Κύριε Αντιπρύτανη αγαπητά μέλη της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών /κύριε Υπουργέ της Κυπριακής Δημοκρατίας, /κύριε Πρόεδρε του ΔΗΚΙ / κύριε Δήμαρχε / κύριε Πρέσβη / συνάδελφοι βουλευτές / αγαπητοί φίλοι και συγγενείς των ηρώων μας, των πρόσφατων θυμάτων της θηριωδίας του Αττίλα στην Κύπρο, αγαπητοί φίλες και φίλοι.

Εκ μέρους της Κυβέρνησής θέλω να υπογραμμίσω, για μια ακόμη φορά την μετακίνηση θέλησή μας να συνδράμουμε με κάθε δυνατό τρόπο σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύσn του Κυπριακού. Δεν θα σταματήσουμε τους αγώνες μας πριν δικαιωθεί ο αγώνας του Κυπριακού λαού.

Προσωπικά, θέλω να ευχαριστήσω τους οργανωτές της σημερινής εκδήλωσης για την τιμή που μου έκαναν να με καλέσουν να μιλήσω σ” εσάς, σήμερα το βράδυ. Θα μιλήσω, όχι εκθέτοντας τις επίσημες θέσεις που άλλωστε σας είναι γνωστές, αλλά θα μιλήσω πιο προσωπικά, προσφέροντας μερικούς προβληματισμούς πάνω σε ένα θέμα που είναι καίριο και που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια και ρεαλισμό.

Συνήθως, σε ομιλίες αυτού του είδους υπάρχει έντονο το συγκινησιακό στοιχείο και οι ομιλίες καταλήγουν με αισιόδοξες νότες ,συχνά υπερβολικές. Θα μου επιτρέψετε, αισθανόμενος την ευθύνη της στιγμής, να παρεκκλίνω από αυτήν την παράδοση. Δεν θα είμαι πανηγυρικός και δεν θα μιλήσω με άκρατη αισιοδοξία.

Δεν υποτιμώ την ανάγκη μιας εκτονωτικής διαδικασίας στο συσσωρευμένο θυμό και απογοήτευση που όλοι έχουμε. Πιστεύω, όμως, ότι σήμερα την ενέργειά μας, αντί να την καταναλώσουμε σε εκτονώσεις, πρέπει να την κατευθύνουμε στην πολιτική πράξη. Ούτε θα μιλήσω με ανεπιφύλακτη αισιοδοξία, χωρίς προϋποθέσεις για το μέλλον. Αντίθετα, τα σημεία των καιρών δείχνουν ότι πρέπει ν” ανησυχούμε. Το μήνυμά μου όμως δεν είναι μήνυμα απαισιοδοξίας, αλλά μήνυμα επαγρύπνησης και αγωνιστικότητας.

Πιστεύω ότι τα τρία τελευταία χρόνια η κυβέρνηση στην Ελλάδα και η κυβέρνηση στη Κύπρο έχουν προωθήσει μερικά στοιχεία στις πολιτικές τους επιλογές που μας δίνουν σήμερα μια βάση για να ανατρέψουμε, ένα κλίμα ηττοπάθειας, για να αντιστρέψουμε μια πορεία διολίσθησης ,για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε επιθετικά και να διεκδικήσουμε αυτό που ανήκει στην Κύπρο και στον Ελληνισμό αν υπάρξει σταθερή πολιτική βούληση, αν υπάρξει στήριξη από ολόκληρο τον ελληνισμό, αν τολμήσουμε αυτό που πρέπει να τολμήσουμε για να διεκδικήσουμε αυτό που μας ανήκει .

Θα μου επιτρέψετε μια προσωπική αναφορά και ανάμνηση. Σ” αυτόν εδώ τον χώρο, σ” αυτό το Πανεπιστήμιο, πάνω από 40 χρόνια πριν έγινε μια εκδήλωση, σαν τη σημερινή, για την Κύπρο. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο παλαίμαχος αγωνιστής της Κύπρου, ο αείμνηστος Λανίτης. Οργανωτής αυτής της εκδήλωσης ήταν ο φοιτητικός Σύνδεσμος για την Ευρωπαϊκή Συνεpγασία .Ήταν ένας νέος σύνδεσμος των φοιτητών εκείνης της εποχής, της δεκαετίας του 50, που πίστευε στο ευρωπαϊκό όραμα στο όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ένα μοχλό για την ανάπτυξη, για την ειρήνη και για τη συνύπαρξη των λαών. Είχα, τότε, τη τύχη να είμαι ο γραμματέας αυτού του συνδέσμου και θυμάμαι με συγκίνηση εκείνη τη βραδιά που ακούσαμε τον Λανίτη. Ήταν η εποχή που η ελληνική κοινωνία, ο Ελληνισμός , η παγκόσμια κοινή γνώμη, θα έλεγα, πίστευε στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ. Κυριαρχούσε το αίτημα της αυτοδιάθεσης των λαών, κάτι που αργότερα ξεχάστηκε. Πιστεύαμε ότι οι μηχανισμοί του ΟΗΕ θα ήταν σε θέση ν” αποδώσουν δικαιοσύνη εκεί που δικαιοσύνη έπρεπε να αποδοθεί. Πιστεύαμε ότι είχαμε βάλει τα θεμέλια, ώστε οι διεθνείς συνθήκες και το διεθνές δίκαιο να διέπουν την συνεργασία των λαών. Και ήταν σ” αυτά τα πλαίσια που εμείς οι φοιτητές , τότε, θέλαμε να δούμε πως σ” αυτόν το νέο κόσμο της δικαιοσύνης και της ειρήνης, πως σ” αυτόν τον κόσμο του οράματος της ευρωπαϊκής ένωσης, θα βρισκόταν και η δίκαιη λύση του Κυπριακού.

Ο Λανίτης, όμως δεν μας μίλησε γι” αυτά. Μας μίλησε γι” άλλα πράγματα. Μας μίλησε για τον Βρετανικό Ιμπεριαλισμό.

Μας μίλησε για τους αγώνες και τις θυσίες του Κυπριακού λαού. Για τα θύματα στην Κύπρο. Μας μίλησε για το τι κρύβεται πίσω από την παγκόσμια ρητορεία. Μας μίλησε για τον κυνισμό των μεγάλων δυνάμεων και για τον αμείλικτο ανταγωνισμό τους στην περιοχή. Καταγράψαμε, με συγκίνηση, τα λόγια του, αλλά πιστεύω ότι τα καταγράψαμε σαν μια ιστορία. Τα καταγράψαμε σαν μια ανάμνηση γεγονότων που είχαν διαδραματισθεί πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και που δεν ήταν σχετικά με τη νέα εποχή που ανοιγόταν μπροστά μας.

Πρέπει να πω, όμως, ότι πολλοί από εμάς, κι εγώ προσωπικά, ίσως στο υποσυνείδητό μας είχαμε και κάποια ανησυχία. Τι αν αυτό το όραμα που είχε συναρπάσει το κόσμο δεν ήταν αληθινό; Τι αν ο Λανίτης είχε δίκιο, τότε ;

Η ζωή, μετά, διέψευσε τις δικές μας ψευδαισθήσεις και τα λόγια του Λανίτη βγήκαν σωστά.

Το Κυπριακό πήρε το δρόμο του, οι αγώνες συνεχίστηκαν – με την ΕΟΚΑ – την συνέχεια που όλοι ξέρουμε.

Και έτσι, σήμερα το βράδυ, όταν ερχόμουν εδώ, έβαλα στον εαυτόν μου δύο ερωτήματα:

Δικαιολογείται, πράγματι, η αφέλεια που είχε η Αθηναϊκή κοινωνία εκείνη την εποχή; Είχαμε βγάλει , τότε, τα σωστά συμπεράσματα από την ελληνική ιστορία και την ελληνική τραγωδία, όχι μόνον στην Κύπρο αλλά από την πορεία του Ελληνισμού;

Χωρίς να θέλω να αποδώσω ευθύνες σε κανένα – γιατί δεν είναι αυτή η στιγμή και δεν είμαι εγώ ο κατάλληλος για να καταμερίσω ευθύνες -πρέπει να πω, και να το πω ειλικρινά, ότι φτάσαμε εδώ από δικό μας φταίξιμο. Βέβαια, έπαιξαν ρόλο και άλλες δυνάμεις. Αλλά τότε θα έπρεπε να είχαμε βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την ελληνική ιστορία, την ελληνική τραγωδία, τα ελληνικά προβλήματα. Τότε θα έπρεπε να ξέρουμε ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων που προέκυψε μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο και εκφραζόταν στην ισορροπία των VETO στο Συμβούλιο Ασφαλείας δεν θα μπορούσε να αποδώσει δικαιοσύνη σε χώρες που δεν ήταν ισχυρές, αν το δίκιο αυτών των χωρών ήταν αντίθετο στα οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά συμφέροντα των μεγάλων.

Μπορούσαμε τότε να το είχαμε δει αυτό. Και το ερώτημα είναι γιατί δεν το είδαμε; Δεν το είδαμε διότι δεν θέλαμε να το δούμε. Δεν το είδαμε γιατί δεν αντέχαμε, τότε, την ευθύνη της αλήθειας. Η Ελλάδα έβγαινε ματωμένη από έναν εμφύλιο πόλεμο που την διαίρεσε βαθύτατα.

Η εξωτερική της πολιτική ήταν υποθηκευμένη από τους όρους της πολιτικής διευθέτησης μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Με λίγα λόγια, δεν είχαμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Δεν μπορούσαμε ν” αντιμετωπίσουμε την πραγματικότητα και δεν την ομολογήσαμε μεταξύ μας. Και ακολουθήσαμε το δρόμο των ψευδαισθήσεων, το δρόμο της στρουθοκαμήλου και, γι αυτό, απογοητευτήκαμε στην πορεία. Αν είναι κάτι που με φοβίζει, και σήμερα, είναι η επανάληψη αυτής της ιστορίας. Εγώ δεν πιστεύω ότι υπήρξαν η ότι μπορεί να υπάρξουν Έλληνες πολιτικοί που είναι προδότες. Ούτε πιστεύω στη θεωρία των συνωμοσιών.

Πιστεύω ότι όλοι οι Έλληνες πολιτικοί πόνεσαν την πατρίδα και πολέμησαν για την πατρίδα έτσι όπως είδαν τα πράγματα. Αλλά οι εθνικές τραγωδίες δεν έχουν στηθεί με προδοσίες. Οι εθνικές τραγωδίες έχουν στηθεί με διολίσθηση, με αδράνεια, με στρουθοκαμηλισμό. Αυτό που συνήθως συμβαίνει είναι ότι δεν βλέπουμε κατάματα το πρόβλημα που έρχεται. Αδρανούμε. Παίρνουμε μικρά βήματα που φαίνονται αθώα., έτσι από αμηχανία ή προσχηματική αδυναμία. Γιατί η αδυναμία ενός έθνους είναι πάντα προσχηματική. Δεν υπάρχει ποτέ σ” ένα έθνος πραγματική αδυναμία, όταν υπάρχει εθνική βούληση.

Και αφήνουμε τα πράγματα να διολισθαίνουν. Και όταν, κάθε χρόνος που περνάει, χειροτερεύει την κατάσταση, φτάνουμε στο αναπόφευκτο που τελικά γίνεται αποδεκτό. Αυτός ο κίνδυνος της διολίσθησης είναι που πρέπει να αποφύγουμε τώρα. Δίκιο είχε ο αείμνηστος Λανίτης τότε. Μακάρι η Ελλάδα να τον είχε ακούσει τότε. Τώρα είναι λίγο αργά, το πληρώνουμε με ανθρώπινα θύματα. Δεν είναι ,όμως ,και πολύ αργά. Να δούμε τα πράγματα, αλλά να τα δούμε ειλικρινά, και τις λίγες κουβέντες που έχουμε να πούμε να τις πούμε μεταξύ μας ανοιχτά, όχι διπλωματικά και ούτε πολιτικάντικα.

Ποια είναι τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την ελληνική πορεία, από την Κυπριακή τραγωδία, που είναι η χαίνουσα πληγή του Ελληνισμού;

Πολλά θα μπορούσαμε να απαριθμήσουμε, αλλά εγώ θα μείνω σε τέσσερα βασικά συμπεράσματα, που είναι πολύ σημαντικά ,νομίζω, όχι για να κτίσουμε μια εθνική στρατηγική, που θ” απαιτήσει και πολλά άλλα στοιχεία, αλλά τουλάχιστον για να έχουμε μία κοινή θέση. Και να δούμε αν είμαστε σύμφωνοι να προχωρήσουμε σ” αυτή τη βάση ή όχι.

Το πρώτο συμπέρασμα που βγαίνει – και βγαίνει αβίαστα από την ιστορία – είναι ότι μία είναι η καρδιά του Ελληνισμού. Ίδια καρδιά κτυπάει και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Δεν υπάρχουν δύο Ελληνισμοί, ένας είναι ο Ελληνισμός. Δεν είναι μόνον η κοινή πορεία μέσα στην ιστορία του ελλαδικού χώρου και της Κύπρου. Δεν είναι μόνον ο κοινός μας πολιτισμός. Είναι και οι σύγχρονες εξελίξεις.

Πολλοί μου λένε ότι το Κυπριακό δεν ενδιαφέρει τόσο το ελληνικό κοινό. Διαφωνώ. Η φαινομενική αδιαφορία οφείλεται στο ότι εμείς δεν έχουμε πληροφορήσει το ελληνικό κοινό, για το τι γίνεται στην Κύπρο. Και γιατί δεν το έχουμε κάνει; Δεν το έχουμε κάνει γιατί ακόμα δεν αντέχουμε να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες μας ευθύνες για την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Και αυτό κάποια στιγμή, με αυτοκριτική διάθεση ,πρέπει να το κάνουμε. Και πρέπει να πούμε στον ελληνικό λαό, ότι ναι, συνετελέσθη τότε εθνική προδοσία, αλλά σήμερα υπάρχει προοπτική για την Κύπρο. Και να του πούμε και κάτι άλλο: ότι δεν υπάρχει λύση για την Ελλάδα, δεν υπάρχει ελληνική στρατηγική, χωρίς επίλυση του Κυπριακού.

Ο μικροϊδεατισμός, που κυριαρχεί σε ορισμένους κύκλους της Αθήνας, (και ο μικροϊδεατισμός είναι η άλλη όψη του κίβδηλου νομίσματος, του μεγαλοϊδεατισμού) προσπαθεί ν” αποκόψει τα πράγματα και να δει την ελλαδική πραγματικότητα χωριστά, από τις κυπριακές εξελίξεις. Και να το θέλαμε να το κάνουμε αυτό δεν μπορούμε. Γιατί αυτοί που επηρεάζουν πολιτικά, γεωστρατηγικά την περιοχή, θεωρούν ενιαίο το σύνολο της Ελλάδας και της Κύπρου. Είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, το μέλλον της Ελλάδας και της Κύπρου είναι κοινό. Γι αυτό δεν μπορεί να στηριχτεί ελληνική εξωτερική πολιτική, ελληνική εθνική στρατηγική που δεν εμπεριέχει και το Κυπριακό ζήτημα και το Κυπριακό πρόβλημα.

Το δεύτερο συμπέρασμα που βγαίνει από την πρόσφατη ιστορία, είναι ότι η απειλή εναντίον του Ελληνισμού είναι σύνθετη, δεν είναι μονοδιάστατη.

Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο Ελληνισμός απειλείται από τον τουρκικό επεκτατισμό. Αυτό είναι σωστό, αλλά είναι η μισή αλήθεια. Μακάρι ο κίνδυνος να ήταν μόνο ο τουρκικός επεκτατισμός. Ο κίνδυνος για τον Ελληνισμό είναι ο τουρκικός επεκτατισμός και ο σκληρός ανταγωνισμός των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων και μεγάλων δυνάμεων για σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.

Και είναι η σύνθεση αυτών των δύο παραγόντων που δημιουργεί το πρόβλημα και την πρόκληση στον Ελληνισμό.

Για τον τουρκικό επεκτατισμό δεν χρειάζεται να πούμε πολλά πράγματα. Γνωρίζουμε ότι ο επεκτατισμός σε βάρος του Ελληνισμού είναι μία εγγενής δύναμη μέσα στο τουρκικό κατεστημένο και δεν υπάρχει απόκλιση από αυτό. Η Τουρκία έχει ακολουθήσει συστηματικά, επίμονα – και θα συνεχίσει – την στρατηγική που αποβλέπει στη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Και ήταν απαράδεκτος στρουθοκαμηλισμός, από την πλευρά του Ελληνισμού, να δεχτεί κατά καιρούς, ότι μπορεί να υπήρχε τάχατες, από την άλλη πλευρά, καλή πρόθεση ειρηνικής συνύπαρξης και συμβίωσης. Χάσαμε τον Ελληνισμό στη Μικρά Ασία, χάσαμε τον Ελληνισμό στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και την Τένεδο και είδαμε την κατοχή ενός μεγάλου κομματιού της Κύπρου και βλέπουμε σήμερα τις αυξανόμενες και παράλογες αξιώσεις της Τουρκίας, στο δικό μας το Αιγαίο, το Αιγαίο όπου είναι το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού. Έλληνες πολιτικοί, εδώ και μερικά χρόνια, δεν έβλεπαν την τουρκική απειλή.

Θα πρέπει, φίλες και φίλοι, να το δεχτούμε ότι όσο η εσωτερική, κοινωνική, στρατιωτική και πολιτική δομή της Τουρκίας του Κεμαλισμού διατηρείται, η Τουρκία θα έχει μία επεκτατική πολιτική εις βάρος του Ελληνισμού. Ο μόνος τρόπος για ν” αλλάξει συμπεριφορά η Τουρκία είναι μία διαφορετική στάση της Ελλάδας και του Ελληνισμού. Δηλαδή μια δυναμική αντιμετώπιση του Τουρκικού επεκτατισμού.

Οι Ελληνοτουρκικές διαφορές δεν αναδύονται μονοσήμαντα από τον τουρκικό επεκτατισμό. Εκεί εμπλέκονται ξένες δυνάμεις. Πίσω από τις προκλήσεις της Τουρκίας, πίσω από το δράμα της Κύπρου δεν μόνον ο τουρκικός επεκτατισμός, αλλά είναι και η κυνική αντιμετώπιση αυτού του δράματος από τις μεγάλες Δυνάμεις για σφαίρες επιρροής στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Για να το πω όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται. Η πολιτική των μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή ,από το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, ήταν και, δυστυχώς, παραμένει, η ελεγχόμενη εξωτερική πολιτική της Ελλάδας, η απουσία της πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η μείωση της πολιτικής παρουσίας του Ελληνισμού, στην Κύπρο, δηλαδή η διχοτόμηση της Κύπρου. Αυτήν την πολιτική ασκούν ξένες Δυνάμεις, όχι πάντα σε συμφωνία μεταξύ τους, (άλλη είναι η αμερικανική πολιτική, άλλη είναι η γαλλική πολιτική, άλλη είναι η βρετανική πολιτική, άλλη είναι η γερμανική πολιτική και άλλη είναι ρωσική πολιτική). Αλλά όπως και να το πάρουμε το πράγμα, εμείς βλέπουμε ότι το παιχνίδι των σφαιρών επιρροής παίζεται με το διαίρει και βασίλευε στην περιοχή και η ελληνοτουρκική διαφορά γίνεται και αυτή ένα παιχνίδι στα χέρια των διεθνών ανταγωνισμών.

Αυτό μας οδηγεί – και πρέπει να μας οδηγήσει – σε ορισμένους συλλογισμούς.

Ο πρώτος συλλογισμός είναι ότι μια ελληνική πολιτική θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στους ανταγωνιστές και ανάμεσα σ” αυτούς τους ανταγωνιστές και στην Τουρκία. Ένας μεγάλος Έλληνας πολιτικός, που κατανόησε αυτές τις αντιθέσεις, τις εκμεταλλεύτηκε και δημιούργησε την μεγάλη Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Το διπλωματικό αυτό παιχνίδι των προκλήσεων μπορούμε και πρέπει να το παίξουμε σήμερα.

Ο δεύτερος συλλογισμός που προκύπτει από αυτή την εμπειρία,- πάλι θα το πω ανοικτά – είναι ότι δεν βάζεις τον λύκο να φυλάει τα πρόβατα.

Είναι ασυγχώρητη εθνική αφέλεια και – χρησιμοποιώ επιεική όρο – να ζητήσεις από κάποια τρίτη δύναμη που έχει συμφέροντα στην περιοχή να έλθει να μεσολαβήσει για να σου λύσει το Ελληνοτουρκικό πρόβλημα. Και για .να αποφύγω το σκόπελο των συγχρόνων εξελίξεων, και για να μη τοποθετηθώ σ” αυτές, ας αναφερθώ στην εμπειρία της δεκαετίας του 50, όταν ο Ελληνισμός έκανε το μεγάλο λάθος της τριμερούς συνάντησης με τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελλάδα και την Τουρκία να λύσουν το Κυπριακό πρόβλημα και οδηγηθήκαμε στη ντροπή της Ζυρίχης. Και μια άλλη Ζυρίχη την δεν αντέχει ο Ελληνισμός.

Το τρίτο συμπέρασμα που βγαίνει, πάλι, από την πρόσφατη ιστορία και πρέπει να το συγκρατήσουμε αφορά, στις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις. Οι διεθνείς σχέσεις, σήμερα, δεν έχουν στατικό χαρακτήρα. Υπάρχει μία ρευστότητα. Έχουμε, με λίγα λόγια, ένα ανοικτό σύστημα ισοζυγίων ισχύος.

Δεν έχω καμία αντίρρηση ν” αναφερόμαστε σε διεθνή δικαστήρια, σε διεθνείς συνθήκες. Δεν έχω καμία αντίρρηση ν” αναφερόμαστε στις αρχές του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Έχω υπηρετήσει τα Ηνωμένα Έθνη με πίστη επί 25 χρόνια, αλλά ξέρω τι σημαίνει ΟΗΕ και πως διοικείται. Δεν θέλω να έχουμε ψευδαισθήσεις. Η διεθνής μας θέση θα εξαρτηθεί κυρίως από το ισοζύγιο ισχύος. Να το καταλάβουμε αυτό.

Στη στιγμή της κρίσης θα σταθούμε ανάλογα με το ισοζύγιο ισχύος. Ισοζύγιο ισχύος θα πει ,πρώτα απ” όλα, ότι χρειαζόμαστε σήμερα ένα ευέλικτο δίκτυο συνεργασιών και τακτικών συμμαχιών με μια σειρά από χώρες που σε ορισμένα τακτικά σημεία έχουν ταυτόσημες απόψεις και συμφέροντα μ΄ εμάς.

Αυτό πρέπει να το επιχειρήσουμε, αυτό σημαίνει σύγχρονη εξωτερική πολιτική. Σημαίνει, επίσης, δυνατή αποτρεπτική δύναμη. Χωρίς δυνατή αποτρεπτική δύναμη δεν έχουμε διαπραγματευτική βάση, δεν έχουμε αξιοπιστία σ” αυτό που διεκδικούμε. Και είναι ιδιαίτερη η προσωπική μου ικανοποίηση, που χθές η Κυβέρνηση ενέκρινε στο ΚΥΣΕΑ το εξοπλιστικό πρόγραμμα της Ελλάδας που αναβαθμίζει την μαχητική ικανότητα και την αποτρεπτική μας δύναμη. Το πρόγραμμα αυτό είναι προϋπόθεση για μια επιτυχή εξωτερική πολιτική.

Αν αμυντική δικτύωση και η αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητας των ενόπλων δυνάμεων είναι βασικές προϋποθέσεις για το νέο ισοζύγιο ισχύος η τρίτη προϋπόθεση είναι ακόμη πιο σημαντική. Και η τρίτη προϋπόθεση είναι το αγωνιστικό πάθος του Έθνους. Δεν αρκεί να έχεις αποτρεπτική δύναμη. Δεν αρκεί να έχεις μια σειρά από τακτικές συμμαχίες. Πρέπει να είσαι αξιόπιστος σε όλους. Πρέπει όλοι να πιστεύουν ότι, αν χρειαστεί, θα χρησιμοποιήσεις την αποτρεπτική δύναμη που έχεις.

Είμαστε λαός που επιθυμεί να ζήσει ειρηνικά με όλους του γειτονικούς λαούς και με την Τουρκία. Είμαστε ένας δημοκρατικός λαός που θέλει να ζήσει ελεύθερος. Και ξέρουμε από την ιστορία μας- και δεν πρέπει να το ξεχνάμε ότι για να διατηρήσουμε την ανεξαρτησία μας και την ελευθερία μας, αν χρειαστεί, είμαστε έτοιμοι να πολεμήσουμε.

Το τέταρτο συμπέρασμα που βγάζω από την πρόσφατη ιστορία μας και που το θεωρώ σημαντικό και θα το τονίσω για μια ακόμη φορά είναι (θα χρησιμοποιήσω έναν τεχνικό και οικονομικό όρο) η διολίσθηση. Η συγκρότηση του πολιτικού μας συστήματος, η αγάπη για την ήσυχη ζωή είναι κίνητρα για να αναβάλουμε τις δύσκολες αποφάσεις. Και, αναβάλλοντας τις δύσκολες αποφάσεις, αφήνουμε ορισμένα πράγματα να κακοφορμίσουν .

Αυτό, οι αντίπαλοί μας το ξέρουν πρέπει να σας το πω ειλικρινά ότι οι αντίπαλοί μας, φίλοι και εχθροί- για να εξηγούμεθα-μας έχουν χαρακτηρίσει αμήχανους και αναβλητικούς. Θα πρέπει αυτή την εντύπωση να την αντιστρέψουμε. Θα πρέπει να περάσουμε το μήνυμα προς τα έξω ότι είμαστε αποφασισμένοι και σταθεροί στις αρχές μας και δεν υποχωρούμε. Δεν θα οπισθοδρομήσουμε με διολίσθηση.

Οι αντίπαλοί μαs μπορεί να έχουν ένα αντικειμενικό σκοπό, ας πούμε τη διχοτόμηση, επίσημα, της Κύπρου, τη συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Δεν είναι ανάγκη να το διακηρύξουν αυτό ευθύς εξ” αρχής. Μπορούν να .πάνε σ” αυτό βήμα, βήμα. Από τα φαινομενικά αθώα στα σημαντικά. Και ακούω περίεργα πράγματα τον τελευταίο καιρό για στρατιωτικές συζητήσεις, για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που στον απλό πολίτη ακούγονται καλά. Γιατί όχι; Όμως είναι επικίνδυνα βήματα διολίσθησης που αν τα κάνουμε θα μετανιώσουμε αργότερα. Τώρα είναι η στιγμή να πούμε όχι στη διολίσθηση. Τέρμα στη διολίσθηση.

Άκουσα και αυτό, τελευταία, από μία επιφανή διπλωμάτη μιας ισχυρής χώρας, ότι τάχατες μπορεί να γίνει και στρατιωτικός διάλογος σε επίπεδο αρχηγών, του στρατηγού της Εθνικής Φρουράς Κύπρου και του στρατηγού, του αρχηγού των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής. Τέτοιος διάλογος δεν μπορεί να γίνει γιατί δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει ποτέ Έλληνας με στολή που θα συζητήσει με τούρκο στρατηγό που κατέχει ένα κομμάτι της Κύπρου.

Κι όμως, η διολίσθηση ήταν το χαρακτηριστικό της ιστορίας μας. Ίσως, κάτω από μία υποκειμενική κρίση ότι υπάρχει πραγματική αδυναμία στο Έθνος, αποδεχθήκαμε κάποιες πιέσεις με την ψευδαίσθηση ότι η ατολμία μας θα επιβραβευθεί αργότερα. Και αντί της επιβράβευσης είδαμε στο παρελθόν ότι αυτή η αμήχανη και άτολμη τοποθέτησή μας οδήγησε σε ράπισμα και σε νέες πρόσθετες αξιώσεις.

Ως πότε ο Ελληνισμός θα υποχωρεί;

Εδώ, πιστεύω, πρέπει να τραβήξουμε τη γραμμή. Τα μαθήματα από την ιστορία είναι σκληρά και νομίζω ότι σήμερα ο Ελληνισμός έχει το σθένος και ότι υπάρχουν και ενθαρρυντικά στοιχεία. Και πράγματι τα τελευταία τρία χρόνια έχει γίνει πολύ δουλειά που έχει αλλάξει τη ροή των πραγμάτων. Πιστεύω ότι έχουν μπεί τα θεμέλια για μια νέα εθνική στρατηγική του Ελληνισμού που θα μας βγάλει από το ολισθηρό μονοπάτι του παρελθόντος και θα μας οδηγήσει σε μια νικηφόρα πορεία για τον Ελληνισμό.

Ειδικότερα για το θέμα της Κύπρου θέλω ν” αναφερθώ σε δύο βασικά στοιχεία, που έχουν αλλάξει την διαπραγματευτική δύναμη του Ελληνισμού.

Το πρώτο στοιχείο είναι η καθιέρωση του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος, εδώ και τρία χρόνια. Και, ευτυχώς, λίγοι από τους αντιπάλους μας, εντός και εκτός των τειχών, πίστεψαν ότι οι ηγεσίες των δύο χωρών, Ελλάδας και Κύπρου, δεν θα προχωρούσαν στην υλοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος είναι σήμερα μία πραγματικότητα και δεν μπορεί να υπάρξει πισωγύρισμα. Προχωράμε στην υλοποίησή του με γοργούς ρυθμούς.

Ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος έχει αλλάξει την ροή των πραγμάτων. Πρώτα απ” όλα έχει δημιουργήσει ένα αίσθημα στρατηγικής ενότητας ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Δεύτερον, έχει αλλάξει, οριστικά και σημαντικά το ισοζύγιο των στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή υπέρ του Ελληνισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου χτυπιέται αλύπητα από αυτούς που επιμένουν σ” έναν αδύνατο και χειραγωγημένο Ελληνισμό στην περιοχή.

Τα χτυπήματα που βλέπουμε τώρα είναι κτυπήματα εναντίον της εμπέδωσης του ενιαίου αμυντικού χώρου. Το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου όμως έχει γίνει κομμάτι της συνείδησης του ελληνισμού. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.

Και σήμερα, στις Ένοπλες Δυνάμεις, μέσα τρία χρόνια, έχει δημιουργηθεί μια νέα σχολή σκέψης. Θυμάμαι, τρία χρόνια πριν, πολλοί πατριώτες στρατιωτικοί μου έλεγαν «μα κύριε υπουργέ η Κύπρος είναι μακριά». Και τους ρωτούσα “μακριά από πού;” Η Κύπρος είναι κοντά στην καρδιά του Ελληνισμού. Η Κύπρος πια δεν είναι μακριά. Το ελληνικό πολεμικό ναυτικό γνωρίζει τώρα την Νοτιοανατολική Μεσόγειο και οι Έλληνες αεροπόροι επισκέπτονται την Κύπρο. Και στρατεύματα υπάρχουν εκεί.

Η κατάσταση λοιπόν έχει αλλάξει. Και δεν έχει μόνον αναβαθμισθεί η αμυντική θωράκιση της Κύπρου. Έχει αναβαθμισθεί σημαντικά η αμυντική θωράκιση του Ελληνισμού. Γι αυτό, εμείς οι Ελλαδίτες πρέπει να το καταλάβουμε ότι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου δεν βοηθάει μόνο το χώρο της Κύπρου, βοηθάει το Αιγαίο, βοηθάει τη Θράκη. Θωρακίζει, με λίγα λόγια ολόκληρο τον Ελληνισμό.

Η δεύτερη σημαντική εξέλιξη, τα τελευταία τρία χρόνια είναι η ευρωπαϊκή διάσταση του κυπριακού. Δεν έχω ψευδαισθήσεις, και κανείς δεν πρέπει να έχει ψευδαισθήσεις, ότι ή εισδοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα είναι εύκολο ζήτημα. Θα γίνει, όμως, γιατί θα επιμείνουμε. Και το γεγονός ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός θα είναι μέρος του οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το γεγονός ότι ο Ελληνισμός εμπεριέχεται στο όραμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα είναι τα σύνορα του Ελληνισμού, μέχρι την Κύπρο, δημιουργούν άλλες ανατρεπτικές συνθήκες στις ισορροπίες των δυνάμεων που αναφέρθηκα πριν. Και αυτό θα δημιουργήσει καινούργιες συνθήκες ασφάλειας για τον Ελληνισμό που θα είναι πολύ πιο πρόσφορες για πρόοδο αλλά και για εμπέδωση της ασφάλειας και της ειρήνης στην περιοχή.

Γι αυτό είπα και στην αρχή ότι έχουμε κτίσει, τα τελευταία τρία χρόνια οι δύο κυβερνήσεις τις βάσεις για μια νέα εθνική στρατηγική. Έχουμε κτίσει τις βάσεις που έχει αρχίσει να θερμαίνει τις ψυχές του Έλληνα όπου κι αν βρίσκεται.

Πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το έργο. Και βλέπουμε ότι και ο λαός ανταποκρίνεται. Τα τελευταία θύματα του Αττίλα στην Κύπρο, οι ηρωικές πράξεις αυτών των παλικαριών που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία, η ανάμνηση της μαχητικότητας της νεολαίας μας, που το έδειξε τις ημέρες του Πολυτεχνείου, μου δίνουν το κουράγιο να πω ότι εμείς οι Έλληνες θα το τολμήσουμε. Θα έχουμε την εθνική μας στρατηγική που θα δει ενωμένο τον Ελληνισμό να προχωράει με αυτοπεποίθηση και δυναμικά στην αυγή του 21ου αιώνα.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn