Μια ιστορική ματιά στις κρίσεις Χρέους

            Το πρόβλημα της υπερχρέωσης της Ελλάδας και άλλων χωρών του «Νότου» της Ευρωζώνης επαναφέρει στην επικαιρότητα θεωρητικές αναλύσεις και την πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τις παγκόσμιες κρίσεις χρέους που χαρακτήρισαν το πρώτο ήμισυ του περασμένου αιώνα.

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις ιστορικές αναφορές, είναι σκόπιμο να ξεκαθαριστεί η έννοια του «βάρους του χρέους» και να αποκωδικοποιηθεί ο όρος «κρίση χρέους».

Συχνά λέγεται ότι το χρέος μιας χώρας είναι βάρος στους πολίτες και στην οικονομία της.  Αυτό δεν είναι πάντα αληθές.  Είχαμε μια κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, αρκετό καιρό πριν, τη δεκαετία του 90, όταν ο τότε Πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης μου άσκησε κριτική – ως πρώην Υπουργού Εθνικής Οικονομίας – σχετικά με την αύξηση του χρέους στην Ελλάδα, λέγοντας ότι κάθε νεογέννητο στην Ελλάδα, γεννιόταν με ένα χρέος 20.000 €.  Αυτό δεν είναι αληθές.

Όταν η κυβέρνηση δανείζεται από τους πολίτες της και ξοδεύει, έχουμε εσωτερικό χρέος.  Τι συμβαίνει στην περίπτωση αυτή;  Πολύ απλά, εκδίδονται ομόλογα από το κράτος τα οποία αγοράζουν π.χ. ο πολίτης Νίκος και Γιώργος και τα έσοδα αυτά, με την μορφή κρατικών εκταμιεύσεων (disbursements) δίνονται π.χ. στον Γεράσιμο και τον Σπύρο.  Από λογιστικής άποψηςοι ροές αυτές, τα συν και τα πλην, αλληλοακυρώνονται.  Το εθνικό εισόδημα δεν μεταβάλλεται.  Τι γίνεται τώρα με την αποπληρωμή του χρέους;  Πολύ απλά, η κυβέρνηση φορολογεί τους πολίτες Α και Β και πληρώνει τους δικαιούχους των ομολόγων Γ και Δ, τον Νίκο και τον Γιώργο.  Έτσι και εδώ, οι ροές αλληλοακυρώνονται.  Το εσωτερικό χρέος δεν μειώνει το εθνικό εισόδημα, αλλά ούτε και το αυξάνει.  Επομένως, δεν υπάρχει εθνικό βάρος όταν έχουμε εσωτερικό χρέος.  Ο κ. Μητσοτάκης είχε δίκιο όταν είπε ότι κάθε νεογέννητο στην Ελλάδα γεννιόταν με ένα χρέος 20.000€.  Αλλά δεν συμπλήρωσε ότι, την ίδια στιγμή, το ίδιο νεογέννητο γεννιέται και με μια περιουσία 20.000 € σε ομόλογα που ανήκουν στην ελληνική κοινωνία, αφού το χρέος είναι εσωτερικό.  Επομένως να ξεκαθαριστεί αυτή η σύγχυση: το εσωτερικό χρέος δεν προκαλεί βάρος .

Η εικόνα όμως είναι τελείως διαφορετική όταν έχουμε εξωτερικό χρέος, όταν δηλαδή δανειζόμαστε από πολίτες άλλων χωρών.  Στην περίπτωση αυτή, αυτό που κάνουμε όταν εκδίδουμε ομόλογα είναι να μεταφέρουμε πόρους από το εξωτερικό στην οικονομία μας, γεγονός που μας επιτρέπει να ξοδεύουμε περισσότερο από ότι παράγουμε.  Τι συμβαίνει στην αποπληρωμή του χρέους αυτού;  Το αντίστροφο, αφού πρέπει να φορολογήσουμε τους πολίτες μας προκειμένου να επιστρέψουμε τους πόρους στο εξωτερικό.  Επομένως, πρέπει να ζήσουμε με λιγότερους πόρους από αυτούς που παράγουμε αφού μέρος του εθνικού μας εισοδήματος μεταφέρεται εκτός χώρας.  Αυτό πράγματι είναι «βάρος του χρέους».

Το χρέος δεν είναι απαραίτητα κακό, εξαρτάται τι κάνεις με αυτό.  Αν δανείζεσαι για να διατηρήσεις την κατανάλωση πάνω από το επίπεδο του εισοδήματός σου, τότε αυτό το χρέος θα είναι καταστροφικό για τις αναπτυξιακές σου δυνατότητες.  Αν όμως, από την άλλη μεριά, χρησιμοποιείς το δανεισμό σου για αναπτυξιακούς σκοπούς και αυξάνεις το εισόδημά σου, τότε το εξωτερικό χρέος μπορεί να είναι θετικό.

Από την θεωρία αλλά και την ιστορική εμπειρία γνωρίζουμε ότι επιτυχής πορεία δανεισμού επιτυγχάνεται όταν, ο ρυθμός αύξησης του ονομαστικού Εθνικού εισοδήματος, r, είναι υψηλότερος από το επιτόκιο του χρέους, i, ζυγιασμένο από το λόγο του χρέους, D, προς το ονομαστικό εθνικό εισόδημα, Y:
r ≥ i (D/Y)

Έτσι, σε μια αντιπροσωπευτική περίπτωση που το r είναι 5%, το επιτόκιο είναι 3% και το χρέος είναι 60% του ονομαστικού εθνικού εισοδήματος, έχουμε 5>1.8.
Θα μου πείτε ότι ναι μεν αντιμετωπίζουμε με αυτό την πληρωμή των τόκων αλλά δεν προβλέπεται τίποτα για την αποπληρωμή του κεφαλαίου.  Θα σας απαντήσω «ξεχάστε το».  Αφού η χώρα μπορεί να πληρώνει τους τόκους χωρίς να επηρεάζεται το επίπεδο διαβίωσης της χώρας, οι δανειστές θα είναι πρόθυμοι να συνεχίσουν να δανείζουν στη χώρα και να μετακυλύουν την πληρωμή των χρεολυσίων.  Η οικονομική εμπειρία μας δείχνει ότι στην πραγματικότητα οι χώρες ποτέ δεν αποπληρώνουν το χρέος τους γιατί το μετακυλίουν.  Για παράδειγμα, οι ΗΠΑ που είχαν τεράστιο χρέος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Βιετνάμ, πολύ απλά, πέτυχαν ρυθμούς ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερους από το επιτόκιο, μετακύλησαν το χρέος κι έτσι, καθώς το εθνικό εισόδημα αυξανόταν σημαντικά μέσα στις δεκαετίες, το χρέος έγινε ένα μικρό ποσοστό του εθνικού εισοδήματος.  Αυτό είναι ένα παράδειγμα επιτυχούς δανεισμού.

Πρόβλημα προκύπτει όταν ο ρυθμός της ανάπτυξης είναι κατώτερος του επιτοκίου.  Για παράδειγμα μια χώρα που δεν αναπτύσσεται, έχει 2% πληθωρισμό και 6% επιτόκιο, όπως είναι οι περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας.  Η χώρα είναι υποχρεωμένη να εξυπηρετήσει το χρέος μειώνοντας το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών της.  Αυτό οδηγεί σε κοινωνική αναστάτωση και οι ξένοι δανειστές όχι μόνο αρνούνται να χορηγήσουν νέα δάνεια αλλά αρνούνται και τη μετακύλιση του υπάρχοντος χρέους.  Ζητούν άμεση αποπληρωμή.  Αυτός είναι ο ορισμός της κρίσης χρέους.  Η παγκόσμια ιστορία είναι γεμάτη από κρίσεις χρέους.  Στην πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκοί πόλεμοι των περασμένων αιώνων ήταν συνέπεια κακής διαχείρισης κρίσεων χρέους.

Υπάρχουν δύο τρόποι αντιμετώπισης της κρίσης χρέους.  Η βιώσιμη λύση επιτυγχάνεται με μέτρα που εξασφαλίζουν την επαναφορά της οικονομίας σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης επιτρέποντας στη χώρα την εξυπηρέτηση του χρέους χωρίς να επηρεαστεί το επίπεδο διαβίωσης, απλά επιστρέφοντας μέρος του πλεονάσματος που έχει παραχθεί.  Συνήθως, όμως, επικρατεί κοντόφθαλμη επιβολή μέτρων λιτότητας και είσπραξης τοκοχρεολυσίων, που ακυρώνει την αναπτυξιακή προοπτική και βυθίζει τη χώρα σε υφεσιακό αδιέξοδο.

Ως οικονομολόγος και στέλεχος του ΟΗΕ, διαπραγματεύτηκα ως εμπειρογνώμων 22 περιπτώσεις κρίσεων χρέους, στο πλαίσιο του Κλαμπ των Παρισίων.  Από την εμπειρία μου αυτή έβγαλα ένα συμπέρασμα που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.  Η διαχείριση μιας κρίσης χρέους έχει επιτυχή έκβαση μόνο όταν ο δανειζόμενος έχει διαπραγματευτική ισχύ και μπορεί να πιέσει τους δανειστές να δεχθούν την αναπτυξιακή λύση.  Επομένως χρειάζεται διαπραγματευτική ισχύς.

Η δραματική διαφορά ανάμεσα στην αναπτυξιακή προσέγγιση και στην πολιτική λιτότητας είναι εμφανής στην ιστορική εμπειρία της Γερμανίας.  Θέλω να αφιερώσω τις επισημάνσεις αυτές στην Καγκελάριο Μέρκελ και τους συνεργάτες της που, όπως η Δυναστεία των Βουρβόνων, «δεν ξέχασαν τίποτα από την ιστορία αλλά δεν έμαθαν και τίποτα απ΄ αυτήν».

Αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν σκληρούς όρους αποπληρωμής του χρέους και καταβολής αποζημιώσεων.  Οι όροι ήταν τόσο σκληροί που η Γερμανία το 1923 προχώρησε σε στάση πληρωμών.  Κατά τη διάρκεια της κρίσης αυτής – με υπερπληθωρισμό και μαζική ανεργία, αποτελέσματα των μέτρων που είχαν προηγηθεί, όπως και η άνοδος του Ναζισμού – μια Επιτροπή με επικεφαλής τον Αμερικανό Dawes, εισήγαγε το Πρόγραμμα Dawes , πρόγραμμα για το οποίο μάλιστα ο Dawes έλαβε και το Νόμπελ Ειρήνης το 1925.  Τα βασικά μέτρα του προγράμματος αυτού ήταν ότι προέβλεπε ένα χρονοδιάγραμμα καταβολής αποζημιώσεων αλλά και σημαντικές εξαγωγικές πιστώσεις στη Γερμανία, μέσω ενός consortium Αμερικανικών τραπεζών.  Αυτό βοήθησε τη Γερμανία να σταθεροποιήσει την οικονομία της και να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της αλλά, ταυτόχρονα, αύξησε δραματικά την εξάρτησή της από τις ξένες αγορές και οικονομίες.  Κατά κάποιον τρόπο, οι συμμαχικές δυνάμεις εξασφάλισαν νέα δάνεια για τη Γερμανία προκειμένου να αποπληρώσει τα παλαιά της.  Στη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, κατέστη εμφανές ότι η Γερμανία δεν ήταν δυνατόν να είναι συνεπής στις τεράστιες ετήσιες υποχρεώσεις της.
Αποτέλεσμα αυτών ήταν το Πρόγραμμα Young (από το όνομα ενός άλλου Αμερικανού που προήδρευε της Επιτροπής αυτής) το 1930 που περιόρισε σημαντικά το συνολικό ποσόν των αποζημιώσεων (reparations), ένα κατά κάποιο τρόπο «κούρεμα», και – πιο σημαντικό – διαίρεσε το ετήσιο καταβαλλόμενο ποσό σε δύο μέρη, το 1/3 αυτού χωρίς προϋποθέσεις (unconditioned part) και τα υπόλοιπα 2/3 για τα οποία υπολογιζόταν τόκος και χρηματοδοτήθηκαν από consortium Αμερικανικών Επενδυτικών Τραπεζών.
Παρά το γενναίο «κούρεμα» και τη συμφωνία επαναχρηματοδότησης για ένα σημαντικό μέρος του χρέους, το πρόγραμμα ήρθε πολύ αργά.  Η ύφεση ήταν πια σε πλήρη εξέλιξη και οι Ναζί ήρθαν στην εξουσία.  Όταν ανέλαβε ο Χίτλερ, προχώρησε σε παύση πληρωμών και στις αποζημιώσεις και στο χρέος.  Κατά κάποιο τρόπο,  η αντίδραση των συμμαχικών δυνάμεων οδήγησε στην άνοδο των Ναζί και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αντίθετα, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, οι σύμμαχοι άλλαξαν δραματικά τη στάση τους απέναντι στη Γερμανία και το γερμανικό χρέος για δύο κυρίως λόγους: Πρώτα, έμαθαν το μάθημά τους από την προηγούμενη διαχείριση του γερμανικού χρέους και δεύτερον ήθελαν εναγωνίως να υποστηρίξουν τη Γερμανία προκειμένου να σταθεί στα πόδια της και να λειτουργήσει ως ανάχωμα και βασικός σύμμαχος της Ατλαντικής Συμμαχίας ενάντια στο Ανατολικό μπλοκ.

Έτσι, με τη Συμφωνία του Λονδίνου το 1953, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να περικόψουν σημαντικά το γερμανικό χρέος κατά 62,6%, μια εξαιρετικά γενναιόδωρη «χειρονομία» απέναντι στην ηττημένη χώρα.  Αλλά δεν σταμάτησαν εκεί.  Η ίδια Συμφωνία προέβλεπε ακόμη:

  1. Η εξυπηρέτηση του χρέους έπρεπε να ρυθμιστεί με τρόπο που να επιτρέπει στη Γερμανία να επιτύχει έναν υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, καθώς και υψηλά επίπεδα διαβίωσης και απασχόλησης.  Έτσι, υπολογίστηκε ότι η σχέση, ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους / έσοδα από εξαγωγές δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%.  Να σημειώσω ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τους δυσμενείς όρους του Μνημονίου, η σχέση αυτή είναι πάνω από 100%!
  2. Η συμφωνία προέβλεπε τη δυνατότητα παγώματος των πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευσης, στην περίπτωση που συνέτρεχε σημαντικός λόγος που περιόριζε τη διαθεσιμότητα πόρων.
  3. Μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, η Γερμανία έλαβε σημαντικότατη χρηματοδότηση (grants) που τη βοήθησε να οικοδομήσει εκ νέου την οικονομία της.

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τη σημασία της ικανότητας και αποφασιστικότητας των Γερμανών να ξαναχτίσουν κι αναπτύξουν την οικονομία τους, πρέπει να ομολογήσω ότι η Γερμανία θα έπρεπε να προσπαθήσει πολύ για να μην επιτύχει, μετά από το τόσο γενναιόδωρο κούρεμα χρέους και την τεράστια χρηματοδότηση.

Αυτά τα επισημαίνω θέλοντας να φωτίσω τα δυσμενή αποτελέσματα της κακοδιαχείρισης του χρέους αλλά και τα θετικά αποτελέσματα που μπορούν να επιτευχθούν όταν το θέμα αντιμετωπίζεται με «συμμετοχικό» πνεύμα.  Αυτές οι σκέψεις μας φέρνουν στην Ελληνική περίπτωση:

Η Ελληνική περίπτωση έχει μια πολύ σημαντική διαφορά από όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις, κυρίως γιατί η Ελλάδα είναι μέλος της νομισματικής ένωσης και, κατά συνέπεια, δεν θα έπρεπε να έχει πρόβλημα χρέους.  Σε μια ολοκληρωμένη νομισματική και οικονομική ένωση, δεν συναντάται εθνική κρίση χρέους, όπως δεν νοείται κρίση χρέους της Καλιφόρνιας, μέσα στην νομισματική και οικονομική ένωση των ΗΠΑ, όπως δεν νοείται κρίση χρέους του Κεμπέκ στον Καναδά.

Χωρίς να υποτιμάται η ευθύνη των κυβερνήσεων για την υπερχρέωση του Δημοσίου Τομέα, το πρόβλημα της Ελλάδας οφείλεται, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό, στην ατελή διαμόρφωση της νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης, με μια ακρωτηριασμένη Κεντρική Τράπεζα, χωρίς ενοποιημένο τραπεζικό τομέα, χωρίς κοινή δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης και χωρίς μηχανισμούς επανατοποθέτησης πόρων στα κράτη μέλη έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η σύγκλιση των οικονομιών και η επίτευξη μιας ισορροπίας στα βασικά ισοζύγια πληρωμών όλων των κρατών μελών.

Στο Μάαστριχτ, η ΟΝΕ ήταν ένας ιστορικός συμβιβασμός ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία.  Η Γαλλία κατάφερε να φέρει τη Γερμανία εντός των ευρωπαϊκών θεσμών αλλά, σε αντάλλαγμα, η Γερμανία κέρδισε την ενοποίησή της και το πάνω χέρι στη χάραξη της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.  Είχαμε επίγνωση των προβλημάτων αυτών.  Ήμουν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Αντιπολίτευσης όταν, το 1992, είπα ότι στο Μάαστριχτ δεν θα δούμε την ανωτερότητα των ιδεών του Γκαίτε ή την αρμονία των έργων του Μπετόβεν αλλά θα νιώσουμε  δυνατό το βαρύ χέρι του γερμανού τραπεζίτη.  Αυτά τα λόγια, σκεπάστηκαν όμως από μια αισιοδοξία που επικρατούσε ότι στην πορεία, θα επιτυγχάναμε σταδιακά μια πλήρη νομισματική και οικονομική ένωση.

Σήμερα, το ερώτημα είναι πως η Ευρωζώνη και οι θεσμοί της θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα την κρίση.  Είναι πασιφανές ότι η προσπάθεια θα πρέπει να είναι προς τη χρηματοδότηση της αναπτυξιακής διαδικασίας έτσι ώστε, τελικά, ο ρυθμός ανάπτυξης του εθνικού εισοδήματος να είναι αρκετά υψηλός όχι μόνο για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του επιπέδου διαβίωσης αλλά και για να ξεκινήσει η αποπληρωμή του χρέους.  Κατά τη μεταβατική περίοδο, οι όποιες πληρωμές, θα πρέπει να είναι σταθμισμένες με την ικανότητα αποπληρωμής της χώρας, δηλαδή δεν θα πρέπει να επηρεάζουν δραματικά το επίπεδο διαβίωσης.

Δυστυχώς, η Ευρωζώνη δεν ακολούθησε αυτήν την προσέγγιση.  Αντέδρασε στενόμυαλα, εφαρμόζοντας σκληρά μέτρα λιτότητας που οδήγησαν σε μια ακόμα μεγαλύτερη ύφεση.  Αυτά είναι με λίγα λόγια τα αποτελέσματα των δύο μνημονίων που επιβλήθηκαν από την Ευρωζώνη σε μια αδύναμη και ανίκανη ελληνική κυβέρνηση.  Όλοι ξέρουμε την αντίδραση του εκλογικού σώματος στις τελευταίες εκλογές.

Αυτό που σήμερα είναι απαραίτητο είναι η επιμήκυνση της μεταβατικής περιόδου.  Χρειάζονται δομικές μεταρρυθμίσεις που παίρνουν χρόνο.  Το πακέτο πρέπει να επεκταθεί χρονικά τόσο όσο χρειάζεται προκειμένου να γίνουν οι προσαρμογές χωρίς όμως να διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός.  Το δεύτερο που πρέπει να γίνει είναι ο συσχετισμός του ύψους της αποπληρωμής με την προοπτική οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.  Θα αποπληρώνουμε με τον ρυθμό που αναπτυσσόμαστε κι όχι μέσα από μια διαδικασία εξαθλίωσης της ελληνικής κοινωνίας.  Αυτές είναι δύο προϋποθέσεις που πρέπει να εισαχθούν με το νέο πακέτο μέτρων.

Χωρίς όμως την επίλυση του προβλήματος του Ευρώ, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί βιώσιμη λύση στο ελληνικό χρέος.  Ενώ η ολοκλήρωση της νομισματικής ένωσης δεν διαφαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, θετικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση μπορούν να ληφθούν άμεσα και τα οποία, μεταξύ άλλων, θα βοηθήσουν στην επίλυση του ελληνικού χρέους.

Συγκεκριμένα, προτείνεται η δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού Οργανισμού που
1. θα ασφαλίσει όλες τις καταθέσεις σ΄ όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης και 2. θα αναλάβει την ευθύνη της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Επίσης, προτείνεται η έκδοση ευρωομολόγων προκειμένου να χρηματοδοτηθούν προγράμματα υποδομών, ιδιαίτερα στις υπερχρεωμένες χώρες.  Τα μέτρα αυτά είναι σημαντικά βήματα προς μια βιώσιμη νομισματική και οικονομική ένωση ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν και τις πιεστικές ανάγκες των κρατών μελών που αντιμετωπίζουν κρίση χρέους.
Σε δεύτερο στάδιο, πρέπει να προχωρήσει η διεύρυνση του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να επεμβαίνει χωρίς περιορισμούς στη δευτερογενή αγορά χρηματιστηριακών αξιών κι έτσι να εξασφαλιστεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

Αυτά τα βήματα μπορούν να γίνουν κάτω από τις σημερινές συνθήκες στης Ευρωζώνη.  Ας ελπίσουμε ότι οι Ευρωπαίοι, αυτή τη φορά, δεν θα ενεργήσουν με τον στενόμυαλο τρόπο που ενήργησαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά με τη διορατικότητα που επέδειξαν στο Λονδίνο το 1953.  Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων αλλά δεν πρέπει να παραιτηθούμε και να αναμένουμε το μοιραίο.  Πρέπει κι εμείς να υψώσουμε τη φωνή μας και να αγωνιστούμε για την αλλαγή στην πορεία των πραγμάτων.

Μεταφρασμένη ομιλία του Γεράσιμου Αρσένη (αγγλικό κείμενο) στο 1ο Διεθνές Συμπόσιο που συνδιοργάνωσαν τα Πανεπιστημιακά και Τεχνολογικά Ιδρύματα: ΤΕΙ Ιονίων Νήσων, Παν/μιο Στερεάς Ελλάδας, Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης, State University of NY at New Paltz, University of Prtsmouth, UK την 1 Ιουνίου 2012 στην Κεφαλονιά.

Αναδιανέμει όμως το εθνικό εισόδημα, μέσω φορολογίας και από αυτή την άποψη μπορεί να δημιουργήσει δημοσιονομικό πρόβλημα, λόγω υψηλών φορολογικών συντελεστών.  Αυτό το ενδεχόμενο δεν πρέπει να συγχέεται με την έννοια του «βάρους του χρέους».

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn