Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, κύριε πρέσβυ, κυρίες και κύριοι,

Επειδή είμαι ο μόνος μη ειδήμων, λαϊκός στο πάνελ, οφείλω να δώσω μερικές εξηγήσεις γιατί είμαι εδώ.  Είμαι εδώ για δύο λόγους:  ο πρώτος είναι γιατί θέλω με την παρουσία μου να εκφράσω τη βαθύτατη εκτίμησή μου στο έργο του Αρχιμανδρίτη Απόστολου Καβαλιώτη.  Γνωρίζω το κοινωνικό του έργο διεθνώς, γνωρίζω το έργο του στα Ηνωμένα Έθνη αλλά και το έργο του στην Ελλάδα.  Και ως πρώην Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων έχω παρακολουθήσει και το έργο του στην εκπαίδευση – κυρίως παιδιών με ειδικές ανάγκες.  Τον συγχαίρω για τη συγγραφή αυτού του έργου κι εύχομαι, στον Εκδότη και στον συγγραφέα, καλή επιτυχία.  Ο δεύτερος λόγος είναι πιο προσωπικός και κάπως υπαρξιακός.  Θέλω να μιλήσω ως απλός Έλληνας Χριστιανός για ένα πρόβλημα που το έχω βιώσει στη ζωή μου με απορία.  Έχω βιώσει το διχασμό της Ορθοδοξίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας γιατί έχω ζήσει σε νησιά που το Καθολικό στοιχείο είναι υπαρκτό.  Και δεν είχα καταλάβει ποτέ σαν παιδί – και δεν έχω καταλάβει μέχρι σήμερα – τι με χωρίζει από το διπλανό σπίτι που κατοικούν καθολικοί με τον ίδιο κώδικα ηθικής, τις ίδιες καθημερινές συνήθειες.  Είχα την αίσθηση ότι έχει χτιστεί ένα αόρατο τείχος με σκοπιμότητες που δεν μου ήταν κατανοητές.  Από την άλλη μεριά, αισθάνομαι δυνατά τη βαριά κληρονομιά της Ορθοδοξίας μέσα μου.  Πέρα από το θρησκευτικό περιεχόμενο, η Ορθοδοξία είναι ένας ιστορικός θεσμός, συνυφασμένος με την πορεία του Ελληνικού λαού.  Στους σκοτεινούς αιώνες, με τη γλώσσα μας και με την Ορθοδοξία, επιβιώσαμε και περπατήσαμε μαζί,  Λαός και η Εκκλησία είχαν τις καλές αλλά και τις κακές στιγμές τους, αλλά περπατήσαμε μαζί.  Και σήμερα ο χαρακτήρας του νεοέλληνα, ο δικός μας χαρακτήρας – αν και μερικοί δεν το παραδέχονται αυτό – φέρνει βαθιά τα αποτυπώματα της συμπόρευσης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας και αυτό μας κάνει να είμαστε υποστηρικτές του ιστορικού, του πολιτιστικού θεσμού της Ορθοδοξίας.
Τα τραύματα που επέφερε ο φανατισμός εκ Δύσεως δεν έχουν σβήσει, υπάρχουν στη λαϊκή ανάμνηση.  Το κακό που έγινε με τις Σταυροφορίες, με την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και άλλα δεν έχουν ξεχαστεί.  Και δεν θα σβήσουν από τη λαϊκή μνήμη αν δεν επέλθει επιτέλους κάποτε μια πλήρης κοινωνία των δύο Εκκλησιών, στο πρότυπο της πρώτης χιλιετίας της Μεταχριστιανικής Εκκλησίας.  Γι΄ αυτό το βιβλίο αυτό είναι και επίκαιρο και πολύ σημαντικό.  Διάβασα με προσοχή και, ως μη ειδικός, έμαθα πολλά.  Είναι ένα βιβλίο που έχει γραφεί με πολλή αγάπη, με πολύ κόπο, με πολλή επιμέλεια.  Έχουν καταγραφεί όλα τα γεγονότα με βάση δημοσιευμένα και μη δημοσιευμένα έγγραφα.  Ο συγγραφέας κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να μην τοποθετηθεί ο ίδιος αλλά να δώσει στον αναγνώστη τα γεγονότα για να διαμορφώσει ο ίδιος άποψη.  Τον ευχαριστούμε γι΄ αυτό.  Εγώ προσωπικά θα κρατήσω το βιβλίο αυτό στη βιβλιοθήκη μου γιατί είναι και ένα ιδιαίτερα χρήσιμο βιβλίο αναφοράς.
Για το βιβλίο μίλησαν αρμοδιότεροι από εμένα και δεν θα μπω στα θέματα με τα οποία ασχολείται.  Θέλω μόνο να κάνω δύο παρατηρήσεις.  Διαβάζοντας προσεκτικά, τις προσπάθειες που έγιναν και από τη δική μας μεριά αλλά και τελευταία και από τη μεριά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, είδα ότι σε αυτούς τους διαλόγους δεν υπάρχουν σοβαρές δογματικές διαφορές και δεν έχουν συζητηθεί σε αυτές τις Συνόδους.  Τα θέματα πάνω στα οποία προσκρούει ακόμα και σήμερα η συνεννόηση των δύο Εκκλησιών, όπως σωστά επισημαίνει και το βιβλίο, είναι δύο:  το μεγάλο πρόβλημα της Ουνίας και του πρωτείου του Επισκόπου της Ρώμης.  Θα πω λίγα λόγια γι΄ αυτά αφού έχουν είναι γνωστά και έχουν ήδη αναλυθεί από τους προηγηθέντες.
Για την Ουνία:  δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ουνία είναι αποτέλεσμα επιθετικής πολιτικής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας για τον προσηλυτισμό των Ορθοδόξων της Ανατολής προς τους οποίους είχε δώσει και το δικαίωμα να διατηρήσουν τις παραδόσεις και τις τελετές της Ορθοδοξίας.  Είτε μας αρέσει είτε όχι, το θέμα της Ουνίας έχει προχωρήσει πολύ, είναι σήμερα μια πραγματικότητα και αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στην προώθηση ειλικρινούς διαλόγου ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες.  Πιστεύω ότι έχει ήδη έρθει η στιγμή που και οι ίδιες οι Εκκλησίες της Ουνίας θα πρέπει να πάρουν οι ίδιες θέση για να ξεμπλοκάρει αυτό το θέμα.  Απ΄ όσα διάβασα και απ΄ όσα έχω ακούσει και ξέρω από την ιστορία, δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος ότι στο μέλλον θα έχουν θετικές εξελίξεις στο θέμα αυτό.
Σχετικά με το δεύτερο θέμα, το πρωτείο του Πάπα:  έχει γίνει αποδεκτό ότι δεν υπάρχει αγιογραφική νομιμοποίηση αυτής της θέσης.  Αλλά έχει επίσης γίνει δεκτό και από την Ορθοδοξία ότι ανάμεσα σε ίσους Πατριάρχες, το Πρωτείον μπορεί να ανήκει στον Πάπα αλλά υπό την έννοια της συνοδικότητας που υπήρχε στις Εκκλησίες μας την πρώτη Χιλιετία μ.Χ.  Όμως, η έννοια του Πρωτείου προωθήθηκε σταδιακά από τη Δυτική Εκκλησία με όρους ηγεμονικούς και πίσω από αυτό κρύβεται, κατά τη γνώμη μου, αν και ο Αρχιμανδρίτης είναι πολύ ευγενικός και δεν το τονίζει ιδιαίτερα, το αλάθητο του Πάπα, που είναι ένα σημαντικό εμπόδιο στην επίτευξη συνεννόησης ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες.
Η πρώτη μου επισήμανση όσον αφορά τις διαφορές, είναι ότι δεν υπάρχει βαθύ δογματικό ή θρησκευτικό περιεχόμενο.  Οι διαφορές είναι πολιτικές, λες και είναι Κόμματα ή Κράτη που διαφωνούν για τις σφαίρες επιρροής τους.  Αυτό είναι κάτι που, εμείς τουλάχιστον, από τη δική μας τη μεριά, εμείς οι λαϊκοί Ορθόδοξοι, δεν θέλουμε.  Έχουμε κόμματα και κράτη για να διεκδικούμε εξουσίες και να διαφωνούμε μεταξύ μας.  Την Εκκλησία δεν την αντιλαμβανόμαστε με όρους εξουσίας, ούτε με όρους ανταγωνισμών για επιρροή λαών.  Δεν είναι άλλωστε και θρησκευτικό, να προσπαθεί να επηρεάσει τη θρησκευτικότητα ο ένας του άλλου.  Θα πρέπει λοιπόν, εάν συνεχισθεί ο διάλογος αυτός, να απογαλακτισθεί από τα κοσμικά, πολιτικά χαρακτηριστικά του και να ξαναγυρίσει σε έναν βασικό διάλογο αγάπης και χριστιανοσύνης.  Αλλιώς, ο διάλογος αυτός που άρχισε το 1902, θα συνεχίσει και στους επόμενους αιώνες, ενώ ο κόσμος αλλάζει και ο χριστιανικός πληθυσμός συρρικνώνεται σε σχέση με τις άλλες θρησκείες.  Κι εμείς θα συζητούμε πράγματα που είναι άλυτα.  Ως πολιτικός δεν μπορώ να βλέπω θέματα να βαλτώνουν και όταν βλέπω ότι και το θέμα αυτό έχει βαλτώσει, από επαγγελματική «διαστροφή» δεν μπορώ παρά να θέλω να κάνω κάποιες προτάσεις για να προχωρήσουμε παραπέρα.
Η πρώτη πρόταση – κι ας με συγχωρέσουν οι παρόντες ιερωμένοι – είναι ότι στις Συνόδους και το διάλογο συμμετέχουν σχεδόν αποκλειστικά άνθρωποι του Κλήρου.  Θα ήταν τελείως διαφορετικό το κλίμα, αν συμμετείχαν και λαϊκοί που εκφράζουν το λαϊκό θρησκευτικό αίσθημα, που θα μπορούσαν να δώσουν και μια φρεσκάδα στο θέμα και να προωθήσουν το διάλογο.  Ένα «άνοιγμα», ένας εκδημοκρατισμός του διαλόγου αυτού θα μπορούσε να ξεμπλοκάρει το  θέμα.  Δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος για το θέμα αυτό αλλά είμαι πιο αισιόδοξος για την επόμενη πρότασή μου.
Αφού δεν μπορούμε από την κορυφή να αλλάξουμε τα πράγματα, γιατί δεν κοιτάμε τη βάση: Τι θα λέγατε αν προτείναμε μια Κοινοπραξία μεταξύ της Ορθοδόξου και Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που θα δημιουργούσε έναν Παγκόσμιο φορέα εθελοντισμού όπου νέοι θα μπορούσαν να εργασθούν για έναν κοινό κοινωνικό σκοπό.  Να προχωρήσουν π.χ. στην ίδρυση Ομάδων Ειρήνης του Χριστιανισμού, όπως κάποτε ο Κέννεντι έκανε τα Peace Corps όπου νέοι άνθρωποι από τη Βραζιλία, την Πολωνία, την Ελλάδα, την Ρωσία και αλλού πάνε σε μέρη που υπάρχουν προβλήματα.  Και ας πούμε ότι βάζαμε σαν προτεραιότητα το πρόβλημα της φτώχειας των παιδιών, τον αναλφαβητισμό και το θέμα της υγείας.  Αν αυτές οι ομάδες των νέων από διάφορες χώρες μαζευτούν και δουλέψουν πάνω σε ένα θέμα που είναι βαθύτατα κοινωνικό και θρησκευτικό, θα δημιουργηθεί μια όσμωση ενότητας από τη βάση που συνακόλουθα θα προκαλέσει και μια πίεση προς τα πάνω για μια ενωτική πορεία.  Εγώ πιστεύω ότι αυτό το σχήμα είναι εφικτό και δεν βλέπω γιατί δεν μπορούμε να προχωρήσουμε.  Δεν έχουμε ανάγκη να παρακάμψουμε εκκλησιαστικές διαδικασίες, θα είναι μια απόφαση των Εκκλησιών της κορυφής, οι πόροι μπορούν να βρεθούν αφού πολλά και από τα κοινοτικά προγράμματα που υπάρχουν μπορούν να χρηματοδοτήσουν αυτές τις εθελοντικές μονάδες και θα είναι και για εμάς μια απάντηση στο ερώτημα που κι εγώ είχα θέσει ως παιδί, γιατί δεν μπορούμε με αγάπη κι αλληλεγγύη να ζήσουμε μεταξύ μας, εμείς που είμαστε Χριστιανοί και που πιστεύουμε ότι αυτά που μας χωρίζουν δεν είναι θέματα θρησκευτικά.
Θέλω να σας αφήσω με αυτόν τον προβληματισμό.  Πιστεύω ότι στις δύσκολες μέρες που περνάμε είναι υποχρέωσή μας να δούμε την Εκκλησία να προχωράει με σοβαρό κοινωνικό έργο.  Γνωρίζω Μακαριώτατε το σημαντικό κοινωνικό έργο που κάνει η Αρχιεπισκοπή.  Αυτό που ζητάω είναι αυτό να γίνει σε παγκόσμιο επίπεδο και σε συνεργασία, σε «κοινωνία» με νέους και εθελοντές από όλο τον κόσμο του Χριστιανισμού.  Πιστεύω ότι θα είναι ένα θετικό βήμα και θέλω να το καταθέσω σαν μια πρόταση ενός λαϊκού που αγωνιά και θέλει να δει μια εποχή που θα επανέρθουμε στα παλιά καλά χρόνια, της πρώτης χιλιετίας μ.Χ. με μία Αγία και Αποστολική Εκκλησία.
Σας ευχαριστώ πολύ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn