Το θέμα που καλούμαι να αναπτύξω σήμερα – κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατία – είναι εξαιρετικής σημασίας, ιδίως ενόψει των εξελίξεων που συντελούνται στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Ωστόσο, καθώς πρόκειται για ένα θέμα που ανήκει στη σφαίρα των ανθρωπιστικών ζητημάτων και που, επομένως, επιδέχεται αρκετές υποκειμενικές ερμηνείες ως προς το είδος και το εύρος των επιπτώσεών του για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης, θεωρώ σκόπιμο να ξεκινήσω την ανάλυσή μου αναφερόμενος σε μια ιστορία από το παρελθόν. Νομίζω ότι τα διδάγματα θα είναι χρήσιμα, όσο και ελπιδοφόρα.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου στην Ευρώπη και ενώ η Αυστροϊταλική συμμαχία δεχόταν αλλεπάλληλα κτυπήματα από τους αντιπάλους της με αποτέλεσμα να χάνει τη μάχη, ο Αυστριακός επικεφαλής έστειλε ένα τηλεγράφημα στο επιτελείο του, στο οποίο, με αυστριακή ακρίβεια, περιέγραφε την κατάσταση ως «πολύ σοβαρή, αλλά όχι απελπιστική». Παράλληλα, ο Ιταλός επικεφαλής, εκτιμώντας την κατάσταση με το μεσογειακό του ταμπεραμέντο, έστειλε κι αυτός ένα τηλεγράφημα στο επιτελείο του, στο οποίο ανέφερε ότι «η κατάσταση είναι απελπιστική, αλλά δεν είναι σοβαρή».

Κατά αναλογία με το παράδειγμα αυτό, καλούμαστε σήμερα, μιλώντας για τα κοινωνικά δικαιώματα και τη δημοκρατία στην Ενωμένη Ευρώπη, να επιλέξουμε την οπτική γωνία μέσα από την οποία θα προσεγγίσουμε το θέμα.

Προσωπικά πιστεύω ότι, σε ότι αφορά τον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι σκόπιμο να ακολουθήσουμε τη μέση οδό. ΄Έτσι, θα συμφωνούσα τόσο με την άποψη του Αυστριακού στρατηγού, ότι δηλαδή η κατάσταση είναι σοβαρή, όσο και με αυτή του Ιταλού, ότι δηλαδή η κατάσταση στο χώρο αυτό είναι απελπιστική. Απελπιστική, όμως, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν πρέπει να αγωνιστούμε, όλοι μαζί, για την ανατροπή της.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα ν’ αναφερθώ και σε ένα άλλο περιστατικό από την ιστορία του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Πρόκειται για την περίπτωση του Γάλλου στρατηγού Μπος ο οποίος, κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης μάχης και ενώ ο στρατός του είχε δεχτεί σοβαρότατα κτυπήματα από τους Γερμανούς, έστειλε ένα τηλεγράφημα στο Παρίσι, στο οποίο ανέφερε τα εξής: «η δεξιά μου πτέρυγα υποχωρεί, η αριστερή πτέρυγα έχει αποδεκατιστεί, το κέντρο δέχεται καταιγισμό πυρών απ’ όλες τις μεριές. Όλα πάνε καλά!» Τελικά, κατόρθωσε να πάρει τη νίκη, ενώ οι σύμμαχοι κέρδισαν, έτσι, τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Θέλω να πω με τα παραδείγματα που προανέφερα ότι η κατάσταση είναι, πράγματι, δύσκολη στον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η πορεία της Ενωμένης Ευρώπης βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή αλλά το κλίμα μπορεί να αντιστραφεί, εφόσον συνειδητοποιήσουμε τη σοβαρότητα και την κρισιμότητα των εξελίξεων. Αρκεί να μείνουμε σταθεροί στις ιδέες μας και στις πεποιθήσεις μας. Αρκεί να κινητοποιηθούμε όλοι για να δώσουμε μια μάχη η οποία, αν και είναι δύσκολη, μπορεί να κερδηθεί.

Θα ήθελα να αναπτύξω τον προβληματισμό μου για τα κοινωνικά δικαιώματα στην Ενωμένη Ευρώπη παίρνοντας αφορμή από ένα πρόσφατο γεγονός που συνέβη στη μακρινή Λατινική Αμερική και συγκεκριμένα στη Λίμα, πρωτεύουσα του Περού. Η τρομοκρατική ενέργεια της κατάληψης από τους Γκεριέρος της κατοικίας του Ιάπωνα Πρέσβη έχει καταδικαστεί από το σύνολο της παγκόσμιας κοινής γνώμης. Ωστόσο, λίγο έχει σχολιασθεί από τον Τύπο το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ενέργεια ήταν μια πράξη διαμαρτυρίας για την καταπίεση που επέφερε η άσκηση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής στο λαό του Περού, καθώς και για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να μας προβληματίσει. Όπως, επίσης, θα πρέπει να μας προβληματίσει και το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης που πραγματοποιήθηκε στην ύπαιθρο μιας άλλης χώρας της Λατινικής Αμερικής, του Μεξικού: πάνω από 80% των αγροτών δήλωσαν ότι η καρδιά τους ήταν με το μέρος των Παρτιζάνων που κατέλαβαν την κατοικία του Ιάπωνα πρέσβη στη Λίμα του Περού.

Το μήνυμα επομένως είναι σαφές και απευθύνεται σε όλους μας: όταν καταπιέζονται και καταπατούνται βάναυσα βασικά ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των λαών, όταν δεν υπάρχει ελπίδα και προοπτική, τότε εκδηλώνονται και κοινωνικές εξεγέρσεις και τρομοκρατικές ενέργειες.

Κατά το παρελθόν, η Ευρώπη αποτελούσε πρότυπο για τον υπόλοιπο κόσμο, για τη δημοκρατική της συγκρότηση, για τα συστήματα πρόνοιας και για τους μηχανισμούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μπορεί σήμερα η ροή των πραγμάτων να έχει αντιστραφεί και το μήνυμα να έρχεται από τη Λατινική Αμερική προς την Ευρώπη, όμως παραμένει το ίδιο ξεκάθαρο: υπάρχουν όρια στην καταπίεση των κοινωνικών δικαιωμάτων των λαών.

Εδώ ακριβώς, τίθεται ένα σοβαρότατο πολιτικό ζήτημα, στο οποίο οι σύγχρονες κυβερνήσεις καλούνται να δώσουν απαντήσεις. Γιατί υμνούμε τα κοινωνικά δικαιώματα; Γιατί υποστηρίζουμε ότι είναι αναγκαία η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις σύγχρονες κοινωνίες; Και, σε τελευταία ανάλυση, τι είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε για την προστασία αυτών των δικαιωμάτων;

Είναι γεγονός ότι, τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εμείς οι πολιτικοί δεν έχουμε δώσει την απαιτούμενη προτεραιότητα στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι χρέος μας να απαντήσουμε, επιτέλους, στα ζητήματα που τίθενται με τρόπο πρακτικό και όχι θεωρητικό, να προτείνουμε δηλαδή συγκεκριμένους τρόπους δράσης στο πολιτικό επίπεδο προκειμένου να δώσουμε λύσεις στα προβλήματα που έχουν ανακύψει.

Στο σημείο αυτό, πιστεύω ότι υπάρχει ένας ιδεολογικός διχασμός. Με άλλα λόγια, υπάρχουν βαθύτατες ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των ίδιων των πολιτικών ως προς τους τρόπους δράσης στον τομέα της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Φοβάμαι, όμως, ότι η ίδια η πολιτική συγκυρία θα υποχρεώσει, τελικά, όλους εμάς, τους πολιτικούς, να συμφωνήσουμε μεταξύ μας, ο καθένας ίσως για διαφορετικούς πρακτικούς λόγους, στη χάραξη μιας κοινής πορείας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Πιο συγκεκριμένα, πιστεύω, κατ’ αρχήν, ότι υφίσταται μια γενική συμφωνία. Κάθε δημοκρατικό πνεύμα, οποιασδήποτε πολιτικής πεποίθησης και ιδεολογικής προέλευσης, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την αναγκαιότητα της προστασίας των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και, κάτω από αυτό το πρίσμα, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει με τη στήριξη των πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών.

Η έννοια της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων έχει την προέλευσή της στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού. Σύμφωνα με αυτήν την ιδεολογία, το κράτος αποτελεί επικίνδυνο θεσμό για το άτομο, το οποίο προκειμένου να προστατευθεί από την κρατική αυθαιρεσία, έχει ανάγκη από την καταγραφή των ατομικών του δικαιωμάτων. Σήμερα όλοι συμφωνούμε ότι δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Ωστόσο, για τους οπαδούς της φιλελεύθερης αντίληψης – με την ιστορική έννοια του όρου – η έννοια της δημοκρατίας εξαντλείται στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Γι’ αυτούς, οι κοινωνικές ανισότητες εξηγούνται μέσα από τη διαφορετική συμπεριφορά του κάθε ατόμου στην κοινωνία. Κατά συνέπεια, οι κοινωνικές ανισότητες είναι αποδεκτές και, επομένως δεν είναι αναγκαίο, για τη λειτουργία μιας δημοκρατίας, να υπάρχει κοινωνική πολιτική. Η κοινωνική πολιτική, με βάση τη φιλελεύθερη αντίληψη, ταυτίζεται με τη φιλανθρωπία. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, που ο νεοφιλελευθερισμός έχει εισχωρήσει και στο χώρο των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων, η κοινωνική πολιτική ταυτίζεται συχνά με την πολιτική παροχών. Πρόκειται για μια ιδεολογική αντίληψη η οποία δεν έχει αλλάξει μέσα στους αιώνες και η οποία αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό τμήμα των πολιτών και της κοινωνίας μας.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η αντίληψη που πηγάζει από τη σοσιαλιστική θεωρία, από τη σοσιαλδημοκρατία, σύμφωνα με την οποία μέσα στην κοινωνία υπάρχει και η ανάγκη της αλληλεγγύης. Υπάρχουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στις σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, ενώ το κράτος έχει την ευθύνη να εγγυηθεί ορισμένες βασικές ελευθερίες, ορισμένα βασικά κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών: το δικαίωμα στην απασχόληση, το δικαίωμα των ίσων ευκαιριών πρόσβασης στην εκπαίδευση, στη γνώση, στην υγειονομική περίθαλψη, στην πληροφόρηση. Δεν πρόκειται εδώ για μια πρόσφατη σοσιαλιστική θεωρία. Οι ίδιοι οι Έλληνες πρόγονοί μας έτσι αντιλαμβάνονταν την έννοια της δημοκρατίας. Υποστήριζαν ότι τίποτα δεν ταιριάζει περισσότερο σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα από το να φροντίζει για την ισότητα και τη δικαιοσύνη. Ο Δημοσθένης αναφέρει χαρακτηριστικά: «ουδέν ούτω της δημοκρατουμένης πρέπει, ως το περί το ίσον και το δίκαιον σπουδάζειν».

Σύμφωνα με αυτήν την προοδευτική αντίληψη, η οποία έχει τις ρίζες της στη φιλοσοφία του αρχαίου ελληνισμού, η λειτουργία της δημοκρατίας εμπεριέχει αναγκαστικά την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Από αυτήν την άποψη, μια δημοκρατία που προστατεύει μόνο τα ατομικά δικαιώματα δεν είναι παρά μια δημοκρατία χαμηλής ποιότητας.

Αυτή η ιδεολογική διαφορά έχει περάσει, δυστυχώς, μέσα στους αιώνες, χωρίς να έχει λυθεί μέχρι σήμερα. Μετά το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, επιδιώχθηκε να δοθεί λύση στο πρόβλημα αυτό με την ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας. Οι μεταγενέστερες γενιές εξέλαβαν, έτσι, ως δεδομένο το γεγονός ότι είναι υποχρέωση του κράτους να εξασφαλίσει στον πολίτη το δικαίωμα στην απασχόληση, στη δίκαιη διανομή του εισοδήματος, στην ελεύθερη πρόσβαση στην παιδεία, στην υγειονομική περίθαλψη και σε μια ελάχιστη ποιότητα υπηρεσιών του δημόσιου τομέα.

Η συμφωνία, όμως, αυτή, που επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο, δεν ήταν μια συμφωνία ιδεολογική. Ήταν μια συμφωνία πολιτική. Ήταν μια συμφωνία που επιβλήθηκε από την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, δηλαδή από τη λεγόμενη προσέγγιση της «real politik». H δημιουργία του κράτους πρόνοιας δεν ήταν το αποτέλεσμα των συντεχνιακών πιέσεων των εργαζομένων, αλλά μια παραχώρηση της άρχουσας τάξης, προκειμένου να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες, να αποφευχθούν οι κοινωνικές αναταραχές και να στηριχθεί η βιωσιμότητα των δυτικών δημοκρατιών απέναντι στην απειλή του υπαρκτού σοσιαλισμού, στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη. Επρόκειτο, στην ουσία, για έναν ιστορικό συμβιβασμό της μεταπολεμικής περιόδου, ο οποίος, όταν έπαψαν να συντρέχουν οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις ύπαρξής του, με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, έπαψε να υφίσταται. Σήμερα που η αντίληψη του φιλελευθερισμού έχει κυριαρχήσει και πάλι στην Ευρώπη, η ιδεολογική διαφορά έχει επανέλθει, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε πάλι στο σημείο που ήμαστε το 1933.

Με την επισήμανση αυτή θέλω, απλώς, να τονίσω το γεγονός ότι είναι, επιτέλους καιρός όλοι εμείς, οι πολιτικοί, να αντιμετωπίσουμε κατάματα την πραγματικότητα. Είναι καιρός να εξετάσουμε σοβαρά τα σημεία σύγκρουσης και συμφωνίας και να αρθρώσουμε συγκεκριμένα επιχειρήματα για την προώθηση της προστασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν ο διάλογος περιοριστεί σε μια συζήτηση ηθικο-φιλοσοφικού επιπέδου, γύρω από την ενσωμάτωση των κοινωνικών δικαιωμάτων στη λειτουργία μιας δημοκρατίας υψηλής ποιότητας, σε αντιδιαστολή με τη λειτουργία μιας δημοκρατίας χαμηλής ποιότητας, που προστατεύει μόνο τα ατομικά δικαιώματα, αλλά αποδέχεται μια κοινωνία των 2/3, με υψηλή ανεργία, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, αποκλεισμό των πολιτών από την πρόσβαση στην παιδεία και τις δημόσιες υπηρεσίες, τότε πιστεύω ότι αυτή η συζήτηση θα είναι άγονη. Με αυτές τις προϋποθέσεις δεν πρόκειται να υπάρξει συμφωνία τώρα, όπως δεν υπήρξε συμφωνία από την εποχή της Γαλλικής επανάστασης μέχρι σήμερα.

Αν πραγματικά εμείς, οι πολιτικοί, θέλουμε να βρούμε ένα πεδίο συμφωνίας, τότε θα πρέπει να συζητήσουμε σε πολιτικό επίπεδο, να μιλήσουμε, δηλαδή, τη γλώσσα της πολιτικής. Θα πρέπει να δράσουμε πολιτικά, ώστε να δημιουργήσουμε τις πολιτικές προϋποθέσεις και να εξασφαλίσουμε την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων μέσα στη σύγχρονη δημοκρατία. Πρέπει, με άλλα λόγια, να δηλώσουμε ανοικτά ότι το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, για μας, δεν περιορίζεται στους όρους του Μάαστριχτ, αλλά είναι πολύ ευρύτερο. Αυτό που μπορεί να ενώσει τους Ευρωπαίους, αυτό που μπορεί πραγματικά να δημιουργήσει την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη, δεν είναι η προοπτική της Κεντρικής Τράπεζας της Ευρώπης – ένα θεσμό τον οποίο πολύ λίγο γνωρίζουμε και ακόμα λιγότερο καταλαβαίνουμε.

Αυτό που ενώνει τους Ευρωπαίους πολίτες είναι η κοινή πολιτιστική τους παράδοση. Αυτό που θερμαίνει τις ψυχές τους είναι η Ακρόπολη, είναι τα έργα της Αναγέννησης, είναι η κοινή μας ιστορία και ο πολιτισμός μας. Είναι οι αγώνες που έδωσαν οι ευρωπαϊκοί λαοί για την ελευθερία, είναι η Γαλλική επανάσταση, που έγινε για την ελευθερία, για την ισότητα και την αδελφότητα. Αυτό το μήνυμα πρέπει να ακουστεί δυνατά προς όλες τις κατευθύνσεις, κυρίως, όμως, προς την κατεύθυνση των δημιουργών της συνθήκης του Μάαστριχτ: την τραπεζική κοινότητα. Όσο προχωράει η πορεία της Ευρωπαϊκής σύγκλισης, τόσο καθίσταται περισσότερο σαφές ότι η εφαρμογή της συνθήκης του Μάαστριχτ, παρά τις καλές προθέσεις των δημιουργών της, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή συνοχή.

Η συνθήκη του Μάαστριχτ αντιπροσωπεύει την οικονομική ή τραπεζική προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κανείς δεν αρνείται, εξάλλου, την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και μιας Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Αυτή η πολιτική, όμως, από μόνη της δεν είναι αρκετή. Το μήνυμα που πρέπει να περάσει προς τους τραπεζίτες και τους χρηματιστές είναι ότι η προσδοκία των Ευρωπαϊκών λαών για ευημερία, στο μέλλον, κινδυνεύει να αποδειχθεί χίμαιρα, αν η πορεία της οικονομικής σύγκλισης δεν συνοδευτεί από μια κοινωνική πολιτική. Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι πολίτες δεν είναι διατεθειμένοι να δεχθούν μια Ευρώπη, όπου οι πολλοί θα πρέπει να παραμείνουν φτωχοί και άνεργοι, για να δημιουργηθεί και να επιβιώσει μια μικρή κάστα πλουσίων, τραπεζιτών και χρηματιστών. Στόχος μας πρέπει να είναι η δημιουργία μιας Ευρώπης με δυνατή, ανταγωνιστική οικονομία, πλήρους απασχόλησης, όπου όλοι οι πολίτες θα απολαμβάνουν ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο υπάρχει το περιθώριο να γίνει δεκτή η ύπαρξη και μιας μειοψηφίας πλουσίων. Δεν είναι δυνατόν, όμως, να ισχύσει το αντίστροφο. Το μήνυμα, επομένως, που πρέπει να περάσει προς κάθε κατεύθυνση είναι ότι το όραμα της Ευρώπης είναι ένα όραμα ευρύ, το οποίο δεν ταυτίζεται και, πολύ περισσότερο, δεν εξαντλείται με την επίτευξη των οικονομικών στόχων της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Σήμερα, είναι ορατός ο κίνδυνος από μια τέτοια ταύτιση να οδηγηθούν οι λαοί της Ευρώπης σε μια πορεία αντίθετη προς το όραμα της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Αυτή ακριβώς είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις δημοκρατίες στην Ευρώπη. Οι πραγματικές δημοκρατίες των εθνών και των λαών δεν μπορούν παρά να στηριχθούν στην υλοποίηση του οράματος της μεγάλης Ευρώπης των λαών, της Ευρώπης της δημοκρατίας και της κοινωνικής προόδου. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, η κοινωνική πολιτική αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δημοκρατίας. Διαθέτουμε τόσο τα κατάλληλα επιχειρήματα, όσο και τους κατάλληλους φορείς για να δώσουμε αυτή τη μάχη.

Στο σημείο αυτό, αισθάνομαι την υποχρέωση να παραδεχθώ με κάθε ειλικρίνεια την ύπαρξη ενός καίριου προβλήματος: τη συρρίκνωση του πολιτικού λόγου του προοδευτικού κινήματος στην Ευρώπη. Σήμερα βιώνουμε το τέλος των μαζικών θεσμών των εργαζομένων. Η κοινωνία έπαψε να κινείται, τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά, προς αυτήν την κατεύθυνση. Οι πολίτες περιμένουν με αμηχανία εκείνους τους λίγους που θα υψώσουν το ανάστημά τους και θα παραδεχθούν «ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός», ότι η Ευρώπη έχει ανάγκη από περισσότερη δημοκρατία, από ουσιαστικότερη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών και κοινωνικών.

Στο σημείο αυτό καλούνται να διαδραματίσουν ένα ρόλο καίριας σημασίας οργανισμοί μη κυβερνητικοί. Σήμερα που τα κόμματα και ο συνδικαλισμός έχουν πάψει, δυστυχώς, να προχωρούν προς τα εμπρός, αυτού του είδους οι οργανισμοί μπορούν να προσφέρουν ένα βήμα για να ακουστεί, επιτέλους, η φωνή των πολιτών. Είναι ευτύχημα το γεγονός ότι τέτοιοι θεσμοί αναπτύσσονται με ραγδαίο ρυθμό και στην Ελλάδα. Αυτοί οι οργανισμοί μπορούν να ξαναγεμίσουν τους πολίτες με αισιοδοξία, παρακινώντας τους να αρθρώσουν ξανά πολιτικό λόγο. Είναι καιρός να συνειδητοποιήσει και πάλι ο εργαζόμενος ότι δεν είναι ντροπή να διεκδικεί τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του, ότι η εξασφάλιση της απασχόλησης αποτελεί βασικό ατομικό του δικαίωμα, ότι προκειμένου να είναι ανταγωνιστικός πρέπει να μπορεί να απολαμβάνει την ευελιξία στην αγορά εργασίας, σε συνδυασμό με τους απαιτούμενους ασφαλιστικούς μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας.

Για να μπορέσει, όμως, να αρθρωθεί σωστά και να ακουστεί δυνατά αυτός ο λόγος, χρειάζεται μαζική κινητοποίηση, αλλά και κατάλληλη πληροφόρηση. Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αδυνατούν να ενημερώσουν σωστά τον κόσμο γύρω από τις πολιτικές επιλογές και τους πολιτικούς προβληματισμούς. Στο σημείο αυτό πρέπει εμείς οι πολιτικοί, να κάνουμε το πρώτο βήμα. Πρέπει κάποιοι από το χώρο της πολιτικής και του συνδικαλισμού να μιλήσουν θαρραλέα, να απευθύνουν προς τους λαούς και τις κυβερνήσεις ένα δυνατό πολιτικό λόγο. Ας αποτελούν σήμερα μειοψηφία: μια δυναμική μειοψηφία του σήμερα μπορεί να αποτελέσει την πλειοψηφία του αύριο. Αυτή η μειοψηφία των πολιτικών πρέπει να ενώσει τη φωνή της με εκείνη των πολιτών και των οργανώσεών τους και, όλοι μαζί, ενωμένοι, να αγωνιστούμε για την κοινωνική πρόοδο, για τα κοινωνικά δικαιώματα και τη δημοκρατία.

Ένα πράγμα είναι σαφές: χωρίς το κράτος πρόνοιας, χωρίς την κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι ορατός ο κίνδυνος κατάλυσης της δημοκρατίας, έτσι όπως την ξέρουμε. Κοινωνικά δικαιώματα και δημοκρατία είναι όροι αλληλένδετοι. Αν, όμως, αυτή είναι η μάχη που πρέπει να δώσουμε, ποια πολιτική πλατφόρμα πρέπει να ακολουθήσουμε; Τι πρέπει να πούμε και τι πρέπει να απαιτήσουμε από τις κυβερνήσεις και τους πολιτικούς;

Είναι, νομίζω, καιρός να θέσουμε δυναμικά το ζήτημα στις εθνικές κυβερνήσεις ότι, σε ορισμένα θέματα, πρέπει να υποχωρήσουν. Σήμερα, η νομισματική πολιτική έχει πάψει να διαμορφώνεται σε επίπεδο κρατών αφού οι όροι της ισοτιμίας και της κυκλοφορίας των εθνικών νομισμάτων, καθώς και το ύψος των επιτοκίων καθορίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με τους στόχους που έθεσε η συνθήκη του Μάαστριχτ. Πέρα, όμως, από την άσκηση μιας κοινής ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής, η συνθήκη του Μάαστριχτ, θέτοντας συγκεκριμένους στόχους για το ύψος του δημοσιονομικού ελλείμματος των κρατών – μελών, οδήγησε, με έμμεσο τρόπο, στη μεταφορά της άσκησης και της δημοσιονομικής πολιτικής από το εθνικό στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Τι θα έπρεπε, όμως, να έχει γίνει εξ’ αρχής;

Πολύ σωστά, στο Μάαστριχτ, συμφωνήθηκαν οι όροι της νομισματικής ενοποίησης. Πέρα όμως από αυτό, θα έπρεπε η συνθήκη του Μάαστριχτ να συμπεριλάβει και τους όρους της δημοσιονομικής ενοποίησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η ευθύνη της άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής θα ανήκε εξ’ ολοκλήρου στην Ευρωπαϊκή ΄Ένωση, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή, παράλληλα με την πολιτική εσόδων και εξόδων της Ευρώπης, η άσκηση μιας ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής, μέσα από την κατάλληλη πολιτική διανομής του εισοδήματος.

Ας δούμε τώρα τι έχει συμβεί στην πράξη. Ο προϋπολογισμός της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης είναι περιορισμένος, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα απαιτούμενα κονδύλια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Σε εθνικό επίπεδο, τα κράτη – μέλη δεν μπορούν να ασκήσουν κοινωνική πολιτική, διότι ο στόχος περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 3%, που έθεσε η συνθήκη του Μάαστριχτ, επιβάλλει τη μείωση των δημοσίων δαπανών.

Η κοινωνική πολιτική αποτελεί, επομένως, το θύμα της πορείας σύγκλισης προς τους στόχους του Μάαστριχτ. Πρόκειται για ένα μείζον πολιτικό ζήτημα το οποίο πρέπει να θέσουμε δυναμικά και ανοικτά ενώπιον των ευρωπαϊκών κοινοτήτων. Αν θέλουμε να αποφύγουμε τις αρνητικές συνέπειες αυτής της προοπτικής, δύο εναλλακτικές λύσεις ανοίγονται μπροστά μας: Η πρώτη είναι να προχωρήσουμε σε μια αναθεώρηση των όρων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, εντάσσοντας μέσα σ’ αυτήν και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα έχει γίνει ένα ακόμη βήμα προς τη κατεύθυνση της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης. Η πολιτική φόρων και δαπανών θα ασκείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ μέσα από την αναδιανομή του εισοδήματος, θα είναι δυνατή η άσκηση ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής. Αυτή η εναλλακτική λύση προϋποθέτει, ωστόσο, μια αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού από 2% σε 7% του Α.Ε.Π. της ενωμένης Ευρώπης, προκειμένου να εξασφαλισθούν τα απαραίτητα κονδύλια για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Σε περίπτωση αδυναμίας των πλούσιων χωρών να δεχθούν αυτήν την προοπτική, η δεύτερη εναλλακτική λύση επιβάλλει να αφεθούν ελεύθερες οι εθνικές κυβερνήσεις να ασκήσουν δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική, απαλλαγμένες από την υποχρέωση επίτευξης του στόχου μείωσης του ελλείμματος στο 3% του Α.Ε.Π. Άλλος δρόμος, πέρα από την επιλογή της μιας από τις δύο εναλλακτικές πορείες, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Ο συνδυασμός και των δύο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός καθώς συνιστά μέγιστη απειλή για την εθνική κοινωνική πολιτική και τη δημοκρατία.

Ας θυμηθούμε τα γεγονότα στη Λίμα του Περού ή τις πρόσφατες αναταραχές στη Γαλλία. Αν τα φαινόμενα αυτά συνεχισθούν και η πορεία της Ευρώπης αφεθεί στην τύχη της, τότε θα γίνουμε μάρτυρες κοινωνικών αναταραχών που δεν θα αφορούν μόνο τους ανέργους ή τους φτωχούς, αλλά και τους πλούσιους και τους τραπεζίτες, θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την λειτουργία της δημοκρατίας.

Αυτά τα ζητήματα πρέπει να τεθούν δυναμικά και απ’ όλους μας. Ποια, όμως πρέπει να είναι η αιχμή του δόρατος; Κατά τη γνώμη μου, μια πρόταση απλή, που να αγγίζει την ανθρώπινη ευαισθησία είναι ικανή να οδηγήσει στην αναθεώρηση της Συνθήκης του Μάαστριχτ.

Μια τέτοια πρόταση μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, την αναγνώριση της ανάγκης ύπαρξης ενός ελάχιστου εισοδήματος για κάθε Ευρωπαίο πολίτη, για κάθε άτομο που προσφέρει την εργασία του μέσα στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ΄Ένωσης. Αν αυτό το εισόδημα δεν καλύπτεται από την εργασία ή το άτομο αδυνατεί να εργαστεί, τότε θα πρέπει να έχει προβλεφθεί η δυνατότητα κάλυψης αυτού του ελάχιστου εισοδήματος μέσα από την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο.

Θα μπορούσα να επεκταθώ περισσότερο, αλλά προτιμώ να συνοψίσω την ανάλυσή μου ως εξής: η κατάσταση σήμερα είναι κρίσιμη. Τώρα είναι η ώρα που πρέπει και μπορούν να μιλήσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να επιλέξουν τους πολιτικούς και τους συνδικαλιστές που θα αρθρώσουν πολιτικό λόγο και θα οδηγήσουν την κοινωνία της Ευρώπης ένα βήμα μπροστά. Αύριο θα είναι αργά.

Θα ήθελα, κλείνοντας, να αναφερθώ στα λόγια ενός μεγάλου Ευρωπαίου οραματιστή του Jean Monnet, ο οποίος, στο τέλος της ζωής του, παραδέχθηκε τα εξής: «αν ήταν να ξαναρχίζαμε τις προσπάθειες για το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης, εγώ δεν θα άρχιζα από την οικονομική ένωση. Θα άρχιζα από την παιδεία και από τον πολιτισμό». Αυτά τα λόγια του Monnet ας μην τα ξεχάσουμε. Ας επιδιώξουμε, έστω και αργά, να κάνουμε αυτό το όνειρο πραγματικότητα.

Είμαστε Ευρωπαίοι γιατί έχουμε κοινή πολιτιστική παράδοση, γιατί συμμετέχουμε στις ίδιες αξίες για τη ζωή. Μπορεί να μας ενώσει, στο μέλλον, και το ενιαίο νόμισμα, το ΕΥΡΩ. Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να ενωθούν οι ευρωπαϊκοί λαοί. Ας προχωρήσουμε προς αυτήν την κατεύθυνση.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn