Αν ανοίγαμε το χάρτη της Ευρώπης και περιγράφαμε σε κάποιον, που δεν γνωρίζει, τις γεωπολιτικές, ιστορικές και οικονομικές συνθήκες της Ελλάδας και των Βαλκανίων καθώς και τις προοπτικές που ανοίγονται σήμερα, και κατόπιν του ζητούσαμε να εντοπίσει την περιοχή με τις λαμπρότερες δυνατότητες ανάπτυξης στον 21ο αιώνα, αναμφίβολα θα επέλεγε την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Λόγω της νευραλγικής της θέσης, η περιοχή αυτή έχει όλες τις προϋποθέσεις να καταστεί το κέντρο των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.

Τα τελευταία χρόνια έχουν συντελεστεί σημαντικές διεθνείς εξελίξεις, οι οποίες επηρεάζουν το εσωτερικό περιβάλλον και είναι ανάγκη να ληφθούν σοβαρά υπόψη στη χάραξη τόσο της οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, όσο και της πολιτικής Εθνικής Άμυνας. Η νέα εποχή που ανέτειλλε είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που ζούσαμε πριν από μερικά χρόνια. Τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της νέας εποχής είναι τα ακόλουθα:

α) Με τη διεθνοποίηση των κεφαλαιαγορών, το κεφάλαιο μεταφέρεται πλέον, με ηλεκτρονική ταχύτητα από το ένα χρηματιστήριο στο άλλο, ξεπερνώντας τα εθνικά όρια.

β) Οι σύγχρονες τεχνολογίες απαιτούν τεράστιες επενδύσεις σε γνώση και ανθρώπινο δυναμικό, που μικρές χώρες από μόνες τους, δε δύνανται να πραγματοποιήσουν. Σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρείται μια ισχυρή τάση συγκρότησης μεγάλων υπερεθνικών οικονομικών συγκροτημάτων. Ακόμα και χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και το Μεξικό κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι η εσωτερική αγορά τους είναι πλέον περιορισμένη. Για το λόγο αυτό, δημιούργησαν μια ενιαία οικονομική αγορά, τη NAFTA, με σκοπό να ανταγωνιστούν ένα άλλο τεράστιο οικονομικό συγκρότημα, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρώπη, με τη σειρά της, οργανώνεται για να αντιμετωπίσει ανταγωνιστικά την Ιαπωνία και τη Νοτιοανατολική Ασία, οι οποίες, λόγω της υψηλής τεχνολογίας και του χαμηλού κόστους, ανταγωνίζονται με επιτυχία τα άλλα δύο οικονομικά υπερσυγκροτήματα.

γ) Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας περιοχής ή μιας χώρας δεν αξιολογούνται πλέον με βάση την αφθονία των φυσικών πόρων ή των επιτευγμάτων του παρελθόντος. Αξιολογούνται με βάση την ποιοτική επένδυση που έχει κάνει μία χώρα στη γνώση, στην παιδεία, στον άνθρωπο. Αξιολογούνται με βάση την ικανότητα αυτής της κοινωνίας, να είναι ευέλικτη, να διορθώνει την οικονομική της πορεία ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες, να προσαρμόζεται και να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονται.

Η σύνθεση αυτών των παραγόντων θέτει τη χώρα μας μπροστά σε ένα εντελώς διαφορετικό εξωτερικό περιβάλλον. Δεν είναι πλέον δυνατό για την Ελλάδα να θέτει από μόνη της οικονομικές προτεραιότητες, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα τεκταινόμενα στο ευρύτερο περιβάλλον. Οι διεθνείς συνθήκες, οι οποίες προσδιορίζουν την οικονομική πραγματικότητα και για τη χώρα μας, είναι αποτυπωμένες στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η συνθήκη αυτή εκφράζει ουσιαστικά τη διεθνοποίηση της αγοράς του κεφαλαίου. Εκφράζει, όχι μόνο την ανάγκη των χωρών να συνδεθούν μεταξύ τους σε μια ενιαία αγορά, αλλά και την έννοια της ανταγωνιστικότητας που βασίζεται στη γνώση και την επένδυση στον ανθρώπινο παράγοντα. Είναι αλήθεια ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ, σε χώρες που δεν έχουν ολοκληρώσει την οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη, όπως η δική μας, επιβάλλει όρους που είναι ιδιαίτερα δύσκολοι και επίπονοι στην εφαρμογή τους. Το γεγονός, όμως, ότι ζούμε σε έναν κόσμο ανοικτών οικονομιών μας υποχρεώνει να προσαρμοστούμε στις διεθνείς συνθήκες. Είναι ανάγκη να ακολουθήσουμε ένα χρονοδιάγραμμα οικονομικής σύγκλισης, όπως αυτό καθορίζεται από τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Κατ” αυτήν την έννοια, η οικονομική μας πολιτική, σε μακροοικονομικό επίπεδο, διαμορφώνεται από τις διεθνείς συνθήκες και εξελίξεις, είτε ανήκουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είτε όχι. Μια ανοικτή χώρα, όπως η Ελλάδα, είναι αναγκασμένη να κινηθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, μειώνοντας, με ταχύτατους ρυθμούς, τόσο τον πληθωρισμό (σε επίπεδο κάτω του 5%), όσο και το έλλειμμα του δημόσιου τομέα, καθώς και το ποσοστό του δημόσιου χρέους σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Αυτοί οι στόχοι, πρέπει να επιδιώκονται και να εφαρμόζονται σε κάθε οικονομία, είτε ανήκει στην Ευρώπη, είτε όχι. Το χρονικό όριο προσέγγισης των στόχων του προγράμματος είναι το ’97, ή τουλάχιστον το ’99. Ο προϋπολογισμός του ’94 πλησίασε σε πολύ μεγάλο βαθμό τους στόχους που είχαν τεθεί, ενώ το ίδιο επιτυγχάνεται και για το οικονομικό έτος του ’95. Παράλληλα, ο προϋπολογισμός του ’96 είναι ενταγμένος σ” αυτή τη λογική προσέγγισης των κριτηρίων του Μάαστριχτ.

Μπορούμε, επομένως, να ισχυρισθούμε με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα προχωρεί, με εντυπωσιακούς ρυθμούς, στην υλοποίηση των στόχων του Μάαστριχτ. Αυτό έχει γίνει αντιληπτό τόσο στην ελληνική όσο και στις διεθνείς αγορές. Στο εξωτερικό δε γίνεται πλέον λόγος για οικονομική κρίση στην Ελλάδα, αλλά για μια οικονομική πολιτική που έχει δώσει προοπτικές, με αποτέλεσμα τη σημαντική εισροή ξένων κεφαλαίων. Αποτελεί καθήκον και εθνική επιταγή η στήριξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και για το ’96, διότι, αφενός, συμβαδίζει με τη διεθνή πραγματικότητα, και, αφετέρου, στοχεύει στην πολυπόθητη αναβάθμιση της οικονομίας μας.

Βέβαια, η επίτευξη της σύγκλισης με τους ονομαστικούς στόχους του Μάαστριχτ δεν αποτελεί πανάκεια. Ο μέσος πολίτης δεν ικανοποιείται με τη βελτίωση μόνο των μακροοικονομικών μεγεθών. Για να υπάρξει αποδοχή της οικονομικής πολιτικής από το μέσο πολίτη, θα πρέπει τα αναπτυξιακό αποτελέσματα να είναι ορατά. Θα πρέπει να σημειωθεί κάποια πρόοδος στο μέτωπο της ανεργίας, της διανομής του εισοδήματος και της δημιουργίας θετικών αναπτυξιακών προοπτικών στον αγροτικό τομέα. Θα πρέπει να προχωρήσει ο εκσυγχρονισμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ώστε να ανταποκριθούν στο διεθνές ανταγωνιστικό περιβάλλον. Θα πρέπει, σε τελική ανάλυση, να υπάρξει ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων μας. Ωστόσο, η προσέγγιση των κριτηρίων του Μάαστριχτ δε συνεπάγεται αυτόματα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου του μέσου πολίτη ή την ισχυροποίηση της κοινωνικής πολιτικής. Η λεγόμενη σταθεροποιητική πολιτική είναι αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχή προσαρμογή της οικονομίας και την ενσωμάτωσής της στην ευρωπαϊκή αγορά και στην παγκόσμια οικονομία γενικότερα. Eίναι επίσης, όρος απαραίτητος για τη δημιουργία των προϋποθέσεων εκείνων που θα συμβάλουν σε μια διαρκή αναπτυξιακή πορεία. Δεν αρκεί όμως μόνο η σταθεροποίηση της οικονομίας για τη δημιουργία αναπτυξιακού κλίματος. Αρκετές φορές στο παρελθόν, η επιτυχής εφαρμογή ενός μακροοικονομικού προγράμματος δεν έφερε απαραίτητα και ανάπτυξη. Ένα σταθεροποιητικό πρόγραμμα που αναιρείται από την απογοήτευση του λαού, δημιουργεί αρνητικά και αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα. Είναι ανάγκη να τoνισθεί ότι με το να επαναπαυόμεθα στην απλή υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος, παραμελώντας τον παράγοντα «ανάπτυξη», ελλοχεύει ο κίνδυνος να σπαταλήσουμε τις καλύτερες ελπίδες και προσδοκίες του ελληνικού λαού, προκαλώντας απογοήτευση και έντονη δυσφορία.

Σ’ αυτό το σημείο είναι φρόνιμο να ορίσουμε την έννοια της ανάπτυξης. Ανάπτυξη δε σημαίνει απλώς αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Η αύξηση μπορεί κάλλιστα να επέλθει και από ευνοϊκές συγκυρίες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν τεθεί ορθά οι βάσεις της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας. Πολλές φορές στα σχολικά βιβλία παρατίθεται το εξής παράδειγμα: Σε ένα υπανάπτυκτο νησί, με λίγους φτωχούς κατοίκους, ανακαλύπτεται ξαφνικά η ύπαρξη ενός θαυματουργού βοτάνου. Η συνεχής αύξηση της ζήτησης αυτού του προϊόντος έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του εισοδήματος του νησιού. Κάποια στιγμή όμως η μόδα παρέρχεται, η ζήτηση σταματά και οι κάτοικοι του νησιού ξαναβυθίζονται στην καθυστέρηση και την υπανάπτυξη. Αυτό συνέβη γιατί η πρόσκαιρη αύξηση του ΑΕΠ του νησιού δεν συνοδεύτηκε από μια πραγματική αναπτυξιακή πορεία.

Βέβαια, πραγματική ανάπτυξη συνεπάγεται και αύξηση του ΑΕΠ, αλλά μέσα από μια διαφορετική διαδικασία. Οι συνεχείς δαπάνες και επενδύσεις για ανάπτυξη δε σημαίνουν αυτόματη επίτευξη αναπτυξιακού αποτελέσματος.

Δυστυχώς, στον τόπο μας, έχουν σπαταληθεί πολύτιμοι πόροι για επενδύσεις χωρίς αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Τρανή απόδειξη αποτελεί η εμπειρία του σχεδίου Μάρσαλ: ενώ σημαντικοί πόροι διατέθηκαν για την εκβιομηχάνιση της χώρας, στην πράξη δημιουργήθηκαν προβληματικές επιχειρήσεις, που επιβάρυναν τον έλληνα φορολογούμενο.

Είναι, συνεπώς, φρόνιμο να μην αξιολογείται η ανάπτυξη με γνώμονα τα ποσά που δαπανώνται για τις επενδύσεις. Κατά τη γνώμη μου, ανάπτυξη είναι η ικανότητα ολόκληρης της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και της κυβέρνησης, του διοικητικού μηχανισμού, της τοπικής αυτοδιοίκησης και του ιδιωτικού τομέα, για συσπείρωση και αποτελεσματική οργάνωση όλων των παραγωγικών δυνάμεων, με σκοπό να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη ζήτηση και τις ανάγκες της κοινωνίας. Ανεπτυγμένη είναι η χώρα εκείνη που διαθέτει ευέλικτες δυνάμεις εργασίας, κεφαλαίου, τεχνολογίας και διοικητικού κρατικού μηχανισμού, ενώ ταυτόχρονα καταβάλλει προσπάθειες να αξιοποιήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλους τους συντελεστές της παραγωγής, με σκοπό την ικανοποίηση, στο μέγιστο βαθμό, των αναγκών της κοινωνίας. Η κοινωνία που δεν είναι σε θέση να συνδυάσει αυτούς τους συντελεστές, είτε γιατί πάσχει από αναπτυξιακή στασιμότητα, είτε γιατί δεν μπορούν να συνεργασθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, είναι γραφειοκρατική. Η ανικανότητα μιας κοινωνίας να ικανοποιήσει τις ανάγκες της, ακόμα και αν διαθέτει άφθονες πλουτοπαραγωγικές πηγές, την οδηγεί αναπόφευκτα στην υπανάπτυξη. Αυτό ακριβώς, συνέβη και στη χώρα μας.

Είναι γεγονός η χώρα μας επιδιώκει να διαμορφώσει ένα καλύτερο σύστημα υγείας και παιδείας, να προστατεύσει το περιβάλλον, και γενικά να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του λαού. Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών της κοινωνίας μας, οι οποίες παραμένουν σε μεγάλο, βαθμό ανεκπλήρωτες, εξαρτάται από την παραγωγή. Αυτό σημαίνει ότι ένας αποτελεσματικός συνδυασμός εργασίας, κεφαλαίου και τεχνολογίας μπορεί να παράγει αυτά που έχουμε ανάγκη. Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ υπάρχει αφθονία παραγωγικών συντελεστών, τα επίπεδα παραγωγής δεν είναι ικανοποιητικά.

Στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα υπερπροσφορά κεφαλαίου. Πλήθος χρηματικών πόρων παραμένουν ανεκμετάλλευτοι, είτε σε επενδύσεις δισ. δολλαρίων στο εξωτερικό, είτε σε κοινοτικά προγράμματα τρισ. δραχμών, των οποίων η απορρόφηση παραμένει ανεπαρκής. Ακόμα και οι τράπεζες δεν αξιοποιούν τα κεφάλαια τους με αναπτυξιακό τρόπο. Επίσης, διαθέτουμε άφθονο και άρτια καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, που δυστυχώς, όμως, έχει να αντιμετωπίσει τη μάστιγα της ανεργίας, η οποία πλήττει το 30% του νεαρού πληθυσμού. Γι” αυτό, πολλοί νέοι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Τέλος, το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και η ευφυία των Ελλήνων επιστημόνων συμβάλλει καίρια στην άρτια οργάνωση της παραγωγής.

Είναι, επομένως, γεγονός ότι διαθέτουμε πληθώρα συντελεστών παραγωγής, χωρίς, όμως, να είμαστε σε θέση να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Αυτό που μας λείπει είναι μια αποτελεσματική αναπτυξιακή πολιτική, μια καλή διάρθρωση της παραγωγής. Το πρόβλημα της χώρας μας είναι ότι δεν έχουμε μάθει ακόμα να σκεφτόμαστε και να δρούμε αναπτυξιακά. Δεν είναι δυνατόν, στη σημερινή εποχή, να προσπαθούμε να επιμερίσουμε την ευθύνη και να ισχυριζόμαστε ότι, π. χ. η αποτελεσματική απορρόφηση των κοινοτικών πόρων είναι ευθύνη συγκεκριμένων υπουργών, της κυβέρνησης, της δημόσιας διοίκησης, των μικρομεσαίων ή των μεγάλων επιχειρήσεων. Η ευθύνη είναι συλλογική, διότι η ανάπτυξη είναι πρωτίστως θέμα νοοτροπίας. Συνεπώς, για να παρακάμψουμε τη μιζέρια της μακροοικονομικής πολιτικής και να αντικρίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία, θα πρέπει να αναπτυχθούμε. Και για να αναπτυχθούμε, θα πρέπει να αλλάξουμε εμείς οι ίδιοι τον τρόπο συνεννόησης και συνεργασίας μας. Ευκαιρίες για ανάπτυξη υπάρχουν σήμερα πολλές.

Με την πτώση Σοβιετικής Ένωσης και τη συνακόλουθη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, το διπολικό σύστημα έπαψε να υπάρχει. Το σιδηρούν παραπέτασμα που χώριζε τη χώρα μας από τις χώρες της ΚΟΜΕΚΟΝ δεν υφίσταται πλέον. Η Ελλάδα επανακτά, έτσι, τον ιστορικό της ρόλο. Μετά τον πόλεμο, η Ελλάδα έχασε τη φυσιολογική οικονομική, πολιτική και πολιτιστική της ενδοχώρα, δηλαδή τα Βαλκάνια και, σε ένα βαθμό, τη Μέση Ανατολή. Σήμερα τα Βαλκάνια αποτελούν μια νέα, μοναδική πρόκληση για την Ελλάδα. Ιδίως τώρα που επετεύχθη επιτέλους η ειρήνευση στην πολυπαθή Βοσνία. Σύντομα, θα δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για την οικονομική συνεργασία των Βαλκανικών χωρών. Η Ελλάδα προβάλλει πλέον ως η μόνη χώρα με μεγάλη παράδοση, δημοκρατικούς θεσμούς και, συγκροτημένη οικονομία, προσαρμοζόμενη ταχύτατα στα Ευρωπαϊκά δεδομένα. Η Ελλάδα μπορεί να επανακτήσει το ρόλο που κατείχε στο παρελθόν και να καταστεί το κέντρο των οικονομικών, πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή. Σύντομα, η ροή των εμπορευμάτων, των ιδεών και των υπηρεσιών θα αλλάξει. Η Ελλάδα θα είναι το σταυροδρόμι αυτών των μετακινήσεων. Η πρόκληση είναι, για μια ακόμα φορά, μπροστά μας. Αν αδράξουμε αυτήν την ευκαιρία, η αυγή του 21ου αιώνα μπορεί να βρει την Ελλάδα να προχωρά με γοργούς διασκελισμούς προς την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, όχι μόνο της ίδιας, αλλά και της ευρύτερης περιοχής. Μέσα σ” αυτά τα πλαίσια, η Θράκη θα είναι η αιχμή του δόρατος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της περιοχής.

Ως λαός είμαστε αρκετά ώριμοι και διαθέτουμε τις αναγκαίες δυνάμεις ώστε να ανταποκριθούμε πλήρως σ” αυτήν την πρόκληση. Είναι καθήκον μας να αποδείξουμε ότι διατηρούμε τη σοβαρότητά μας και ότι έχουμε πλήρη συνείδηση των καιρών για να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να συνεργαστούμε για μια σταθερή αναπτυξιακή πορεία.

Στη Θράκη, σήμερα, γίνεται μια μεγάλη προσπάθεια. Είναι κοινή πεποίθηση ότι το μέλλον των Βαλκανίων, η ανάπτυξη της περιοχής, θα κριθεί σε ένα μεγάλο βαθμό, από τη μετεξέλιξη της Θράκης. Μια σχετικά απομονωμένη, ακριτική περιοχή, αποτελεί πλέον γέφυρα επικοινωνίας Βορρά-Νότου, Ανατολής-Δύσης. Το μήνυμα αυτό το έχουν συλλάβει όλες οι παραγωγικές τάξεις της Θράκης, από τον αγρότη και τον εργάτη έως το μικρομεσαίο και τον επιχειρηματία. Το ίδιο μήνυμα έχει λάβει και η Κυβέρνηση. Ήδη είναι ορατά τα στοιχεία που συνθέτουν μια κοινωνική συμμαχία και που καθιστούν αραγές το εσωτερικό αναπτυξιακό μέτωπο που ενώνει κυβέρνηση, δημόσια διοίκηση, ιδιωτικό τομέα, μικρομεσαίες, επιχειρήσεις, εργαζόμενους, και αγρότες. Σταδιακά, τα αιτήματα των εκπροσώπων των φορέων μετατρέπονται από απλές διεκδικήσεις σε αιτήματα καθαρά αναπτυξιακά.

Προκειμένου να επιτευχθεί ανάπτυξη στην περιοχή, είναι αναγκαίο να υπάρξει το κατάλληλο πλαίσιο αλλά και το απαιτούμενο δίκτυο υποδομών. Για να καταστεί η Θράκη ο μεγάλος κόμβος επικοινωνιών, μεταφορών, και αναπτυξιακών έργων, χρειάζεται επαρκής υποδομή. Μετά από πολλές δεκαετίες, η υλοποίηση αυτής της υποδομής βρίσκεται σε εξέλιξη και σε λίγα χρόνια θα αποτελεί πραγματικότητα. Η αποπεράτωση της Εγνατίας Οδού αποτελεί εθνική προτεραιότητα πρώτου βαθμού. Είναι απόλυτη ανάγκη να υλοποιηθεί ταχύτατα, ώστε να μη μείνουν περιθώρια δράσης στους ανταγωνιστές μας. Παράλληλα με την Εγνατία, θα πρέπει να πραγματοποιηθούν και μια σειρά άλλων έργων, ώστε να αξιοποιηθούν στο έπακρο τα πλεονεκτήματα αυτής της οδικής αρτηρίας. Είναι απαραίτητη η βελτίωση και αναβάθμιση της λειτουργίας του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά δεδομένα και πρότυπα, ώστε να καταστεί κομβικό σημείο. Γύρω από την Εγνατία Οδό θα πρέπει να αναπτυχθούν οι ανάλογες οικονομικές δραστηριότητες για να μπορέσει να δραστηριοποιηθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία. Ο δεύτερος παράγοντας που θα συμβάλει στην ανάπτυξη της περιοχής είναι το ΠΕΠ της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης που ανέρχεται στο ποσό των 206 δισ. δρχ. Πρόκειται για ένα σημαντικό αναπτυξιακό κονδύλι που διατίθεται για μια σχετικά μικρή περιοχή. Το φλέγον ζήτημα, λοιπόν, είναι πώς θα αξιοποιηθούν και πώς θα απορροφηθούν αποτελεσματικά αυτοί οι πόροι, προκειμένου να συμβάλουν στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, της μεταποίησης, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και του τομέα της εκπαίδευσης και του ανθρώπινου δυναμικού.

Παράλληλα, είναι ανάγκη να κινητοποιηθεί όλος ο κοινωνικός ιστός της Θράκης για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος. Οι Θρακιώτες, στο παρελθόν, ασκούσαν έντονη κριτική στην Αθήνα. Η υδροκεφαλική Αθήνα είχε την κύρια ευθύνη για την uπανάπτυξη και τον παραγκωνισμό της Θράκης, γεγονός που είχε μια σοβαρή δόση αλήθειας. Σήμερα, όμως, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί. Η Θράκη έχει πια στην διάθεσή της και πρόγραμμα και πόρους για να υλοποιήσει το στόχο της ανάπτυξης. Είμαι πεπεισμένος ότι το αναπτυξιακό ένστικτο της θρακικής κοινωνίας θα λειτουργήσει σωστά και σε λίγα χρόνια όλοι θα μιλούν για το αναπτυξιακό θαύμα της περιοχής. Η Κυβέρνηση καταβάλλει ήδη ουσιαστικές προσπάθειες με τη διάθεση κονδυλίων, την κατασκευή της Εγνατίας Οδού και των λιμανιών καθώς και με την αξιοποίηση του ΠΕΠ Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης.

Πρωταρχικής σημασίας έργο για την ανάπτυξη της περιοχής αποτελεί και η κατασκευή του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης. Πρόκειται για έργο όχι μόνο εθνικής, αλλά και περιφερειακής σημασίας. Η μεταφορά του πετρελαίου από την Κασπία -μέσω Μαύρης θάλασσας- και από τη Βουλγαρία, στην Αλεξανδρούπολη και το Αιγαίο, θα αλλάξει όχι μόνο την οικονομική μορφή της Θράκης αλλά και τη γεωστρατηγική σημασία της Ελλάδας στην περιοχή. Υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία σχετικά με την πορεία αυτού του έργου. Ακόμη η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου, το μεγαλύτερο ενεργειακό έργο που έχει γίνει ποτέ στη χώρα μας, αναμένεται να μεταβάλλει ριζικά την υποδομή και τις δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί κανείς και στις κυβερνητικές παρεμβάσεις, οι οποίες παίρνουν τη μορφή σημαντικών επιδοτήσεων για την ενίσχυση της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας στην περιοχή. Εφέτος, θα διατεθούν περίπου 80 δισ. δρχ, για επιδοτήσεις ιδιωτικών επενδύσεων στην περιοχή, με στόχο τη στήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι αιτήσεις για επενδύσεις στην περιοχή, αυξάνονται κάθε εξάμηνο, με ταχύτατους ρυθμούς, πράγμα που σημαίνει ότι δεν υπάρχει πια έλλειψη ζήτησης για επενδύσεις. Ωστόσο, εξαιτίας των ιδιαίτερα γενναιόδωρων κινήτρων, υπάρχει κίνδυνος αυτές οι επενδύσεις να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από καιροσκόπους. Καθήκον των γνωμοδοτικών επιτροπών είναι να εξετάζουν λεπτομερώς όλες αυτές τις αιτήσεις και να απομακρύνουν τους ευκαιριακούς επενδυτές. Τα κριτήρια για τις επενδύσεις πρέπει να είναι αντικειμενικά και αναπτυξιακό. Κατ” αυτόν τον τρόπο, μέσα από τη βελτίωση της υποδομής, την κατασκευή μεγάλων έργων και τα ελκυστικά κίνητρα, διαμορφώνεται ένα σταθερό υπόβαθρο για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Διαθέτουμε, επομένως, όλες τις απαραίτητες προϋnοθέσεις για να αδράξουμε τη μοναδική αυτή ευκαιρία που παρουσιάζεται στην περιοχή και να κάνουμε πραγματικότητα οράματα δεκαετιών .

Η οικονομική ανάπτυξη, βέβαια, δε θα λύσει από μόνη της τα προβλήματα της περιοχής. Η Θράκη, αλλά και όλη η Ελλάδα, αντιμετωπίζει ένα σοβαρότατο δημογραφικό πρόβλημα. Η περιοχή είναι από τις πιο αραιοκατοικημένες, καθώς οι νέοι αναζητούν καλύτερη τύχη στην πρωτεύουσα ή στο εξωτερικό. Βασικό μας μέλημα πρέπει να είναι η εξεύρεση τρόπου αύξησης του πληθυσμού της Θράκης. Η δημιουργία μιας χρήσιμης μάζας οικονομίας και ενός πλέγματος ανταγωνιστικών βιομηχανιών προϋποθέτει μια σημαντική αύξηση του πληθυσμού της Θράκης. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο να δημιουργηθούν 50.000 έως 60.000 νέες θέσεις εργασίας μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Ένα τέτοιο εγχείρημα φαίνεται εφικτό καθώς υπολογίζεται ότι η Θράκη, σε δέκα χρόνια, θα αυξήσει τον πληθυσμό της κατά 50-60%, αποκτώντας, έτσι, κοινωνικό και οικονομικό δυναμισμό και θέτοντας, παράλληλα, τα θεμέλια για μια ισχυρή πολιτική Εθνικής Άμυνας.

Ταυτόχρονα, λοιπόν, με την οικονομική ανάπτυξη, θα πρέπει να δοθεί έμφαση και στο θέμα της υπεράσπισης των συνόρων μας. Η αμυντική ικανότητα δεν μετριέται σήμερα μόνον με βάση το μέγεθος και την ισχύ των Ενόπλων Δυνάμεων. Στρατιώτες που φρουρούν εγκαταλελειμμένα χωριά δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικοί. Είναι ανάγκη οι Ένοπλες Δυνάμεις να ζουν μέσα σε μια δυναμική κοινωνία, η οποία θα είναι σε θέση να λειτουργήσει, αν χρειαστεί, ως εφεδρεία. Μια Θράκη με περισσότερο πληθυσμό και δυναμισμό αποτελεί, σε τελική ανάλυση, εθνική επιταγή.

Στο παρελθόν, πριν από την κατάρρευση του διπολικού συστήματος, η διάγνωση των αμυντικών μας αναγκαιοτήτων ήταν ευκολότερη. Σήμερα, ο κίνδυνος από τον Βορρά έχει πλέον εκλείψει. Οι χώρες αυτές επιδιώκουν, τώρα, την οικονομική συνεργασία και τη στήριξη της Ελλάδας. Επομένως. οι σχέσεις μας με αυτές τις χώρες μπορούν να παίξουν καταλυτικό ρόλο για την ανάπτυξη τόσο της ελληνικής οικονομίας όσο και των ίδιων .

Ωστόσο, η απουσία ορατού κινδύνου από το Βορρά δε σημαίνει απαραίτητα ότι δεν υπάρχουν προβλήματα ασφαλείας στην περιοχή. Εξακολουθούν να υπάρχουν θύλακες αποσταθεροποίησης σε όλη την περιοχή των Βαλκανίων. Η έννοια, όμως, της ασφάλειας της περιοχής αλλάζει. Μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών οικονομιών και οριζόντων, ο παράγοντας της εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να εξασφαλίζεται από εθνική οικονομική ισχύ και από ισχυρή οικονομική συνεργασία με τις γειτονικές χώρες. Η νέα εποχή απαιτεί τα σύνορα να είναι γέφυρα συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς. Οι οικονομικές δίοδοι θα πρέπει να ανοίξουν για να μπορέσει η Ελλάδα να διαδραματίσει ρόλο καταλύτη στην περιοχή των Βαλκανίων. Για το λόγο αυτό, έχουν συναφθεί μια σειρά από συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας με τις γειτονικές μας χώρες, όπως τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Αλβανία, ενώ αναμένεται να υπογραφούν τέτοιες συμφωνίες και με τις χώρες της πρώην Γιουγκοσλαβίας όταν θα επιτευχθεί ειρήνη και εξομάλυνση των σχέσεων στην περιοχή. Έχουν επίσης, συναφθεί συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας με χώρες της Μ. Ανατολής, όπως τη Συρία, το Ισραήλ και την Aίγυπτο.

Ο Ελληνισμός, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, ενδιαφέρεται άμεσα για τη Μ. Ανατολή. Το πλέγμα αμυντικών συμφωνιών με τις γειτονικές χώρες και η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας ενδυναμώνουν την αμυντική μας ικανότητα, κυρίως έναντι της πιο ορατής απειλής: της Τουρκίας. Λόγω των δικών της σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων η χώρα αυτή προσπαθεί εναγωνίως να προσεγγίσει την Ευρώπη. Η Ελλάδα έκανε μια σημαντική χειρονομία προς τη γείτονα χώρα, αίροντας το βέτο της για την Τελωνειακή Ένωση με την ΕΕ, και προκαλώντας, έμμεσα, τους ίδιους τους Ευρωπαίους να αξιολογήσουν εάν η συμπεριφορά της Τουρκίας, όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο σεβασμό των Διεθνών Συνθηκών, είναι συμπεριφορά ευρωπαϊκή ή όχι. Η έκβαση του θέματος αυτού δεν έχει κριθεί ακόμη. Εάν, όμως, η Τουρκία θέλει πραγματικά να προσεγγίσει την Ευρώπη, θα πρέπει ν” αλλάξει ριζικά τη συμπεριφορά της απέναντι στην Ελλάδα, η οποία είναι πλήρες μέλος της ΕΕ, και να σεβαστεί τα σύνορά της, που είναι και σύνορα της Ευρώπης.

Προσωπικά, διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για το βαθμό στον οποίο η Τουρκία θα μπορέσει ή θα θελήσει ν” αλλάξει μία συμπεριφορά, που χαρακτηρίζεται περισσότερο από τη νοοτροπία της Οθωμανικής περιόδου, παρά από τη νοοτροπία της ευρωπαϊκής προσέγγισης. Για το λόγο αυτό, παράλληλα με την ανάπτυξη και τις θετικές προοπτικές, η Ελλάδα χρειάζεται ισχυρή και αποτελεσματική Εθνική Άμυνα, ώστε να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι της Τουρκίας. Μέσα σ” αυτό το πνεύμα, η Κυβέρνηση άλλαξε, πρόσφατα, το αμυντικό δόγμα της χώρας. Με βάση το νέο δόγμα, η περιοχή της Θράκης, του Αιγαίου και της Κύπρου αποτελούν πλέον τον ενιαίο εθνικό χώρο του Ελληνισμού. Πρόκειται για μια σοβαρή τομή που ενώνει τον Ελληνισμό της Ελλάδας και της Κύπρου, αυξάνει την αμυντική ικανότητα της Ελλάδας και αναβαθμίζει εκείνη της Κύπρου. Άλλωστε, μία αξιόπιστη αμυντική πολιτική μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία να αναθεωρήσει τη στάση της έναντι της Ελλάδας.

Βέβαια, μια αποτελεσματική άμυνα απαιτεί υψηλό κονδύλια. Οι δαπάνες για την Άμυνα στον προϋπολογισμό του ’95 και ’96, είναι λίγο χαμηλότερες από το 3% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ενώ η Τουρκία δαπανά για τον ίδιο σκοπό το 7% του ΑΕΠ της. Σε σχέση με το ΑΕΠ, δαπανούμε περίπου όσα δαπανά και η Ολλανδία, που, όμως δεν αντιμετωπίζει παρόμοιες απειλές. Παρ” όλα αυτά, η ποιότητα και η αμυντική ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων αναβαθμίζονται συνεχώς. Είναι, επίσης, αισιόδοξο να διαπιστώνει κανείς ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις και οι τοπικές κοινωνίες ζούν και συνεργάζονται αρμονικά. Οι Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι μόνο οι φρουροί του Έθνους, αλλά και μια οργανωμένη δύναμη που παρέχει σημαντική κοινωνική προσφορά, με αναπτυξιακό προγραμματισμό και αμέριστη ηθική συμπαράσταση.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω για μια ακόμη φορά ότι είναι καιρός να αξιοποιήσουμε τις χρυσές ευκαιρίες που μας παρουσιάζονται, να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να διαδραματίσουμε και πάλι τον ιστορικό ρόλο του Ελληνισμού. Για να επιτύχουμε αυτό, όμως, δεν αρκεί να εφαρμόσουμε μια σταθεροποιητική μακροοικονομική πολιτική ή να συνεχίσουμε να συμπεριφερόμαστε ως απαθείς πολίτες. Είναι ανάγκη να εμπλακούμε όλοι σε μια αναπτυξιακή διαδικασίά όπου, η μεν κυβέρνηση θα θέσει το πλαίσιο, αλλά τους βασικούς ρόλους θα αναλάβουν οι κοινωνίες και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου. Πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία την οποία οφείλουμε να αδράξουμε όσο είναι καιρός. Άλλωστε, παρά τα καθημερινά προβλήματα, ο λαός μας είναι έτοιμος να ακολουθήσει το δικό του αναπτυξιακό δρόμο. Διαθέτουμε και τις ικανότητες και τον ενθουσιασμό για να προχωρήσουμε μπροστά. Τα πρώτα βήματα έχουν ήδη γίνει. Είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε και να υλοποιήσουμε τα οράματα των παλαιότερων γενιών, αλλά και της σημερινής. Νομίζω ότι, όλοι μαζί, πολιτικοί, επιχειρηματίες και απλοί πολίτες, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με τόλμη και επιτυχία την πρόκληση του 210υ αιώνα. Μπορούμε να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn