1. ΕIΣΑΓΩΓIΚΑ

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι η άνιση ζήτηση και προσφορά τριτοβάθμιας και κυρίως πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Κατά την τελευταία πενταετία, ο αριθμός των τελειοφοίτων Λυκείου που παίρνουν μέρος στις Γενικές Εξετάσεις κυμαίνεται γύρω στις 85.000-90.000. Από αυτούς, 20.000 – 22.000 (1/4) περίπου εισάγονται στα τριτοβάθμια ιδρύματα (βλ. Πίνακας 1). Από τους υπόλοιπους, σημαντικός αριθμός πηγαίνει, μετά την αποτυχία εισαγωγής στα ελληνικά τριτοβάθμια ιδρύματα, στο εξωτερικό για να σπουδάσει. Το Ι992 υπήρχαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης Ελλάδος, 24.000 περίπου Έλληνες προπτυχιακοί φοιτητές στο εξωτερικό. Η πλειονότητα όμως εκείνων που αποτυγχάνουν επανέρχεται στις Γενικές Εξετάσεις για δεύτερη και τρίτη φορά, με αποτέλεσμα ο αριθμός των υποψηφίων για τα ΑΕΙ / ΤΕΙ να φτάνει τα τελευταία χρόνια γύρω στις 150.000. Ένα μέρος από αυτούς που δεν εισάγονται στα τριτοβάθμια ιδρύματα, φοιτούν στα IΕΚ ή σε διάφορα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών (πολλά από αυτά συνεργάζονται τα τελευταία χρόνια με διάφορα Πανεπιστήμια του εξωτερικού). Το 1995, στα δημόσια μόνο ΙΕΚ, ενεγράφησαν 11.239 φοιτητές και περίπου άλλοι τόσοι στα ιδιωτικά ΙΕΚ με κόστος παρακολούθησης 65.000 δρχ. το εξάμηνο στα δημόσια ΙΕΚ και 450.000 -700.000 δρχ. στα ιδιωτικά. Οι υπόλοιποι μπαίνουν, χωρίς κανένα ουσιαστικό επαγγελματικό εφόδιο, στην αγορά εργασίας.

Ταυτόχρονα, η έλλειψη δομών δια βίου εκπαίδευσης και κατάρτισης και η ακαμψία των προγραμμάτων σπουδών που προσφέρονται από τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εμποδίζουν την ανάπτυξη ευέλικτων προγραμμάτων σε τομείς σύγχρονων εξειδικεύσεων, τη σύνθεση απαραίτητων γνώσεων από διαφορετικά γνωστικά πεδία, τη διατμηματική συνεργασία και την εκπαιδευτική υποστήριξη της διαχρονικής εναλλαγής των επαγγελματικών επιλογών.

Αν και έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ένας νέος ή μια νέα πτυχιούχος να μην ασκήσει το επάγγελμα της ειδικότητάς του (της) ή και να αλλάξει επάγγελμα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του (της), το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν έχει προσαρμοσθεί στις μεγάλες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην αγορά εργασίας και στην ελληνική οικονομία.

Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής είναι πολύ σοβαρές τόσο για την ελληνική κοινωνία και οικονομία όσο και για την ελληνική εκπαίδευση.

Το συνάλλαγμα που διαρρέει στο εξωτερικό για σπουδές το 1993 ήταν 231,3 εκατομμύρια δολάρια ενώ, σύμφωνα με άλλες μελέτες, το ύψος των δαπανών για σπουδές στο εξωτερικό είναι «συγκρίσιμο με τις ετήσιες εισροές από την ΕΟΚ και τα κέρδη από τον Τουρισμό». Σε πολλές περιπτώσεις, οι σπουδές στο εξωτερικό γίνονται σε ιδρύματα αμφίβολης ποιότητας και κάτω από δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης. Στην οικονομική αυτή αιμορραγία – που δεν αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι το κόστος σπουδών αναλαμβάνουν άλλες χώρες – προστίθεται και η διαρροή στο εξωτερικό σημαντικού πνευματικού δυναμικού της χώρας.

Συγχρόνως παρουσιάζεται σημαντική έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ των δεξιοτήτων και εξειδικεύσεων που ζητούνται από τις ελληνικές επιχειρήσεις και αυτών που προσφέρονται από τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Με εξαίρεση ορισμένες σχολές επαγγελματικής εκπαίδευσης, πολλοί πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν κατέχουν δεξιότητες για τις οποίες υπάρχει ζήτηση στο χώρο της παραγωγής. Γι “ αυτό το λόγο, η διαρθρωτική ανεργία ανάμεσα στους πτυχιούχους είναι πολύ υψηλή.

Τέλος, ο μεγάλος ανταγωνισμός για την κατάληψη μιας θέσης στο ελληνικό Πανεπιστήμιο σε συνδυασμό και με την ανεπάρκεια του Λυκείου έχει οδηγήσει στην έξαρση της παραπαιδείας. Περισσότεροι από 3 στους 4 μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου καταφεύγουν σε φροντιστήρια ή σε ιδιαίτερα μαθήματα (μερικοί και στα δύο). Ανεπίσημες εκτιμήσεις ανεβάζουν το ετήσιο κόστος των φροντιστηρίων για τις γενικές εξετάσεις στα 150 δισεκατομμύρια δραχμές. Στη μαθησιακή διαδικασία κυριαρχεί η αποστήθιση, στα θεωρητικά κυρίως μαθήματα, γιατί μόνον αυτή επιβραβεύεται από το σύστημα των εξετάσεων που ισχύει. Οι γενικές εξετάσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχουν κερδίσει την «αντικειμενικότητα» εις βάρος της ποιοτικής αξιολόγησης των υποψηφίων. Αρκεί να τονισθεί ότι στατιστικές έρευνες έδειξαν ότι δεν υπάρχει ικανοποιητική συσχέτιση ανάμεσα στην επίδοση των υποψηφίων στις γενικές εξετάσεις και στην επίδοση κατά τη διάρκεια των τριτοβάθμιων σπουδών τους. Η κριτική σκέψη, η αναλυτική και συνθετική ικανότητα και η δημιουργικότητα δεν αναπτύσσονται. Το Λύκειο, έχοντας μετατραπεί σε προθάλαμο των ΑΕΙ / ΤΕΙ, έχει χάσει την παιδαγωγική του αυτονομία και αποστολή.

2. Η ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΏΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Η παραπάνω κατάσταση δεν είναι αναστρέψιμη αν δεν διευρυνθούν σημαντικά οι εκπαιδευτικές επιλογές του Έλληνα πολίτη και οι δυνατότητες πρόσβασης στα ΑΕΙ / ΤΕΙ. Όσο ισχύει το μέτρο «ενός κλειστού αριθμού εισακτέων» σ’ ένα και μόνο πρόγραμμα σπουδών, δεν είναι δυνατή ούτε η προσαρμογή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις σύγχρονες απαιτήσεις μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης αγοράς εργασίας, ούτε η ποιοτική αναβάθμιση του Λυκείου και κατ” επέκταση, ολόκληρου του εκπαιδευτικού συστήματος.

Η αναγκαιότητα λοιπόν αναζήτησης τρόπων διεύρυνσης της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση όχι μόνο γι” αυτούς που αποφοιτούν από τα Λύκεια αλλά και για όσους μπαίνουν στην αγορά εργασίας και επιθυμούν παράλληλα να σπουδάσουν είναι προφανής. Ας σημειωθεί ότι το σύνολο του πληθυσμού της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας αντιπροσωπεύει μόλις το 11% του συνολικού μαθητικού δυναμικού ( μαθητές και φοιτητές), αναλογία η οποία, μαζί με εκείνη του Βελγίου, είναι η μικρότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην Ελλάδα επίσης το ποσοστό των πτυχιούχων ηλικίας 30 ετών, στο σύνολο του αντίστοιχου πληθυσμού, είναι 20%, ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 22%.

Η διεθνοποίηση της οικονομίας και ο διευρυνόμενος διεθνής ανταγωνισμός σε όλους τους τομείς δημιουργούν, ακόμη, συνθήκες και προοπτικές για το μέλλον που απαιτούν όλο και περισσότερο από τους πολίτες και τους εργαζόμενους ανώτερη και ποιοτικά καλύτερη εκπαίδευση.

Μέσα σε ένα τέτοιο διεθνές κλίμα και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, οι αναχρονιστικοί φραγμοί για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση που ισχύουν στη χώρα μας δεν έχουν πια θέση και πρέπει να αρθούν. Κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαια εύκολο ούτε και μπορεί να πραγματοποιηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Aπαιτεί σοβαρή προετοιμασία και συστηματική μακροχρόνια προσπάθεια.

Η ανάγκη ποιοτικής αναβάθμισης ισχύει προφανώς και για τις χαμηλότερες βαθμίδες της εκπαίδευσης και προπαντός για το Λύκειο, το οποίο στη χώρα μας εμφανίζει σημαντικά προβλήματα. Στην εποχή της έκρηξης των νέων τεχνολογιών, των συνεχών αλλαγών στις μεθόδους και στα μέσα εργασίας, η επαγγελματική ζωή του νέου θα αλλάζει συνεχώς. Λίγοι από τους σημερινούς νέους που φοιτούν σήμερα στα δευτεροβάθμια σχολεία θα εξαντλήσουν τη σταδιοδρομία τους ασκώντας το ίδιο επάγγελμα. Πάρα πολλοί θα χρειαστεί να ασκήσουν και δύο και τρεις διαφορετικές εργασίες, σε παρεμφερείς ή και σε ανόμοιους τομείς. Η προοπτική αυτή θέτει το αίτημα να παράσχουμε στους νέους μας στέρεα γενική παιδεία, πάνω στην οποία θα μπορούν να οικοδομηθούν αργότερα διάφορες εξειδικεύσεις, επιμορφώσεις και επανεκπαιδεύσεις σ” όλη τη διάρκεια της ζωής τους και προπαντός, να τους μάθουμε πώς να μαθαίνουν και πώς να αποφασίζουν για το μέλλον τους, μέσα από τις σημαντικές εκπαιδευτικές και επαγγελματικές επιλογές τους. Αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο σημερινό Λύκειο, το οποίο είναι πλήρως υποταγμένο στη λογική των Γενικών Εξετάσεων.

Για τους λόγους αυτούς, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να δώσει ιδιαίτερη σημασία στη διεύρυνση των εκπαιδευτικών επιλογών και να προχωρήσει στο προοδευτικό άνοιγμα των ΑΕΙ / ΤΕI σ” όλους όσους επιθυμούν να σπουδάσουν και παράλληλα στην ποιοτική αναβάθμιση του Λυκείου, χωρίς βέβαια να αγνοήσει άλλα σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με τις βαθμίδες που προηγούνται και έπονται των δύο αυτών κομβικών σημείων του εκπαιδευτικού μας συστήματος.

3. ΒΑΣIΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΑI ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ

Η ανάλυση που προηγήθηκε, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται ριζικές αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα οι οποίες πρέπει να διέπονται από τις ακόλουθες αρχές:

α) Η τριτοβάθμια εκπαίδευση οφείλει να είναι ανοικτή σ’ όσους επιθυμούν να την αποκτήσουν, ανεξαρτήτως ηλικίας. Η δια βίου εκπαίδευση και κατάρτιση είναι πλέον μια αναγκαιότητα για την εξασφάλιση της ανταγωνιστικής θέσης ενός ατόμου.

β) Πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης λαμβάνουν όσοι μπορούν να ανταπεξέλθουν με επιτυχία στις απαιτήσεις των προγραμμάτων σπουδών που προσφέρονται.

γ) Τα προγράμματα σπουδών θα πρέπει να είναι σύγχρονα και ευέλικτα και να ανταποκρίνονται στις σημερινές και αυριανές ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.

δ) Το Λύκειο θα πρέπει να αποκατασταθεί ως αυτοτελής βαθμίδα εκπαίδευσης.

Οι βασικές αρχές μπορούν να προωθηθούν με εναλλακτικές δέσμες μέτρων. Πριν καταλήξει σε εξειδίκευση και επιλογή μέτρων, η κυβέρνηση επιθυμεί να έχει ένα ανοικτό και ειλικρινή διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους εκπαιδευτικούς, κοινωνικούς, παραγωγικούς φορείς και τα κόμματα.

Οι ιδέες που εκτίθενται πιο κάτω δεν συνιστούν δέσμη Κυβερνητικών αποφάσεων αλλά προσφέρονται ως βάση έναρξης διαλόγου.

ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση εμπεριέχει τον υφιστάμενο κύκλο σπουδών (Συμβατικά Προγράμματα Σπουδών), τον προτεινόμενο νέο θεσμό των Ελεύθερων Κύκλων Σπουδών (ΕΛ.ΚΥ.Σ.) καθώς και το θεσμό του Ανοικτού Πανεπιστημίου. Η παράλληλη ανάπτυξη αυτών των κύκλων θα οδηγήσει βαθμιαία στην επίτευξη του στόχου της ανοικτής πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση .

Στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση προτείνεται να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν:

α) «Ελεύθεροι Κύκλοι Σπουδών» που αποτελούνται από δέσμες μαθημάτων σε ένα ή και σε περισσότερα συναφή γνωστικά αντικείμενα. Ένας ΕΛ.ΚΥ.Σ. μπορεί να είναι τμηματικός, διατμηματικός, διαπανεπιστημιακός (και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι και ξενόγλωσσος). Δικαίωμα εγγραφής σε μεμονωμένα μαθήματα ή και σε συγκεκριμένο κύκλο μαθημάτων έχει κάθε Έλληνας ή αλλοδαπός υπήκοος που το επιθυμεί και είναι απόφοιτος Λυκείου. Μπορεί ακόμη να διερευνηθεί η δυνατότητα έγκρισης εξατομικευμένων κύκλων ή και εξειδίκευσης σε σύνθετα γνωστικά αντικείμενα που θα εντάσσονται σε περισσότερες από μια κατευθύνσεις (π.χ. ΕΛ.ΚΥ.Σ. με διαφορετική μείζονα και ελάσσονα κατεύθυνση).

Η παρακολούθηση ενός ΕΛ.ΚΥ.Σ. μπορεί να οδηγήσει στη λήψη ισότιμου πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών μετά την κατοχύρωση συγκεκριμένου αριθμού πιστωτικών μονάδων στα αντίστοιχα μαθήματα που αποτελούν κάθε κύκλο. Είναι επίσης δυνατή η παρακολούθηση ορισμένου μόνο αριθμού μαθημάτων για μορφωτικούς ή για επαγγελματικούς λόγους, η οποία θα αποδεικνύεται με τη χορήγηση επίσημης βεβαίωσης.

Στην περίπτωση διατμηματικών ή διαπανεπιστημιακών προγραμμάτων, η απονομή του πτυχίου προτείνεται να γίνεται από το Ίδρυμα στο οποίο ο κάθε φοιτητής θα έχει παρακολουθήσει τα περισσότερα μαθήματα.

Η λειτουργία ΕΛ.ΚΥ.Σ. παρέχει σ” όποιον το επιθυμεί, τη δυνατότητα απόκτησης Πανεπιστημιακού διπλώματος με διαφορετικούς ρυθμούς από αυτούς που επιβάλλουν τα συμβατικά προγράμματα σπουδών. Παρέχει επίσης τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, γενικής παιδείας και συμπλήρωσης των απαραίτητων γνώσεων στα διάφορα στάδια επαγγελματικής ζωής, επανακατάρτισης στην περίπτωση αλλαγής επαγγελματικής κατεύθυνσης και παράλληλης επαγγελματικής και εκπαιδευτικής ενασχόλησης.

Δίνει επίσης την ευκαιρία, στον φοιτητή ή στη φοιτήτρια του συμβατικού προγράμματος σπουδών να αλλάξει, αν το επιθυμεί, γνωστικό αντικείμενο μετά την είσοδό του (της) σ” αυτό ή να μεταφέρει τις πιστωτικές μονάδες που έχει κατοχυρώσει στον ελεύθερο κύκλο.

Ο αριθμός των εγγεγραμμένων σε κάθε μάθημα ενός ΕΛ.ΚΥ.Σ. και η διαδικασία εγγραφής προσδιορίζεται από το αρμόδιο τμήμα, βάσει κριτηρίων που θα προσδιορισθούν από κοινού με το ΥΠΕΠΘ.

Σε πρώτη φάση, και προκειμένου να καταγραφεί τόσο η κατανομή της ζήτησης στα επιμέρους μαθήματα και γνωστικά αντικείμενα όσο και οι ανάγκες συνολικής χρηματοδότησης, προτείνεται να περιορισθεί η δυνατότητα εγγραφής σε δύο ή το πολύ τρία μαθήματα του Ελεύθερου Κύκλου Σπουδών ανά φοιτητή ή φοιτήτρια για κάθε ακαδημαϊκό εξάμηνο.

Για να καλυφθεί η ζήτηση προτείνεται, επίσης, να λειτουργήσει τρίτος καλοκαιρινός εντατικός κύκλος μαθημάτων κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, ώστε να χρησιμοποιηθεί πλήρως η υπάρχουσα υποδομή. Κυρίως στα Περιφερειακά Πανεπιστήμια με αυτές τις προϋποθέσεις, ένας φοιτητής θα μπορεί να παρακολουθήσει τουλάχιστον 6 μαθήματα του Ελεύθερου Κύκλου ανά έτος, έναντι 8-10 στα οποία, συνήθως, εγγράφονται σήμερα οι φοιτητές.

Το κόστος κάθε μαθήματος, που θα προσδιορισθεί από το Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με το ΥΠΕΠΘ, ανάλογα με το γνωστικό αντικείμενο και την χρήση του απαραίτητου εξοπλισμού, θα καλύπτεται με χορήγηση υποτροφιών για τους νέους ηλικίας μέχρι 25 ετών και συνεισφορές από άλλες κατηγορίες συμμετεχόντων. Πόροι από το Κεφάλαιο Εθνικής Παιδείας και το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα εκπαίδευσης και Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση του προγράμματος, οι κανόνες λειτουργίας του οποίου θα εξειδικευθούν από το ΥΠΕΠΘ.

β) Ανοικτό Πανεπιστήμιο για την παροχή εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα. Εντός των προσεχών μηνών, κατατίθεται στη Βουλή Σχέδιο Νόμου για την ίδρυση και λειτουργία του Ανοικτού Πανεπιστημίου ενώ έχουν ήδη εγκριθεί, στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ, 4 δισ. δρχ για τη χρηματοδότηση της πρώτης φάσης ανάπτυξης του προγράμματος. Αναμένεται ότι οι πρώτες εγγραφές για το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο θα γίνουν εντός του 1997.

γ) Συμβατικά Προγράμματα Σπουδών (Σ.Π.Σ.)

Τα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών των ΑΕI και ΤΕI προτείνεται να αναμορφωθούν και να βελτιωθούν μετά από σχετική αποτίμηση της εκπαιδευτικής τους αποτελεσματικότητας. Ήδη, για την αναμόρφωση των προγραμμάτων αυτών διατίθενται πάνω από 50 δισ. δραχμές από το ΕΠΕΑΚ.

Αναμένεται ότι στο πλαίσιο της αναμόρφωσης και ποιοτικής αναβάθμισής τους, θα προσδιορισθεί η συνολική χρονική διάρκεια του προγράμματος παρακολούθησης, ο αριθμός μαθημάτων που θα προσφέρονται ανά γνωστικό αντικείμενο από κάθε Τμήμα, ο εκσυγχρονισμός της υποδομής κλπ. και θα ληφθεί μέριμνα για τη δημιουργία ολιγομελών «τάξεων» καθώς και για τη διάδοση της πρακτικής άσκησης, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο.

Η εγγραφή σε συμβατικό πρόγραμμα σπουδών των ΑΕI και ΤΕI θα είναι, όπως και σήμερα, δωρεάν. Μετά από διάλογο με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, θα προσδιορισθεί η σταδιακή διεύρυνση του αριθμού εισερχομένων στα προγράμματα αυτά. Η διεύρυνση μπορεί να ξεκινήσει από το 1997 και ο πρόσθετος αριθμός των εισακτέων θα προσδιορισθεί εντός των επόμενων μηνών. Η επιλογή αυτών που θα ακολουθούν τα Σ.Π.Σ θα γίνει με βάση το ισχύον σύστημα των Γενικών Εξετάσεων για το 1997, το 1998 και το 1999. Η χρήση νέου συστήματος αξιολόγησης των μαθητών στην πρώτη Λυκείου από το ακαδημαϊκό έτος του1997-1998, θα επιτρέψει την εισαγωγή νέου συστήματος επιλογής για τα τριτοβάθμια ιδρύματα την άνοιξη του 2000.

Με βάση την προεργασία που έχει γίνει, προτείνεται να εισαχθεί από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος (1997-1998) στην Α” Λυκείου ένα σύγχρονο, αντικειμενικό και αξιόπιστο σύστημα αποτίμησης της επίδοσης των μαθητών με βάση το οποίο τα τριτοβάθμια ιδρύματα θα κάνουν από την άνοιξη του 2000 τις επιλογές των νέων που θα μπορούν να εγγραφούν στα Σ.Π.Σ.

Το σύστημα αυτό θα καταλήγει στη χορήγηση Εθνικού Απολυτηρίου. Η επιλογή εισακτέων στα Σ.Π.Σ. θα στηρίζεται στη διαβαθμισμένη συμμετοχή της βαθμολογίας επίδοσης στις τρεις τάξεις του Λυκείου. Η βαθμολογία θα προκύπτει από το συνδυασμό διαφορετικών μεθόδων αξιολόγησης ο οποίος θα διασφαλίζει αντικειμενικό έλεγχο της γενικής γνώσης της διδακτέας ύλης κάθε μαθήματος με εξετάσεις που θα διενεργούνται σε περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Τα μέσα και ο τρόπος αξιολόγησης των μαθητών θα εξειδικευθούν από το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας (Κ.Ε.Ε.) σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (Π.Ι.) και τις αρμόδιες διευθύνσεις του ΥΠΕΠΘ. Στόχος του νέου εξεταστικού συστήματος στη λυκειακή βαθμίδα θα είναι η κριτική και συνθετική κατανόηση της διδακτέας ύλης ώστε η βαθμολογία του μαθητή να αντανακλά την πραγματική γνώση του σε όλο το φάσμα του σχολικού προγράμματος.

Το νέο σύστημα επιλογής σπουδαστών για τα Σ.Π.Σ, σε συνδυασμό και με την εισαγωγή του θεσμού του Ελεύθερου Κύκλου Σπουδών, επιτρέπει στο Λύκειο να αποκτήσει ουσιαστικό περιεχόμενο και να αναβαθμισθεί ποιοτικά, ενώ θα αμβλυνθεί σημαντικά το πρόβλημα της παραπαιδείας στη χώρα γιατί η εξωσχολική βοήθεια, μέσω των φροντιστηρίων και των ιδιαίτερων μαθημάτων, δεν θα είναι απαραίτητη, όπως συμβαίνει σήμερα.

Β. Αναβάθμιση της Λυκειακής βαθμίδας.

Στο πλαίσιο αποκατάστασης του Λυκείου ως αυτοτελούς βαθμίδας εκπαίδευσης προωθούνται:

-Η αναδιάρθρωση της δομής και του προγράμματος μαθημάτων,

-Η εισαγωγή αναμορφωμένου προγράμματος επαγγελματικού προσανατολισμού και

-Η ενίσχυση της υποδομής, του εξοπλισμού και της επιμόρφωσης των καθηγητών από το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης που χρηματοδοτείται ήδη με 100 δισ. δραχμές.

Ως προς το πρώτο, πρόθεση του ΥΠΕΠΘ είναι να προωθηθεί ο θεσμός του Ενιαίου Λυκείου που θα συνδυάζει τη γενική με την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση και θα παρέχει «μετατρέψιμη γνώση» που ανταποκρίνεται περισσότερο στα αιτήματα της εποχής.

Ως προς τα προγράμματα και τα βιβλία, η προσπάθεια του ΥΠΕΠΘ θα κινηθεί προς την εκπόνηση πλαισίου εθνικού προγράμματος σπουδών που θα βασίζεται στον καθορισμό συγκεκριμένων διδακτικών στόχων και επιπέδων μάθησης (standards), καθώς και στον εμπλουτισμό των γνώσεων με σύγχρονα γνωστικά αντικείμενα, ενώ παράλληλα θα αφήνει περιθώρια αυτονομίας στον εκπαιδευτικό και δυνατότητα επιλογών στον μαθητή. Στον τομέα των διδακτικών μέσων, θα επιδιωχθεί η χρήση πολλαπλού διδακτικού υλικού, του οποίου ο τρόπος παραγωγής και χρησιμοποίησης θα καθοριστεί από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο.

Προϋπόθεση της αναβάθμισης του Λυκείου αποτελεί η ενίσχυση των εκπαιδευτικών για ποιοτική βελτίωση του έργου που επιτελούν. Προς αυτή την κατεύθυνση και πέρα από οικονομικά κίνητρα, προωθούνται σημαντικά εκπαιδευτικά κίνητρα, όπως η αναβάθμιση της επιμόρφωσης που παρέχεται ειδικά στους καθηγητές του Λυκείου (χωρίς να αγνοηθούν όσοι υπηρετούν σε άλλες βαθμίδες), η ευρύτερη προβολή και στήριξη του έργου τους, η βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους. Στα πλαίσιο αυτό, προωθείται και η εφαρμογή της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου που επιτελείται στο πλαίσιο της σχολικής μονάδας και των διοικητικών περιφερειών όχι ως ελεγκτικού χαρακτήρα διαδικασία, αλλά ως υποβοήθηση της προσωπικής επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών και του εντοπισμού των αδυναμιών που εμφανίζουν τα διάφορα σχολεία, με στόχο τη διορθωτική – υποστηρικτική παρέμβαση των αρμόδιων οργάνων της πολιτείας.

Η αναβάθμιση του Λυκείου προϋποθέτει μεταξύ άλλων και παρεμβάσεις σε χαμηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες και κυρίως στο Γυμνάσιο, οι οποίες αναφέρονται τόσο στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης όσο και στον τρόπο λειτουργίας και αξιολόγησης των σχολικών μονάδων, στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, στην επέκταση της προσχολικής αγωγής και σε άλλα παρόμοια ζητήματα, για τα οποία θα υπάρξει χωριστός διάλογος.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Το χρονοδιάγραμμα ενεργειών, βάσει της πρότασης που προηγήθηκε, μπορεί να διαμορφωθεί ως εξής:

Ιανουάριος -Απρίλιος Ι997:

  • Ολοκλήρωση διαλόγου με εκπαιδευτικούς, παραγωγικούς, κοινωνικούς φορείς και κόμματα
  • Κυβερνητικές αποφάσεις

Απρίλιος -Ιούνιος Ι997:

  • Προετοιμασία Ιδρυμάτων για την υλοποίηση κυβερνητικών αποφάσεων
  • Νομοθετικές ρυθμίσεις

Ιούνιος Ι997:

  • Γενικές εξετάσεις με αύξηση αριθμού εισακτέων

Σεπτέμβριος Ι997:

  • Έναρξη λειτουργίας Ανοικτού Πανεπιστημίου
  • Έναρξη λειτουργίας ΕΛ.ΚΥ.Σ.

Ακαδημαϊκό Έτος Ι997-Ι998:

  • Έναρξη αναμόρφωσης λυκειακής βαθμίδας και εφαρμογής νέου Προγράμματος Σπουδών
  • Αναμόρφωση συμβατικών Προγραμμάτων Σπουδών
  • Πρώτο έτος εφαρμογής νέου συστήματος αξιολόγησης στην Α” Λυκείου
  • Προετοιμασία εφαρμογής στη Β” και Γ” Λυκείου

Ακαδημαϊκό Έτος Ι998 -Ι999:

  • Πρώτο έτος εφαρμογής συστήματος αξιολόγησης στη Β” Λυκείου

Ακαδημαϊκό Έτος Ι999 -2000:

  • Πρώτο Έτος εφαρμογής συστήματος αξιολόγησης στη Γ” Λυκείου

Ιούνιος 2000:

  • Κατάργηση εισαγωγικών εξετάσεων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn