδεία δεν είναι κάτι ξεκομμένο από την υπόλοιπη ζωή. Βασικά η οργάνωση της παιδείας, το περιεχόμενο της παιδείας προσδιορίζεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό από την οργάνωση της κοινωνίας, από την οργάνωση της παραγωγής και επηρεάζεται βαθύτατα από τις αλλαγές στο χώρο της τεχνολογίας.

Το αντίστροφο ισχύει μόνο εν μέρει. Η παιδεία βεβαίως επηρεάζει αλλαγές στο χώρο της κοινωνίας και στο χώρο της τεχνολογίας, αλλά η σχέση δεν είναι τελείως αμφίρροπη.

Παλαιότερα στις πρώτες ιστορικές αγροτικές κοινωνίες, η γνώση μεταφερόταν προφορικά από τον πατέρα στον γιο στο χωράφι. Δεν υπήρχε ανάγκη μιας παιδείας του τύπου που έχουμε σήμερα. Τα γράμματα την εποχή εκείνη ήταν χρήσιμα μόνο για τους πολύ λίγους, για ιερείς και για τους ανθρώπους γύρω από το παλάτι, γύρω από τους Φαραώ για να κρατήσουν τα βιβλία και τους λογαριασμούς του κράτους την εποχή εκείνη.

Οι κοινωνίες εξελίχθηκαν χωρίς ουσιαστική παιδεία για τις μεγάλες μάζες. Γιατί αυτές ήταν οι ανάγκες της κοινωνίας και της παραγωγής εκείνη την εποχή. Η παιδεία αναπτύχθηκε κάπως περισσότερο όταν οι κοινωνίες άρχισαν ν” ανταλλάσσουν υπηρεσίες και προϊόντα και αναπτύχθηκε το εμπόριο.

Αλλά η βασική ανάπτυξη της παιδείας έγινε στη βιομηχανική εποχή. Είναι η βιομηχανική περίοδος που διαμόρφωσε τους όρους και τις διαστάσεις της παιδείας όπως τη γνωρίζουμε σήμερα.

Η παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων μεγάλης κλίμακας με βάση τη μεγάλη, την εξειδικευμένη μηχανή που μέσα της είχε συσσωρευτεί η γνώση και η τεχνολογία της εποχής, απαιτούσε δίπλα της τη βοήθεια εργατικών χεριών που θα έκαναν επαναληπτικές μονότονες κινήσεις, βοηθώντας την παραγωγή της μηχανής.

Οι εργάτες αυτοί θα έπρεπε να ξέρουν κάποια γράμματα, λίγα γράμματα, για να διαβάζουν οδηγίες και να ακολουθούν εντολές. Παράλληλα με το χώρο της παραγωγής, η διοίκηση της παραγωγής, απαιτούσε μια μεγάλη γραφειοκρατία υπαλλήλων οι οποίοι κι αυτοί έπρεπε να είχαν γραμματικές γνώσεις -γραφή, ανάγνωση και αριθμητική όπως λέγαμε παλιά- για να μπορούν να παρακολουθούν τις οδηγίες και να δίνουν εντολές.

Έτσι σχηματίστηκε η βάση και η νομιμοποίηση για τη μαζική παιδεία, στη στοιχειώδη εκπαίδευση όπως έλεγαν παλιά και μετά στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την υποχρεωτική εκπαίδευση. Ήταν μια προσφορά του χώρου της παιδείας, στις ανάγκες της βιομηχανικής εποχής.

Και η μάθηση στα σχολεία ακολουθούσε και τις ανάγκες της εποχής εκείνης. Η μεταφορά γνώσης από το κεφάλι του δασκάλου και από το βιβλίο, στο μαθητή που θα μπορούσε να ακολουθήσει εντολές. Αυτό ήταν ο δηλωμένος στόχος της παιδείας την εποχή εκείνη.

Ο άρρηκτος στόχος ήταν κάτι επίσης σημαντικό, ήταν να συνηθίσει το παιδί να πηγαίνει κάθε μέρα την ίδια ώρα στην ίδια τάξη και μαζί με άλλα παιδιά, τα ίδια παιδιά, να μαθαίνει αυτά που θα μάθει και να εξοικειώνεται με την ιδέα ότι πρέπει να υπακούει σε εντολές από μια εξωοικογενειακή ιεραρχία. Αυτού του τύπου η συλλογικότητα, αυτού του τύπου η μάθηση, οριζόταν από τις εργασιακές ανάγκες της βιομηχανικής εποχής.

Πέρα από αυτό, η Τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν ανοιχτή μόνο σε λίγους, που επιλέγονται με τον Α ή τον Β τρόπο. Λίγους, αλλά αρκετούς για να ανανεωθεί το στελεχιακό δυναμικό της επιστήμης, της έρευνας, της τεχνολογίας, των διοικήσεων των επιχειρήσεων, του δημόσιου τομέα, των στελεχών του αστικού χώρου.

Με λίγα λόγια το Πανεπιστήμιο λειτουργούσε ως προγραμματιστής σχεδιαστής του επαγγελματικού σχεδιασμού. Έπαιρνε αυτούς που κατά εκτίμηση χρειάζονταν αργότερα στην παραγωγή και παρήγαγε πτυχιούχους με επαγγελματικά δικαιώματα, ή προσδοκία επαγγελματικών δικαιωμάτων, ανάλογα με τις ανάγκες της παραγωγής και της αγοράς.

Αυτό ήταν το σύστημα του 19ου και του 20ου αιώνα. Το σύστημα αυτό, εισήχθη και στην Ελλάδα, δεν αφομοιώθηκε τελείως και δεν αφομοιώθηκε ολοκληρωτικά, γιατί δεν είχαμε και ποτέ βιομηχανική περίοδο στον τόπο, αλλά περίπου αυτό ήταν το σύστημά μας.

Το σύστημα αυτό το αποχαιρετίσαμε τον Αύγουστο του 1997 με το Νόμο 2525 όταν βάλαμε ένα τέρμα σε αυτό το σύστημα παιδείας και ανοίξαμε το κεφάλαιο εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.

Στις άλλες προηγμένες χώρες οι τριγμοί είχαν αρχίσει πολύ νωρίτερα, τη δεκαετία του ’60 και τη δεκαετία του ’70. Οι αλλαγές δεν έγιναν από το χώρο της παιδείας, οι αλλαγές άρχισαν από την τεχνολογία και το χώρο της παραγωγής.

Οι νέες εξελίξεις στο χώρο της τεχνολογίας απομάκρυναν την παραγωγή, από παραγωγή μαζικής κλίμακας, η βασική μηχανή το βασικό εργαλείο έπαψε να είναι η μεγάλη εξειδικευμένη μηχανή με συσσώρευση της γνώσης του κόσμου τότε και το βασικό εργαλείο έγινε το ευέλικτο εργαλείο της πληροφορικής.

Αυτή η απομαζικοποίηση της παραγωγής έφερε μεγάλες αλλαγές στο χώρο της διάρθρωσης των επιχειρήσεων και στις σχέσεις ανάμεσα στον εργαζόμενο, στον εργοδότη και στις επιχειρήσεις. Αλλά η μεγαλύτερη αλλαγή που έγινε είναι η αλλαγή της σχέσης ανάμεσα στο άτομο και στο εργαλείο και στη μηχανή. Στη βιομηχανική περίοδο -όπως σας είπα- η εξάρτηση ήταν από τη μηχανή στο άτομο. Και αυτό άλλωστε ήταν και το βασικό αντικείμενο της αλλοτρίωσης του ατόμου στη βιομηχανική περίοδο.

Η κατάσταση τώρα έχει αντιστραφεί. Οι νέες τεχνολογίες, οι νέες ευέλικτες μηχανές της πληροφορικής, ξανακάνουν το άτομο το αφεντικό στη διαδικασία της παραγωγής και η μηχανή περιμένει τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, την πρωτοβουλία του ατόμου για να λειτουργήσει και να παράγει.

Έτσι λοιπόν στη νέα εποχή η πυραμίδα της εκπαίδευσης που υπήρχε, παύει να έχει δικαιολόγηση. Αυτό που χρειάζεται στη σύγχρονη εποχή είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται, ένας άνθρωπος που έχει πρωτοβουλία, ένας άνθρωπος που μπορεί ν” αμφισβητεί, ένας άνθρωπος που αναζητεί, ένας άνθρωπος που δίνει μόνος του λύσεις μέσα στην πληθώρα των πληροφοριών που έχει μέσα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή.

Χρειαζόμαστε ένα άλλο άτομο στο χώρο της παραγωγής, γι” αυτό χρειαζόμαστε και μια διαφορετική παιδεία. Η παλιά ιεράρχηση, μαζική εκπαίδευση για τους πολλούς, Τριτοβάθμια εκπαίδευση για τους λίγους, έχει τελειώσει.

Όπως είναι ρευστή η κατάσταση στο χώρο της παραγωγής και δεν υπάρχει μια ιεραρχημένη δομή της παραγωγής, δεν μπορεί να υπάρχει και μια ιεράρχηση στο χώρο της παιδείας.

Στο σύγχρονο κόσμο ο χώρος της παιδείας πρέπει να
είναι ανοιχτός από το Νηπιαγωγείο μέχρι και το Πανεπιστήμιο και πρέπει να υπάρχει κινητικότητα κάθετη και οριζόντια για να δώσουμε πάντοτε τη δυνατότητα στο άτομο να εκπληρώσει τις δικές του ανάγκες, να προσεγγίσει τους δικούς του στόχους, να εκφραστεί δημιουργικά.

Αυτά είναι τα καινούργια της νέας εποχής. Και είναι γι” αυτό που πρέπει να προχωρήσουμε σε μία αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση δεν έγινε έτσι από πείσμα ή μέσα σε ένα βράδυ ονειροπώλησης μερικών. Εγινε μετά από πολύ προσεκτική αξιολόγηση των μεγάλων εξελίξεων στο χώρο της τεχνολογίας, στο χώρο της παραγωγής, το χώρο της διάρθρωσης των νέων επιχειρήσεων, στο χώρο της ίδιας της κοινωνίας.

Το βασικό χαρακτηριστικό της νέας εποχής είναι ότι δεν χωράει η εξειδίκευση. Ο εξειδικευμένος σίγουρα δεν θα είναι απασχολήσιμος σε λίγα χρόνια. Αυτός που τελειώνει σήμερα το Πανεπιστήμιο, σε 10 χρόνια θα έχει απαξιωθεί κατά 80%. Η γνώση αλλάζει ταχύτατα.

Αυτός ο οποίος ξέρει μόνον ένα στενό επάγγελμα δεν είναι ανταγωνιστικός μεσοπρόθεσμα μέσα στην αγορά. Και δεν πρέπει να πέσουμε και στο άλλο λάθος, να πιστεύουμε, ότι αυτοί που ξέρουν μόνον πληροφορική θα είναι τα άτομα του μέλλοντος. Αντίθετα αυτοί που ξέρουν μόνο να χρησιμοποιούν το «ποντίκι», το WORD ή το EXCEL δεν θα είναι οι πολίτες της κοινωνίας της γνώσης. Θα είναι απλώς οι νέοι παρείες, το νέο προλεταριάτο, που μόνο αντί να πετιούνται όταν εξαντληθούν οι φυσικές τους δυνάμεις, όπως γινόταν παλιά, θα απαξιώνονται απλώς μαζί με τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις. Κι αυτό θα συμβαίνει ολονέα και συχνότερα.

Οι πολίτες της νέας εποχής, βέβαια πρέπει να ξέρουν από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να ξέρουν να αξιοποιούν τις δυνατότητες του υπολογιστή για να εκφραστούν οι ίδιοι δημιουργικά, για να μπορούν μέσα από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, μέσα από την τεχνολογία της πληροφορίας να παράγουν το δικό τους υλικό ή πνευματικό προϊόν.

Αυτό παρουσιάζει μια μεγάλη πρόκληση για την παιδεία. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι να ετοιμάσουμε πολίτες όχι απλά όπως παλιά ικανούς να διαβάζουν ή απλά να είναι κάτοχοι συγκεκριμένων γνώσεων, που έτσι κι αλλιώς δεν θα διαρκέσουν σ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Αλλά ανθρώπους ικανούς να μαθαίνουν επιλέγοντας τι θα μάθουν και τι πρέπει να διαβάσουν για να το μάθουν.

Όλα αυτά δημιουργούν μια νέα κουλτούρα που έρχεται σε αντίθεση με αξίες που είχαμε συνηθίσει να ζούμε μαζί της αιώνες. Η νέα κουλτούρα έρχεται με απαξίωση των παραδοσιακών στερεοτύπων που θέλουν το σπουδαστή αναγκαστικά νέο στην ηλικία, τον απόφοιτο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης επαγγελματία με κατοχυρωμένα εργασιακά ή επαγγελματικά δικαιώματα, που απορρέουν από την κατοχή του πολυπόθητου πτυχίου και τον εργαζόμενο κομμάτι μιας ιεραρχικά δομημένης επιχείρησης, στην οποία προσφέρει εξειδικευμένες και συγκεκριμένες υπηρεσίες που συνάδουν με τη δηλωμένη ειδικότητά του που γράφει το πτυχίο του.

Αυτά έχουν αλλάξει, αυτά έχουν ξεπεραστεί και πρέπει να συνηθίσουμε τις συνθήκες της νέας εποχής. Και ο ρόλος της παιδείας είναι να προετοιμάσει το άτομο για τη νέα εποχή. Να αναπτύξει τις ικανότητες, την αναλυτική και την κριτική σκέψη που πρέπει να έχει ο νέος, για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της νέας εποχής και να έχει το θάρρος να αντιμετωπίσει με χαρά την απελευθέρωση που του δίνουν οι νέες συνθήκες εργασίας, που δεν τις είχε ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο επιστήμονας της βιομηχανικής περιόδου.

Είναι μέσα σ” αυτό το πλέγμα των νέων συνθηκών, των αλλαγών στην τεχνολογία, των αλλαγών στην παραγωγή, των αλλαγών μέσα στην κοινωνία, της κατάρρευσης των στερεοτύπων που είχαμε συνηθίσει, που πρέπει να κινηθεί η παιδεία, γιατί την παιδεία δεν την κάνουμε για το χθες, δεν την κάνουμε και για το σήμερα. Την παιδεία την οργανώνουμε για τα παιδιά μας, για τη νεολαία και για τα παιδιά του μέλλοντος.

Από αυτά τα λίγα που σας είπα, προκύπτει και ο βασικός χαρακτήρας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που επιχειρήσαμε. Δεν θα μπω σε όλα τα χαρακτηριστικά, δεν είναι η ώρα να τα πούμε αυτά, αλλά θα μου επιτρέψετε να επισημάνω τρεις βασικούς στόχους της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που συνδέονται με τις αλλαγές που ανέφερα και πλαισιώνουν το έργο που κάνουμε.

Πρώτος άξονας της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι, ότι είναι αναφαίρετο κοινωνικό δικαίωμα του πολίτη να έχει πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το Νηπιαγωγείο μέχρι και την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αρκεί να το θέλει και να το μπορεί.

Και είναι ταυτόχρονα υποχρέωση της πολιτείας να τιμήσει αυτό το κοινωνικό δικαίωμα και μέσα από μία αναβαθμισμένη δημόσια παιδεία να δώσει πραγματική πρόσβαση στον πολίτη. Η μεγάλη μας επιλογή ήταν η κατάργηση των γενικών εξετάσεων, το γκρέμισμα του κλειστού αριθμού εισακτέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Πριν αρχίσει η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση 42.000 παιδιά έμπαιναν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τα υπόλοιπα είτε δεν έμπαιναν, αν και το ήθελαν ή έπαιρναν το δρόμο της φοιτητικής μετανάστευσης. Φέτος το καλοκαίρι 85.000 παιδιά θα μπουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και ο αριθμός αυτός είναι σημαντικά ανώτερος των αποφοίτων του Ενιαίου Λυκείου φέτος.

Ετσι η ελεύθερη πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση γίνεται πραγματικότητα. Αυτό συνοδεύεται βέβαια και με την εφαρμογή μιας άλλης αρχής στη νέα εποχή. Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ δεν κάνουν επαγγελματικό προγραμματισμό.

Ο πτυχιούχος δεν έχει αυτόματα επαγγελματικό δικαίωμα, η απασχόλησή του στην αγορά θα αποφασιστεί μέσα από τις διαδικασίες της αγοράς και φυσικά είναι υποχρέωση της πολιτείας να δώσει προοπτικές απασχόλησης στους νέους, αλλά αυτό δεν γίνεται μέσα από τον προγραμματισμό του Πανεπιστημίου. Γίνεται μέσα από τη διαδικασία της παραγωγής, γίνεται μέσα από μια πολιτική πλήρους απασχόλησης.

Το Πανεπιστήμιο γίνεται, θα έλεγα, ξαναγίνεται χώρος της γνώσης. Το άτομο πάει εκεί όχι για να πάρει ένα πτυχίο και να διεκδικήσει με το πτυχίο επαγγελματικό δικαίωμα. Πηγαίνει εκεί για να μάθει.

Αλλά η πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για να γίνει πραγματικότητα θα πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα πολύ πριν. Ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός συντελείται πολύ νωρίτερα στο Νηπιαγωγείο, στο Δημοτικό, τα παιδιά μένουν πίσω για πολλούς και διαφορετικούς λόγους, οικογενειακούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς ή και προσωπικούς.

Το ολοήμερο Νηπιαγωγείο, το ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο είναι μία προσπάθεια της πολιτείας να αναλάβει η ίδια την ευθύνη να προσέξει το παιδί και μετά τις ώρες του μαθήματος, να το φροντίσει η ίδια η πολιτεία, με έξοδα της πολιτείας να καλύψει τα κενά που τυχόν έχει, να το φροντίσει για το μάθημα της άλλης μέρας και να του δώσει διέξοδο σε ελεύθερες δραστηριότητες για να εκφραστεί, στη μουσική, στο χορό, στη ζωγραφική, στον αθλητισμό. 700 ολοήμερα Νηπιαγωγεία ήδη λειτουργούν, 1.500 ολοήμερα Δημοτικά Σχολεία λειτουργούν στην Ελλάδα και ο αριθμός αυτός αυξάνεται κάθε χρόνο.

Ο εκπαιδευτικός αποκλεισμός χτυπιέται επίσης στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο και στα ΤΕΕ με την ενισχυτική διδασκαλία στα Γυμνάσια και την πρόσθετη διδακτική στήριξη στα Λύκεια και στα ΤΕΕ, όπου ο μαθητής που μένει πίσω ή αισθάνεται ότι μένει πίσω μπορεί να πάει σε ειδικές τάξεις με ειδικό πρόγραμμα γι” αυτόν για να καλύψει τα μαθησιακά του κενά, έτσι που η πολιτεία φροντίζει και σ” αυτή την περίπτωση το παιδί να μείνει στο σχολείο, να αντιμετωπίσει μέσα στο σχολείο τα προβλήματα που έχει για να μπορεί να προχωρήσει μπροστά.

Αυτή είναι η πρώτη μας αρχή, ο πρώτος άξονας και έχουμε ήδη κάνει μεγάλα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το στόχο δεν τον έχουμε πλησιάσει, θα χρειαστούν ακόμα προσπάθειες για να προσεγγίσουμε το στόχο. Αλλά έχουμε κάνει μία μεγάλη και τολμηρή αρχή προς αυτή την κατεύθυνση.

Ο δεύτερος στόχος που είναι ποιοτικός, αλλά και πιο δύσκολος, είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του νέου με βάση τη γενική παιδεία. Επιμένουμε σ” αυτό. Η εξειδίκευση κατέστρεψε γενιές Ελλήνων. Εχουμε θαυμάσιους νέους που είναι θαυμάσιοι Μαθηματικοί, αλλά δεν ξέρουν στοιχεία ελληνικής γλώσσας και ιστορίας. Και έχουμε Φιλόλογους που δεν μπορούν να προσθέσουν δύο δεκαδικούς αριθμούς.

Στη νέα εποχή χρειάζεται γενική υποδομή. Χρειάζεται ο νέος να ξέρει τα ελληνικά του, τη γλώσσα του, την ιστορία του, τον πολιτισμό του, τα μαθηματικά του, τη φυσική του, τη βιολογία του, για να μπορεί να παρακολουθήσει ως πολίτης τις εξελίξεις και για να μπορεί να έχει την υποδομή για να κινείται κάθετα και οριζόντια μέσα στο χώρο της γνώσης όχι μόνο όταν είναι μαθητής και φοιτητής, αλλά και αργότερα.

Γι” αυτό δώσαμε τη μάχη και την κερδίσαμε, αλλά την κερδίσαμε με μεγάλη δυσκολία, να μείνουν στη γενική παιδεία και να αξιολογείται ο μαθητής στα 14 μαθήματα. Σας υπενθυμίζω ότι αυτή η ιδέα δεν είναι και τόσο νέα. Ηταν βασικό στοιχείο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης Παπανδρέου – Παπανούτσου.

Οι εξετάσεις το ’63-’65 ήταν σε όλα τα μαθήματα και για να πάρεις το πολυπόθητο ακαδημαϊκό απολυτήριο έδινες γενικές πανελλαδικού τύπου εξετάσεις στη Β” Λυκείου, στην Γ” Λυκείου και αν ήθελες να πας στο Πανεπιστήμιο, γιατί δεν υπήρχε ανοιχτή πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, έδινες και τρίτες εξετάσεις για το Ακαδημαϊκό Απολυτήριο στα 14 μαθήματα.

Σιγά – σιγά ο θεσμός αυτός χαλάρωσε και στην εφταετία της δικτατορίας προχωρήσαμε στις δέσμες στα τέσσερα μαθήματα, στην παπαγαλία των τεσσάρων μαθημάτων. Είναι βασικό να στηρίξουμε τη γενική παιδεία, είναι βασικό να επιμείνουμε όσο και αν κουράζονται λίγο τα παιδιά, ότι χρειάζεται μια πλατιά μόρφωση γενικής παιδείας. Η εξειδίκευση, η κατάρτιση γίνεται αργότερα, αφού τελειώσει το έργο της εκπαίδευσης.

Ετσι μόνον μπορούμε να έχουμε την οριζόντια και την κάθετη κινητικότητα και στο πρόγραμμά μας έχουμε τη δυνατότητα, προσφέρουμε τη δυνατότητα ο μαθητής να κινηθεί, αν αλλάξει γνώμη από το Λύκειο στα ΤΕΕ, από τα ΤΕΕ στο Λύκειο. Και μέσα στα Πανεπιστήμια θα προβλέπεται μία οριζόντια κινητικότητα, να αλλάξει τμήμα, να αλλάξει εξειδίκευση. Αυτός είναι ο δεύτερός μας στόχος.

Ο τρίτος στόχος αφορά τη διαβίου εκπαίδευση. Είχαμε συνηθίσει και έτσι μεγαλώσαμε κι εμείς ότι η σχέση του ατόμου με τη γνώση συνδέεται ηλικιακά. Αρχίζει στο σχολείο στο Δημοτικό, τελειώνεις τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση στα 18 και αν θέλεις να πας στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση κάπου στα 24-25 σου χρόνια τελειώνεις με το χώρο της γνώσης.

Αυτό πια έχει αλλάξει, ακριβώς επειδή οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι ταχύτατες, επειδή η ίδια η αγορά απαξιώνει επαγγέλματα και ειδικεύσεις, το άτομο θα έχει ανάγκη να έχει συνεχή και διαρκή επαφή με το χώρο της γνώσης.

Υπολογίζουμε ότι στη νέα εποχή το άτομο θα αλλάξει πέντε και έξι φορές επάγγελμα κατά την διάρκεια της επαγγελματικής του καριέρας. Θα χρειαστεί πολλές φορές να ξαναπάει στο χώρο της γνώσης, στην κατάρτιση ή στο Πανεπιστήμιο να επικαιροποιήσει τις γνώσεις του, θα χρειαστεί να πάει στο Πανεπιστήμιο ίσως για πρώτη φορά, γιατί αργότερα στη ζωή του στα 25 του, στα 35 του, στα 45 του αποφάσισε να έχει πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Στις χώρες σήμερα τις προηγμένες η ποιότητα, η σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού έχει αλλάξει. Σε πολλές χώρες 40% των φοιτητών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι ηλικίας άνω των 25 ετών. Κι αυτό θα πρέπει να το δούμε εμείς.

Εμείς προχωρήσαμε αυτά τα χρόνια αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Συγκροτήσαμε τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, όπου εργαζόμενοι, άτομα ηλικίας άνω των 23 ετών εάν θέλουν έχουν ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια ή στα ΤΕΙ είτε για να παρακολουθήσουν συγκεκριμένα μαθήματα, είτε για να πάρουν για πρώτη και για δεύτερη φορά πτυχίο. Έχουμε ήδη 25 Προγράμματα Σπουδών Επιλογής που λειτουργούν και λειτουργούν θαυμάσια και έχουμε πάνω από 7.000 φοιτητές.

Προχωρήσαμε επίσης και στο ανοιχτό πανεπιστήμιο, που εξειδικεύεται στην εξ αποστάσεως μάθηση και έχουμε και εκεί κυρίως ενήλικες και άτομα που ζουν σε απομεμακρυσμένες περιοχές και παρακολουθούν μαθήματα πανεπιστημιακού επιπέδου είτε για πιστοποιητικό, είτε για πτυχίο, προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό. Οι φοιτητές τώρα είναι πάνω από 6.000 και εγώ υπολογίζω ότι σε λίγα χρόνια ο αριθμός των φοιτητών στο εξ αποστάσεως πανεπιστήμιο θα ξεπεράσει τις 50.000 άτομα.

Ανέφερα έτσι χαρακτηριστικά τρεις βασικές αρχές όχι τυχαία, τις ανέφερα γιατί όλα αυτά τα 3,5 χρόνια δεν έγινε διάλογος πάνω σ” αυτές τις βασικές αρχές. Προσπάθησα ανεπιτυχώς να εμπλέξω φορείς σ” αυτή τη συζήτηση, αλλά η συζήτηση ήταν στα επιφαινόμενα και συνεπακόλουθα μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, αλλά ποτέ πάνω στην ουσία.

Θα ήθελα όμως έστω και αυτή τη στιγμή να επαναφέρουμε τη συζήτηση στο πραγματικό περιεχόμενο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, δηλαδή τη σειρά των μέτρων που παίρνουμε για να προσεγγίσουμε αυτούς τους στόχους.

Βέβαια μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αυτού του τύπου είναι φυσικό να έχει αντιδράσεις. Αλλάζει πολλά. Αλλάζει τα πάντα στο χώρο της παιδείας. Εμείς που το τολμήσαμε, δεν προχωρήσαμε με ψευδαισθήσεις, ξέραμε πολύ καλά ότι θα υπάρχουν αντιδράσεις.

Έχω διαβάσει την ιστορία των μεταρρυθμίσεων και έχω μελετήσει και τον Μακιαβέλι. Και ο Μακιαβέλι που το είχε πολύ καλά μελετήσει το πράγμα, είπε κάτι συνταρακτικό που το θυμήθηκα, το υπολόγισα, το ζύγισα και το απέρριψα στην αρχή του τολμήματός μας.

Λέει ο Μακιαβέλι: «Δεν υπάρχει πιο λεπτό θέμα να αναλάβεις, ούτε πιο επικίνδυνη υπόθεση να κατευθύνεις, ούτε πιο αβέβαια αποστολή να διεκπεραιώσεις, από του να ηγηθείς της εισαγωγής μιας αλλαγής στο σύστημα. Διότι αυτός που καινοτομεί θα έχει ως εχθρός του όλους αυτούς οι οποίοι είναι βολεμένοι στις συνθήκες της ισχύουσας τάξης πραγμάτων. Και μόνο μία χλιαρή μέχρι αδιάφορη υποστήριξη απ” αυτούς που ενδεχομένως να βελτιώσουν τη θέση τους στο νέο καθεστώς».

Ήταν πάντα επίκαιρη αυτή η άποψη. Αυτό που λείπει από μια κυνική προσέγγιση του Μακιαβέλι είναι, ότι όλα αυτά μπορούν να ανατραπούν εάν το θέλουμε και αν το τολμήσουμε και αν προχωρήσουμε.

Αλλά επειδή υπάρχει και αυτή η φιλοσοφία και κυκλοφορεί, ότι αυτή η μεταρρύθμιση σήκωσε πολύ σκόνη, θα έπρεπε να είχε προηγηθεί πολύ συζήτηση, πολύς διάλογος πολλών ετών για να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, γιατί έγιναν -λέει- και μεταρρυθμίσεις που πέρασαν ομαλά.

Θα μου επιτρέψτε να διαλύσω αυτό το μύθο. Εγώ δεν ξέρω μεταρρύθμιση που πέρασε χωρίς αναταραχές. Και η μεταρρύθμιση «Παπανδρέου – Παπανούτσου», το ’63-’65, στην οποία συχνά γίνεται αναφορά από άτομα που δεν φαίνεται ότι έχουν μελετήσει την ιστορία εκείνης της εποχής ή όπως εμείς δεν την έχουν ζήσει, πρέπει να σας πω, ότι υπήρχαν συνταρακτικές συγκρούσεις και αντιθέσεις στη μεταρρύθμιση «Παπανδρέου – Παπανούτσου».

Θα αναφέρω τα λόγια του Παπανούτσου. Λέει ο Παπανούτσος: «Σε όλα τα μέρη του κόσμου οι μεταρρυθμίσεις του εκπαιδευτικού συστήματος προκαλούν σάλο. Η παλαιά φρουρά και στην κοινωνία και μέσα στα σχολεία αρνείται να αναγνωρίσει ότι οι ανάγκες και το πνεύμα των καιρών τους έχουν υπερφαλαγγίσει και παραδίδει τα όπλα.

Στη Μέση κυρίως Εκπαίδευση έχει τα ισχυρά, τα άπαρτα κάστρα της η αντίδραση και υποχωρώντας πολεμά με λύσσα, όπως όλοι όσοι έχουν πειστεί ότι έχουμε οριστικά χάσει τη μάχη».

Και καταλήγει ο Παπανούτσος: » Ότι η μόνη λύση είναι να τολμήσουμε, να προχωρήσουμε στο Ακαδημαϊκό Απολυτήριο της εποχής εκείνης».

Τα ανέφερα όλα αυτά σε μια ύστατη προσπάθεια να μεταφέρουμε τη συζήτηση στο χώρο της παιδείας και στα εκπαιδευτικά θέματα. Το χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είναι ότι η μάχη δόθηκε από πολιτικούς, από δημοσιογράφους και ας μου επιτραπεί να πω και από πολλά άτομα τα οποία ελάχιστη σχέση είχαν με το χώρο της γνώσης και της παιδείας.

Είχαν πρόσβαση όμως στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και εκεί παρατήρησα και πολλές φορές και οφείλω να σας το πω, παρατήρησα με μελαγχολία την απουσία εκπροσώπων της εκπαιδευτικής κοινότητας να μετατοπίσουν τη συζήτηση από ένα άγονο γήπεδο στο γήπεδο της ίδιας της εκπαίδευσης και της παιδείας.

Αλλά έστω και αργά νομίζω, ότι μπορούμε να διορθώσουμε τα πράγματα. Σας είπα ότι το νερό μπήκε στο αυλάκι. Η πολιτική δημιούργησε το πλαίσιο της νέας παιδείας και το μεγάλο έργο της πολιτικής έχει ολοκληρωθεί. Από εδώ και πέρα τα θέματα είναι καθαρά θέματα εκπαιδευτικά. Από εδώ και πέρα το ζήτημα είναι, πώς μέσα σ” αυτό το πολιτικό πλαίσιο που έχει αποφασίσει η πολιτεία θα παρθούν τα μέτρα εκπαιδευτικού περιεχομένου για να έχουμε το καλύτερο δυνατό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.

Και αυτό δεν είναι έργο πολιτικών, αυτό δεν είναι
έργο διαλόγου μέσα από το γυαλί, αυτό είναι έργο εκπαιδευτικών. Η κίνηση που έκανε η κυβέρνηση, συγκρότηση της Επιτροπής Καζάζη, πρέπει να εκτιμηθεί.

Αυτό που είπαμε πέρα από το περιεχόμενο της Επιτροπής αυτής, είπαμε ότι από εδώ και πέρα, τα θέματα πρέπει να προτείνονται και να λύνονται μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα. Και η πολιτεία θα εκτιμήσει τις προτάσεις αυτές και θα αποφασίσει με σεβασμό στις προτάσεις που κάνει το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα.

Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και πολύ σημαντικό. Από εδώ και πέρα, η βιωσιμότητα, η ζωτικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του. Να αυτό-οργανωθεί και να αυτορυθμιστεί.

Με λίγα λόγια αγαπητοί φίλοι και φίλες του εκπαιδευτικού χώρου. Από εδώ και πέρα είσαστε εσείς θεματοφύλακες της υλοποίησης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Και από εδώ και πέρα πρέπει εσείς να πάρετε στα χέρια σας την υπόθεση της αξιολόγησης της πορείας, των βελτιωτικών μέτρων που πρέπει να παίρνονται και η πολιτεία να σας παρακολουθεί στο πλαίσιο το πολιτικό που έχει χαράξει.

Θα ήθελα πολύ σύντομα, μα πολύ σύντομα, να απαντήσω σε ορισμένες κριτικές που γίνονται για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και δεν μιλάω τώρα, για το πως βγαίνει ο μέσος όρος και ποιός είναι ο συντελεστής ο Α ή ο Β. Αυτά συνήθως λέγονται και γράφονται από ανθρώπους που ελάχιστοι γνώση της παιδείας έχουν.

Αλλά θα αναφερθώ στα ερωτήματα που τίθενται γενικότερα και στα οποία πρέπει να απαντήσουμε. Το πρώτο ερώτημα το οποίον τίθεται και συχνά μπαίνει είναι «μα καλά ήταν ανάγκη να αρχίσετε από το λύκειο και από τα πανεπιστήμια δεν μπορούσατε να αρχίσετε από το νηπιαγωγείο και από το δημοτικό».

Τώρα αυτή η θέση στον βαθμό που δεν κρύπτει μια συγκεκριμένη πανουργία, δεν λαμβάνει υπόψη της τι έχουμε κάνει. Εμείς δεν αρχίσαμε από το λύκειο, αρχίσαμε από παντού. Αρχίσαμε και από το νηπιαγωγείο και από το δημοτικό.

Είπαμε όμως ότι αυτή η γενιά που είναι τώρα στο γυμνάσιο και στο λύκειο, δεν πρέπει να πάει χαμένη. Και λαμβάνοντας υπ” όψιν τις ελλείψεις που έχουν θα πρέπει τουλάχιστον να βελτιώσουμε την επίδοσή τους, θα πρέπει τουλάχιστον να τους ετοιμάσουμε για την νέα εποχή όσο καλύτερα γίνεται.

Αλλά αυτό το κριτήριο δεν είναι καινούργιο, αυτό το επιχείρημα δεν είναι καινούργιο. Είχε ξανασυμβεί και είχε ξανατοποθετηθεί κόσμος το 63-65. Ο Παπανούτσος του απαντάει έτσι πολύ σκληρά, πιο σκληρά που θα’θελα να του απαντήσω εγώ.

Του είπανε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Του είπαν «μα καλά γιατί να αρχίσεις τώρα αυτή την μεταρρύθμιση, δεν πας σιγά σιγά; Δεν πας από το δημοτικό; Δεν περιμένεις πρώτα να γραφτούν τα βιβλία; Δεν περιμένεις πρώτα να χτιστούν τα καλά σχολεία; Δεν περιμένεις πρώτα να επιμορφωθούν οι εκπαιδευτικοί;»

Και λέει «σύσσωμη η αντιπολίτευση και ο αντιδραστικός κύκλος συμβούλευαν με πανουργία, γιατί τόση σπουδή; Μην βιάζεστε. Ετοιμαστείτε πρώτα ένα – δυο χρόνια, συντάξετε προγράμματα, συγγράψετε βιβλία, στήστε διδακτήρια και έπειτα αρχίστε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για να αποτελματωθεί άλλη μία φορά η όλη υπόθεση, να κουραστούν, να αποθαρρυνθούν οι φορείς των νέων ιδεών και να δοθεί καιρός στη διαβολή και στη συκοφαντία να διαβρώσει ψυχές.

Η καθυστέρηση είναι θανατηφόρα. Δεν μπορούμε να περιμένουμε, πρέπει να προχωρήσουμε. Αυτό που κάνουμε είναι ότι προχωρούμε και ταυτόχρονα βελτιώνουμε τις υποδομές, βελτιώνουμε τα κτίρια, βελτιώνουμε τα βιβλία, βελτιώνουμε την ποιότητα του εκπαιδευτικού και προχωράμε παράλληλα, προχωρώντας στις δύο γραμμές του τρένου.

Το ότι δεν έχουμε τα βιβλία που πρέπει να έχουμε, ότι δεν έχουμε τους εκπαιδευτικούς που πρέπει να έχουμε, ότι υπάρχουν κενά, αυτά είναι προσχήματα. Χαρακτηριστικά, ο Γεώργιος Παπανδρέου, απαντώντας πάλι σε αυτό το θέμα, είπε:

«Το θέμα δεν είναι αυτό. Το θέμα είναι. Πιστεύουμε σε αυτά τα πράγματα; Αγαπάμε τη δουλειά μας;», μιλώντας στους εκπαιδευτικούς. «Εάν δεν πιστεύουμε, τότε και αν ο Οργανισμός Διδακτικών Βιβλίων σας πλημμυρίσει με μεταφράσεις και εγχειρίδια και με νέα μαθηματικά και με νέα φυσική, δεν ωφελεί σε τίποτα. Θα πάρουν τα παιδιά τα βιβλία, αλλά δεν θα έχετε το βιβλίο εσείς στο μυαλό και στην καρδιά σας». Επομένως πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε. Αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση το πρόβλημα.

Όλα τα άλλα και οι διατάξεις νομοθετήματος και οι όροι, δεν έχουν καμία σημασία. Πιστεύουμε ή δεν πιστεύουμε. Να τι πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μέσα μας.

Αγαπητοί φίλοι και φίλες, αυτή είναι η καρδιά του θέματος. Η μεταρρύθμιση γίνεται πάνω σε ένα παλιό σύστημα, σαθρό σύστημα, με πολλές ελλείψεις και με πολλά προβλήματα. Εάν θέλουμε να αλλάξουμε το σύστημα, θα πρέπει να δεχθούμε ότι θα προχωρήσουμε με πολλές ελλείψεις. Τις ελλείψεις, όμως, αυτές θα τις καλύψουμε μόνο εάν το θέλουμε και εάν αγωνιστούμε όλοι μαζί.

Ενα άλλο θέμα το οποίο συχνά τίθεται και αυτό τίθεται επιμόνως, είναι τι γίνεται με τα φροντιστήρια. Μα είπατε ότι θα καταργήσετε την ανάγκη των φροντιστηρίων, εδώ, όμως, έχουμε μία γενίκευση του θέματος των φροντιστηρίων.

Πρώτα από όλα, για να μπω σε μία άχαρη λογιστική άσκηση, που δεν απαντά στο ερώτημα, αλλά είναι μία παρατήρηση, είναι, εάν το συγκρίνουμε αυτό με το παλαιό σύστημα, θα δούμε ότι τα πράγματα βγαίνουν διαφορετικά.

Εγώ προς στιγμήν να παραδεχθώ ότι τα παιδιά στην 3η Λυκείου και πολλά παιδιά στη 2η Λυκείου σήμερα πηγαίνουν σε φροντιστήρια ή κάνουν ιδιαίτερα μαθήματα. Αυτό θα διαρκέσει δύο μόνο χρόνια, διότι με το πτυχίο του Ενιαίου Λυκείου θα μπαίνουν δια μιας, χωρίς άλλη διαδικασία, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Τι γινόταν πριν; Τα παιδιά έκαναν φροντιστήριο και στη 2η Λυκείου και στην 3η Λυκείου. Ο βαθμός αποτυχίας στις εισαγωγικές εξετάσεις ήταν 75% και οι περισσότεροι έπρεπε να δοκιμάσουν και μία και δύο και τρεις φορές.

Κατά μέσο όρο, στο παλαιό σύστημα ο μαθητής έκανε 3,5 με 4 χρόνια φροντιστήριο, άρα δεν αληθεύει ο υπολογισμός, ότι έχει αυξηθεί το κόστος των φροντιστηρίων στην οικογένεια. Αλλά αυτό δεν με αφορά. Απλούστατα το σημειώνω.

Τι έχουμε κάνει εμείς; Όπως σας είπα, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση έχει φροντίσει να φροντίζει το παιδί μέσα στην τάξη με ενισχυτική διδασκαλία. Έτσι, εάν το μάθημα μέσα στην τάξη είναι μάθημα ποιότητας, εάν το παιδί που έχει μαθησιακά κενά και μένει πίσω πηγαίνει στην πρόσθετη διδακτική στήριξη με τα ειδικά προγράμματα για αυτόν, δεν υπάρχει ανάγκη να έχει εξωσχολική φροντίδα.

Άρα εάν υπάρχει το φαινόμενο των ιδιαιτέρων και των φροντιστηρίων, αυτό σημαίνει ότι ή η ποιότητα των μαθημάτων μέσα στην τάξη δεν είναι επαρκής ή ότι η πρόσθετη διδακτική στήριξη δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς μέσα στα σχολεία λόγω απροθυμίας εκπαιδευτικών ή ότι η οικογένεια ακόμα είναι στην αγκύλωση του παρελθόντος, ότι αυτό που πληρώνει έχει αξία και αυτό που είναι δωρεάν δεν έχει αξία.

Εγώ πιστεύω ότι τα προβλήματα αυτά με τον χρόνο θα εξαλειφθούν. Δεν είμαστε εναντίον της εξωσχολικής φροντίδας, αρκεί αυτό να είναι η επιλογή του μαθητή και της οικογένειας. Αλλά εμείς δεν θέλουμε να είναι αναγκαίο κακό, λόγω της κακής λειτουργίας των δημοσίων σχολείων.

Αλλά για τα ιδιαίτερα, για τα οποία μιλούν, θα ήθελα να πω ότι είναι ένα φαινόμενο το οποίο υπήρχε και υπάρχει και είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων. Θα ήθελα, για να ελαφρώσουμε λίγο προς το τέλος της παρέμβασής μου και την ομιλία, να αναφερθώ σε κάτι χαριτωμένο, που αναφέρεται σε ένα βιβλίο του Εξαρχάκου («Η Ιστορία των Μαθηματικών, Τόμος Α΄, Τα Μαθηματικά των Βαβυλωνίων και των Αρχαίων Αιγυπτίων» Αθήνα, 1997), που αναφέρεται με τη σειρά του σε ένα βιβλίο του «Πρίμαρ», από την ιστορία ενός που έγραψε τις εντυπώσεις του από το σχολείο 4.000 χρόνια πριν, το 2000 π.Χ.

Λέει: «Όταν ξύπνησα νωρίς το πρωί, είδα τη μητέρα μου και της είπα: Δώσε μου το κολατσιό μου, θέλω να πάω σχολείο. Η μητέρα μου μου έδωσε δύο κουλούρια και πήγα στο σχολείο. Ο δάσκαλος που επέβλεπε την ακρίβειά μου, μου είπε «γιατί άργησες;», με έδειρε. Ο Διευθυντής διάβασε την πλάκα μου που έγραφα και είπε «κάτι λείπει εδώ» και με έδειρε. Ο δάσκαλος ο υπεύθυνος για την ησυχία μου είπε «γιατί μίλησες χωρίς άδεια;», με έδειρε. Ο δάσκαλος ο υπεύθυνος για τη συγκέντρωση είπε «γιατί στάθηκε για ανάπαυση χωρίς άδεια;», με έδειρε».

Και η ιστορία πηγαίνει έτσι και συνεχίζεται. «Ο καθηγητής -λέει ο μαθητής- δεν ήταν ευχαριστημένος μαζί μου, σταμάτησε να μου διδάσκει την τέχνη του στο γράψιμο, δεν με προετοίμαζε καθόλου για να γίνω νεαρός γραφέας». Απελπισμένος ο μαθητής καταφεύγει στον πατέρα του και ο πατέρας του φέρνει το δάσκαλο στο σπίτι για ιδιαίτερα μαθήματα.

Ο μαθητής γίνεται τύπος και υπογραμμός. Παρακολουθεί και μαθαίνει. Ο πατέρας εκφράζει την ικανοποίησή του στο δάσκαλο, λέγοντάς του μεταξύ άλλων: «Ο μικρός μου άνοιξε το χέρι σου και εσύ έβαλες πάνω του τη σοφία». Η έκφραση της χαράς του πατέρα μεταφράζεται με προσφορά προς το δάσκαλο άφθονου λαδιού, μιας φορεσιάς, έξτρα μισθού και ενός δαχτυλιδιού.

Ο δάσκαλος κατευχαριστημένος λέει στο μαθητή: «Επειδή μου έδωσες τα πάντα χωρίς περιορισμό, μου πλήρωσες μισθό παραπάνω από τις προσπάθειές μου, είθε να είσαι ο πρώτος ανάμεσα στους αποφοίτους και να ικανοποιείς όλους όσους μπαινοβγαίνουν στα παλάτια. Μικρέ μου, ξέρεις τον πατέρα σου, εγώ είμαι ο δεύτερος πατέρας σου». Το παιδί πήρε το πτυχίο του και προχώρησε.

Αυτό που θέλω να πω είναι το θέμα των ιδιαιτέρων, των σχέσεων ανάμεσα σε δάσκαλο, οικογένεια και μαθητή. Είναι μία ιδιαίτερη ιστορία, η οποία δεν έχει λυθεί ποτέ ιστορικά και σε καμία κοινωνία. Αλλά αυτός δεν είναι ο κανόνας. Αυτό το οποίο μας απασχολεί εδώ είναι να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις λειτουργίας μέσα στα σχολεία, που η προσφυγή σε ιδιαίτερα μαθήματα να μην είναι αναγκαία για το μαθητή και αυτό έχουμε κάνει.

Άρα εάν μπορεί και πρέπει να ασκηθεί κριτική για αυτό που γίνεται σήμερα με τα πολλά φροντιστήρια, είναι γιατί τα μαθήματα σε μερικές περιπτώσεις στα σχολεία δεν είναι υψηλού επιπέδου, γιατί η πρόσθετη διδακτική στήριξη δεν λειτουργεί ικανοποιητικά και προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε κάνει αξιολόγηση. Η Επιτροπή Καζάζη το έχει κοιτάξει αυτό και εμείς νομίζουμε ότι με την πάροδο του χρόνου θα γίνουν σημαντικές βελτιώσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Θα ήθελα τώρα να μπω σε ένα θέμα που πρέπει να απασχολήσει όλους μας ιδιαίτερα, την σχέση της παιδείας, κατάρτισης και απασχόλησης. Στη μετά την ένταξη στην ΟΝΕ εποχή, η βασική πρόκληση είναι να καλύψουμε τη διαφορά παραγωγικότητας που υπάρχει ανάμεσα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα.

Η δική μας παραγωγικότητα είναι 60% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Εάν θέλουμε να ζήσουμε ευρωπαϊκά, να καταναλώνουμε ευρωπαϊκά, πρέπει να παράγουμε ευρωπαϊκά, πρέπει να έχουμε το μέσο όρο της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας.

Αυτό, αγαπητοί φίλοι και φίλες, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με μία ισχυρή αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού της χώρας. Αυτό σημαίνει ότι η παιδεία μπορεί να κάνει μία πολύ μεγάλη προσφορά. Οι νέες γενιές που θα τελειώνουν τα ΤΕΕ και το Ενιαίο Λύκειο ή την τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα μπορούν και θα πρέπει να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση.

Εκεί θα πρέπει να προσέξουμε τη διασύνδεση ανάμεσα στην εκπαίδευση, την κατάρτιση και την παραγωγή. Η κατάρτιση που γίνεται μετά το σχολείο, στα ΙΕΚ, για αυτούς που τελειώνουν τα ΤΕΕ και τα Λύκεια, η κατάρτιση που μπορεί να γίνεται στα πανεπιστήμια, η εξειδίκευση που μπορεί να γίνεται στα πανεπιστήμια με μεταπτυχιακή εξειδίκευση, θα πρέπει να σχετιστεί με τις συνθήκες της αγοράς και τη ζήτηση της αγοράς.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτό είναι, ότι θα πρέπει σε αυτά τα θέματα να υπάρχει ένας συντονισμός και μία συνεργασία ανάμεσα στα ιδρύματα της κατάρτισης και στο χώρο της παραγωγής.

Προς αυτή την κατεύθυνση ο ΟΕΕΚ έχει κάνει μία πολύ μεγάλη πρόοδο και νομίζω ότι σε λίγα χρόνια σε αυτό τον τόπο θα έχουμε ένα αναπτυγμένο σύστημα κατάρτισης και εξειδίκευσης, που θα συνδέει μία εκπαίδευση γενικής παιδείας με τις ανάγκες της αγοράς και θα ελαττώσει σημαντικά τη διαρθρωτική ανεργία των νέων.

Ποιά είναι τα θέματα τα οποία είναι ανοιχτά μπροστά μας; Τα θέματα που είναι ανοιχτά και πρέπει να προχωρήσουμε ταχύτατα αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές, κατά την γνώμη μου, είναι τα εξής.

Πρώτον: Ένας ριζικός διοικητικός εκσυγχρονισμός του συστήματος διοίκησης της παιδείας. Στο νομοσχέδιο που συζητείται στη Βουλή αυτή την εβδομάδα, υπάρχουν διατάξεις για βασικές αλλαγές στο χώρο της διοίκησης της παιδείας, αλλά θα πρέπει να προχωρήσουμε ακόμα πιο αποφασιστικά στην επιλογή των στελεχών της διοίκησης, στα κριτήρια τα οποία πρέπει να τεθούν, για την επαγγελματική εξέλιξη και την επιλογή των στελεχών της διοίκησης.

Το δεύτερο μεγάλο θέμα είναι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών και η σύνδεση του έργου της αξιολόγησης με την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού έργου. Φυσικά, σε αυτά τα πλαίσια θα πρέπει να δούμε και την ανάγκη μιας σημαντικής βελτίωσης του οικονομικού επιπέδου των εκπαιδευτικών.

Δεν θέλω να πω περισσότερα, γιατί η Επιτροπή Μπλέσιου εργάζεται πάνω σε αυτά τα θέματα, το πόρισμά της θα κατατεθεί εντός των ημερών. Θα γίνει δημόσιος διάλογος για αυτά τα θέματα. Πιστεύω ότι θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε μετά στην υλοποίηση αυτών των μέτρων, για να ολοκληρώσουμε το πρώτο στάδιο της μεγάλης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Φοβάμαι ότι σας κούρασα, αλλά είπα λίγα από τα πολλά που θα ήθελα να πω. Ίσως σήμερα να πάρουμε και μια άλλη απόφαση, ότι αντί να συναντιόμαστε μία φορά τον χρόνο, ίσως θα πρέπει να συναντιόμαστε δύο φορές τον χρόνο και έτσι ίσως -και το υπόσχομαι εγώ τουλάχιστον σε εσάς- να κόψω την παρέμβασή μου στο μισό του χρόνου.

Αλλά τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους και όλες, όσους συνεργάστηκαν μαζί μου για το μεγάλο έργο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και να ευχαριστήσω και όλους και είναι και αρκετοί μέσα στην αίθουσα, που κράτησαν μία κριτική στάση απέναντι στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, γιατί η καλόπιστη κριτική μας βοήθησε πολύ να βρούμε σωστότερα τον δρόμο μας.

Αν βγαίνει κάτι από όλα αυτά που είπα, νομίζω μπορώ να τα συνοψίσω ως εξής: Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι πια μια πραγματικότητα. Από εδώ και πέρα είναι στα χέρια της εκπαιδευτικής κοινότητας. Εσείς είσαστε οι θεματοφύλακες της βιωσιμότητας και της ανάπτυξης του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Το έργο της υλοποίησης θα είναι ένα δύσκολο έργο, αλλά έχει πολύ περισσότερο εκπαιδευτικό περιεχόμενο και λιγότερο πολιτικό περιεχόμενο.

Για αυτό το λόγο είμαι και πολύ αισιόδοξος ότι η Ελλάδα σε λίγα χρόνια θα έχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είναι πιο προχωρημένο από τα εκπαιδευτικά συστήματα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, γιατί, όπως ξέρετε, η Ελλάδα ήταν η πρώτη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που τόλμησε να αλλάξει ριζικά το εκπαιδευτικό της σύστημα.

Τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, στο θέμα της παιδείας, μπορούμε να φιλοδοξούμε ότι θα έχουμε τα πρωτεία και πρέπει να έχουμε τα πρωτεία, γιατί Ελλάδα πάνω από όλα σημαίνει παιδεία, σημαίνει πολιτισμός και αυτό το στοίχημα, το στοίχημα της αναβαθμισμένης παιδείας, μπορούμε να το κερδίσουμε και θα το κερδίσουμε. Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn