ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, χθες και σήμερα το κλίμα σε αυτήν την αίθουσα είναι βαρύ και η δική μας εικόνα, η εικόνα του κοινοβουλίου, έξω, στην κοινωνία, είναι αρνητική. Αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Είναι αρνητική η εικόνα μας, γιατί εμείς οι ίδιοι βρισκόμαστε σ” ένα αδιέξοδο, ένα αδιέξοδο που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, ένα αδιέξοδο για το οποίο αυτόχειρες είμαστε εμείς οι ίδιοι. Εδώ, πρέπει να κάνουμε και την αυτοκριτική μας.
Νομοθετούμε – και νομοθετούμε συχνά – με προχειρότητα. Για να νομοθετήσουμε, θα πρέπει να έχουμε άνεση χρόνου, να υπάρχει διάλογος, να υπάρχει σύνθεση των απόψεων, έτσι ώστε να νομοθετούμε με ευρύτατη συναίνεση και μετά από επεξεργασία των θεμάτων αυτών. Οι κανόνες αυτοί ισχύουν ακόμη περισσότερο, όταν πρόκειται περί συνταγματικών ρυθμίσεων. Δεν μπορούμε να περάσουμε διατάξεις συνταγματικές, όταν δεν έχουμε εξασφαλίσει ευρύτατη συναίνεση, όταν δεν υπάρχει διάλογος, όταν δεν έχουμε βασανίσει το θέμα αρκετά, για να ξέρουμε ότι θα υπάρχει σταθερότητα και αποδοχή στη ρύθμιση αυτή για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτή είναι η αιτία του κακού.
Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο δεν συζητήθηκε στην προηγούμενη βουλή. Το επαγγελματικό ασυμβίβαστο δεν συζητήθηκε στην αρμόδια Επιτροπή αυτής της βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγματος και εισήχθη αιφνιδιαστικά στην Ολομέλεια. Τότε, όμως, ήταν σαφές ότι υπάρχει μία μεγάλη διαίρεση στο Κοινοβούλιο. Τότε ελέχθη ότι δεν έπρεπε να περάσει το θέμα του επαγγελματικού ασυμβίβαστου με συνταγματική διάταξη, αλλά θα έπρεπε να αναλάβει το έργο αυτό ο κοινός νομοθέτης, να εφαρμόσουμε τις διατάξεις που νομίζουμε ότι πρέπει να εφαρμοστούν και, μετά την εμπειρία του χρόνου, να κατασταλάξουμε κάπου και, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, να υπάρξει – αν χρειάζεται – και σχετική συνταγματική ρύθμιση. Δεν το κάναμε αυτό.
Πέρασε όμως αυτή η διάταξη και σήμερα, με το άρθρο 57 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματική ρύθμιση και, είτε μας αρέσει είτε όχι, οφείλουμε να τιμήσουμε αυτή τη διάταξη και να λειτουργήσουμε αυστηρά μέσα στο πλαίσιο του γράμματος και του πνεύματος αυτής της διάταξης.
Εγώ συγκαταλέγομαι στους βουλευτές που καταψήφισαν τη διάταξη για το ασυμβίβαστο, όχι για προσωπικούς λόγους, – δεν έχω κανένα προσωπικό λόγο – αλλά, γιατί με απασχολεί το θέμα της ποιοτικής σύνθεσης της βουλής. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται τώρα δεν είναι να ξανανοίξουμε τη συζήτηση για τη ρύθμιση του Συντάγματος. Το ερώτημα το οποίο τίθεται είναι αν, μέσα στα πλαίσια της διάταξης, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε ή να ικανοποιήσουμε τρεις βασικές αρχές πάνω στις οποίες νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε.
Άκουσα πολλά νομικά επιχειρήματα και νομικούς ακροβατισμούς. Κοιτάξτε, η υπερβολική ενασχόληση με το νομοτεχνικό θέμα μας απομακρύνει από την κοινή λογική και την καθαρή σκέψη. Όπως και οι οικονομολόγοι συχνά τα κάνουν θάλασσα με την οικονομία, έτσι και οι νομομαθείς, με υπερβολικό ζήλο ασχολούνται με το νομοτεχνικό θέμα και αφήνουν την ουσία απ” έξω.
Ας δούμε ποιες είναι οι βασικές αρχές που πρέπει να ικανοποιήσουμε:
Πρώτη αρχή: Η Βουλή πρέπει να είναι αντιπροσωπευτική. Για να είναι αντιπροσωπευτική, δεν μπορούμε να δημιουργούμε εμπόδια ή προσκόμματα σε κατηγορίες επαγγελματιών να θέτουν υποψηφιότητα για να εκλεγούν βουλευτές. Δεν θέλουμε σε αυτή τη βουλή να έχουμε νέους επιτυχημένους επαγγελματίες, δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους; Δεν θέλουμε να έχουμε σ αυτή τη Βουλή αγρότες; Δεν θέλουμε να έχουμε σε αυτή τη Βουλή άτομα τα οποία να διατηρούν ένα μαγαζί; Νομίζω ότι όποιες διατάξεις δημιουργούν προσκόμματα στην πρόσβαση αυτών των κατηγοριών στη Βουλή ακρωτηριάζουν την αντιπροσωπευτικότητά της και, γι” αυτό, είναι βαθύτατα αντισυνταγματικές.
Δεύτερη αρχή: Η βουλευτική ιδιότητα δεν συνιστά επάγγελμα. Ένα άτομο γίνεται βουλευτής, γιατί έχει πάρει μία προσωπική απόφαση να προσφέρει στα κοινά με πολιτική δράση. Αλλά, η ιδιότητα αυτή είναι πάντοτε υπό την αίρεση της έγκρισης του εκλογικού σώματος. Αργά ή γρήγορα, οι περισσότεροι θα επιστρέψουν στο επάγγελμά τους. Δεν μπορούν, λοιπόν, όσο χρόνο ασκούν το βουλευτικό αξίωμα, να αποκοπούν τελείως από τον επαγγελματικό χώρο από τον οποίο προέρχονται. Και, επιπλέον, η αρχή αυτή έχει σημασία, γιατί, όταν κανείς διατηρεί την επαφή με τον επαγγελματικό του χώρο, είναι πολύ πιο ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας, με αποτέλεσμα να λειτουργεί μέσα στη Βουλή αντιπροσωπευτικά.
Τρίτη αρχή: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στο έργο του βουλευτή. Δεν μπορεί να ασκήσει άλλες δραστηριότητες, οι οποίες υποβαθμίζουν το έργο του ως βουλευτή. Γι” αυτό δεν μπορεί να ασκεί και επάγγελμα.
Μπορούμε, λοιπόν, αυτές τις τρεις αρχές να τις ικανοποιήσουμε μέσα στα πλαίσια του άρθρου 57 παρ. 1 του Συντάγματος; Νομίζω πως ναι. Νομίζω ότι η έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής μας το λέει αυτό ξεκάθαρα. Μας λέει τι είναι επάγγελμα και ποιο πλαίσιο μπορεί να δημιουργηθεί για άσκηση δραστηριοτήτων που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα.
Μια δραστηριότητα η οποία δεν είναι σταθερή, δεν έχει διάρκεια, δεν ασκείται για λόγους βιοπορισμού, αλλά κρατάει την επαφή του βουλευτή με το χώρο του επαγγέλματός του, είναι μία δραστηριότητα που είναι συμβατή, κατά τη γνώμη μου, με το βουλευτικό αξίωμα. Γι” αυτό άλλωστε, το άρθρο 57 παρ. 1 μας λέει ότι «ο νόμος ορίζει τις δραστηριότητες που είναι συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα». Το Σύνταγμα δεν έχει υπόψη του συμβατές δραστηριότητες για φιλανθρωπικούς σκοπούς ή κάτι άλλο. Έχει υπόψη του δραστηριότητες οι οποίες ακριβώς φέρνουν τον βουλευτή σε επαφή με το χώρο του επαγγέλματός του και ικανοποιούν τις τρεις αρχές τις οποίες εξέφρασα.
Επειδή δεν έχω άλλο χρόνο να επεξεργαστώ περισσότερο τις λεπτομέρειες του θέματος αυτού, θέλω να κάνω μία πρόταση. Αυτό το σχέδιο νόμου δεν είναι θέμα κυβερνητικής πολιτικής. Αφορά στη Βουλή. Και η πρότασή μου είναι ο Πρόεδρος της Βουλής, οι αρμόδιοι Υπουργοί και εκπρόσωποι των κομμάτων να συνεργαστούν, μετά τη λήξη των ομιλιών των συναδέλφων βουλευτών και πριν από την ψήφιση επί της αρχής του νομοσχεδίου αυτού, ώστε να ετοιμάσουν ένα κείμενο που θα βασίζεται στην έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου, αλλά και σε τροπολογίες οι οποίες έχουν υποβληθεί από συναδέλφους, στο πνεύμα των τριών αρχών που σας ανέφερα και να έρθουμε εδώ να καταλήξουμε σε ένα συμπέρασμα που θα ενώσει όλους μας. Δεν είμαι βέβαια σε θέση να προτείνω ακριβή διατύπωση.

ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ: Παρακαλώ, κύριε Αρσένη, τελειώνετε.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Τελειώνω και ευχαριστώ για την ανοχή σας. Νομίζω ότι μία διατύπωση στο εξής κλίμα θα ικανοποιούσε όλα τα αιτήματα: «Συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα μπορεί να είναι δραστηριότητες οι οποίες δεν είναι διαρκείας ή σταθερές, δεν ασκούνται για λόγους βιοπορισμού, αλλά επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο βουλευτή να διατηρεί επαφή με το γνωστικό αντικείμενο του επαγγέλματός του και να συντηρεί τις δεξιότητές του. Ο ενδιαφερόμενος βουλευτής μπορεί να ασκεί αυτές τις δραστηριότητές του, μετά από έγκριση ειδικής επιτροπής της Βουλής, η απόφαση της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Με αυτόν τον τρόπο, θα έχουμε μία γενική διάταξη στο σχέδιο νόμου και θα αφήσουμε τις πολλές περιπτώσεις – που πρέπει να εξετάσουμε – στην ίδια τη βουλή. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο, θα προστατεύσουμε και την άσκηση του βουλευτικού αξιώματος και θα αποφύγουμε πολλές προσφυγές στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο.
Ευχαριστώ πολύ.

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ

ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ: Ο κύριος Αρσένης έχει το λόγο.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, έχει γίνει αποδεκτό από όλους μας και από την κυβέρνηση ότι το Σύνταγμα προβλέπει συμβατές με το βουλευτικό αξίωμα δραστηριότητες και μάλιστα επαγγελματικές. Η αδυναμία του νομοσχεδίου είναι ότι δεν αντιμετωπίζει αυτό το θέμα και δεν παρέχει ούτε ένα πλαίσιο ούτε μία εξειδίκευση των δραστηριοτήτων που επιτρέπονται στο πλαίσιο του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ Β. ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Εάν δεν γίνει αυτό για το οποίο δεν πήρα απάντηση από τον Πρόεδρο της Βουλής, λυπούμαι πάρα πολύ, αλλά εγώ δεν μπορώ να ψηφίσω αυτό το νομοσχέδιο.

 

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn