Καλή σας μέρα. Είναι ιδιαίτερη χαρά για μένα να βρίσκομαι μαζί σας σε αυτή την εκδήλωση σε μια εποχή που καλεί να θυμηθούμε τις μέρες του Πολυτεχνείου. Αυτές τις μέρες πρέπει να τις τιμούμε, όχι μόνο γιατί τα παιδιά έδωσαν τη ζωή τους για τη δική μας δημοκρατία, για την ελευθερία και για τα πολιτικά μας θέματα, όχι γιατί το Πολυτεχνείο άλλαξε τον ρου των πραγμάτων, γιατί δημιούργησε μια άλλη κατάσταση οδήγησε στην επιστροφή της Δημοκρατίας στον τόπο μας, αλλά γιατί το Πολυτεχνείο ήταν, παραμένει και θα παραμένει ένα σύμβολο που σηματοδοτεί την καθοριστική σημασία της συμμετοχής της νεολαίας στη διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού.

Ήταν τα χρόνια της μεγάλης απογοήτευσης, η εποχή που μια λαομίσητη χούντα κυβερνούσε, που οι οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις, αντιδρούσαν μεν, αλλά δεν μπορούσαν να την ανατρέψουν. Ήταν η στιγμή της εξέγερσης, χωρίς υπολογισμούς και ιδιαίτερους προγραμματισμούς, μιας γενιάς που διεκδίκησε το δικαίωμα για το δικό της το μέλλον. Μιας γενιάς που ήθελε να οραματιστεί από μόνη της, χωρίς άλλες κηδεμονίες, και δημιούργησε μια άλλη κατάσταση με ραγδαίες πολιτικές επιπτώσεις στην Ελλάδα.

Η μάχη για τη δημοκρατία κερδίσθηκε τότε, αλλά δεν πρέπει εμείς τώρα να θεωρήσουμε ότι κερδίσθηκε μια για πάντα. Δυο πράγματα μόνο: Πρώτον, στον υπόλοιπο κόσμο από τότε, τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί, έχουν χειροτερέψει. Η μορφή της παγκοσμιοποίησης που διαμορφώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο, εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για θέματα πολιτικών δικαιωμάτων, για την ελευθερία των πολιτών και τη δημοκρατία σε άλλους λαούς. Δεν μπορούμε εμείς, έχοντας αποκαταστήσει τη δημοκρατία στο δικό μας τον τόπο, να επαναπαυθούμε σε αυτό και να πούμε ότι δεν μας ενδιαφέρει τι γίνεται στον άλλο κόσμο. Το τι γίνεται στον άλλο κόσμο, είτε μας αρέσει είτε όχι, θα επηρεάσει και τη δική μας τη ζωή, αν εμείς μείνουμε αδρανείς.

Και πρέπει να πούμε ότι τώρα υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα δημοκρατικής διακυβέρνησης του κόσμου και εκεί, η ελληνική νεολαία, μαζί με τις άλλες νεολαίες, πρέπει να αναλάβει ενεργό συμμετοχή, σε έναν αγώνα για τη διαμόρφωση μιας άλλης πολιτικής κατάστασης, μιας άλλης διακυβέρνησης του κόσμου, που φυσικά θα φέρει τους λαούς μαζί. Δεν είμαστε εναντίον της έννοιας των ανοικτών συνόρων και της παγκοσμιοποίησης, αλλά πρέπει να είμαστε αντίθετοι σε μια μορφή παγκοσμιοποίησης που, σε τελευταία ανάλυση, καταπιέζει άτομα, καταπιέζει λαούς και καταλύει δημοκρατίες.
Το άλλο ζήτημα όμως που μας αφορά είναι εδώ στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει κίνδυνος πια να κατέβουν τα τανκς. Δεν υπάρχει κίνδυνος να καταλυθούν οι δημοκρατικοί θεσμοί. Η μάχη αυτή έχει κερδηθεί δια παντός. Ο κίνδυνος όμως για τη δημοκρατία παραμένει. Και ο κίνδυνος είναι ύπουλος και αυτό πρέπει να το προσέξουμε. Θα ήθελα να μιλήσω σε εσάς τους νέους για τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε, για το ρόλο που νομίζω ότι μπορεί και πρέπει να παίξει η νεολαία, για τις μεγάλες πολιτικές διαφορές που πρέπει να αναδειχθούν όσο προχωράμε σε μια προεκλογική περίοδο ανάμεσα σε μια συντηρητική αντίληψη και μια αριστερή, προοδευτική, προσέγγιση στα πράγματα. Θα ήθελα να μιλήσω για λίγο και να ανοίξουμε ένα διάλογο γι” αυτά τα θέματα.

Η δημοκρατία δεν απαιτεί μόνο τη θεσμοθέτηση δημοκρατικών θεσμών. Για να είναι ουσιαστική απαιτεί την ενεργό συμμετοχή του πολίτη και τον πληροφορημένο πολίτη. Χωρίς την ενεργό συμμετοχή του πολίτη, η δημοκρατία γίνεται προσχηματική. Τι να το κάνεις, αν έχει απληροφόρητους απαθείς πολίτες που, κάθε τέσσερα χρόνια, καλούνται να επιλέξουν τη μία ή την άλλη ποδοσφαιρική πολιτική ομάδα, όταν δεν έχουν πληροφόρηση, όταν δεν ξέρουν ποιες είναι οι πολιτικές επιλογές και όταν δεν αισθάνονται οι ίδιοι ότι έχουν συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτικής πλατφόρμας της πολιτικής ζωής του τόπου. Η πολιτική γίνεται άσχετη με την καθημερινή ζωή του πολίτη.

Χρειάζεται λοιπόν να έχουμε μια ενεργό συμμετοχή, χρειάζεται να έχουμε μια συμμετοχική δημοκρατία. Και πρέπει να σας πω, τονίζοντας ιδιαίτερα το δικό σας το θέμα, ότι στις περισσότερες δημοκρατίες σήμερα υπάρχει μια υποβόσκουσα κρίση. Ο πολίτης έχει απομακρυνθεί από την πολιτική, η πολιτική από τον πολίτη, η πληροφόρηση για τα μεγάλα πολιτικά θέματα, τις πολιτικές επιλογές είναι ελλιπέστατη και, ενώ προσχηματικά λειτουργούμε με τους δημοκρατικούς θεσμούς, δεν λειτουργούμε πολιτικά.

Αυτοί που πάντα δεν ήθελαν την ουσιαστική δημοκρατία, την υπονομεύουν, στοχεύοντας σε ορισμένα ευαίσθητα σημεία. Να αναφέρω 5 που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικά και πρέπει να τα προσέξουμε:

Το πρώτο είναι η συστηματική καλλιέργεια ενός κλίματος που απαξιώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Έχετε μεγαλώσει εσείς, ακούγοντας μέσα από τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα ότι οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί δεν λειτουργούν. Μιλάμε απαξιωματικά για τη βουλή, για τους πολιτικούς, για τα κόμματα, για την τοπική αυτοδιοίκηση, για τη νομαρχιακή αυτοδιοίκηση, απαξιωματικά για τα μαζικά κινήματα. Έτσι, ο πολίτης εθίζεται στο ότι αυτοί οι θεσμοί δεν είναι πια χρήσιμοι γι” αυτόν, δεν είναι χρήσιμοι για τη δημοκρατία.
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα σας πει ότι δεν υπάρχουν προβλήματα στη λειτουργία της βουλής, στη λειτουργία των κομμάτων και των μαζικών κινημάτων. Το θέμα όμως είναι να δούμε πώς θα αναβαθμίσουμε τη λειτουργία τους, όχι πώς θα τα απαξιώσουμε. Η απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών στα μάτια της κοινωνίας και κυρίως της νεολαίας είναι ο πιο επικίνδυνος εχθρός του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Δεύτερο στοιχείο: Η μετατροπή της κοινωνίας από κοινωνία πολιτών σε κοινωνία θεατών. Η δημοκρατία απαιτεί ενεργό συμμετοχή του πολίτη. Ο πολίτης πρέπει να αισθάνεται ότι στο χώρο της δουλειάς του, στο χώρο που σπουδάζει, μέσα στην τοπική κοινωνία, συμμετέχει στη διαμόρφωση της πολιτικής σκέψης και στη διαμόρφωση των πολιτικών τάσεων στην κοινωνία και ότι αυτό που βγαίνει σαν πολιτική σύνθεση ή πολιτική αντιπαράθεση είναι και αυτό ένα κομμάτι του δικού του του έργου. Εάν τον βγάλουμε τον κόσμο από αυτό, φεύγει ο λαός από την εξουσία.

Βασικό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ, του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν «Ο λαός στην εξουσία». Να το θυμόμαστε αυτό. Γιατί βασικό θέμα για τον πολίτη είναι να αισθάνεται ότι μια πολιτική επιλογή τη διαμόρφωσε ο ίδιος, μέσα από τη συμμετοχή του στους διάφορους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και δεν ακούει πολιτικές πλατφόρμες ή κατευθύνσεις ή πολιτικές θέσεις να του αναγγέλλονται από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή από τον κατευθυνόμενο Τύπο.

Αυτό άλλαξε. Η απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών δημιούργησε μια αδράνεια μέσα σε αυτό το χώρο και έχουμε καθίσει τώρα τον πολίτη στον καναπέ του, να τροφοδοτείται με «πολιτική» από τα τηλεοπτικά παράθυρα που προσφέρουν σκουπίδια πολιτικής στο μέσο πολίτη. Εμείς που ζήσαμε παλαιότερες εποχές πολιτικές, όπου η πολιτική διαμόρφωση γινόταν μέσα στο χώρο της δουλειάς, μέσα στις τοπικές οργανώσεις, μέσα στα Πανεπιστήμια, δεν μπορούμε παρά να εκφράσουμε τη θλίψη μας γι” αυτή την κατάσταση. Και, αν δεν ανατρέψουμε την κατάσταση αυτή, αν δεν σηκώσουμε τον πολίτη από τον καναπέ του για να πάρει μέρος στην πολιτική ζωή του τόπου, δεν θα έχουμε μια ενεργό και πλήρη δημοκρατία.

Τρίτον: Η τυραννία του δόγματος των μονοδρόμων. Έχει περάσει σε όλους – και έχει περάσει και σε εσάς, στη νεολαία – ότι, ό,τι και να λες ό,τι και να κάνεις, μονόδρομος είναι το πράγμα, είτε σου αρέσει είτε δεν σου αρέσει, μία κατεύθυνση υπάρχει, αυτήν ακολουθούμε, άρα δεν υπάρχει χώρος για πολιτική. Οι μεγάλες πολιτικές επιλογές δεν υπάρχουν, καθορίζονται από την αγορά ή από τις διεθνείς συνθήκες είτε γίνονται από ντιρεκτίβες που έρχονται εξωπολιτικά και εξωθεσμικά, από αλλού. Άρα, δεν υπάρχει χώρος καλλιέργειας πολιτικών επιλογών μέσα στην πολιτική.
Αυτή την νοοτροπία του μονόδρομου, εμείς οι πολιτικοί πρέπει να την καταστρέψουμε. Πάντοτε υπήρχαν επιλογές στον κόσμο, πάντοτε υπάρχουν επιλογές και αυτές τις πολιτικές επιλογές θέλουμε να αναδείξουμε. Δεν θέλουμε να δώσουμε μια μάχη με το συντηρητισμό στα τυφλά. Θέλουμε να φέρουμε το συντηρητισμό σε έναν πολιτικό διάλογο, ώστε να μας πει ποιες είναι οι πολιτικές του επιλογές και να τις συγκρίνουμε με τις δικές μας πολιτικές επιλογές.

Οι επιλογές πάντοτε υπάρχουν. Τις ημέρες του Πολυτεχνείου πολλοί έλεγαν ότι δεν υπήρχαν επιλογές. Τις επιλογές όμως τις δημιούργησε η νεολαία με τη δική της ανατρεπτική στάση. Είναι για μια ακόμα φορά που πρέπει η νεολαία να είναι πρωτοπορία σε μια πολιτική κίνηση ανατροπής του εφησυχασμού και του δόγματος των μονοδρόμων. Μονόδρομοι υπάρχουν στα μυαλά μερικών μονοδιάστατων ανθρώπων, αλλά μονόδρομοι στη ζωή δεν υπάρχουν. Η ζωή είναι ανοιχτή σε επιλογές και εμείς επιλέγουμε την προοδευτική, αριστερή πολιτική για την πορεία της Ελλάδας.

Τέταρτο σημείο: Πληροφόρηση. Η πληροφόρηση, όταν χειραγωγείται από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα, διαμορφώνει μια εικονική πραγματικότητα, που απέχει από την αληθινή. Διαμορφώνει έναν κόσμο που δεν υπάρχει, μας απομακρύνει από τις πολιτικές επιλογές και τα πολιτικά διλήμματα, έτσι που, απληροφόρητοι, να οδηγηθούμε στις κάλπες, χωρίς επιλογές, γιατί δεν ξέρουμε τελικά ποια είναι τα θέματα.

Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι η αναγόρευση της διαπλοκής σε αποκλειστικό διαχειριστή των ΜΜΕ. Εμείς πρέπει να χτυπήσουμε αυτή την κατάσταση. Θέλουμε ανοιχτή, αντικειμενική ενημέρωση, ώστε να βγούνε στην επιφάνεια τα πράγματα που πράγματι υπάρχουν και να συζητηθούν τα πράγματα της κοινωνίας ανοιχτά. Θέλουμε χώρο στην ενημέρωση. Θέλουμε αντικειμενική πληροφόρηση του πολίτη.

Τελευταίο: Παιδεία. Η Παιδεία δεν είναι μόνο το δίπλωμα που θα πάρετε. Παιδεία δεν είναι μόνο το επάγγελμα. Παιδεία σημαίνει γνώση και, πάνω απ” όλα, σημαίνει ανάπτυξη της αυτόνομης προσωπικότητας του νέου, να στέκεται μόνος του στα πόδια του και να αντιμετωπίζει με τη δική του κριτική σκέψη όσα συμβαίνουν. Μια παιδεία που μετατρέπει τους νέους σε συνταξιούχους, που τους κάνει να προσαρμόζονται παθητικά στους μονοδρόμους που έχουν χτίσει οι προηγούμενες γενιές, είναι μια παιδεία που καταστρέφει όχι μόνο τη νεολαία, αλλά και την ίδια την κοινωνία.

Τι είναι νέος; Νέος, με την πολιτική έννοια, είναι αυτός που διεκδικεί το μέλλον του. Αυτός που πιστεύει και αγωνίζεται να δημιουργήσει τις συνθήκες για τη δική του ζωή στο μέλλον. Αυτός που διεκδικεί το δικαίωμά του να οραματίζεται και να δρα για τον εαυτό του και την κοινωνία του μέλλοντος.
Σήμερα, χωρίς τη δική σας συμμετοχή, παίρνονται αποφάσεις μέσα και έξω από την Ελλάδα που θα σφραγίσουν την κοινωνική και την οικονομική ζωή για τα επόμενα 10-20 χρόνια. Εσείς δεν πρέπει να έχετε συμμετοχή σε αυτά; Εσείς δεν πρέπει να συνδιαμορφώσετε το πλαίσιο μέσα στο οποίο η κοινωνία θα εξελιχθεί τα επόμενα 10-15 χρόνια; Όταν θα είσαστε αργότερα 35-40 ετών, οι συνθήκες που θα αντιμετωπίσετε τότε διαμορφώνονται σήμερα. Αν θέλετε να πάρετε στα χέρια σας το δικό σας το μέλλον, είναι τώρα που πρέπει να δώσετε το παρόν στις πολιτικές διεργασίες και να διεκδικήσετε τη δική σας συμμετοχή στο κοινό όραμα για ένα καλύτερο μέλλον για τον τόπο και για την πατρίδα.

Μίλησα γι” αυτά τα αυτονόητα, γιατί πιστεύω ότι αυτά είναι τα βασικά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε. Θα μου πείτε «καλά είναι όλα αυτά, αλλά τώρα προχωράμε σε εκλογές, μπαίνουμε σε μια προεκλογική περίοδο, και ίσως θα πρέπει να μιλήσουμε για ορισμένα πράγματα λίγο πιο πικάντικα, πιο προεκλογικά».

Δεν είμαι αυτής της θεωρίας. Εγώ πιστεύω ότι στις εκλογές αυτές, εμείς, το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να προχωρήσουμε με προβολή της δικής μας πολιτικής πλατφόρμας και πρέπει να πιέσουμε τους πολιτικούς μας αντιπάλους σε έναν πολιτικό διάλογο, για να συγκρίνουμε τις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στην προοδευτική αριστερή πρόταση και τη συντηρητική αντίληψη. Αυτό δεν έχει γίνει ακόμα. Και νομίζω ότι πρέπει να γίνει, γιατί αυτό θα μας δώσει την προοπτική, αυτό θα μας δώσει και τη νίκη.

Θα ήθελα να αναφέρω λίγα μόνο στοιχεία μιας πολιτικής πλατφόρμας που χρειάζεται να προβληθεί προς τα έξω, στον κόσμο.

Το πρώτο αφορά στην κοινωνική πολιτική. Υπάρχει μια συντηρητική αντίληψη η οποία έχει ίσως μπει και στο πετσί το δικό μας. Η συντηρητική αυτή αντίληψη λέει ότι κάνεις κοινωνική πολιτική από το περίσσευμά σου. Όταν δεν έχεις περίσσευμα, δεν κάνεις κοινωνική πολιτική, όταν έχεις, δίνεις και κάτι στους φτωχούς και στα θύματα της ανάπτυξης. Αυτή είναι η συντηρητική άποψη. Η συντηρητική αντίληψη είναι ότι πρώτα δημιουργείς περίσσευμα και μετά κάνεις κοινωνική πολιτική.

Το πρώτο πολιτικό χτύπημα που πρέπει να γίνει είναι μια αντιπαράθεση της προοδευτικής και της συντηρητικής αντίληψης πάνω στο θέμα της κοινωνικής πολιτικής. Πρώτα απ” όλα, περίσσευμα δεν υπάρχει ποτέ. Ποτέ, σε καμία κοινωνία, δεν δεχθήκαμε ότι έχουμε περίσσευμα σε χρήματα για να τα πετάξουμε. Δεύτερον, είναι μια άκρως συντηρητική αντίληψη.

Προσέξτε τι λέει αυτή τη αντίληψη: Λέει ότι «καλά πάνε τα πράγματα, χωρίς κυβέρνηση, με τις δυνάμεις της αγοράς οι οποίες καθορίζουν μέσα στη διαδικασία της παραγωγής ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει. Εάν υπάρχουν και κάποιοι χαμένοι, όταν θα είμαστε καλύτερα και θα έχουμε και περίσσευμα, τότε ας δώσουμε και στα θύματα της παραγωγής κάτι, για να μη φωνάζουν πολύ, ίσως και για να τους καταπραύνουμε και, εν πάση περιπτώσει, για να μη μας πιάνει πονοκέφαλος».

Εμείς δεν δεχόμαστε μια ανάπτυξη προς τα μπρος που θα συνοδεύεται από μια άνιση κατανομή του εθνικού πλούτου και του εθνικού εισοδήματος. Και πώς το πετυχαίνουμε αυτό; Με δύο τρόπους: Ο πρώτος είναι μέσα από μια αναδιανεμητική πολιτική του κρατικού προϋπολογισμού. Αυτό το λέγαμε από το 1981, το είχαμε κάνει και δική μας πολιτική πλατφόρμα, πρέπει να το ξαναφέρουμε στο προσκήνιο. Πρώτη μας προτεραιότητα, μαζί με την οικονομική πρόοδο, πρέπει να είναι και η ανακατανομή του εθνικού πλούτου και του εθνικού εισοδήματος. Και αυτό δεν το κάνουμε σαν πράξη φιλανθρωπίας. Το κάνουμε σαν πράξη ιδεολογικού προσανατολισμού και έννοιας της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.

Έλεγα ότι αυτό γίνεται μέσα από την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής. Πώς επεμβαίνεις εκεί; Θα σας πω ένα παράδειγμα. Εάν εγώ επιλέξω να διαθέσω κάποιους πόρους με αδιαφανείς ίσως διαδικασίες σε έναν κατασκευαστή του δημοσίου να μου φτιάξει έναν δρόμο, και αν μάλιστα αυτός ο δρόμος γίνει από οικονομικούς μετανάστες, τι αποτέλεσμα θα έχω; Κάποιους κατασκευαστές οι οποίοι θα γίνουν πολύ πλούσιοι και θα μου πάρουν και τα ΜΜΕ και τον οικονομικό μετανάστη που θα πάρει την προστιθέμενη αξία και γυρίζει στη χώρα του. Θα έχουμε ένα αποτέλεσμα, με κάποιους πάρα πολύ πλούσιους και τους πολλούς να έχουν μείνει φτωχοί. Να λοιπόν πώς, μέσα από την ίδια τη διαδικασία της παραγωγής, μπορούμε να έχουμε ένα αρνητικό, κοινωνικό αποτέλεσμα.

Να σας πω ένα άλλο παράδειγμα. Το κράτος κάνει παρέμβαση και λέει ότι αυτά τα χρήματα δεν θα τα κάνω π.χ. μεγάλο έργο, αλλά έργα ύδρευσης σε μια επαρχία, δίνοντας έτσι τεχνική και οικονομική βοήθεια στον αγρότη να κάνει μια αναδιάρθρωση της καλλιέργειάς του, ώστε, με αυτά τα χρήματα, να αυξήσει την παραγωγικότητά του και το εισόδημά του. Αποτέλεσμα; Θα έχουμε μια αύξηση του εισοδήματος, μια μοιρασιά αυτού του εισοδήματος στον παραγωγικό πια αγρότη και μια ανταγωνιστική οικονομία.

Όταν το ΠΑΣΟΚ λέει ότι η κοινωνική μας πολιτική είναι χτισμένη μέσα στη διαδικασία της παραγωγής, σημαίνει ότι εμείς, ως κράτος, κάνουμε αυτό που ο Ανδρέας Παπανδρέου ονόμασε από παλιά «δημοκρατικό προγραμματισμό». Με βάση τον πολίτη, προγραμματίζουμε πώς θα γίνει η παραγωγή, πώς θα μοιραστεί ο πλούτος και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Με μια λοιπόν αναδιανεμητική πολιτική του δημοσίου, γενναία, και με μια παρέμβαση μέσα από δημοκρατικό προγραμματισμό ως προς το ποιους τομείς θα αναπτύξουμε και πώς θα τους αναπτύξουμε, επιτυγχάνουμε αναδιανομή του εθνικού πλούτου και του εισοδήματος. Εδώ, η διαφορά είναι «νύχτα – μέρα», ανάμεσα στην νεοφιλελεύθερη συντηρητική αντίληψη της κοινωνικής πολιτικής και στην παρέμβαση της προοδευτικής παράταξης στα κοινωνικά θέματα.

Βεβαίως θα υπάρξουν προβλήματα και θα υπάρξουν και κάποιοι που θα μείνουν έξω από τη διαδικασία της παραγωγής. Εμείς τι λέμε: Αυτούς τους ανθρώπους δεν θα τους αντιμετωπίσουμε ως θύματα, δεν θα τους αντιμετωπίσουμε ως φτωχούς που πρέπει να τους δώσουμε κάποια ελεημοσύνη. Σε αυτούς πρέπει να εγγυηθούμε, αγαπητοί μου νέοι και νέες, ένα ελάχιστο εισόδημα για να μπορούν να ζήσουν ως πολίτες με αξιοπρέπεια.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΝΕΩΝ:

ΕΡΩΤΗΣΗ: Αν και η Κρήτη ήταν πάντοτε πράσινη στον εκλογικό χάρτη της Ελλάδας, η συγκέντρωση του κου. Καραμανλή στη Σούδα ήταν πολύ μεγάλη. Μετά από αυτό, ο κος Πάγκαλος προχώρησε σε κάποιους χαρακτηρισμούς, θυμίζοντάς μας τις εποχές που «ο κος. τίποτα» πήρε το Δήμο της Αθήνας. Πώς τα κρίνετε όλα αυτά με βάση τα όσα είπατε για την απαξίωση της πολιτικής;

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Όσο προχωράμε σε προεκλογική περίοδο, θα ανέβουνε οι τόνοι (είμαστε και μεσογειακός λαός ξέρεις και λέμε και μια κουβέντα παραπάνω). Ο καθένας όμως έχει το δικό του ύφος πολιτικής αντιπαράθεσης.

Πρέπει πάντως να σου πω ότι κανένας πολιτικός δεν απαξιώνεται με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την πολιτική του στάση και την πολιτική του ζωή. Και νομίζω ότι αυτό που είναι ζητούμενο για εμάς, και μιλάω για το ΠΑΣΟΚ, είναι μια αντιπαράθεση πολιτικού τύπου.

Εγώ πιστεύω ότι έχουμε μια ιδεολογική υπεροπλία, όσον αφορά στις πολιτικές θέσεις. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να κερδίσουμε την αξιοπιστία μας απέναντι στον κόσμο, ότι αυτό το πολιτικό πρόγραμμα είμαστε σε θέση να το περάσουμε, ότι είμαστε σε θέση να το τολμήσουμε. Και είναι αυτή η αντιπαράθεση που θα μας δώσει τη νίκη, όχι μόνο στην Κρήτη (υπάρχουν και άλλα νησιά που είναι πράσινα).

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας είχατε στηρίξει και επεκτείνει το κράτος πρόνοιας. Έκτοτε, το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε μια πιο συντηρητική πολιτική Πιστεύετε ότι το ΠΑΣΟΚ σήμερα μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο οικονομικό πλαίσιο για όλες τις τάξεις; Πιστεύετε ότι, σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, έχει κάτι να προσφέρει ο Κέϊνς;

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Στην πρώτη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, δεν ακολουθήσαμε κεϋνσιανή πολιτική, ακολουθήσαμε πολιτική ΠΑΣΟΚ. Τότε, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στα χέρια της κυβέρνησης ήταν η δημοσιονομική πολιτική, η νομισματική πολιτική, η συναλλαγματική πολιτική.

Αυτά τα εργαλεία έχουν χαθεί τώρα, γιατί, όπως ξέρετε, αυτά αποφασίζονται στις Βρυξέλλες ή στη Φρανκφούρτη. Έτσι, σήμερα έχουμε ένα διαφορετικό περιβάλλον στο οποίο πρέπει να κινηθούμε, δεν έχουμε δηλαδή τους βαθμούς ελευθερίας που είχαμε παλαιότερα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να αφήσουμε τους βασικούς μας στόχους, αλλά πρέπει να αναζητήσουμε άλλες μεθόδους για να πετύχουμε τους ίδιους σκοπούς, δηλαδή την ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Το ΠΑΣΟΚ, το 1992, συμφώνησε με την πορεία της Ελλάδας στην ΟΝΕ και είχα την τιμή τότε να μιλήσω ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ για τη συνθήκη του Μάαστριχτ. Το ΠΑΣΟΚ, το 1992, είπε ότι κάνουμε έναν ιστορικό συμβιβασμό, ότι, βλέποντας τις γενικότερες επιλογές που έχει η χώρα μας, πρέπει να προχωρήσουμε στην Ευρώπη και στην ΟΝΕ και αυτό σημαίνει ότι θα συμβιβαστούμε και θα αποδεχθούμε τους όρους του Μάαστριχτ, αλλά – και το είπα τότε δυνατά – «βαρύ θα αισθανθούμε το χέρι του Γερμανού Τραπεζίτη». Αυτό τι σημαίνει; Αυτό σημαίνει ότι , στην Ελλάδα, υπήρχε μια σύγκλιση απόψεων όλων των κομμάτων εκτός από το ΚΚΕ, να πάμε στο Μάαστριχτ, αλλά η ΝΔ είπε να πάμε στο Μάαστριχτ ευχαρίστως (διότι η συνθήκη αυτή ήταν μέσα στη φιλελεύθερη νοοτροπία της), ενώ εμείς είπαμε ότι θα το κάνουμε σαν μια τακτική κίνηση συμβιβασμού, για να κερδίσουμε κάτι μεγαλύτερο, χωρίς να είναι αυτό που μας εκφράζει.

Σήμερα έχουμε το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης που κυριαρχεί στην ΕΕ και μέσα σε αυτό πρέπει να κινηθούμε. Εγώ το έχω χαρακτηρίσει «ηλίθιο», αλλά ήρθε και ο Πρόντι, εδώ κι ένα χρόνο, και είπε ότι είναι «εγκληματικό και ηλίθιο». Χαίρομαι που το αναγνωρίζει και ο Πρόντι, έστω και αργά. Είναι ένα σύμφωνο σταθερότητας καμωμένο από τους τραπεζίτες για να εξασφαλίσει μόνο το τραπεζιτικό κατεστημένο, αλλά πλήττει τη βιομηχανική ανάπτυξη της Ευρώπης και δημιουργεί προβλήματα στασιμότητας. Αυτή τη στιγμή, η Αμερική, που ακολουθεί την κεϋνσιανή πολιτική και έχει μεγάλα ελλείμματα, έχει αύξηση του εισοδήματος 7,1% και η Ευρώπη παλεύει με το 1 – 1,5%. Με ένα ακριβό ευρώ, που το αισθανόμαστε όλοι και το πληρώνει ο ευρωπαίος πολίτης κι ένα φτηνότερο δολλάριο, με το οποίο περνάνε πολύ καλύτερα οι αμερικανοί. Ουσιαστικά, τα πλεονάσματα που δημιουργεί η συντηρητική πολιτική του Μάαστριχτ στην Ευρώπη και τα πλεονάσματα που δημιουργεί η Ιαπωνία χρηματοδοτούν την ανάπτυξη και τα ελλείμματα της Αμερικής.

Εμείς λοιπόν λέμε ότι αυτό είναι ένα πλαίσιο που, από μόνη της, η Ελλάδα δεν μπορεί να το ανατρέψει. Πρέπει όμως, μαζί με άλλες δυνάμεις, να οδηγηθούμε κάποια στιγμή σε μία άλλη αναπτυξιακή νοοτροπία. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει να κινητοποιηθούνε τα προοδευτικά κοινωνικά στρώματα της Ευρώπης τα οποία θα έχουν το πάνω χέρι στην πολιτική.

Στο κάτω-κάτω, ποιος εξέλεξε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα; Κανείς. Τι συμμετοχή είχε ο ευρωπαίος πολίτης στη διαμόρφωση αυτού του συμφώνου σταθερότητας; Καμία. Χρειάζεται λοιπόν κινητοποίηση που θα αποκαταστήσει τη δημοκρατική αντίληψη. Χωρίς αυτή, θα μπούμε σε δύσκολες περιόδους στην Ευρώπη. Και, θα μου πείτε, τι θα κάνουμε στην Ελλάδα; Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να το πει αυτό δυνατά: Παρά τα συντηρητικά νεοφιλελεύθερα πλαίσια που επιβάλλει το σχέδιο σταθερότητας και ανάπτυξης, έχουμε μεγάλες δυνατότητες, μέσα από τη φορολογική μας πολιτική και το δημοκρατικό προγραμματισμό μας να αναδιαρθρώσουμε την παραγωγή και να κάνουμε ανακατανομή του εθνικού πλούτου και του εισοδήματος. Κανείς δεν μας εμποδίζει να το κάνουμε αυτό. Για να το κάνουμε όμως αυτό, θα πρέπει να αλλάξουν οι συσχετισμοί των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στον τόπο μας. Το πάνω χέρι πρέπει να το έχει ο λαός, ο λαός στην εξουσία, για να μπορείς να προχωρήσει σε μια πολιτική ανακατανομής του εθνικού εισοδήματος.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Έχω δύο ερωτήματα. Πρώτον, θεωρείτε ότι η απαξίωση των πολιτικών είναι αποτέλεσμα της πεπαλαιωμένης πολιτικής πρακτικής; Δεύτερον, από τη στιγμή που απευθύνεστε στους νέους, η πρώτιστη προτροπή δεν πρέπει να είναι η μελέτη;

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗ: Πολύ σωστά εντοπίζετε το πρόβλημα μιας σημαντικής απόστασης ανάμεσα στην πολιτική ρητορεία και στην πολιτική πράξη. Αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων.
Πρέπει να ομολογήσω ότι, από τη δεκαετία του ’80, και οπωσδήποτε τη δεκαετία του ’90, η αριστερή τοποθέτηση (και μιλάω για το παγκόσμιο κίνημα) βρισκόταν σε υποχώρηση απέναντι στην επίθεση του Ρεγκανισμού και του Θατσερισμού. Τα προοδευτικά αριστερά κόμματα της Ευρώπης άργησαν να προσαρμοστούν στις σύγχρονες συνθήκες και να αναμορφώσουν τα πολιτικά τους εργαλεία για να αντιμετωπίσουν τους ίδιους στόχους κάτω από τις νέες συνθήκες. Έτσι, έμειναν σε μια παλιά ρητορεία ενώ στην πολιτική τους πράξη, κυρίως ως κυβερνήσεις – και αυτό φαίνεται κυρίως στην περίπτωση της Γαλλίας και λιγότερο της Γερμανίας – η πολιτική τους ήταν μια πράξη μιμητισμού του νεοφιλελεύθερου μοντέλου.

Αυτό δημιούργησε ένα πρόβλημα και μια απογοήτευση στον κόσμο. Εγώ νομίζω ότι αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με αυτοκριτική διάθεση και να πούμε ότι ένας από τους λόγους που η αριστερά – και πάλι μιλάω για την Ευρώπη (καλύπτει βέβαια και την περίπτωση της Ελλάδας, αλλά είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο)- έχασε την αίγλη της, γιατί δεν προσαρμόστηκε στις νέες συνθήκες, χωρίς να προδώσει τους βασικούς της στόχους και γιατί δεν τόλμησε να έλθει σε ρήξεις με κοινωνικά κατεστημένα που αντιδρούσαν στην προώθηση της δικής μας πολιτικής πλατφόρμας. Εγώ πιστεύω ότι οι αποτυχίες των αριστερών κομμάτων στην Ευρώπη δεν οφείλονται τόσο στο ότι προσπάθησαν και απέτυχαν, αλλά στο ότι δεν τόλμησαν να κάνουν τις τομές που έπρεπε για να προχωρήσει το πρόγραμμά τους στη νέα εποχή.

Προτείνω, λοιπόν, να καλυφθεί αυτό το κενό, όχι φέροντας τη ρητορεία κοντά σε μια συμβιβασμένη πραγματικότητα, αλλά με την εγκατάλειψη της συμβιβασμένης πραγματικότητας σε μια πολιτική πλατφόρμα που θα είναι τολμηρή. Ας το πούμε αυτό ανοιχτά: Από εδώ και πέρα, αν θέλουμε να ανοίξουμε το δρόμο σε πρόοδο, θα πρέπει να συγκρουστούμε.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn