Εκ μέρους του Πανεπιστημίου:

Ο Φιλοτεχνικός Σύλλογος του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Τρίπολης, διοργανώνει μία σειρά εκδηλώσεων, ανάμεσα στις οποίες είναι και η αποψινή. Πιστεύουμε ότι και ο πολιτικός λόγος διακεκριμένων πολιτικών πρέπει να ακούγεται, διότι κάθε μας πράξη, ακόμη και για συλλόγους όπως ο Φιλοτεχνικός, των οποίων ο στόχος είναι καθαρά πολιτιστικός, ενέχει και επηρεάζεται από την πολιτική. Γι” αυτό καλούμε ανθρώπους από όλους τους πολιτικούς χώρους να μας εκθέσουν ένα πρόβλημα, να τους ακούσουμε, να κουβεντιάσουμε.

Σήμερα, είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς, διότι προσκεκλημένος μας και ασμένως αποδεχθείς την πρόσκλησή μας είναι ο Γεράσιμος Αρσένης. Το χειροκρότημά σας, αυθόρμητο, δείχνει, κύριε Υπουργέ, την αγάπη και την εκτίμηση που νοιώθει αυτή η πόλη και αυτός ο νομός και ευρύτερα η περιφέρεια της Πελοποννήσου για εσάς. Εμείς, ως εκπαιδευτικοί που κάποτε σας είχαμε Προϊστάμενο, σας είχαμε κοντράρει, άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο. Αλλά, όπως είπατε και προηγουμένως στη συνέντευξή σας, για να παραγάγει κανείς έργο, πρέπει να είναι κανείς έτοιμος για ρήξεις, για συγκρούσεις, για τομές. Και πιστεύω ότι είναι η καταλληλότερη στιγμή να ακούσουμε το λόγο σας και μάλιστα πάνω στο θέμα που θα αναπτύξετε απόψε που νομίζω όλους μας ενδιαφέρει, «Παιδεία και Ανάπτυξη – Ο ρόλος της Τρίπολης».

Και για να μην μακρηγορώ, καλώ τον πρώτο πολίτη της Τρίπολης, το Δήμαρχο κ. Κοτσιάνη, να σας απευθύνει χαιρετισμό.

ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ:

Καλησπέρα σας. Κε Υπουργέ, κε. Γενικέ Γραμματέα, Αιδεσιμότατοι, κε. Πρόεδρε του Φιλοτεχνικού, φίλες και φίλοι. Ο χαιρετισμός σε μία προσωπικότητα της πολιτικής ζωής του τόπου και όχι στενά ενός χώρου, όπως είναι ο κος Αρσένης, έχει για μένα έντονο συναισθηματικό χαρακτήρα, και θα μου το συγχωρήσετε αυτό.

Δεν μπορώ να είμαι μετριοπαθής, να μην αισθάνομαι υπερήφανος, όπως όλοι στην Αρκαδία, για την παρουσία και για όλα αυτά που έχει προσφέρει ο Γεράσιμος Αρσένης, όχι μόνο στην Αρκαδία, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Διότι ο Γεράσιμος Αρσένης, ως Επιστήμονας, ως Πανεπιστημιακός και ως Πολιτικός, είτε ήταν στον ΟΗΕ, είτε ήταν στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, είτε ήταν στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, είτε στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων είχε πάντοτε την ικανότητα να συνδυάζει την ανάπτυξη, θέμα για το οποίο θα μας μιλήσει και απόψε, με την ανθρώπινη πλευρά.

Έτσι λοιπόν, όταν ο Γεράσιμος Αρσένης ήταν Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και θεμελίωσε, σχεδίασε και υλοποίησε με την τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου τη σύγκλιση Βορρά – Νότου της Ευρώπης και τα ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα από τα οποία είναι δεδομένο ότι πρώτοι ωφελημένοι ήταν και είναι οι έλληνες αγρότες. Είχε στο μυαλό του την ανάπτυξη, αλλά την ανθρώπινη ανάπτυξη.

Όταν, Υπουργός Άμυνας σε ένα δύσκολο Υπουργείο που συνήθως το συνδυάζουμε με ετοιμότητα και επιθετικότητα, δημιουργούσε μονάδες στον ελληνικό στρατό οι οποίες εξασφάλιζαν αυτοδυναμία σε όπλα και σε δομές, είχε στο μυαλό του την ανάπτυξη.

Όταν ο Γεράσιμος Αρσένης ξεκινούσε την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, είχε στο μυαλό του την ανάπτυξη. Την μεταρρύθμιση εκείνη τη ζήσαμε όλοι, έντονη, με εξεγέρσεις, με συντεχνίες να διεκδικούν και να θέλουν να παραμείνουν αγκυλομένες. Κι όμως, σήμερα, και ως Δήμαρχος το βεβαιώνω, γονείς και παιδιά είναι τόσο ευχαριστημένοι, που δεν κινείται φύλλο. Οι δομές για τον εκσυγχρονισμό και την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν του Γεράσιμου Αρσένη. Και ήταν και πάλι στο πλαίσιο της ανάπτυξης.
Στο δια ταύτα. Αυτό που έγινε στην Τρίπολη δεν είναι μόνο ένα Πανεπιστήμιο που θα φέρει έσοδα και κουλτούρα στην Τρίπολη και στην Πελοπόννησο. Έχει μέσα του σφιχτά και άρρηκτα δεμένο αυτό που λέμε ανάπτυξη. Και αυτό το συνέλαβε ο Γεράσιμος Αρσένης. Κι ήταν στο πλαίσιο μιας άλλης αναπτυξιακής πολιτικής που ακολουθούσε η ελληνική κυβέρνηση, της αποκέντρωσης. Αφορούσε την αποκέντρωση των Πανεπιστημίων.

Έτσι, λοιπόν, σήμερα, ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος, αλλά και ο πιο αγαπητός και συμπαθής σε όλους μας, στους παρόντες και στους απόντες, να μας μιλήσει για το πώς αυτό το όνειρο το συνέλαβε και το έκανε πράξη;

Αυτός είναι ο Γεράσιμος Αρσένης. Κι εγώ πιστεύω ότι είναι χρέος μου να εκφράσω την ευγνωμοσύνη αυτής της πόλης. Στο πλαίσιο αυτό, κύριε Υπουργέ, θα σας παρακαλέσω να δεχθείτε μία αναμνηστική πλακέτα με μία περγαμηνή και φυσικά να δεχθείτε και τις εκδόσεις του Δήμου Τρίπολης που έχει κάνει το κέντρο καλλιτεχνικής πράξης και ο Δήμος Τρίπολης.

Θα διαβάσω την αφιέρωση στην πλακέτα:

«Στον κο. Γεράσιμο Αρσένη, Υπουργό Παιδείας, για την ουσιαστική και πολύτιμη συμβολή του στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Τιμής ένεκεν, Δήμος Τρίπολης».

Θα διαβάσω επίσης και το περιεχόμενο της περγαμηνής:

«Απονέμεται στον κο. Γεράσιμο Αρσένη, ως ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης, για την πολύτιμη συμβολή του, ως Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Τρίπολης. Τιμής ένεκεν. Τρίπολη, 8 Απριλίου».

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ:

Αγαπητοί φίλοι και φίλες,

Είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος σήμερα το βράδυ γιατί έτσι τό” φερε η τύχη και με αυτό το χώρο, με αυτή την αίθουσα, με αυτή την πόλη, έχω συνδεθεί εδώ και πολλά χρόνια. Θυμάμαι, με νοσταλγία θα έλεγα, κάπου δέκα χρόνια πίσω, όταν για πρώτη φορά ήρθα εδώ και είχαμε μία μεγάλη και έντονη συζήτηση, εγώ και ο κος Έβερτ. Πάλι τότε μιλούσα για την ανάπτυξη και τα οικονομικά. Θα με παρεξηγήσετε ίσως και θα νομίσετε ότι έχω έμμονη ιδέα για την ανάπτυξη! Μιλήσαμε τότε και αναδείχθηκαν οι διαφορές ανάμεσα σε μία φιλελεύθερη προσέγγιση και στην προσέγγιση την οποία πρότεινα εγώ. Στην εσωκομματική αντιπολίτευση τότε ο κος Έβερτ, στην αξιωματική αντιπολίτευση τότε εγώ.

Τα πράγματα άλλαξαν από τότε και στην πολιτική ζωή του τόπου. Και θυμάμαι με νοσταλγία εκείνες τις στιγμές, γιατί πιστεύω ότι ο πολιτικός λόγος ήταν πλούσιος. Τα διλήμματα τα πολιτικά ήταν διλήμματα που άγγιζαν τον έλληνα πολίτη και τα προγράμματα των κομμάτων ήταν προγράμματα που ένωναν κοινωνικές δυνάμεις σε μία πολιτική που δεν συνηθίζουμε πια.

Ζούμε τώρα δυστυχώς, σε μία περίοδο πολιτικής απραξίας, ο πολιτικός μας λόγος έχει φθηνύνει, τα ΜΜΕ δεν βοηθούν και είναι δύσκολο για έναν πολιτικό που θέλει να εκφράσει ελεύθερα και υπεύθυνα τη γνώμη του να βρει ένα κανάλι επικοινωνίας με τον πολίτη για να πει την άποψή του, για να ενημερώσει και για να έχει διάλογο.
Είναι γι” αυτό το λόγο λοιπόν, που εκδηλώσεις αυτού του τύπου συμβάλλουν πολύ στην αναβάθμιση της κοινωνικής μας και της πολιτικής μας ζωής.
Αλλά θυμάμαι επίσης με ιδιαίτερη συγκίνηση και άλλες μου επισκέψεις εδώ, και ως Υπουργός Εθνικής Άμυνας και πιο πρόσφατα, ως Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Πολλά έχουν λεχθεί για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Πολλοί ήταν οι υποστηρικτές. Ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που αντιδρούσαν. Και αρκετοί δεν το πίστευαν. Αυτό που θέλω να πω – όχι από άμετρη μετριοφροσύνη, αλλά γιατί αυτό εκφράζει την πραγματικότητα – είναι ότι η απόφασή μου να ιδρυθεί στην Τρίπολη το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου ήταν μία απόφαση όχι χαριστική προς τον λαό της Τρίπολης και της Πελοποννήσου! Ήταν μία πράξη που νομίζω όφειλε ένας Υπουργός Εθνικής Παιδείας να κάνει γι” αυτή την περιοχή.

Οι αντιδράσεις ήταν πολλές. Μερικές τις ξέρετε και τις άλλες καλύτερα που δεν τις ξέρετε. Αλλά τις αντιμετώπισα, εγώ, προσωπικά.

Σήμερα, όμως, όλοι χαιρόμαστε και καμαρώνουμε για το γεγονός ότι το όραμα του Πανεπιστημίου έχει γίνει πραγματικότητα και αυτή η πόλη, το Σεπτέμβριο, θα υποδεχθεί τους πρώτους φοιτητές, σε τμήματα μάλιστα που είναι στην πρωτοπορία της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Φυσικά και υπάρχουν προβλήματα. Θα τα αντιμετωπίσουμε όμως. Κράτος, πολιτεία, Δήμος, τοπικές κοινωνίες, θα δώσουν λύση σε αυτά τα προβλήματα κι εγώ είμαι βέβαιος ότι το Πανεπιστήμιο αυτό θα έχει ένα μέλλον λαμπρό.

Μίλησα για την πολιτική. Και πιστεύω ότι η δουλειά της πολιτικής και η δουλειά του πολιτικού δεν είναι να τρέχει πίσω από τα γεγονότα. Ο πολιτικός δεν είναι σχολιαστής των γεγονότων. Δεν βγαίνει στα παράθυρα για να σχολιάσει τι γίνεται ή τι δεν γίνεται. Έργο της πολιτικής, ευθύνη της πολιτικής είναι να προβλέπει τις εξελίξεις. Να προτείνει λύσεις, πριν ανακύψουν προβλήματα. Να προτείνει ένα σχέδιο δράσης, για να αδράξουμε τις ευκαιρίες που θα έρθουν, πριν να είναι αργά.

Σήμερα, οφείλω να πω ότι το κλίμα αυτό δεν επικρατεί. Λειτουργούμε με αργά αντανακλαστικά. Μιλάμε πολύ για το παρελθόν, μιλάμε κάπως α-πολιτικά για το παρόν και κλείνουμε τα μάτια στα δύσκολα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε σε λίγο.

Θα ήθελα σήμερα το βράδυ, να κινηθώ προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να μιλήσουμε για πράγματα που δεν μιλάμε, για προβλήματα που δεν αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν που πρέπει όμως, σήμερα, να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και ότι πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε.

Αν θέλουμε να δούμε το μέλλον και τις εξελίξεις, εγώ θα έλεγα ότι υπάρχουν δύο βασικά θέματα που, νομίζω, ότι θα έπρεπε να απασχολούν τον ελληνικό λαό, αλλά δεν τον απασχολούν – όχι με δική του ευθύνη – όσο πρέπει.

Το ένα αφορά στα εθνικά μας θέματα, αλλά γι” αυτό το θέμα δεν θα μιλήσω σήμερα. Δεν υπάρχει ενημέρωση για το τι ακριβώς γίνεται στον περίγυρό μας, ποιες μπορεί να είναι οι εξελίξεις και πώς πρέπει εμείς, ψυχικά και αλλιώς, να προετοιμαζόμαστε για τις προκλήσεις και τα προβλήματα που σίγουρα θα ανακύψουν.

Ο Πρωθυπουργός, προ εβδομάδων, είπε ότι αυτή η χρονιά θα είναι η χρονιά της εξωτερικής πολιτικής. Και συμφωνώ. Αλλά πρέπει να πληροφορηθεί ο κόσμος ποια είναι τα προβλήματα, ποια είναι η προετοιμασία μας και τι πρέπει να κάνουμε και ποιες είναι οι εναλλακτικές μπροστά μας.

Δεν θα μιλήσω όμως γι” αυτό. Θα μιλήσω για το άλλο θέμα, για το θέμα της ανάπτυξης. Για τα προβλήματα που έχουμε μπροστά μας.

Υπάρχει, αγαπητοί φίλοι και φίλες, ένα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα που σήμερα δεν είναι ορατό. Αν όμως δεν κάνουμε κάτι τώρα, το πρόβλημα αυτό θα είναι ορατό και αισθητό και επώδυνο μετά το 2006. Και αυτό το πρόβλημα ακούει στο όνομα «αναπτυξιακό έλλειμμα» και πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.

Ο κόσμος έχει γεμίσει με στοιχεία. Δείκτες από δω, δείκτες από κει. Αλλά αυτά είναι στην επιφάνεια της οικονομικής ζωής του τόπου. Πιο βαθιά υπάρχει η παραγωγή. Υπάρχουν οι άνθρωποι, υπάρχει η ανάπτυξη και δεν έχουμε γι” αυτό μιλήσει αρκετά.

Αρχίζω από τούτη εδώ την απλή παρατήρηση: Ανάπτυξη δεν είναι μια σειρά από έργα υποδομών. Είναι πολύ σημαντικό να χτίζουμε σχολεία, να χτίζουμε γυμναστήρια, να φτιάχνουμε δρόμους και γέφυρες ή μια υποδομή που είναι αναγκαία. Αλλά κάνοντας μόνον αυτά, δεν φέρνουμε την ανάπτυξη. Αντίθετα, μπορώ να πω ότι, κάνοντας μόνον αυτά τα έργα, μπορούμε να οξύνουμε ένα πρόβλημα που υπάρχει.

Ποιο είναι το πρόβλημα; Όταν δίνουμε μία προτεραιότητα σε έργα υποδομής και χρηματοδοτούμε μόνον έργα υποδομής, απασχολούμε κόσμο, επομένως δημιουργούνται εισοδήματα.

Τα εισοδήματα αυτά δημιουργούν μία ζήτηση. Ζήτηση για τι; Ζήτηση για αγροτικά προϊόντα, ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα, για ψυγεία, για αυτοκίνητα, για όλα τα είδη που θέλει να αγοράσει ένας καταναλωτής. Όταν, ταυτόχρονα, δεν έχουμε αναπτύξει την παραγωγή μας σε ανταγωνιστικά αγροτικά προϊόντα, σε βιομηχανικά προϊόντα ένδυσης που έχουμε ανάγκη, όταν δεν παράγουμε ψυγεία, όταν δεν έχουμε καμία σχέση με την παραγωγή αυτοκινήτων, η ζήτηση αυτή πάει στο εξωτερικό.

Αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα: Εδώ και μερικά χρόνια, όχι πολλά χρόνια, περίπου το 75% της κατανάλωσής μας ήταν εγχώρια παραγωγή. Το άλλο μισό το φέρναμε από το εξωτερικό και το χρηματοδοτούσαμε με δανεισμό ή με δικές μας εξαγωγές. Αυτή η κατάσταση έχει αλλάξει τώρα και έχουμε φτάσει στο 50%. Δηλαδή, τα μισά προϊόντα που καταναλώνουμε εδώ δεν παράγονται στην ελληνική αγορά, αλλά παράγονται στο εξωτερικό. Αυτό το έλλειμμα, ανάμεσα στη ζήτηση που έρχεται – επειδή αυξάνονται τα εισοδήματά μας από άλλες δραστηριότητες – και στην προσφορά αγαθών πρέπει να πληρωθεί από κάπου.

Πώς το πληρώνουμε αυτό μέχρι στιγμής; Μέχρι στιγμής, το πληρώνουμε από χρηματοδοτικές μεταβιβάσεις από τις Βρυξέλλες, πόροι δηλαδή του Γ” Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Βασικά, καλύπτουμε την κατανάλωσή μας, με δεκανίκι από έξω. Η παραγωγή μας υποχωρεί, η κατανάλωσή μας αυξάνεται. Το χάσμα αυξάνεται. Αυτό λέγεται παραγωγικό, αναπτυξιακό έλλειμμα.

Τώρα, δεν φαίνεται αυτό, γιατί έχουμε τους χρηματοδοτικούς πόρους να καλύψουμε τη διαφορά. Τι θα γίνει όμως μετά το 2006, όταν ουσιαστικά θα μηδενιστούν οι πόροι από την ΚΑΠ και όταν δεν θα έχουμε πια το Γ” ΚΠΣ και όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μεταβιβάζει αυτούς τους πόρους στις υπό διεύρυνση χώρες, στην Πολωνία και σε άλλες χώρες. Θα έχουμε μηδέν εισροές από εκεί.

Πώς θα καλυφθεί αυτή η διαφορά; Δεν είναι θέμα που σήμερα πρέπει να το συζητήσουμε; Ή πρέπει να κλείσουμε τα μάτια και να ξυπνήσουμε μια μέρα, το 2006, χωρίς πόρους; Τότε, αν δεν κάνουμε κάτι τώρα, το δίλημμα το 2006 θα είναι μονόδρομος. Θα πρέπει να συμπιέσουμε το βιοτικό μας επίπεδο για να εξισορροπήσουμε την κατανάλωσή μας στο πενιχρό επίπεδο της εγχώριας παραγωγής. Αυτό φυσικά θα σημαίνει μία άγρια λιτότητα, μία γενικευμένη φτώχεια που δεν την αξίζουμε, αλλά που, για να την αποφύγουμε, θα πρέπει τώρα να προετοιμαστούμε.

Και πώς θα προετοιμαστούμε; Πώς θα αποφύγουμε αυτό το ενδεχόμενο; Θα το αποφύγουμε με μία διεύρυνση της παραγωγής. Θα πρέπει να παράγουμε πολύ περισσότερα τώρα είτε για να καλύψουμε τη ζήτηση που υπάρχει ή για να εξάγουμε προϊόντα προς τα έξω τα οποία θα μας φέρουν το συνάλλαγμα για να καλύψουμε τις εισαγωγές. Διεύρυνση της παραγωγής, με όρους ανταγωνιστικούς στον αγροτικό τομέα, στον τομέα της μεταποίησης, στον τομέα του τουρισμού, παντού.

Πώς γίνεται αυτό; Το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει για να αντιστρέψουμε αυτό το 50% στο οποίο αναφέρθηκα πριν είναι να γίνουν επενδύσεις. Πρέπει, πρώτα απ΄ όλα, να προωθήσουμε επενδύσεις όχι μόνο σε υποδομές, αλλά επενδύσεις παντού, στην γεωργία, στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στη μεταποίηση, στον τουρισμό, στη βελτίωση του περιβάλλοντος, για να δημιουργηθούν οι συνθήκες για νέες επιχειρήσεις και να αυξήσουμε την παραγωγή μας.

Από πού θα γίνουν επενδύσεις; Έχει υπολογιστεί και όλοι συμφωνούν ότι, για να έχουμε μία ανάπτυξη που θα απορροφήσει τους νέους που θα ζητήσουν δουλειά εργασίας και θα διευρύνουμε την παραγωγή μας, χρειάζεται να διαθέσουμε περίπου το 23% του εισοδήματός μας σε επενδύσεις.

Αυτό το καταφέραμε στο παρελθόν. Ιστορικά, η Ελλάδα έκανε επενδύσεις της τάξης του 21% του εθνικού της εισοδήματος. Και εξακολουθούμε και τώρα να έχουμε ένα ανάλογο επίπεδο, αλλά από πού το χρηματοδοτούμε; Πρέπει να χρηματοδοτούμε βέβαια αυτές τις επενδύσεις κυρίως από τις δικές μας αποταμιεύσεις. Αυτά που δεν καταναλώνουμε είναι αποταμιεύσεις που πηγαίνουν στις Τράπεζες ή στο Χρηματιστήριο και επενδύονται. Τι έχει γίνει με αυτό;

Οι αποταμιεύσεις στην Ελλάδα ιστορικά ήταν περίπου της τάξης του 18-19% του εισοδήματός μας. Η διαφορά 18-19% και 21% ήταν εξωτερικός δανεισμός. Μικρή διαφορά. Αυτό το 19% αποταμιεύσεων το εισοδήματός μας στο παρελθόν, ξέρετε πόσο έχει γίνει τώρα; Έχει πέσει κάτω από 10%. Τι έχει συμβεί δηλαδή αυτά τα χρόνια; Έχουμε συγκρατήσει το επίπεδο κατανάλωσης, με τη συμπίεση των εισοδημάτων μας, αλλά αυτό το κάναμε με προσαρμογή των αποταμιεύσεών μας. Έγινε δηλαδή διατήρηση της κατανάλωσης, εις βάρος της αποταμίευσης.

Λοιπόν κοιτάχτε ποιο είναι το πρόβλημα για το οποίο δεν συζητάμε, το οποίο πρέπει να ξεσκεπάσουμε και πρέπει να συζητήσουμε σήμερα. Το πρόβλημα είναι ότι δεν παράγουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας, την κατανάλωσή μας, εισάγουμε τα προϊόντα από το εξωτερικό, τα καλύπτουμε προσωρινά με εισροές από τις Βρυξέλλες – αλλά δεν θα διαρκέσει αυτό επ” άπειρον – και καταναλώνουμε εις βάρος της αποταμίευσης. Αποταμιεύουμε ολοένα και λιγότερο.

Μετά το 2006, που δεν θα υπάρχουν οι πόροι από τις Βρυξέλλες για να καλύψουν τη χρηματοδότηση των επενδύσεων που γίνεται τώρα, και θα πρέπει να είναι 100% από εσωτερικές αποταμιεύσεις, τι θα κάνουμε; Ή θα προσαρμόσουμε τις επενδύσεις μας προς τα κάτω και θα έχουμε υπανάπτυξη ή κάτι άλλο πρέπει να γίνει για να ανέβουν οι αποταμιεύσεις. Για να ανέβουν όμως οι αποταμιεύσεις, πρέπει να ανέβουν τα εισοδήματα. Για να ανέβουν τα εισοδήματα, πρέπει να έχουμε ανάπτυξη.

Αυτά τα προβλήματα θα ήθελα πάρα πολύ να τα έβλεπα να συζητιώνται στη Βουλή. Αυτά τα προβλήματα θα ήθελα πάρα πολύ να τα έβλεπα να συζητιώνται στις τηλεοράσεις. Με αυτό το πρόβλημα πρέπει να ασχοληθεί ο έλληνας πολίτης, με το πώς δηλαδή θα επιλυθεί, ούτως ώστε να μην έχουμε κρίση το 2006. Και ξέρετε, για να γίνει αυτή η αύξηση της παραγωγής, οι επενδύσεις, οι νέες επιχειρήσεις, χρειάζεται χρόνος. Έχουμε 4 χρόνια μπροστά μας κι αυτά τα 4 χρόνια δεν αρκούν.

Και θα ήθελα να προσθέσω και κάτι άλλο. Το 2006 θα γίνει αισθητή η επιβάρυνση των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν έχουμε ακόμα υπολογίσει πόσο θα μας κοστίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Και μη μου πείτε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα ωφελήσουν την Αθήνα. Εγώ νομίζω ότι οι Αθηναίοι θα είναι οι πρώτοι που θα ταλαιπωρηθούν από τη διενέργεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένα εθνικό έργο και πρέπει να πετύχουμε και πρέπει όλοι να βάλουμε τα δυνατά μας. Θα πρέπει όμως να προσέξουμε να μην γίνονται σπατάλες και να μη μας μείνει ένα μεγάλο υπόλοιπο χρεωστικό μετά το 2004 που μπορεί να πάρει γενιές για να αποπληρωθεί.

Αυτή είναι η οικονομική πραγματικότητα. Θα μου πείτε τώρα, είσαι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος με αυτά που λες; Σας λέω ειλικρινά: Εγώ είμαι αισιόδοξος. Αυτό το πρόβλημα μπορούμε, ως έλληνες, να το αντιμετωπίσουμε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αρκεί όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει πρόβλημα. Και αρκεί όλοι μαζί να αποφασίσουμε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε γι” αυτό τώρα, όχι μετά από χρόνια, όταν θα έρθει η κρίση.

Τι είναι όμως ανάπτυξη; Ανάπτυξη δεν είναι λογιστική, δεν είναι μία σειρά έργων που αποφασίζουμε, δεν είναι καν νόμοι. Βοηθούν όλα αυτά. Και η λογιστική και η σειρά των έργων και οι νόμοι περί κινήτρων.

Η ανάπτυξη όμως είναι μία βαθύτατα πολιτική διεργασία. Ανάπτυξη σημαίνει αλλαγή των κοινωνικών και των οικονομικών δομών. Όταν τα πράγματα δεν κινούνται, κάποιοι είναι βολεμένοι και ικανοποιημένοι. Όταν τα πράγματα αλλάζουν, αλλάζουν οι οικονομικές ισορροπίες και αλλάζουν, κατά συνέπεια, και οι κοινωνικές ισορροπίες και, σε τελευταία ανάλυση, αλλάζουν και οι πολιτικές ισορροπίες. Αλλαγές στη δομή της παραγωγής θα εμφανιστούν ως αλλαγές των κοινωνικών δομών και πώς αυτές οι αλλαγές θα αλλάξουν το συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων.

Γι” αυτό λοιπόν, όταν μιλάμε για ανάπτυξη, μιλάμε για μια βαθιά ρήξη μέσα στην οικονομία και στην κοινωνία και υπάρχουν – αυτή είναι η εμπειρία μου – 3 κατηγορίες πολιτών:

Η μία κατηγορία – ολιγάριθμη – καλά οργανωμένη όμως που ελέγχει και τα κανάλια πληροφόρησης είναι η ομάδα που δεν θέλει ουσιαστική ανάπτυξη και αλλαγή. Οι επιτήδειοι, οι αεριτζήδες, οι διαπλεκόμενοι και όλη αυτή η παρέα είναι αρκετά καλά βολεμένοι με τη διαχείριση των πραγμάτων, όπως έχουν σήμερα. Αλλαγή της δομής σημαίνει ότι θα χάσουν μία προνομιακή θέση που έχουν στην οικονομία και στην κοινωνία και στην πολιτική. Είναι, λοιπόν, εκ των πραγμάτων αντίθετοι σε ένα πρόγραμμα αλλαγής.

Δεν το λένε έτσι φανερά. Το λένε αλλιώς. Ή μάλλον, δεν το λένε καθόλου. Η πρώτιστη προσπάθεια είναι να μην ασχοληθείτε εσείς με αυτό το θέμα. Καίει αυτό το θέμα. Γι” αυτό, σας βάζουν άλλα θέματα να ασχοληθείτε. Γιατί, αν εντοπίσετε το πρόβλημα, ότι εδώ δηλαδή πρέπει να αλλάξουν οι οικονομικές και κοινωνικές δομές, είναι σαν να τους λέτε ότι έχει έρθει το τέλος της δικής τους προνομιακής σχέσης με την εξουσία. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία και δεν χρειάζεται να σας πω ότι, σε αυτή την κατηγορία, αρκετοί πολιτικοί είναι διασυνδεδεμένοι.

Υπάρχει και η δεύτερη κατηγορία. Υπάρχει η μεγάλη κατηγορία των πολιτών η οποία φοβάται το καινούριο. Δυστυχώς, μέσα στην παιδεία μας, έχει περάσει ο φόβος για το καινούριο. Έχουμε μία απέχθεια απέναντι σε αυτό που δεν είναι βέβαιο για το μέλλον. Είναι γλυκιά η ζωή έτσι όπως είναι. Το καινούριο που αναστατώνει, που έχει μία αβεβαιότητα, γιατί τα πράγματα αλλάζουν, μας φοβίζει. Και το είδα αυτό, στην Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση.

Ο κόσμος αυτός όμως είναι ανιδιοτελής. Και είναι ευθύνη της πολιτικής να πει, σε αυτόν τον κόσμο που φοβάται, να μη φοβάται. Αν έχει να φοβηθεί κάτι, είναι την απραξία που βλέπει σήμερα. Οφείλουμε να πούμε σε αυτόν τον κόσμο ότι υπάρχει πολιτική πρόταση που πρέπει να στηρίξει, γιατί, αν στηριχθεί σε αυτή την πολιτική πρόταση, θα μπορεί και ο ίδιος, με νέους ρόλους να αντιμετωπίσει τη νέα ζωή.

Και υπάρχει και η τρίτη κατηγορία, που είναι πιστεύω η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που θέλει να αλλάξουν τα πράγματα και η οποία λέει ότι αυτή η κατάσταση δεν μας ταιριάζει. Η κατηγορία που λέει: «Δεν ανέχομαι το αναπτυξιακό έλλειμμα και το να μην είμαστε άξιοι να κάνουμε κάτι ανταγωνιστικά». Η κατηγορία αυτή λέει ότι έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι με την δική μας δημιουργική δύναμη. Και αυτή είναι η πλειοψηφία του κόσμου.

Και θέλει να αλλάξει, γιατί βλέπει ότι μέσα σε αυτή την αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών δομών, θα υπάρχει ένα καλύτερο μέλλον γι” αυτόν και για τα παιδιά του. Η μεγάλη όμως αυτή πλειοψηφία είναι άφωνη, γιατί δεν είναι οργανωμένη και δεν ακούγεται. Την ακούω, όταν βγαίνω στους δρόμους, όταν πηγαίνω στα μαγαζιά και μιλάω με τον κόσμο, αλλά δεν έχει αποκρυσταλλωθεί σε μία δύναμη μαζικού κινήματος, είτε μέσα στο χώρο της εργασίας είτε μέσα στα πολιτικά κόμματα.

Τι σας λέω; Με λίγα λόγια σας λέω ότι πρώτον πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε πρόβλημα. Δεύτερον, ότι ο χρόνος είναι λίγος. Τέσσερα χρόνια έχουμε το πολύ. Ότι πρέπει να αποφασίσουμε να αλλάξουμε. Και σας λέω ότι για να αλλάξουμε πρέπει να αναπτύξουμε εμείς οι ίδιοι μια αναπτυξιακή κουλτούρα. Θα πρέπει να χτυπήσουμε την κουλτούρα της ήσσονος προσπάθειας, την κουλτούρα του φόβου για το καινούριο και να μη φοβηθούμε να χτυπήσουμε τα κάστρα της αντίδρασης που μας θέλουν πάντα υποχείρια μιας διαχειριστικής εξουσίας που δεν οδηγεί πουθενά.

Αυτός δεν είναι ο ρόλος του απλού πολίτη. Είναι ευθύνη των κομμάτων. Το ΠΑΣΟΚ ιστορικά ήταν κόμμα αλλαγής. Τόλμησε στην πορεία του να κάνει τομές. Εγώ πιστεύω ότι σήμερα, το ΠΑΣΟΚ καλείται, για μια ακόμα φορά, να κάνει τις αναγκαίες προσαρμογές στον ίδιο τον εαυτό του, στην ίδια την οργάνωσή του, στην ίδια του τη φυσιογνωμία, για να ανταποκριθεί στις αναπτυξιακές προκλήσεις των καιρών. Κι αν θελήσει, μπορεί να το κάνει, μπορεί να δώσει προοπτική στον τόπο. Αρκεί όμως να δεχθούμε το πρόβλημα και να αρχίσουμε να μιλάμε. Αρκετά είπαμε για την ονομαστική σύγκλιση. Ας μιλήσουμε και για την πραγματική σύγκλιση κι ας κάνουμε κάτι γι” αυτό.

Τώρα, είπα πως η ανάπτυξη είναι μία βαθύτατα πολιτική διαδικασία. Πρέπει όμως να έχει και στόχους. Τι είναι η ανάπτυξη, τι θα πει ανάπτυξη, από πού αρχίζουμε, ποιο είναι το αναπτυξιακό μας σχέδιο.

Τα πράγματα έχουνε ξεκαθαρίσει. Παλαιότερα, υπήρχαν άλλα μοντέλα ανάπτυξης. Η ανάπτυξη εδώ και 30, 40 ή και 60 χρόνια πριν, βασιζόταν στη βαριά βιομηχανία, στην εξειδικευμένη εργασία, στην παραγωγή μεγάλης κλίμακας.

Όλα αυτά έχουν αλλάξει. Στη μεταβιομηχανική εποχή, έχουμε τώρα δυνατότητες ανάπτυξης που είναι πολύ πιο κοντά στο χαρακτήρα του έλληνα, που είναι πολύ πιο κοντά στα γεωγραφικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, που είναι πολύ πιο κοντά στο κλίμα της Ελλάδας. Είναι δηλαδή μια ευκαιρία για μας, πηδώντας από τη βιομηχανική εποχή στη νέα εποχή, να αναπτύξουμε και τα πολιτιστικά και εθνικά χαρακτηριστικά του έλληνα. Γιατί η παραγωγή μας σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει απομαζικοποιηθεί. Δεν είναι οι μεγάλες, οι τεράστιες βιομηχανίες παραγωγής που είναι η πρωτοπορία.

Πού είναι το σπέρμα της ανάπτυξης στη νέα εποχή; Δεν είναι στην εξειδικευμένη μηχανή, δεν είναι στον πειθαρχημένο απλό εργάτη που είναι ένα εργαλείο της ίδιας της μηχανής και επαναλαμβάνει μηχανικά τις κινήσεις της μηχανής, όπως βλέπαμε στα παλιά έργα του Τσάρλυ Τσάπλιν, όπου η μηχανή έκανε τα πάντα και ο άνθρωπος εκινείτο με τους ρυθμούς της. Έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι. Η μηχανή έχει ξαναγίνει εργαλείο του μυαλού. Ανάπτυξη, από δω και πέρα σημαίνει επένδυση στο μυαλό του ατόμου. Και το άτομο αυτό, με ένα μικρό υπολογιστή, με δική του φαντασία και εκπαίδευση, μπορεί να κάνει θαύματα, μέσα από τον υπολογιστή. Άρα, εκεί που πρέπει να κάνουμε τώρα την επένδυση δεν είναι στα εργοστάσια παλιού τύπου, αλλά στον άνθρωπο.

Τι χαρακτηριστικό έχει αυτή η ανάπτυξη; Η ανάπτυξη έχει το εξής χαρακτηριστικό: Επειδή η τεχνολογία αλλάζει ταχύτατα, ο άνθρωπος πρέπει πρώτον να έχει γενική παιδεία. Δεν μπορεί να έχεις εξειδικευμένο παιδί στα 18 χρόνια, το οποίο ξέρει στοιχεία μίας μόνον επιστήμης, είναι π.χ. καλό στα Μαθηματικά, αλλά δεν ξέρει Ελληνικά, ή ξέρει να γράφει, αλλά δεν ξέρει να προσθέτει ή δεν ξέρει αφαίρεση και διαίρεση. Πρέπει να έχει μία γενική παιδεία, μια καλή γενική υποδομή.
Δεύτερον, θα πρέπει να έχει την παιδευτική υποδομή για να μπορεί να κινείται εύκολα από ένα γνωστικό αντικείμενο σε άλλο. Παλιά, όταν τελειώναμε το Πανεπιστήμιο και παίρναμε το δίπλωμά μας, ξέραμε ότι ο μηχανικός θα είναι μηχανικός εφ” όρου ζωής κι αυτά που έμαθε στο Πολυτεχνείο ήταν υπεραρκετά για μια ζωή. Το ίδιο και ο Δικηγόρος και περίπου το ίδιο και ο γιατρός.

Στη σημερινή εποχή, επαγγέλματα που σήμερα ανθούν δεν θα υπάρχουν σε λίγα χρόνια και επαγγέλματα που δεν υπάρχουν σήμερα θα είναι κυρίαρχα στην ανάπτυξη μιας χώρας σε λίγα χρόνια από τώρα. Έχει υπολογιστεί ότι το παιδί που τελειώνει τώρα το Πανεπιστήμιο, στη νέα εποχή, θα αλλάξει 6 με 7 φορές επάγγελμα μέχρις ότου κλείσει την επαγγελματική του καρριέρα. Για να μετακινηθεί όμως από ένα γνωστικό αντικείμενο σε άλλο, πρέπει να έχει μία ευελιξία. Πρέπει δηλαδή στα 35 του, στα 40 του χρόνια, να μπορεί να φύγει από Μεταλλειολόγος και να μπορεί να γίνει π.χ. Ηλεκτρονικός στους Η/Υ. Χρειάζεται αυτό βέβαια, μία μετεκπαίδευση. Να ξαναπάει πάλι στο σχολείο. Χρειάζεται να έχει τη γενική παιδεία για να μπορεί να μετακινηθεί.

Άρα, αν είναι να ποντάρουμε στις νέες μορφές ανάπτυξης, θα πρέπει να φτιάξουμε ένα διαφορετικό πολίτη. Όχι αυτόν που γνωρίσαμε εμείς. Τον νέο πολίτη, του 21ου αιώνα. Και η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, έγινε ακριβώς με αυτή την προοπτική. Όχι για να ικανοποιήσουμε τους γονιούς που μεταφέρουν αγωνίες από τη δική τους παιδική ηλικία, όχι για να ικανοποιήσουμε τους δασκάλους και τους εκπαιδευτικούς στα δικά τους τα προβλήματα, αλλά για να δώσουμε τα εφόδια στα παιδιά μας να μπορέσουν να υλοποιήσουν αυτή την ανάπτυξη στην νέα εποχή.

Στη νέα εποχή το παιδί που τελειώνει σχολείο εδώ στην Τρίπολη θα έχει να ανταγωνιστεί όχι μόνο το παιδί από την Καλαμάτα ή απ” τη Ζάκυνθο, αλλά το παιδί που θα βγάλει ένα αντίστοιχο σχολείο στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Αν δεν το ετοιμάσεις το παιδί σήμερα γι” αυτή τη ζωή, δεν μπορείς να μιλάς για ανάπτυξη, δεν μπορείς να του δώσεις προοπτική.

Δεν είναι η στιγμή να σας πω ποια ήταν τα στοιχεία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, που πολλά, φυσικά θα έπρεπε στην πορεία να αλλάξουν, με βάση την εμπειρία. Τα βασικά όμως στοιχεία ήταν αυτά για τα οποία σας μίλησα ήδη. Το πρώτο στοιχείο είναι η γενική παιδεία. Δεν μπορούμε να έχουμε έλληνες πολίτες με προοπτική, ακόμα και με εθνική συνείδηση, εάν δεν έχουν γενική παιδεία. Δεν μπορεί να βγάζεις αποφοίτους Λυκείου και μετά Πανεπιστημίου που δεν μπορούν να πολλαπλασιάσουν δύο δεκαδικούς αριθμούς, διότι είναι καλοί φιλόλογοι! Και δεν μπορείς να βγάζεις μηχανικούς που δεν ξέρουν να γράφουν ελληνικά! Χρειάζεται λοιπόν η γενική παιδεία, ακόμη και για άλλους λόγους: Γιατί ανοίγει και το μυαλό, και φέρνει τον νέο κοντά στις εθνικές του ρίζες. Αυτή ήταν η μεγάλη αλλαγή στο Λύκειο για την οποία δεν θα μιλήσω περισσότερο.

Η δεύτερη αλλαγή ήταν ότι είναι δικαίωμα του έλληνα πολίτη να έχει πρόσβαση στη Δημόσια Παιδεία, υψηλής ποιότητας σε όλες τις βαθμίδες. Δεν μπορεί να αρνείσαι είσοδο στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση σε ένα παιδί που έκανε το καθήκον του. Τελείωσε το Λύκειο και θέλει να σπουδάσει. Δεν μπορείς να πεις στην οικογένεια δεν με ενδιαφέρει, δεν έχω θέσεις στα Πανεπιστήμια, στείλε το παιδί σου στη Ρουμανία, στο Βελιγράδι ή κάπου αλλού. Είναι ευθύνη της πολιτείας, εάν το παιδί θέλει να σπουδάσει, να υπάρχει μία θέση γι” αυτό. Ανοιχτή λοιπόν η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Πριν από την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση, έμπαιναν 45.000 παιδιά κάθε χρόνο στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ, ενώ ζητούσαν από τους αποφοίτους του Λυκείου, περίπου 85.000 την είσοδό τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Και φυσικά με αυτούς που ήταν παρελθόντων ετών, ο αριθμός έφτανε τους 150.000 φοιτητές. Τα παιδιά που δεν έμπαιναν ξαναέδιναν εξετάσεις ή έφευγαν στο εξωτερικό. Το σύστημα άλλαξε και από τους 45.000, τώρα 85.000 παιδιά που τελειώνουν το Λύκειο ή τα ΤΕΕ, αν θέλουν μπορούν να μπουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ανοιχτή λοιπόν η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

Τρίτο στοιχείο ήταν η δια βίου εκπαίδευση. Όπως σας είπα, παλιά εμείς πιστεύαμε ότι, τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο ή το Πολυτεχνείο, αποχαιρετούσαμε και τη μάθηση, παίρναμε το δίπλωμά μας, γινόμασταν επιστήμονες και επαγγελματίες στη ζωή. Θα χρειαστεί να πηγαίνουν και να ξαναπηγαίνουν τα παιδιά στα Πανεπιστήμια, για να είναι επίκαιρα. Θα χρειάζεται κάθε τόσο να επικαιροποιούν τις γνώσεις τους και, συχνά, να αλλάζουν και καρριέρα και επάγγελμα. Έτσι, λοιπόν, θα πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι στο Πανεπιστήμιο δεν φοιτούν μόνο τα παιδιά που είναι 18-22 ετών, αλλά φοιτούν και οι σαραντάρηδες και οι πενηντάρηδες και πολλοί άλλοι που έχουν πάει εκεί είτε για πρώτη φορά, για να πάρουν ένα δίπλωμα, είτε για να αλλάξουν επαγγελματική καρριέρα. Αυτό γίνεται στον τόπο μας με τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής και με το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, όπου ένας ενήλικας, που έχει τη δουλειά του, έχει κάνει την καρριέρα του και θέλει να πάει στο Πανεπιστήμιο ή θέλει να ειδικευθεί σε κάτι παραπέρα από ό,τι ξέρει, έχει ανοιχτές τις πόρτες των Πανεπιστημίων για να το κάνει αυτό.

Γενική Παιδεία, Ανοιχτή πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Δια Βίου Εκπαίδευση, είναι τα απαραίτητα στοιχεία τα οποία πρέπει να έχει ένα σύστημα παιδείας, για να μπορούμε να κάνουμε την ανάπτυξη για την οποία σας μίλησα.

Έχουμε κάνει άλματα πρέπει να σας πω προς αυτή την κατεύθυνση. Δόθηκε μία σκληρή μάχη, όπως ξέρετε για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν ξέρω αν τσακωθήκαμε ή όχι στο παρελθόν, όπως είπε ο Πρόεδρος, αλλά αυτό δεν πειράζει. Το κόστος το πήρα εγώ, δεν το πήρατε εσείς. Άξιζε όμως τον κόπο. Το έκανα αυτό για τα παιδιά, γιατί σε τελευταία ανάλυση, η ευθύνη ενός πολιτικού είναι να κοιτάξει το μέλλον της πατρίδας του και το μέλλον της πατρίδας του είναι τα παιδιά.

Δεν είμαι ευχαριστημένος με τις τελευταίες εξελίξεις. Έχουν γίνει εκπτώσεις και υποχωρήσεις σε πιέσεις ανθρώπων που δεν έχουν καμία δουλειά με την παιδεία. Δεν μπορεί να υποχωρούμε ούτε σε οικονομικά συμφέροντα, ούτε σε συντεχνίες που είναι ξένες με την έννοια της προόδου και της ανάπτυξης. Θα πρέπει, αν θέλουμε να έχουμε ανάπτυξη στον τόπο, να ενισχύσουμε τα στοιχεία που σας ανέφερα στο χώρο της παιδείας για μία υψηλής ποιότητας παιδεία για τα παιδιά μας.

Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που μπαίνει και το θέμα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Η διεύρυνση που έγινε – από 42.500 φοιτητές το 1994-5 στους 85.000 – έγινε με τη δημιουργία 75 νέων τμημάτων και την προοπτική άλλων 30 τμημάτων και την ίδρυση ενός νέου Πανεπιστημίου, του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου στην Τρίπολη.

Υπάρχει φυσικά μία Αθηνοκεντρική και Θεσσαλονικοκεντρική άποψη ότι τα Πανεπιστήμια ανήκουν στην Πρωτεύουσα και στη συμπρωτεύουσα. Αυτό είναι λάθος. Στη σημερινή εποχή της ηλεκτρονικής βιβλιοθήκης, οι αποστάσεις έχουν μηδενιστεί. Είναι καλύτερο να έχουμε αποκεντρωμένα, αλλά υψηλής ποιότητας Πανεπιστήμια στην περιφέρεια της Ελλάδας. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι απλώς ένας χώρος, όπου πάνε οι φοιτητές και παρακολουθούν μαθήματα ή οι καθηγητές για να διδάξουν και τέλειωσε η ιστορία. Το Πανεπιστήμιο είναι μία σοβαρή παρέμβαση στον κοινωνικό ιστό της τοπικής κοινωνίας.

Αν ήθελα πολύ το Πανεπιστήμιο στην Τρίπολη, ήταν ακριβώς γι” αυτό: Όχι για να νοικιαστούν κάποια δωμάτια ή για να δουλέψουν κάποια εστιατόρια, αλλά για να δημιουργηθεί η αναπτυξιακή υποδομή που θα δώσει μία νέα ώθηση στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της Πελοποννήσου. Έτσι, λοιπόν, το Πανεπιστήμιο αγκαλιάζει την κοινωνία και η κοινωνία πρέπει να αγκαλιάσει το Πανεπιστήμιο. Γιατί είναι μέσα από αυτή τη διαλεκτική σχέση που θα βγουν τα παραπέρα. Από εκεί θα βγει μία σειρά από εταιρείες έρευνας στην Πληροφορική, στους υπολογιστές, στις τηλεπικοινωνίες, στην Αρχαιολογία και αλλού, που θα είναι γύρω από τα Πανεπιστήμια. Είναι γύρω από τη ζωή του Πανεπιστημίου που θα δημιουργηθεί μια άλλη πολιτιστική ζωή και είναι αυτή η πολιτιστική ζωή, και αυτή η αναβαθμισμένη πια αναπτυξιακά κοινωνία της Τρίπολης και της Πελοποννήσου που θα δώσει μία ώθηση και ποιοτική αναβάθμιση στο ίδιο το Πανεπιστήμιο.

Με άλλα λόγια, εγώ, τότε τουλάχιστον, δεν έβλεπα μία αυτοδύναμη ανάπτυξη της Πελοποννήσου, δεν βλέπω και σήμερα αυτοδύναμη ανάπτυξη της Πελοποννήσου, χωρίς ένα Πανεπιστήμιο το οποίο μπαίνει γερά μέσα στον κοινωνικό ιστό της περιοχής. Και αυτός είναι ο ρόλος του.

Βέβαια, αυτό πρέπει να το δούμε σε μία προοπτική του χρόνου. Δεν θα το δούμε αμέσως.

Φέτος, έρχονται 120 φοιτητές, οι καθηγητές έρχονται και αυτοί. Αλλά πρέπει να τρέξουμε γρήγορα. Υπάρχει χρηματοδότηση για την υποδομή και πληροφορούμαι ότι υπάρχει ένα κονδύλι 4.500.000.000 δρχ για την υποδομή και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου τα επόμενα χρόνια. Θα πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα, να απορροφηθούν αυτοί οι πόροι, για να στηθεί η υποδομή. Γιατί, αν δεν υπάρχει υποδομή, δεν μπορούμε να αναπτύξουμε τα τμήματα.

Αρχίζουμε, όπως είπα, με δύο τμήματα. Ο Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής, ο κος Δημόπουλος, με τον οποίο έχω μια τακτική συνεργασία, με πληροφορεί ότι του χρόνου, δηλαδή κατά το ακαδημαϊκό έτος 2003-2004, θα λειτουργήσει και ένα άλλο τμήμα. Άρα, θα έχουμε 3 τμήματα. Αυτά συγκροτούν ήδη μία σχολή και εγώ λέω και συμφωνεί ο κ. Δημόπουλος, αλλά κι εσείς πρέπει να πιέσετε να λειτουργήσουν και τμήματα μιας άλλης σχολής, εγώ θα πρότεινα στο χώρο της οικονομικής επιστήμης και της λογιστικής όπου υπάρχει μεγάλη ζήτηση, έτσι ώστε να υπάρχουν μέσα σε 2 χρόνια 6-7 τμήματα στην Τρίπολη. Αν κάνουμε αυτό το βήμα, τότε μπορούμε να δούμε την πλήρη ανάπτυξη του Πανεπιστημίου που πρέπει να φτάσει κατ” εμέ στα 18 τουλάχιστον τμήματα, δηλαδή 6 σχολές. 6 Σχολές με 18 Τμήματα σημαίνει ότι, στην πλήρη ανάπτυξή του το Πανεπιστήμιο θα έχει 15.000 φοιτητές. Και αυτό από μόνο του δίνει ένα άλλο κλίμα στην πολιτιστική και πανεπιστημιακή ζωή της περιοχής.

Αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι ξεκομμένο. Πρέπει να είναι μέσα στην αναπτυξιακή πορεία. Και ποιοι είναι οι μοχλοί της αναπτυξιακής πορείας πέρα από το Πανεπιστήμιο;

Κοιτάχτε. Τα πράγματα μιλάνε από μόνα τους. Η περιοχή είναι υποβαθμισμένη. Είναι όμως ευλογημένη από το Θεό. Έχει θαυμάσιο κλίμα, έχει θάλασσα, ήλιο και εξοχές. Είναι ο χώρος στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πρωτοποριακές μορφές αγροτικής οικονομίας, ο χώρος στον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί ο θαλάσσιος και ο βουνίσιος τουρισμός ποιότητας, είναι ο χώρος που μπορεί να αναπτυχθεί μία πολιτιστική ζωή, γύρω από τα πλούσια μνημεία της Πελοποννήσου. Αυτά και μόνο δίνουν μία άμεση διασύνδεση ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο, στην έρευνα και στην ίδια την παραγωγή.

Αλλά μπορεί να γίνει και κάτι άλλο. Εγώ πιστεύω και έχω αυτό το όραμα ότι η Ελλάδα πρέπει να γίνει παγκόσμιο κέντρο υγείας και παιδείας. Εγώ δεν βλέπω γιατί όλος αυτός ο κόσμος από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή που πηγαίνει στο Λονδίνο για γιατρούς γιατί να μην πηγαίνει στην Ελλάδα. Δεν βλέπω γιατί δεν μπορούμε να αναπτύξουμε μία βιομηχανία υγείας, αν θέλετε, υψηλής ποιότητας, η οποία θα είναι προσοδοφόρα. Να πώς καλύπτεται το έλλειμμα για το οποίο μίλησα πριν. Γιατρούς, δόξα τω Θεώ, έχουμε. Χρήματα για επενδύσεις έχουμε. Οργάνωση δεν έχουμε, αλλά και αυτό πρέπει να το αποκτήσουμε. Και δεν βλέπω γιατί, σε ένα χώρο, και μάλιστα όπως είναι η Τρίπολη (με το κλίμα της κλπ.) να μην μπορεί να γίνει ένα μεγάλο κέντρο προς αυτή την κατεύθυνση, που θα απασχολήσει χιλιάδες κόσμο, επιστήμονες και μη.

Έχω επίσης το όραμα ότι η Ελλάδα μπορεί να ξαναγίνει ένα παγκόσμιο κέντρο εκπαίδευσης και παιδείας. Δεν βλέπω γιατί τα Πανεπιστήμιά μας να μην είναι κέντρα που θα προσελκύσουν νέους από όλον τον κόσμο που θα έρθουν εδώ για να σπουδάσουν, όχι μόνον αρχαιολογία, όχι μόνον φιλολογία, αλλά Θετικές Επιστήμες.

Μέχρι στιγμής, τι κάνουμε; Εξάγουμε τους επιστήμονές μας και αυτοί διδάσκουν στη Γερμανία και στην Αμερική. Γιατί να μην κάνουμε το αντίστροφο; Γιατί, στη νέα εποχή, να μην μπορούμε να τους έχουμε εδώ και να έρχονται οι φοιτητές να ακούνε τις παραδόσεις αυτών των φημισμένων Καθηγητών που έχουμε. Και δεν μιλάω για έναν ή δύο. Μιλάω για πάρα πολλούς επιφανείς έλληνες επιστήμονες του εξωτερικού. Σε όλα αυτά, λοιπόν, το Πανεπιστήμιο μπορεί να παίξει ρόλο.

Σχετικά με την Παιδεία, θα ήθελα να αναφέρω και το εξής: Πρωτογνώρισα Αρκάδες, όχι στην Ελλάδα, αλλά στην Αμερική. Γιατί είμαι κι εγώ παιδί της διασποράς, σπούδασα στην Αθήνα, αλλά έκανα την επαγγελματική μου καρριέρα στο εξωτερικό, αρκετά χρόνια στην Αμερική και, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι Κεφαλλονίτες και οι Αρκάδες τα πηγαίνανε καλά στις οργανώσεις και είχαν και κοινές συνεστιάσεις. Κι επειδή εσείς είσαστε πολυάριθμοι κι εμείς λιγότεροι, είχατε μάλιστα και το πάνω χέρι!

Πάντως, πρέπει να σας πω ότι η αγωνία των ανθρώπων αυτών, που είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς πια, είναι τι θα γίνει με τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους έχουν συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής. Τα ελληνικά τους όμως είναι σχεδόν απαράδεκτα.

Τα παιδιά αυτά θέλουνε να έρθουνε σε επαφή με τον τόπο τους. Στην Αμερική, υπάρχει ο θεσμός του λεγόμενου, Junior Year, του τρίτου έτους, κατά το οποίο ενθαρρύνονται τα παιδιά, να σπουδάσουν στο εξωτερικό. Τα αμερικανάκια πηγαίνουν συνήθως στην Αγγλία, λόγω της γλώσσας ή στη Γαλλία, όπου περνάνε κάπως καλύτερα και ακόμη λιγότερο στην Ιταλία. Δεν βλέπω γιατί αυτό το Πανεπιστήμιο, σε πλήρη ανάπτυξη, δεν λέω για τώρα, να μην αναπτύξει ένα κέντρο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας γι” αυτά τα παιδιά και, παράλληλα, να δίνει πανεπιστημιακά μαθήματα στην αγγλική γλώσσα γι” αυτά τα παιδιά, έτσι ώστε, όταν γυρίσουν μετά από ένα χρόνο διαμονής εδώ, θα έχουν δει τη χώρα τους, θα έχουν ανανεώσει την επαφή με τις ελληνικές τους ρίζες, θα έχουν μάθει ελληνικά της προκοπής και θα έχουν παρακολουθήσει τις πανεπιστημιακές σπουδές στην Ελλάδα, που θα αναγνωρίζονται στα πανεπιστήμιά τους. Εγώ σας λέω ότι οι έλληνες του εξωτερικού θα στηρίξουν αυτή την προσπάθεια και θα τη στηρίξουν με πολλούς τρόπους.

Και θα ήταν ωραίο το θέαμα, μετά από μερικά χρόνια, εδώ στο Πανεπιστήμιο της Τρίπολης να δούμε χιλιάδες ελληνόπουλα του εξωτερικού που θα έρχονται για σπουδές πλάϊ-πλάϊ με τα παιδιά του ελλαδικού χώρου.

Δεν χρειάζεται να σας πω ότι αυτή η επαφή ανοίγει τις κεραίες της Τρίπολης και της Πελοποννήσου στην παγκόσμια ανάπτυξη. Το παιδί αυτό της διασποράς αύριο θα είναι επιστήμονας ή επιχειρηματίας στον Καναδά, στην Αμερική ή στην Αυστραλία και θα έλθει σε επαφή με δραστηριότητες εδώ στην Πελοπόννησο και η επαφή θα ανακυκλώνεται δυναμικά.

Θα μου πείτε αυτά είναι όνειρα. Θα σας πω όχι. Έχει γίνει σε άλλες χώρες και σε άλλες φυλές. Και εμείς, που έχουμε φαντασία, που μπορούμε να τα σκεφτούμε όλα αυτά, γιατί να σκοντάφτουμε στην υλοποίηση; Ένα πράγμα που πρέπει να κάνουμε, αν θέλουμε να κάνουμε ένα βήμα προς την ανάπτυξη, είναι να αποφασίσουμε ότι θα μιλάμε λιγότερο, αλλά θα κάνουμε περισσότερα πράγματα.

Γι” αυτό δεν θα μιλήσω περισσότερο. Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn