Θέλω να συγχαρώ τους διοργανωτές και συντελεστές της εκδήλωσης που, μέσα στο καλοκαίρι και τους ποδοσφαιρικούς αγώνες, τόλμησαν να μας καλέσουν για να συζητήσουμε ένα σοβαρό θέμα που όμως δεν συνηθίζεται να συζητείται.  Και θέλω ακόμη να τους συγχαρώ γιατί τοποθέτησαν το Κυπριακό μέσα σ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο.  Γιατί έτσι πρέπει να βλέπουμε το Κυπριακό, όχι ως μεμονωμένο θέμα, λες και είναι ξεχωριστό από τα γεγονότα που εξελίσσονται στη Θράκη και το Αιγαίο, λες και είναι ξεχωριστό από την οικονομική κρίση και τις «ποινές» που έχουν επιβληθεί στον κυπριακό κι ελληνικό λαό.  Πρέπει να δούμε όλες τις παραμέτρους του προβλήματος και να δούμε το Κυπριακό σφαιρικά.
Συμφωνώ με όλα όσα είπε ο αγαπητός φίλος Γιώργος Λιλήκας και θέλω να συμπληρώσω ότι ο Γιώργος Λιλήκας ηγείται μιας Κίνησης Πολιτών στην Κύπρο για να δημιουργηθεί ένα Κίνημα πατριωτικό, που θα καλύψει όλο το πολιτικό φάσμα.  Προσπάθησε ο ίδιος, με ανιδιοτέλεια, να συγκεντρώσει και άλλες πολιτικές προσωπικότητες.  Έπεισε και τον Βάσο Λυσσαρίδη να βγει μπροστά και μίλησε και με άλλους ηγέτες σε πολιτικά κόμματα.  Δυστυχώς, αυτή η πρωτοβουλία δεν έχει ακόμα καρποφορήσει.  Εύχομαι στον Γιώργο Λιλήκα να συνεχίσει την προσπάθειά του αυτή.  Και πρέπει κι εμείς, από τη δική μας τη μεριά, να πιέσουμε έτσι ώστε να δημιουργηθεί επιτέλους ένα ανάλογο Κίνημα κι εδώ στην Ελλάδα.  Γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουμε να βγούμε από την κρίση.
Το΄ χει φέρει έτσι η τύχη και ασχολούμαι με το Κυπριακό από τα μαθητικά μου χρόνια.  Πέρασαν από τότε πολλές δεκαετίες, μεγάλωσα, γέρασα κι εξακολουθώ ν΄ ασχολούμαι με το Κυπριακό που παραμένει άλυτο.  Έχει δημιουργηθεί και η αίσθηση πια στον κόσμο ότι το Κυπριακό είναι από αυτά τα παράδοξα που ποτέ δεν λύνονται.  Αυτό έχει δημιουργήσει κι ένα κλίμα απαισιοδοξίας, επειδή όλα αυτά τα χρόνια – πρέπει να το ομολογήσουμε – έχουμε διολισθήσει από τις θέσεις μας και πάμε διαρκώς από το κακό στο χειρότερο.  Δεν συμμερίζομαι την ηττοπάθεια που έχει αναπτυχθεί και πιστεύω ότι μπορούμε να σπάσουμε αυτό το κλίμα απαισιοδοξίας.
Και για να μεταφέρω ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας, πριν μπω στην ανάλυσή μου επί του θέματος, θα αναφέρω δύο περιπτώσεις που δόθηκαν ευκαιρίες στον Ελληνισμό για μια άλλη πορεία και που πολύ καλά οργανωμένα σχέδια εναντίον της Κύπρου ανατράπηκαν.
Το πρώτο παράδειγμα είναι η ετυμηγορία του κυπριακού λαού το 2004.  Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι, με εξαίρεση το ΚΚΕ, στην Ελλάδα, τα υπόλοιπα κόμματα υπερθεμάτιζαν για το Σχέδιο Ανάν, έκαναν μάλιστα και σχετική καμπάνια.  Και, σε πρώτη φάση, και τα κόμματα στην Κύπρο ήταν διστακτικά.  Θυμάμαι ότι στην πρώτη λαϊκή συγκέντρωση που οργανώθηκε στην Κύπρο εναντίον του Σχεδίου Ανάν, από την Ελλάδα πήγαμε τρεις:  ο Δημήτρης Τσοβόλας, εγώ και ο πρέσβης Θέμος Στοφορόπουλος που θα μιλήσει σε λίγο.  Τα κόμματα της Κύπρου, με εξαίρεση τους Νέους Ορίζοντες του Νίκου Κουτσού, δεν ήταν στην εκδήλωση.  Ήταν μόνο το λαϊκό κίνημα που ανέτρεψε το Σχέδιο.  Βεβαίως, το Διάγγελμα του ηγέτη Τάσου Παπαδόπουλου επηρέασε, αλλά έγινε από τη βάση η ανατροπή.  Σχέδια που είχαν γίνει σε ανώτατο επίπεδο, σε πολιτικά σαλόνια και σκοτεινούς διαδρόμους ανατράπηκαν.  Και αυτό το τρομερό που μας είχαν πει ότι θα συνέβαινε στη συνέχεια, τελικά ποτέ δεν συνέβη.  Αυτή ήταν η μεγάλη ευκαιρία του τόπου, το 2004, να προχωρήσουμε σε μια επανατοποθέτηση του Κυπριακού πάνω σε άλλη βάση και στη δημιουργία ενός πατριωτικού μετώπου.  Την ευκαιρία αυτή τη χάσαμε.  Για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναλύσω, το μέτωπο αυτό δεν έγινε, οδηγηθήκαμε σε διακυβέρνηση ΑΚΕΛ και στη συνέχεια στην Προεδρία Αναστασιάδη.  Από το κακό στο χειρότερο…  Χάθηκε μια ευκαιρία από δική μας ευθύνη.
Δεύτερο παράδειγμα:  Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος αναφέρθηκε στο Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.  Ήταν μια τομή, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου, που πήγαινε αντίθετα στο ρεύμα και στη νοοτροπία της εποχής, ότι «η Κύπρος είναι μακριά».  Η τομή αυτή εμπέδωσε την αντίληψη ότι ο χώρος του Ελληνισμού είναι ενιαίος, ότι ο χώρος Ελλάδας – Κύπρου, Θράκη – Αιγαίο – Κύπρος.  Ο «πόλεμος» αυτός ήταν δύσκολος αλλά κερδήθηκε.  Το στρατιωτικό αεροδρόμιο Ανδρέα Παπανδρέου έγινε, η ναυτική βάση έγινε και η στρατιωτική συνεργασία που είχε αναπτυχθεί εκείνη την εποχή, με χώρες όπως η Συρία, το Ισραήλ και η Αίγυπτος, είχαν δώσει ένα δυνατό παρόν, στρατιωτικό, πολιτιστικό και οικονομικό, του Ελληνισμού στην περιοχή.  Κι αυτή ήταν μια μεγάλη ευκαιρία.  Κι αυτή ανατράπηκε.  Όταν οι S-300 ήταν καθ΄ οδόν για να εγκατασταθούν στην Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση Σημίτη δέχθηκε πιέσεις, με τη σειρά της πίεσε τον Κληρίδη και ο Κληρίδης πήρε την ευθύνη απάνω του και ακύρωσε την εγκατάσταση των S-300 στην Κύπρο.  Οι S-300 αποθηκεύτηκαν κάπου στην Κρήτη.  Όταν λοιπόν μια χώρα υποχωρεί σε ξένες πιέσεις και άλλες δυνάμεις σου επιβάλουν ποιος θα είναι ή δεν θα είναι ο εξοπλισμός σου, τότε δεν έχεις αξιοπιστία, δεν έχεις διαπραγματευτική δύναμη.  Και αυτή ήταν η δεύτερη ευκαιρία που χάσαμε.
Γιατί τα λέω αυτά;  Γιατί έχει περάσει η αντίληψη σ΄ εμάς ότι είναι κάπου γραμμένο στη μοίρα μας πάντα να είμαστε οι χαμένοι.  Είπε κάποτε η Κοντολίζα Ράις ότι οι Έλληνες είναι “a bunch of losers”.  Κάπου έχει περάσει η αντίληψη ότι «ότι και να κάνουμε, αυτές είναι οι συνθήκες στην περιοχή, είμαστε αναγκασμένοι να συμβιβαζόμαστε και να υποχωρούμε».  Έτσι, έχει δημιουργηθεί ένα σύμπλεγμα ηττοπάθειας και σήμερα μας λένε δύο πράγματα:  Ή ότι εκεί που έφτασαν τα πράγματα, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» και να δεχθούμε ένα νέο Σχέδιο Ανάν ή, αν δεν μπορούμε να το δεχθούμε αυτό, να επιδιώξουμε μια «μη λύση» και ν΄ αφήνουμε να κυλάει ο χρόνος.  Και στη μια και στην άλλη περίπτωση όμως περιγράφουμε έναν δρόμο καταστροφής.
Εάν δεχθούμε μια νέα εκδοχή του Σχεδίου Ανάν, σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει Ελληνισμός στην Κύπρο και αυτό πρέπει να το καταλάβουμε.  Εάν αφήσουμε όμως και τα πράγματα έτσι να διαιωνίζονται, θα παγιωθεί μια κατάσταση στην Κύπρο που θα είναι πολύ δύσκολο μετά από χρόνια να αντιστραφεί.  Θα πρέπει, λοιπόν, ή να δεχθούμε ότι η υπόθεση τελείωσε κι έχουμε ηττηθεί ή, αν δεν το δεχόμαστε αυτό, να πούμε ότι πρέπει να ανατρέψουμε τα δεδομένα και να ζητήσουμε μια επανατοποθέτηση του Κυπριακού πάνω στη βάση που ο Γιώργος Λιλήκας και οι άλλοι εξέθεσαν.  Μπορούμε να το κάνουμε αυτό;
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, πιστεύω ότι μπορούμε, κάτω όμως απο ορισμένες προϋποθέσεις.  Και θέλω να είμαι ειλικρινής, σχεδόν ωμός.  Γιατί χάνουμε κάθε φορά;  Γιατί πάντα υποχωρούμε;  Νομίζω ότι οι λόγοι που δημιουργούν αυτές τις ανασχέσεις είναι οι ακόλουθοι τρεις παράγοντες:

  1. Ο γεωπολιτικός
  2. Η εξαρτημένη εξωτερική πολιτική μας
  3. Το φοβικό σύνδρομο του νεοέλληνα

Λίγα λόγια για τον καθένα.
Τα γεωπολιτικά: Αν η Κύπρος ήταν στη μέση του Ατλαντικού δεν θα υπήρχε το Κυπριακό θέμα, θα είχε λυθεί από μόνο του εδώ και πολλές δεκαετίες.  Η Κύπρος είχε την τύχη να είναι σ΄ ένα σταυροδρόμι όπου γίνονται μεγάλες σεισμικές δονήσεις.  Οι διεθνείς παίκτες στην περιοχή και, κυρίως, ο Αγγλο-Αμερικανικός παράγοντας, θέλει την Κύπρο σαν ένα αεροπλανοφόρο όπου θα έχει τις βάσεις του, τις στρατιωτικές του διευκολύνσεις, τα εργαλεία επικοινωνίας που κατασκοπεύουν τον υπόλοιπο κόσμο και θέλει να υπάρχει μια χαλαρή διοίκηση των κατοίκων στην περιοχή αυτή που θα είναι διαχειρίσημη ώστε να μη δημιουργεί πρόβλημα στην πολιτικο-στρατιωτική λειτουργία της Κύπρου.  Αυτό είναι δεδομένο και είναι ανόητος όποιος δεν θέλει να το καταλάβει.  Τώρα μάλιστα, που γίνονται μεγάλες ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή, η Κύπρος αποκτά και μια ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία.  Σ΄ αυτό το παιχνίδι παίζει και η Τουρκία που, συστηματικά, επίμονα και δεξιοτεχνικά, επιδιώκει μια κηδεμονία ολόκληρης της Κύπρου.  Μην γελιέστε.  Η Τουρκία δεν ικανοποιείται με μια απλή διχοτόμηση της Κύπρου.  Θέλει να είναι κυρίαρχη σ΄ ολόκληρη την Κύπρο και να μην υπάρχει το ελληνικό στοιχείο.  Όποιος δεν το έχει καταλάβει τόσα χρόνια είναι ανόητος.
Το δεύτερο στοιχείο:  Με ορισμένες εξαιρέσεις σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους, στη μεταπολεμική τουλάχιστον περίοδο, η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι εξαρτημένη.  Οι σχέσεις που η ελληνική ελίτ έχει αναπτύξει με δυτικά συγκροτήματα και κέντρα αποφάσεων – ΝΑΤΟ, Ε.Ε., διεθνείς χρηματοαγορές –  είναι σχέσεις ετεροβαρείς που δεν επιτρέπουν την άσκηση μιας εξωτερικής πολιτικής προς εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων.  Προκειμένου να διατηρήσουμε καλές σχέσεις με τα κέντρα αυτά, αναγκαζόμαστε να υποχωρούμε σε πιέσεις εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.  Αυτό που στην εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου λέγαμε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική σήμαινε ότι δεν ισχύουν αυτές οι δεσμεύσεις, η πολιτική μας δεν είναι εξαρτημένη και η Ελλάδα παίζει στη διεθνή σκακιέρα ως παίκτης κι όχι ως θύμα.  Θα μπορούσα επί μακρόν να μιλώ για την εξαρτημένη εξωτερική πολιτική που είναι ο κακός δαίμονας όλων των θεμάτων που έχουν προκύψει στα εθνικά μας.
Και έρχομαι και στον τρίτο παράγοντα, το φοβικό σύνδρομο, που είναι παράγωγο του δεύτερου.  Δεν τολμούμε να δυσαρεστήσουμε τους εταίρους μας μέσα στα συγκροτήματα αυτά, ακόμα και στο πλαίσιο των κανόνων που ισχύουν.  Στην Ε.Ε. για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να έχουμε ασκήσει βέτο σε πολλά θέματα που αφορούν στην Τουρκία, επικαλούμενοι απλώς τους ισχύοντες κανόνες.
Όσο συντρέχουν λοιπόν οι τρεις αυτοί παράγοντες, δεν μπορούμε να κάνουμε την ανατροπή.  Αν θέλουμε επομένως μια άλλη πορεία, αυτό που ο Γιώργος Λιλήκας ονόμασε μια νέα εθνική στρατηγική, πρέπει να ανατραπούν πρώτα αυτοί οι παράγοντες.  Κατά έναν παράδοξο τρόπο, η σημερινή συγκυρία δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανατροπή τους. Κι εξηγούμαι:
Στα γεωπολιτικά, αυτό που γίνεται σήμερα είναι ότι καταρρέει το οικοδόμημα “Sykes-Picot” στη Μέση Ανατολή που δημιουργήθηκε από έναν Άγγλο κι έναν Γάλλο διπλωμάτη οι οποίοι μοίρασαν την περιοχή κι έφτιαξαν, μ΄ έναν αυθαίρετο τρόπο, κράτη.  Η Συρία δεν υπάρχει, το Ιράκ δεν υπάρχει, η Αίγυπτος φλέγεται, η Λιβύη δεν υπάρχει.  Σε λίγο, ο χάρτης της περιοχής θα είναι πολύ διαφορετικός.  Όλες αυτές οι κινήσεις αποσταθεροποίησης δημιουργούν ρήγματα στην περιοχή.  Κι όταν υπάρχουν ρήγματα, υπάρχουν και ανοίγματα κι ευκαιρίες.  Το πράγμα βέβαια δεν σταματά εκεί.  Θα είμαστε αφελείς αν πιστεύουμε ότι όλα αυτά που γίνονται στη Μέση Ανατολή θ΄ αφήσουν εμάς, την Τουρκία κι άλλους άθικτους.  Άλλωστε, βλέπουμε και τι αρχίζει να γίνεται πιο πάνω από εμάς, στην Ουκρανία, όπου δυστυχώς, η Ε.Ε. έκανε μια λανθασμένη κίνηση, αποξενώνοντας τον Πούτιν και τη Ρωσία ενώ η στρατηγική της Ε.Ε. θα έπρεπε να ήταν μια στρατηγικής σημασίας συμμαχία με τη Ρωσία.  Η Ρωσία σπρώχνεται προς Ανατολάς, σε μια συμμαχία Ρωσίας – Κίνας που, στο απώτερο μέλλον, θα δημιουργήσει αποσταθεροποίηση και στην ίδια την Ε.Ε. που, αν δεν μπορεί να παίξει βασικό ρόλο στη νέα εποχή, μπορεί να καταντήσει μια επαρχία του Ατλαντικού κόσμου.  Η ανακάλυψη πλουσίων πηγών ενέργειας στην περιοχή μας και στην ευρύτερη νοτιο-ανατολική Μεσόγειο, εισάγει και νέους παίκτες, κράτη και πολυεθνικές.
Όλα αυτά δημιουργούν ευκαιρίες και νέοι παίκτες μπαίνουν στην περιοχή.  Μην ξεχνάτε ότι, κατ΄ ανάγκην, ενδιαφέρονται και θα ενδιαφερθούν για την περιοχή η Ρωσία και η Κίνα.  Η Κίνα έρχεται ήδη κοντά μας και η Ρωσία δεν πρόκειται να αφήσει έτσι τα πράγματα.  Όταν λοιπόν οι παίκτες και τα ρήγματα πληθαίνουν, υπάρχουν ανοίγματα σ΄ αυτή τη νέα γεωπολιτική εποχή, για να γίνουμε κι εμείς παίκτες, αν παίξουμε το παιχνίδι σωστά.
Αλλά, για να παίξουμε το παιχνίδι σωστά, πρέπει να ανατραπεί η εξαρτημένη εξωτερική πολιτική μας.  Μπορεί τα εθνικά θέματα να μην «παίζουν» – και δεν παίζουν – αλλά ο Ελληνισμός καταλαβαίνει στο πετσί του ότι σήμερα έχουμε συνθήκες οικονομικής κατοχής.  Και ο Ελληνισμός συσπειρώνεται σ΄ έναν αγώνα εναντίον της οικονομικής εξάρτησης και της τρόικας.  Αυτή η συσπείρωση για οικονομική ανεξαρτησία συναντάει και το άλλο «πόδι», της εξωτερικής πολιτικής.  Γιατί, για να μπορέσεις να δώσεις έναν οικονομικό αγώνα απεξάρτησης από την τρόικα, δεν χρειάζονται μόνο σκληρές διαπραγματεύσεις.  Πρέπει να αναπτύξεις ένα ευρύτατο δίκτυο οικονομικής συνεργασίας και με άλλες χώρες, πρέπει να αναπτύξεις και διπλωματία συνεργασιών που θα σε βοηθήσει στο στόχο αυτό.  Χρειάζεσαι δηλαδή μια απεξαρτημένη εξωτερική πολιτική.
Είναι λοιπόν, για μια ακόμη φορά, που τα θέματα της οικονομικής και κοινωνικής προόδου συγκλίνουν με το εθνικό ζήτημα.  Το ζητούμενο είναι η συσπείρωση των λαών της Ελλάδας και της Κύπρου, μια συσπείρωση ανεξαρτησίας που θα δώσει λύση στα εθνικά θέματα και την οικονομική κρίση.  Μπορεί να γίνει αυτό;
Το συμπέρασμά μου είναι ότι οι μνημονιακές δυνάμεις και στην Ελλάδα και στην Κύπρο δεν μπορούν να έχουν πατριωτική ατζέντα.  Αποκλείονται από τον αυτοπεριορισμό που έχουν επιβάλει στους εαυτούς τους αποδεχόμενοι την τρόικα και την οικονομική κατοχή.
Τι γίνεται όμως με τις αντιμνημονιακές δυνάμεις;  Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις πρέπει να καταλάβουν ότι για να προχωρήσει μια ατζέντα προοδευτικής διακυβέρνησης ΔΕΝ μπορούν να σταθούν σε ένα μόνο πόδι.  Η ατζέντα της προοδευτικής διακυβέρνησης χρειάζεται δύο πόδια, την απεξάρτηση από το μνημόνιο αλλά και την προώθηση των εθνικών θεμάτων.
Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις λοιπόν, έχουν μια μεγάλη ευθύνη, ν΄ ανταποκριθούν στους καιρούς και να δουν ότι οι στιγμές περηφάνειας στην Ελλάδα ήταν οι στιγμές που τα Κινήματα ήταν προοδευτικά ΚΑΙ πατριωτικά.  Έτσι ήταν το ΕΑΜ, έτσι ήταν και το πρώιμο ΠΑΣΟΚ.  Χρειάζεται, λοιπόν, η Αριστερά να τοποθετηθεί και σ΄ αυτό το θέμα και να κατανοήσει ότι με ένα πόδι θα είναι κουτσή.  Χρειάζεται και το άλλο πόδι, της εξωτερικής πολιτικής, για να μπορέσει να προχωρήσει μπροστά.
Προς αυτήν την κατεύθυνση θα πρέπει όλοι να βοηθήσουμε, θα πρέπει όλοι να πιέσουμε.  Νομίζω ότι, με αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσει να δημιουργηθεί ένα μεγάλο λαϊκό ρεύμα και να ξαναζήσουμε στιγμές όπως το 2004.  Και, αυτή τη φορά, αν το κερδίσουμε το παιχνίδι, να το κρατήσουμε στα χέρια μας.
Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn