Είναι Κεφαλλονίτης αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που πιστεύει ότι η Ομηρική Ιθάκη βρίσκεται στον Πόρο της Κεφαλλονιάς. Είναι ένας πολιτικός που ασχολείται με το περιβάλλον. Έγινε παππούς και μετά από δύο χρόνια αποφάσισε να ξαναγίνει μπαμπάς. Δηλώνει «αδιόρθωτα κλασικός »στα μουσικά του γούστα, αλλά είναι λαύρος απέναντι στους «τυφλοπόντικες» που φοβούνται την πολιτική αντιπαράθεση. Υποστηρίζει ότι ο όρος «τσάρος» που του αποδόθηκε, δεν τον εκφράζει. Αυτός είναι ο Γεράσιμος Αρσένης.

Ο Γεράσιμος Αρσένης γεννήθηκε το 1931στην Κεφαλλονιά, από πατέρα και μητέρα κεφαλλονίτες. Γιος υπαλλήλου της Εθνικής Τράπεζας, αναγκάζεται από μικρός να ταξιδέψει ανά την Ελλάδα, αποκτώντας μια «πανοραμική»όψη της χώρας μας. Η Καλαμάτα, τα Κύθηρα, η Εύβοια, η Ζάκυνθος και τέλος η Αθήνα αποτελούν σταθμούς στο οδοιπορικό του. Στην πρωτεύουσα αγκυροβολεί, τελειώνει το Βαρβάκειο ως αριστούχος και επιθυμεί να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο θάνατος όμως του πατέρα του τον αναγκάζει να εργαστεί στην Εθνική Τράπεζα. Ανήκει σ’ εκείνη τη γενιά που «ήταν πολύ μικρή για να έχει συνειδητή συμμετοχή στον πόλεμο και τον Εμφύλιο, μπήκε στο Πανεπιστήμιο σε μια εποχή που όλα είναι νεκρά και καταπιεσμένα, γι’ αυτό διαλέγει και τη φυγή στο εξωτερικό».

Το 1949 μπαίνει στη Νομική, χωρίς να τον συγκινεί. Περισσότερο τον ελκύουν οι δραστηριότητες του στην Εθνική Τράπεζα. Ο Ξενοφών Ζολώτας τον παροτρύνει να ασχοληθεί με τα οικονομικά. Παίρνει το πτυχίο και του Οικονομικού Τμήματος. Ο καθηγητής του κ. Ζολώτας λεει στον ίδιο και τους συμφοιτητές του ότι η επιστήμη εξελίσσεται στο εξωτερικό και τους παροτρύνει να ξενιτευτούν αν θέλουν να βοηθήσουν τον τόπο. Ο Γεράσιμος Αρσένης προτιμά να αξιοποιήσει την υποτροφία του για να γραφτεί στο Μ.Ι.Τ. γιατί «εκεί τα οικονομικά έχουν μια κλήση προς τα Μαθηματικά, τα οποία αγαπούσα από μικρός». Στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης κάνει και τα μεταπτυχιακά του στην Ανάπτυξη και την Οικονομετρία. Ετοιμάζεται να επιστρέψει στην πατρίδα, όταν ένας από τους καθηγητές του – o Samuelson – τον στέλνει για 8 μήνες τον ΟΗΕ, με σκοπό να εκπονήσει μελέτη περί των όρων του εμπορίου μεταξύ Βορρά και Νότου. Είναι μια από τις σημαντικότερες καμπές στη ζωή του.

Οι 8 μήνες γίνονται χρόνια, που κάνουν όμως τον Κεφαλλονίτη οικονομολόγο παγκόσμια γνωστό. Το 1964 παίρνει μέρος στο Συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) στη Γενεύη, όπου υποστηρίζει ότι ο τρόπος διασύνδεσης των χωρών του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου δημιουργεί προϋποθέσεις ταχύτερης ανάπτυξης των πρώτων σε βάρος των δεύτερων, ενώ μετρά σε 20 δισεκατομμύρια δολάρια – ποσό δυσθεόρατο την εποχή εκείνη – το κονδύλι που πρέπει να μεταφερθεί από το Βορρά στο Νότο για να υπάρξει ισόρροπη ανάπτυξη. Η θέση αυτή χαρακτηρίζεται ως επαναστατική ιδέα και αποτελεί την θεωρητική θεμελίωση της παγκόσμιας συνεργασίας και αλληλεγγύης. Τότε γνωρίζεται με πολλές προσωπικότητες του Τρίτου Κόσμου, όπως με τους Νάσσερ, Νεχρού, Σουκάρνο και Τσε Γκεβάρα.

Την ίδια χρονιά γίνεται Διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ανάπτυξης του ΟΟΣΑ, σε ηλικία 33 χρονών – ο νεότερος διευθυντής στην ιστορία του Οργανισμού. Μετά από 2,5 χρόνια, αντιλαμβάνεται ότι οι προσπάθειες βοήθειας του Νότου πέφτουν στο κενό. Αναλαμβάνει τη θέση του Διευθυντού στο Τμήμα Ανάπτυξης και Διεθνών Νομισματικών Θεμάτων της UNCTAD και στη συνέχεια ολόκληρης της Οργάνωσης αυτής του ΟΗΕ.

Κάνει την πρώτη του πολιτική εμφάνιση στην Ελλάδα το 1980, στο Συνέδριο που διοργάνωσε το ΠΑΣΟΚ στην Πάντειο Σχολή, με θέμα «Η μετάβαση στο Σοσιαλισμό». Διπλά σημαντικό γι αυτόν γεγονός αφού τότε γνωρίζει και την μετέπειτα σύζυγο του, Λούκα Κατσέλη. Προτείνει στον Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο γνωρίζει από την Αμερική, να δημιουργήσει ένα άτυπο επιτελείο που θα καταρτίσει το πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών. «Αυτή ήταν και η βασική μου τοποθέτηση στην Πάντειο: ότι τα πάντα θα κρίνονταν τις πρώτες 100 ημέρες…». Ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αποδέχεται την πρόταση και ο Γεράσιμος Αρσένης αποφασίζει να γυρίσει μόνιμα στην Ελλάδα.

«Ήταν η στιγμή που άρχιζα να επωφελούμαι μίας μακρόχρονης επένδυσης στο εξωτερικό. Είχα όμως μια ανεκπλήρωτη επιθυμία, να γυρίσω στην Ελλάδα, να κάνω κάτι για τον τόπο μου. Το συζήτησα πολλές φορές με τον Ανδρέα, οι σχέσεις μου με τον οποίο ξεκίνησαν το 1962 ως επιστημονικές και όχι πολιτικές, επικοινωνούσαμε κατά συνέπεια κάπως διαφορετικά. Είδα ότι το ’81 ήταν ίσως μια μοναδική ευκαιρία για την Ελλάδα. Από το κάλεσμα αυτό δεν έπρεπε να λείψει κανείς. Ξέρετε, εμείς που ζήσαμε στο εξωτερικό, αλλά αρνηθήκαμε να γίνουμε κοσμοπολίτες, δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στην έννοια της πολιτιστικής παράδοσης και της πατρίδας. Είπα λοιπόν στον Ανδρέα ότι ήμουν διατεθειμένος να γυρίσω».

Το 1981 γίνεται Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, πιστεύοντας ότι σημαντικό ρόλο στην επιτυχία του εγχειρήματος της Αλλαγής θα διαδραματίσει ο εκσυγχρονισμός του τραπεζικού συστήματος. Λίγους μήνες αργότερα γίνεται υπουργός Εθνικής Οικονομίας και χαρακτηρίζεται «τσάρος», κάτι που τον ενοχλεί γιατί του προσδίδει την εικόνα του αυταρχικού, μια εικόνα αντίθετη – όπως λέει – στον χαρακτήρα του και τον ιδεολογικό του προσανατολισμό.

Τον ρωτάμε αν είναι ικανοποιημένος από την εφαρμογή ή μη του περίφημου πλέον προγράμματος των 100 ημερών. «Όχι, απαντά. Κι αυτό γιατί δεν εφαρμόσθηκε. Το ΠΑΣΟΚ ανέβηκε στην εξουσία καλλιεργώντας διαφορετικές προσδοκίες και ήταν αυτές που κυριάρχησαν στην αρχή. Στοιχεία του προγράμματος αυτού αναγκάσθηκε το ΠΑΣΟΚ να εφαρμόσει τον Νοέμβριο του ’82, όταν εγώ είχα μόλις αναλάβει ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας και εξήγγειλα τον ετεροχρονισμό της ΑΤΑ και την υποτίμηση της δραχμής, αναλαμβάνοντας και το πολιτικό κόστος». Δεν κατηγορεί πάντως το ΠΑΣΟΚ για την μη εφαρμογή του προγράμματος αυτού, αλλά την λάθος διαπαιδαγώγηση του εκλογικού του σώματος. «Ήταν αφελές εκ μέρους μου να θέλω να κάνω κάποια πράγματα που δεν ήταν εφικτά, λόγω της κοινωνικής δυναμικής που έφερε το Κίνημα στην κυβέρνηση και η οποία απαιτούσε δύο πράγματα: δημοκρατία – κάτι που έκανε το ΠΑΣΟΚ – και κοινωνική πολιτική. Κι όταν δεν έχεις ετοιμάσει το εκλογικό σου σώμα για τολμηρές μεταρρυθμίσεις με θυσίες, για δημοκρατικές ρήξεις, τότε δημιουργούνται προβλήματα. Βέβαια, το να κάνεις κριτική εκ των υστέρων είναι εύκολο, όλοι μοιάζουμε σοφοί. Όμως το λεω για να μάθουμε κάτι από αυτή την εμπειρία. Σήμερα παρουσιαζόμαστε ως ένα κόμμα με κυβερνητική προοπτική και θα πρέπει να προσέξουμε ώστε να βρούμε τη σωστή αντιστοιχία ανάμεσα στην κοινωνική συμμαχία που θα μας οδηγήσει στην κυβέρνηση και στο πρόγραμμα που θα ζητήσουμε να στηρίξει αυτή η συμμαχία».

Ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας «χρεώνεται με αντιδημοφιλείς αποφάσεις: ετεροχρονισμός της ΑΤΑ, υποτίμηση της δραχμής. Εξακολουθεί και θεωρεί αναγκαίες αυτές τις επιλογές. Και εξηγείται: «Οι αποφάσεις αυτές ήταν σωστές. Είχαν όμως πολιτικό κόστος, που ήμασταν αναγκασμένοι να το λαμβάνουμε υπ’ όψη συνεχώς στην πρώτη τετραετία. Έτσι τα αναγκαία μέτρα τα πήραμε με καθυστέρηση το 1982 γιατί τον Οκτώβριο είχαμε δημοτικές εκλογές.»

Το ’83 ήταν η μόνη χρονιά που δεν είχαμε πολιτικές διαταράξεις γι’ αυτό και εφαρμόσαμε ένα οικονομικά αυστηρό πρόγραμμα, με πολύ σημαντικά αναπτυξιακά και σταθεροποιητικά αποτελέσματα. Το 1984 ο Ευάγγελος Αβέρωφ αποφασίζει να προσδώσει χαρακτήρα Εθνικών εκλογών στις Ευρωεκλογές και τότε η πρυτανεύουσα άποψη ήταν ότι πάμε για να κερδίσουμε τις εκλογές, άρα θεωρούνταν αδιανόητο να πάρουμε μέτρα με άμεσο πολιτικό κόστος…». Τον Οκτώβριο του ‘84 ο Γεράσιμος Αρσένης προτείνει την διεξαγωγή πρόωρων εκλογών, για να μπορέσει να προχωρήσει το κυβερνητικό έργο με ανανεωμένη την πολιτική εξουσιοδότηση. Πιστεύει μάλιστα ότι ίσως θα ήταν προτιμότερο να χάσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές εμμένοντας σε ένα σωστό κατά την άποψη του προγράμματος, παρά να επιμηκύνεται η παραμονή στην εξουσία χωρίς την παράλληλη εφαρμογή του προγράμματος αυτού. «Βέβαια το δίλημμα αυτό είναι μεταφυσικό πλέον, έχει όμως την εξής έννοια: ότι δεν προχωράς να γίνεις κόμμα εξουσίας, αν το πρόγραμμα και οι θέσεις σου δεν έχουν γίνει κομμάτι της λαϊκής συνείδησης και του κομματικού σου μηχανισμού » υποστηρίζει.

Εκτός όμως από την υποτίμηση και τον ετεροχρονισμό της ΑΤΑ, ο Γεράσιμος Αρσένης υπεραμύνεται και του άρθρου 4 στο νόμο περί κοινωνικοποιήσεων, που όριζε ότι δεν θα μπορούσε να κηρυχθεί απεργία σε έναν από τους υπό κοινωνικοποίηση οργανισμούς, εάν δεν αποφάσιζε κάτι τέτοιο το 50% + 1 από το σύνολο των εργαζομένων θεωρεί άδικη την απομόνωση του άρθρου 4 από τον υπόλοιπο νόμο τον οποίο χαρακτηρίζει ως ριζοσπαστικό και πρωτοποριακό. Και τεκμηριώνει την άποψη του λέγοντας ότι δεν είναι δυνατόν να εμπιστεύεσαι την διαχείριση μιας επιχείρησης στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των εργαζομένων, χωρίς να διασφαλίζεις το δικαίωμα της απεργίας από την κατάχρηση οργανωμένων μειοψηφιών.

Στον ανασχηματισμό που γίνεται τον Ιούλιο του 1985, αφού το ΠΑΣΟΚ έχει εξασφαλίσει την δεύτερη κυβερνητική του θητεία, του προτείνεται το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Παιδείας. Δεν το αποδέχεται «επειδή δεν είχαν ξεκαθαριστεί οι ευθύνες των μεταρρυθμίσεων που έπρεπε να γίνουν. Είχα ήδη μια εμπειρία από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Εάν δεν έχεις εκ των προτέρων ένα πρόγραμμα, κάποιες δεσμεύσεις, θα φρακάρεις». Έτσι δεν μπαίνει στην κυβέρνηση. Ακολουθεί το σταθεροποιητικό πρόγραμμα, με το οποίο διαφωνεί όχι γιατί δεν χρειάζονται μέτρα, αλλά γιατί «η ειδική μορφή της λιτότητας δεν με βρίσκει σύμφωνο». Ήδη έχει δημιουργηθεί το ρήγμα στην ΓΣΕΕ και οι συνδικαλιστές που έχουν αποχωρήσει από την ΠΑΣΚΕ συγκροτούν την ΣΣΕΚ. «Τότε κάνω γνωστή την πρόθεση μου να μιλήσω στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής στη Χαλκίδα. Μία εβδομάδα πριν τη συνεδρίαση διαγράφομαι. Παραμένω, μαζί με αυτούς που έχουν αποχωρήσει, στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, έχοντας κριτική θέση, κυρίως στην οικονομική πολιτική και την συνάντηση του Νταβός».

Το καλοκαίρι του 1989 κινείται για τη δημιουργία του «μεγάλου Συνασπισμού», που θα καλύπτει όλες τις πολιτικές δυνάμεις, από την Αριστερά μέχρι τις παρυφές της Δεξιάς. Ως πρώτο δείγμα προτείνει την συνεργασία στις μονοεδρικές, κάτι που δεν αποδέχεται ο Συνασπισμός. «Μετά την κυβέρνηση Τζαννετάκη γίνεται φανερό ότι υπάρχει πρόθεση να διασπασθεί ο ενιαίος χώρος του ΠΑΣΟΚ. Μεσολαβεί το κάλεσμα του Ανδρέα Παπανδρέου προς όσους έχουν κατά καιρούς απομακρυνθεί ή αποχωρήσει από το ΠΑΣΟΚ και επανεντάσσομαι στο Κίνημα στη διαδικασία του Β΄ Συνεδρίου του».

Όμως το διάστημα που βρίσκεται εκτός ΠΑΣΟΚ ασκεί ανοικτή κριτική στο Κίνημα και τον Πρόεδρο του. Σε ένα βιβλίο μάλιστα, με τον τίτλο «Γεράσιμος Αρσένης: Πολιτική Κατάθεση», που περιέχει μια εκτενή του συνέντευξη εφιάλτης εφ’ όλης της ύλης, καταλογίζει αδυναμία στο ΠΑΣΟΚ να έρθει σε ρήξη με «οργανωμένα συμφέροντα» και πολιτικές ευθύνες σον Ανδρέα Παπανδρέου.

«Το ένα δεν αναιρεί το άλλο, μας λεει. Νομίζω ότι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει δεχθεί τις πολιτικές του ευθύνες, κάτι που εγώ θεωρώ αρετή για έναν πολιτικό. Κι εγώ ήξερα τι έπρεπε να κάνω όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν παντοδύναμο για να έχω ήσυχο το κεφάλι μου. Θεώρησα όμως ευθύνη μου να μιλήσω ευθαρσώς για τα λάθη του. Κι αν είχαμε αποφύγει μερικά από αυτά το 1985, δεν θα φτάναμε, ίσως, στο καλοκαίρι του ’89. Το γεγονός ότι υπάρχουν πολιτικές ευθύνες δεν σημαίνει ότι ένας πολιτικός της διορατικότητας και της εμβέλειας του Ανδρέα Παπανδρέου δεν μπορεί να υπερβεί και τον ίδιο του τον εαυτό και την ιστορία του και στην κρίσιμη στιγμή να απευθύνει ένα κάλεσμα που ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο. Κι αυτό του το αναγνωρίζω. Είναι ένας μεγάλος πολιτικός με αστείρευτες δυνάμεις για ανανέωση και δράση.

Πολλοί νυν σύντροφοι του Γεράσιμου Αρσένη υποστήριξαν κατά το παρελθόν ότι επανεντάχθηκε στο ΠΑΣΟΚ σε μια στιγμή αδυναμίας για το ίδιο, με στόχο την εξυπηρέτηση των προσωπικών του φιλοδοξιών. Τις κατηγορίες αυτές, τις αποδίδει σε «τυφλοπόντικες», που φοβούνται την ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση. «Την στιγμή που στη δεύτερη τετραετία όλοι έλεγαν ψιθυριστά ότι στραβά αρμενίζουμε, κανείς δεν είχε την τόλμη να το πει ανοικτά και μάλιστα στον Ανδρέα Παπανδρέου. Εγώ το έκανα ξέροντας ότι θα μπορούσε να ζημιώσει την κομματική μου καριέρα ή τις – υπό στενή έννοια – προσωπικές μου φιλοδοξίες. Το καλοκαίρι του ’89, όταν εγώ στήριξα το ΠΑΣΟΚ, πολλοί από αυτούς τους τυφλοπόντικες φοβούνταν να πουν ότι είναι ΠΑΣΟΚ. Δεν μπήκα στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, αλλά προτίμησα να κατεβώ υποψήφιος στην Κεφαλλονιά, ξέροντας ότι μάλλον δεν θα βγω. Τον Απρίλη του ’89 εκτέθηκα στην Αθήνα, αντίθετα από τις συμβουλές ορισμένων. Νομίζω ότι αυτή η ιστορία – έχει πια κριθεί από δύο γεγονότα: με την σειρά που με εξέλεξε στην Κεντρική Επιτροπή το Συνέδριο – 6ο – και με την εκλογή μου στην δεύτερη θέση στην Α΄ Αθήνας στις Βουλευτικές εκλογές το 1990. Εγώ δεν εννοώ το κόμμα σαν ένα σωματείο που παίζονται συσχετισμοί παρεών. Θεωρώ την πολιτική ως προσφορά αφού άτομα που έχουν τα κότσια να πουν την άποψη τους και να την παλέψουν ανοικτά.»

Στους ισχυρισμούς του Γεράσιμου Αρσένη αντιτάσσουμε την ανοικτή υποστήριξη που του παρέχει γνωστό δημοσιογραφικό συγκρότημα, το οποίο μάλιστα φέρεται να τον «προωθεί» στο ανώτατο των κομματικών αξιωμάτων. Απαντά κατηγορηματικά: «Αυτά τα παιχνίδια άνευ πολιτικού περιεχομένου, πρέπει να σταματήσουν. Όπως όλοι οι πολιτικοί, έτσι κι εγώ πρέπει να κριθώ από την πολιτική μου άποψη, τη δράση και την ιστορία μου. Διάφορα συγκροτήματα υποστηρίζουν κατά καιρούς διάφορους πολιτικούς αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι της φτώχειας του πολιτικού λόγου , αναζητώ πολιτικό διάλογο και δεν τον βρίσκω. Και θα περίμενα από τον Τύπο να με ρωτήσει για το που στέκομαι σ’ ένα θέμα, ποιες είναι οι απόψεις μου. Τότε θα δούμε ποιοι είναι οι συντηρητικοί ή οι αριστεροί, οι εκσυγχρονιστές ή οι λαϊκιστές…»

Ένα θέμα που ταλαιπώρησε όλους τους πολιτικούς χώρους στην Ελλάδα και εξακολουθεί να τους ταλαιπωρεί υπό το πρίσμα των διεθνών εξελίξεων και το οποίο ταυτόχρονα έδωσε την αφορμή για οριοθετήσεις «ρευμάτων» ή «τάσεων» στο ΠΑΣΟΚ είναι η στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα: Ευρωπαϊκή ή Εθνοκεντρική; Ο Γεράσιμος Αρσένης τάσσεται σαφώς υπέρ της δεύτερης και το εξηγεί : «Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι μέλος της ΕΟΚ, η οποία όμως αδυνατεί ν’ αναπτύξει ενιαία εξωτερική πολιτική. Πρέπει να δουλέψουμε μέσα στην ΕΟΚ για μια ενιαία, ευρωπαϊκή πολιτική αλλά τα πρακτικά αποτελέσματα δεν θα φανούν στο ορατό μέλλον. Η αδυναμία της Ευρώπης να εμφανίσει μια δική της πολιτική διάσταση στην διεθνή σκακιέρα, απονευρώνει και τη διαδικασία ολοκλήρωσης της οικονομικής συνεργασίας. Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στα Βαλκάνια έδειξαν ετούτο: ότι η Ελλάδα είναι σαν ένα νησί, αποκομμένη από την στεριά της Ευρώπης, τη στιγμή που δίπλα μας αναπτύσσονται πολιτικά μορφώματα που δεν είναι ευνοϊκά για τη χώρα μας. Αυτό που πρέπει να κάνει το ΠΑΣΟΚ είναι να αναπτύξει μια εθνική στρατηγική την οποία θα ενσωματώσει στην Ευρωπαϊκή πολιτική. Για παράδειγμα, αν έχουμε ένα πραγματικά πατριωτικό μέτωπο στη χώρα μας που να στηρίζεται σε μια οικονομία που «περπατάει», μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ιδιότητα μας ως μέλους της Κοινότητας ώστε να γίνουμε σταθεροποιητικός παράγοντας στα αποσταθεροποιημένα Βαλκάνια και παράλληλα να αντιμετωπίσουμε τις άνομες βλέψεις της Τουρκίας. Αυτό σημαίνει ότι η λύση θα έρθει από την Αθήνα και όχι από τις Βρυξέλλες…»

Η αμέσως επόμενη ερώτηση που του υποβάλλουμε σχετίζεται – όπως είναι φυσικό – με την οικονομία και το πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ: ποιές είναι οι απαντήσεις που δίνει στα τεράστια και σωρευμένα προβλήματα; Με νέα λιτότητα; Με θυσίες, από ποιούς και για ποιούς; «Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται είναι ένα κλίμα αποδοχής και στήριξης. Έχει τεράστια σημασία ένα οικονομικό πρόγραμμα να είναι προϊόν συνεννόησης της κοινωνίας και να στηρίζεται από ευρύτατα στρώματα». Αυτή είναι και η πεμπτουσία του κοινωνικού συμβολαίου που προτείνει το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Βάσει αυτού του κλίματος, υποστηρίζει η ο Γεράσιμος Αρσένης, πρέπει να προχωρήσουμε με τολμηρά βήματα και πολιτικό θάρρος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα καταναλωτικά ελλείμματα του Δημοσίου τομέα πρέπει να μειωθούν. Η μείωση αυτή όμως δεν θα προέλθει κυρίως από τη μείωση των δαπανών «όπως κάνει σήμερα η Ν.Δ», αλλά από την αύξηση των φορολογικών εσόδων. «Αυτή τη στιγμή 400.000 συνταξιούχοι δηλώνουν διπλάσιο εισόδημα και φορολογούνται ανάλογα απ’ ότι 1.000.000 επαγγελματίες, επιχειρηματίες και βιομήχανοι. Αυτό πρέπει να αλλάξει». Δεύτερο βήμα, σύμφωνα με τον κ. Αρσένη, είναι η αλλαγή του ποσοστού του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος που πηγαίνει σε αποταμίευση και επένδυση, από αυτό που πηγαίνει για κατανάλωση. «Αυτό που προτείνουμε είναι να κατευθυνθεί το μεγαλύτερο ποσοστό της αύξησης της παραγωγής – που θα γίνει στα πλαίσια του κοινωνικού συμβολαίου – στην επένδυση. Γνωρίζουμε ότι αν σοβαρευτούμε στη δουλειά μας και συνεργαστούμε καλύτερα, μπορούμε να αυξήσουμε την αποδοτικότητα μας τουλάχιστον κατά 3% ετησίως και στη διάρκεια ενός τριετούς προγράμματος κατά 9%. Εμείς θα λέγαμε ότι το 3% θα μπορούσε να πάει στην κατανάλωση, με τη μορφή αύξησης των εισοδημάτων και το υπόλοιπο 6% σε επενδύσεις. Έτσι θα μπορέσουμε να πλησιάσουμε τις επιδόσεις των εταίρων μας στην Κοινότητα, συνδυάζοντας σταθεροποίηση και ανάπτυξη ταυτόχρονα. Από τα παραπάνω συνάγεται και ποιά θα είναι η εισοδηματική πολιτική: συγκρατημένη, χωρίς όμως να μειώνεται το εισόδημα. Παράλληλα θα συνοδεύεται από ένα πλαίσιο συμφωνίας τόσο των μισθών, όσο και των τιμών, αφού «δεν μπορείς να κάνεις αντιπληθωριστική πολιτική παρεμβαίνοντας μόνο στην αγορά εργασίας, καθηλώνοντας τους μισθούς και αφήνοντας ελεύθερες όλες τις τιμές». Απαραίτητος θεωρείται ταυτόχρονα κι ο εκσυγχρονισμός του Δημοσίου Τομέα, που μπορεί να χρειαστεί πολλά χρόνια, «κάποτε όμως πρέπει να γίνει η αρχή. Χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ έχουμε τη δυνατότητα να απορροφήσουμε διπλάσια ή και τριπλάσια ποσά από την ΕΟΚ, δεν το κάνουμε γιατί ο μηχανισμός δεν είναι προσανατολισμένος αναπτυξιακά, αλλά γραφειοκρατικά». Απαραίτητο πλαίσιο όλων των παραπάνω, κινητοποίηση για ένα σύστημα Παιδείας που θα την φέρει πιο κοντά στις αξίες που πρέπει να προωθηθούν στην κοινωνία, αλλά και στην παραγωγή. «Στο κάτω – κάτω της γραφής, η πορεία της ελληνικής κοινωνίας θα εξαρτηθεί από την επένδυση που θα κάνει στο ανθρώπινο δυναμικό της», καταλήγει.

Ο Γεράσιμος Αρσένης ήρθε πρόσφατα στην επικαιρότητα, μετά την γνωστή πρόταση Κατσανέβα για τη δημιουργία μιας τριμελούς γραμματείας που θα ηγηθεί του ΠΑΣΟΚ. Ο ίδιος θεωρεί την πρόταση αυτή εκτός χρόνου. «Σήμερα δεν υπάρχει θέμα διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ, αφού όλοι αποδεχόμαστε την αναγκαιότητα ενεργούς συμμετοχής και της Προεδρίας του Ανδρέα Παπανδρέου στο κίνημα.. Και εγώ πιστεύω – και το εύχομαι – ότι με τον Ανδρέα Παπανδρέου θα κερδίσουμε ενωμένοι τις εκλογές. Ειλικρινά πιστεύω ότι ο κόσμος δεν θέτει θέμα διαδοχής αλλά θέμα λειτουργίας των θεσμών στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό που διερωτάται ο κόσμος είναι εάν θα αντέξουν οι μηχανισμοί του ΠΑΣΟΚ τις διαδικασίες διαδοχής και τηρηθεί η ενότητα, όταν τεθεί ένα τέτοιο θέμα. Εκεί είναι το πρόβλημα βαριά πέφτει η ευθύνη στο Εκτελεστικό Γραφείο, την Κεντρική Επιτροπή και κυρίως στα επώνυμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να πείσουν τον κόσμο ότι όλοι μας, ατομικά και συλλογικά, είμαστε εγγυητές και θεματοφύλακες του καταστατικού και των διαδικασιών θα στηρίξουμε τις όποιες αποφάσεις ληφθούν και θα προστατεύσουμε την ενότητα μας. Εάν αυτό μπορέσουμε να το περάσουμε στην βάση με την καθημερινή μας συμπεριφορά και δράση, νομίζω ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα και θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε μπροστά σε μια νικηφόρα πορεία ».

Όσον αφορά τις προσωπικές του φιλοδοξίες, δηλώνει ότι η πολιτική δράση και τα γεγονότα – και όχι το πολιτικό μάρκετινγκ – γεννούν τους αρχηγούς. Και τα γεγονότα που γεννούν αρχηγούς δεν έχουν ακόμη συμβεί. «Φυσικά όλοι όσοι έχουν μια πολιτική άποψη, έχουν τη φιλοδοξία να την εκφράσουν κι αυτό είναι απόλυτη θεμιτό», προσθέτει.

Ζητάμε από τον Γεράσιμο Αρσένη να κρίνει πολιτικά, βάσει των απόψεων και της δράσης τους, «εχθρούς» και «φίλους». Και μετά από βασανιστικό θα έλεγε κανείς σκέψη, το κάνει:

Κ. Μητσοτάκης: ακατάλληλος για πρωθυπουργός

Μ. Έβερτ: καλός στους τακτικούς ελιγμούς, δυνατός σε ζητήματα κομματικής οργάνωσης, έχει πολιτικό αισθητήριο, δεν είμαι σίγουρος για το τι πιστεύει τελικά.

Α. Σαμαράς: το πολιτικό του μέλλον θα κριθεί από το αν ωριμάσει σωστά ή όχι. Έχει πάντως δρόμο να διανύσει και πολλά να μάθει.

Χ. Φλωράκης: Θα έπρεπε να με είχε ακούσει τον Μάη του ‘ 89 και να προχωρήσει στον μεγάλο Συνασπισμό – με το ΠΑΣΟΚ μέσα – για ένα ευρύ προοδευτικό μέτωπο.

Μ. Δαμανάκη: Τεκμηριωμένη, μελετημένη και άκρως αποτελεσματική, κοινοβουλευτική εκπρόσωπος.

Α. Παπαρήγα: Έχει το προσόν να είναι από την Κεφαλονιά (…) και νομίζω ότι έχει πολύ περισσότερη πολιτική κρίση και δυναμισμό απ’ ότι της αποδίδει ο Τύπος.

Γ. Γεννηματάς: καλός σύντροφος

Κ. Σημίτης: το ίδιο και αυτός. Όλοι είναι καλοί σύντροφοι …

Ο Γεράσιμος Αρσένης, παρά την εικόνα που έχει δώσει – πιθανά – προς τον πολύ κόσμο, δεν ασχολείται μόνο με την πολιτική και την οικονομία. Πολλές ώρες τις περνάει στο σπίτι με την οικογένεια του. Είναι μάλιστα πολύτεκνος. Από τον πρώτο του γάμο έχει δύο παιδιά, τον Διονύση – 30 ετών – και τον Ανδρέα – 24 ετών. Και οι δύο ζουν στην Αμερική. Από την άλλη πλευρά και η σύζυγος του Λούκα έχει από τον πρώτο της γάμο ένα γιό, τον Δημήτρη, 16 ετών. Ενώ όμως είναι και παππούς – ο Ανδρέας είναι πατέρας ενός αγοριού που φέρει το όνομα Γεράσιμος – αποφασίζουν με την σύζυγο του να κάνουν μαζί ένα παιδί. «Τα παιδιά μας εντυπωσιάστηκαν από το τόλμημα μας, αλλά τόσο η Λούκα όσο και εγώ αισθανόμαστε ώριμοι για να δώσουμε αυτά που πιστεύουμε σε ένα παιδί. Από την άλλη τώρα δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε την ολοκλήρωση του πολύ στενού δεσμού μας, χωρίς το παιδί. Άλλωστε θέλαμε και ένα κοριτσάκι» μας λέει. Καρπός αυτή της σχέσης είναι η Αμαλία, ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, ενός έτους. Μαζί της περνάει πολλές ώρες της ημέρας, κάτι που τον ενθουσιάζει και φαίνεται ότι τον αναζωογονεί.

Τον ξεκουράζουν επίσης οι περίπατοι στη φύση, ενώ ιδανική βραδιά για αυτόν είναι να μείνει στο σπίτι με την σύζυγο του και στενή παρέα φίλων συζητώντας – «όχι απαραίτητα για πολιτική» – η ακούγοντας μουσική. Είναι «αδιόρθωτα κλασικός» όσον αφορά τη μουσική και προτιμά τον Βιβάλντι, τον Μπάχ και τον Μότσαρτ.

Λόγω των υποχρεώσεων του δεν κατορθώνει να παρακολουθήσει όσο συχνά θέλει ένα κινηματογραφικό ή θεατρικό έργο, προς απογοήτευση της καλλιτεχνικής οικογένειας της κυρίας Κατσέλη. Όμως βρίσκει χρόνο για να αφιερώσει στη μελέτη που κάνει για την Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών, με θέμα « Το περιβάλλον, η φτώχεια και η ανάπτυξη». Αφορμή για την μελέτη αυτή στάθηκε η αυξανόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, κάτι που έχει σχέση με την οργάνωση παραγωγής. «Παλαιά ο ανταγωνισμός ήταν για το ποιός θα έχει στην κατοχή του πρώτες ύλες, αγορές και τεχνολογία. Τώρα υπάρχει μια άλλη αλληλεξάρτηση: οι Σκανδιναβικές χώρες π.χ. αρχίζουν και ανησυχούν για το πως αναπτύσσεται η παραγωγή και η τεχνολογία στη Βραζιλία, γιατί αν καταστραφεί το δάσος στην Αμαζόνιο περιοχή, αυτό θα έχει επιπτώσεις στο όζον στο Βόρειο Πόλο».

Άλλο ένα θέμα που τον απασχολεί – το χόμπι του – είναι η μελέτη των Ομηρικών κειμένων. Υποστηρίζει μάλιστα ότι αν πάρεις την Οδύσσεια σαν ένα ταξιδιωτικό εγχειρίδιο και το ακολουθήσεις κατά γράμμα, θα διαπιστώσεις ότι η Ομηρική Ιθάκη δεν βρίσκεται στη νήσο Ιθάκη, αλλά κάπου κοντά στον Πόρο της Κεφαλλονιάς, όπου πρόσφατα ανακαλύφθηκαν από τον Πρόεδρο της Κοινότητας, Μάκη Μεταξά, μυκηναϊκά ευρήματα και τάφοι. Το γεγονός αυτό τον διεγείρει, γιατί βρήκε ένα μέρος της ιστορίας μας που ήταν θαμμένο για χιλιετίες, βασισμένος στην πιστή ερμηνεία του Οδυσσέα και στο ενθουσιασμό του «πιονέρου».

Δεν αποκλείεται λοιπόν να βρήκε την Ομηρική Ιθάκη. Ποιά είναι η προσωπική του «Ιθάκη»; «Είναι πολύ πέρα στο βάθος. Δεν είναι να ξαναβρείς το σπίτι σου, την οικογένεια σου. Είναι όταν θαρθει η στιγμή να κλείσεις τα μάτια σου να έχεις την αίσθηση ότι στο πέρασμα σου απ’ αυτή τη γη, άφησες κάποια αποτυπώματα – χρήσιμη κληρονομιά γι’ αυτούς που μένουν πίσω…».

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn