ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Κύριε Πρόεδρε, ομολογώ ότι δεν είχα πρόθεση να πάρω το λόγο. Τα σχόλια που έχω για τον Προϋπολογισμό θα μπορούσα κάλλιστα να τα καταθέσω στην Ολομέλεια της Βουλής. Ομολογώ, όμως, ότι η συζήτηση που έγινε σε αυτήν την Επιτροπή μου έδωσε μερικά ερεθίσματα για να κάνω μερικά σχόλια. Κυρίως θέλω να σχολιάσω τη μάλλον καταστροφική αξιολόγηση για την οικονομία που έκανε ο κ. Μητσοτάκης χθες. Θα ήθελα, επίσης, να θέσω στην Επιτροπή ένα μείζον πολιτικό θέμα που ανακύπτει και που έχει σχέση με τον Προϋπολογισμό και επί του οποίου νομίζω ότι η Επιτροπή αυτή πρέπει να πάρει θέση, σήμερα μάλιστα.
Πριν όμως μπω σε αυτό το θέμα, το οποίο θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό, θα κάνω μερικά σχόλια για τον Προϋπολογισμό. Άκουσα προσεκτικά όλους τους εισηγητές και, παρά τις φραστικές οξύτητες και αντιπαραθέσεις, εγώ δεν διέκρινα, ειλικρινά, βασικές αποκλίσεις και διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις από όλες τις πλευρές. Από όλα όσα άκουσα, αν αφήσω ζητήματα εντυπωσιασμού και φραστικών αντιπαραθέσεων, τρία θέματα προέκυψαν:
Το ένα αφορά στις λογιστικές διαφορές που προέκυψαν ακολουθώντας τη μία ή την άλλη μεθοδολογία. Η μία μεθοδολογία μας έδινε πλεονάσματα στον Κρατικό Προϋπολογισμό και η άλλη μεθοδολογία μας δίδει, όπως σήμερα, ελλείμματα. Εγώ κατανοώ τις πολιτικές διαστάσεις του θέματος. Όμως, θα ήθελα ευθέως να ερωτήσω τον κ. Αλογοσκούφη, που δεν είναι εδώ, και τους εισηγητές της Νέας Δημοκρατίας εάν η λογιστική παρουσίαση μιας εικόνας της οικονομίας επηρεάζει τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη και την πολιτική προσέγγιση. Το νερό παγώνει στους 32 βαθμούς ή στους 0 βαθμούς, ανάλογα με το πώς και με ποια κλίμακα μετράμε. Το γεγονός είναι πότε παγώνει το νερό – αυτή είναι η πραγματικότητα – όχι πώς το μετράμε. Εάν μετράμε μία κατάσταση με τη μία ή την άλλη στάθμιση, δεν αλλάζει μία πραγματικότητα. Η οικονομία το 1999, είτε μετριέται με μια παλαιά είτε με μία νέα μεθοδολογία, παραμένει ίδια, όσον αφορά στον πληθωρισμό, την ανεργία, το επίπεδο παραγωγής κτλ.
Η συζήτηση θα είχε οικονομικό – δεν λέω πολιτικό – περιεχόμενο, εάν η διαφορετική λογιστική παρουσίαση των μεγεθών επηρέαζε και τη συμπεριφορά μας και τα πραγματικά οικονομικά μεγέθη. Σε αυτό θα ήθελα να είχα μία απάντηση από τους εισηγητές της Νέας Δημοκρατίας.
Η δεύτερη διαφορά, η οποία προέκυψε, αφορά στις δαπάνες. Ακούσαμε κυρίας από τη μεριά της ΝΔ εισηγήσεις για τη μείως των κρατικών δαπανών. Όλοι θέλουμε να περιοριστεί η σπατάλη στο δημόσιο. Εδώ, όμως, δεν μπορούμε να είμαστε γενικόλογοι. Πρέπει να κάνουμε συγκεκριμένες υποδείξεις. Τι θα μειώσουμε και γιατί θα το μειώσουμε. Η μόνη συγκεκριμένη κατάθεση που έγινε, γιατί ήταν υποχρεωμένη να το κάνει αυτό, ήταν από την πλευρά της κυβέρνησης που κατέθεσε τον Προϋπολογισμό. Εκεί η Κυβέρνηση έδωσε τις προτεραιότητες και στο σύνολο των δαπανών που παρουσιάζει λέει πώς καταμερίζονται οι δαπάνες στο χώρο της υγείας, της παιδείας κλπ. Υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις για μία ανακατάταξη αυτών των δαπανών; Εγώ δεν άκουσα τέτοιες προτάσεις.
Θέλω, όμως, εγώ να κάνω μία πρόταση. Δεν είναι δυνατόν σε συζητήσεις τριών ή τεσσάρων συνεδριάσεων αυτής της Επιτροπής να φθάσουμε σε ένα επίπεδο λεπτομέρειας και αξιολόγησης που να μπορούμε ως Βουλή να κάνουμε συγκεκριμένες προτάσεις για το ποια κονδύλια στο Υπουργείο Παιδείας, στο Υπουργείο Υγείας, στο Υπουργείο Γεωργίας θα μπορούσαν να μειωθούν, χωρίς να μειωθεί η αποτελεσματικότητα ενός συγκεκριμένου έργου. Για να γίνει αυτό, πιστεύω ότι θα πρέπει η Ελληνική Βουλή να ακολουθήσει την πρακτική όλων των άλλων βουλών, όπου ο Προϋπολογισμός δεν συζητείται τις τελευταίες εβδομάδες πριν από την έγκρισή του από την Ολομέλεια, αλλά εξετάζεται κατά τη διάρκεια του έτους.
Προ δύο ετών είχαμε πει εδώ, σε αυτήν την Επιτροπή, ότι θα αρχίσουμε την επεξεργασία του προσχεδίου του Προϋπολογισμού από το Μάρτιο, έτσι που μικρές ομάδες από αυτήν την Επιτροπή θα μπορούσαν να ασχοληθούν με ειδικά κονδύλια του Προϋπολογισμού, είτε είναι άμυνα, είτε είναι παιδεία κλπ. να επισκεφθούν τα συγκεκριμένα Υπουργεία, για να μπορεί η Επιτροπή αυτή να έχει και συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της σπατάλης στο δημόσιο και για το πώς, μειώνοντας τις δαπάνες, δεν θα μειώσουμε και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα.
Κύριε Πρόεδρε, αυτή είναι η πρότασή μου. Θα ήθελα να τη μεταφέρετε και στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής. Νομίζω ότι είμαστε η μόνη χώρα όπου ο Προϋπολογισμός συζητείται γενικόλογα, σε δύο – τέσσερις συνεδριάσεις της Επιτροπής αυτής, χωρίς να δίνεται η δυνατότητα στα μέλη αυτής της Επιτροπής να εξετάσουν εις βάθος τους προϋπολογισμούς κατά δραστηριότητα και κατά Υπουργείο.
Η Τρίτη διαφορά που προέκυψε ήταν η πρόταση του κ. Έβερτ για τη φορολογική πολιτική. Εδώ δεν έγινε συζήτηση. Θα ήθελα, όμως, να πω ότι το πρόβλημα με την πρόταση του κ. Έβερτ είναι διπλό:
Πρώτον, διότι για να υλοποιήσουμε μία πολιτική σημαντικών φοροελαφρύνσεων με αναπτυξιακή κατεύθυνση, όπως ο ίδιος θα ήθελε, είναι σαφές ότι θα προκύψουν σημαντικά ελλείμματα στον Κρατικό Προϋπολογισμό τα επόμενα χρόνια. Εφόσον, λοιπόν, είμαστε δεσμευμένοι από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης να μην υπερβούμε ένα ορισμένο επίπεδο, δεν είμαστε σε θέση να ακολουθήσουμε αυτήν την πολιτική. Εδώ υπάρχει μία αντίφαση μεταξύ του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και μιας αναπτυξιακής προσέγγισης. Θα επανέλθω σε αυτό το θέμα.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη δυσκολία στην πρόταση του κ. Έβερτ. Είναι ότι ιστορικά δεν έχει αποδειχθεί ότι μία πολιτική η οποία λειτουργεί από τη μεριά της προσφοράς, supply economics, θα οδηγήσει σε ανάπτυξη. Σας υπενθυμίζω ότι η πολιτική του Ρήγκαν, η οποία πραγματικά βασίστηκε σε μείωση της φορολογίας, για να δοθούν κίνητρα στην ανάπτυξη, μετά το 1981 οδήγησε σε μεγάλα ελλείμματα του Προϋπολογισμού της Αμερικής, χωρίς αυτή να συνοδευτεί από οικονομική ανάπτυξη. Είναι, λοιπόν, ένα θέμα – κατ” εμέ δεν συζητήθηκε και είναι ανοικτό – που κάποια στιγμή στο πλαίσιο της Επιτροπής θα πρέπει και αυτό να συζητηθεί.
Σας είπα ότι πήρα το λόγο για να μιλήσω για ένα πολιτικά μείζον ζήτημα. Αφορά στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ο Προϋπολογισμός αυτός κινείται αναγκαστικά στο πλαίσιο των υποχρεώσεων της χώρας και δεν έχει μεγάλα περιθώρια ευελιξίας.
Γι” αυτό και η πολιτική σημασία του Προϋπολογισμού αυτού είναι μειωμένη. Αυτό που μπορούμε και πρέπει να δούμε είναι ποιες είναι οι δυνατότητες που έχει η ελληνική οικονομία μεσοπρόθεσμα, δηλαδή το 2002-2006, στο πλαίσιο ενός προγράμματος που είναι σύμφωνο με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το σχέδιο αυτό έχει μόλις κυκλοφορήσει. Πρέπει να σας πω ότι υπάρχουν ορισμένα πράγματα που πρέπει να μας ενοχλήσουν. Το πρώτο είναι ότι, ενώ το Κοινοβούλιο εγκρίνει κάθε χρόνο το Προϋπολογισμό, οι βασικές πολιτικές δεσμεύσεις που παίρνει η χώρα στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν περνούν από τη Βουλή και από κανένα Κοινοβούλιο των δεκαπέντε χωρών. Το θέμα δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και την Κυβέρνηση. Αφορά σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης παίρνονται οι βασικές δεσμεύσεις για το ποιες θα είναι οι κατευθύνσεις της οικονομίας. Εκεί έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε πολιτικές επιλογές για το ποιο δρόμο ανάπτυξης θα ακολουθήσουμε. Το Σύμφωνο Σταθερότητας όμως συζητείται στο πλαίσιο μη εκλεγμένων οργάνων της ΕΕ και αυτά εκ των υστέρων δεσμεύουν εμάς και την κατάρτιση του Προϋπολογισμού.
Οι όροι που είχε θέσει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης ήταν όροι που ουσιαστικά είχε επιβάλει η Νομισματική Ένωση και οι τραπεζίτες. Δεν ήταν όροι που θα μπορούσαν να περάσουν, εάν βλέπαμε την οικονομική κατάσταση από μία άλλη οπτική γωνία, δηλαδή από τη γωνία της δημοσιονομικής πολιτικής, της αναπτυξιακής πολιτικής ή ακόμα και της πολιτικής πλήρους απασχόλησης. Το πρόβλημα με το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι ότι είχε γενικούς κανόνες για κάθε χρόνο και για όλες τις χώρες.
Εμείς είχαμε συνηθίσει το όριο του 3% να είναι το μάξιμουμ του ελλείμματος της γενικής Κυβέρνησης σε σχέση με το ΑΕΠ. Υπήρχε και ένας μισοξεχασμένος όρος ότι το χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ δεν έπρεπε να υπερβαίνει το 60% και οι χώρες οι οποίες είχαν μεγαλύτερο χρέος θα έπρεπε να κινηθούν στην κατεύθυνση της μείωσής του. Αυτά ξέραμε και τα δεχθήκαμε. Προσαρμόσαμε όσο μπορούσαμε την οικονομία μας σχετικά με το έλλειμμα του δημόσιου τομέα. Οι χώρες οι οποίες επέμεναν στη μη ύπαρξη ελλειμμάτων στο δημόσιο τομέα ήταν οι χώρες που παραβίασαν αυτόν τον κανόνα λόγω της οικονομικής ύφεσης, δηλαδή και η Γερμανία και η Γαλλία.
Τώρα τι βλέπουμε; Μία κίνηση ανατροπής των όρων αυτού του Συμφώνου. Ουσιαστικά, δίνεται μικρότερη έμφαση στο έλλειμμα με το μάξιμουμ 3% και το βάρος μετατίθεται στον άλλο, τον μισοξεχασμένο κανόνα του δημόσιου χρέους. Δηλαδή οι χώρες που παραβιάζουν το Σύμφωνο Σταθερότητας έρχονται να ρίξουν το βάρος της προσαρμογής στην Ιταλία, στο Βέλγιο και την Ελλάδα.
Εδώ πρέπει να σταθούμε και ν δούμε ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Δεν νομίζω ότι θα πρέπει να προχωρήσουμε σε μία συμφωνία για την αναθεώρηση αυτού του Συμφώνου Σταθερότητας, έτσι όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να δεχθούμε ότι ο κανόνας αυτός θα ισχύει για όλες τις χώρες και για κάθε χρόνο. Έχουμε χώρες σε διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης.
Η Ελλάδα δεν έχει ακόμα ολοκληρώσει την υποδομή της, χρειάζονται πολλά ακόμα δημόσια έργα για να μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα επίπεδο ανταγωνιστικό των άλλων χωρών. Είναι σαφές ότι θα χρειαστούμε ένα μεγάλο πρόγραμμα δημοσίων έργων και επενδύσεων στο δημόσιο τομέα, το οποίο θα δημιουργήσει μία υποδομή η οποία ήδη έχει χτιστεί στη Γερμανία, στη Γαλλία και στις άλλες χώρες. Ο κανόνας λοιπόν πρέπει να είναι διαφορετικός για κάθε χώρα. Θα πρέπει να υπάρχει μια εξειδίκευση.
Δεν ξέρω πότε το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, θα συμφωνηθεί σε επίπεδο κορυφής, εάν θα γίνει στην Κοπεγχάγη ή αργότερα στη Θεσσαλονίκη. Εγώ προτείνω ότι αυτή η Επιτροπή θα πρέπει αμέσως να συζητήσει αυτό το θέμα και να υπάρχει μία θέση της Βουλής γι” αυτό το ζήτημα.
Αυτό με φέρνει στο έγγραφο της Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Τι παρατηρούμε εδώ; Παρατηρούμε αντιαναπτυξιακά συμπτώματα επιβολής των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Αυτό το σχέδιο είναι ρεαλιστικό, δεν έχω αρνητικά σχόλια να κάνω γι” αυτό, αλλά ελάτε να δείτε τους περιορισμούς.
Το σχέδιο 2002-2006 είναι αναγκασμένο να δώσει αποτελέσματα μείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ και δημιουργίας πλεονασμάτων. Για να το κάνει αυτό, θα πρέπει να προσαρμόσει κάποια άλλα μεγέθη. Ο ρυθμός ανάπτυξης, ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων μειώνεται από το 2002 στο 2006, όπως χαμηλός είναι και ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ, το οποίο πηγαίνει κατά μέσο όρο στο 3,6%. Αυτό το ποσοστό, το οποίο προτείνει είναι υψηλότερο στην «οροφή» του ΑΕΠ, διότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε μία αναπτυξιακή υποδομή αυτά τα χρόνια, για να έχουμε δυνατότητες αύξησης του ΑΕΠ. Αυτό γίνεται γιατί είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε ουσιαστικά όχι μόνο μία σκληρή αντιπληθωριστική πολιτική – το πραγματικό κόστος εργασίας ανά μονάδα μειώνεται κάθε χρόνο, το πρόβλημα δεν είναι εκεί – αλλά και οι επενδύσεις δεν είναι όσο δυναμικές θα μπορούσαν να είναι, διότι είμαστε αναγκασμένοι να κινηθούμε στο στενό περιθώριο της μείωσης του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ.
Εμείς δεν πρέπει να το δεχθούμε αυτό. Πρέπει να πούμε ότι στο έλλειμμα του δημόσιου τομέα, αλλά και στο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ δεν πρέπει να περιλαμβάνουμε τα δημόσια έργα, τα οποία γίνονται για αναπτυξιακούς σκοπούς. Αυτό μας διαφοροποιεί από τις χώρες που ήδη έχουν ολοκληρώσει το πρόγραμμα της υποδομής. Υπάρχει η έννοια της συνοχής στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να βοηθηθούν οι χώρες που αναπτύσσονται τώρα και κάνουν την πραγματική τους σύγκλιση. Πώς θα γίνει αυτό, όταν επιβάλλουμε τους ίδιους κανόνες ελλείμματος και χρέους προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα και στη Γερμανία, στη Γαλλία και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες;
Η πρότασή μου λοιπόν είναι εμείς σε ειδική συνεδρίαση εδώ στην Επιτροπή να εξετάσουμε το σχέδιο της Κυβέρνησης, το οποίο είναι αρκετά προσεγμένο, Εάν το θέμα αυτό είναι θέμα συμφωνίας στην Κοπεγχάγη, θα πρέπει να γίνει μία συζήτηση πριν από την Κοπεγχάγη και στην Επιτροπή και στην Ολομέλεια, γιατί αυτό σφραγίζει τις επιλογές της Ελλάδας για τα επόμενα πέντε – έξι χρόνια.
Νομίζω ότι πρέπει να διαπραγματευθούμε μία ευελιξία εφαρμογής αυτών των δεικτών έτσι ώστε η προτεραιότητα να είναι η προώθηση της αναπτυξιακής δυνατότητας της χώρας και η εξέταση κατά έτος της απόδοσής της, παρά η εφαρμογή «τυφλών», άκαμπτων κανόνων, οι οποίοι ουσιαστικά περιορίζουν την αναπτυξιακή μας δυνατότητα.
Ξέρω ότι έγιναν σκληρές διαπραγματεύσεις χθες και θα γίνουν και σήμερα στις Βρυξέλλες γι” αυτό το θέμα. Η Ελλάδα είναι μία χώρα που έχει ανάγκη ταχύτατης ανάπτυξης. Δεν πρέπει να τιμωρηθεί από εφαρμογή ενός Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης που της ακυρώνει αυτές τις προοπτικές. Θα πρέπει να βρούμε εκείνους τους δείκτες οι οποίοι θα βοηθήσουν την ανάπτυξη. Θα πρέπει αν αξιολογηθούμε πάνω σε αυτή τη βάση.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΕΔΙΚΟΓΛΟΥ: Για να γίνει αυτό που προτείνει ο κος Αρσένης, κύριε Πρόεδρε, είναι αυτονόητο ότι χρειαζόμαστε πόρους, θέλουμε χρήμα. Το χρήμα το έχει η Κεντρική Τράπεζα. Η Γερμανία και η Γαλλία μπορούν να το κάνουν γιατί έχουν πολύ μεγάλες τράπεζες, οι οποίες μπορούν να δανείζουν το δημόσιό τους. Με τους πόρους που διαθέτει η Κεντρική Τράπεζα στην Ελλάδα, αμφιβάλλω αν έχει την ικανότητα να ικανοποιήσει τη ζήτηση χρηματικών πόρων. Συνεπώς, θα πρέπει και προς την κατεύθυνση αυτή να πείτε κάτι.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ: Μιλήσατε για έλλειψη υποδομών. Πολύ σωστά είπατε ότι οι υποδομές στην Ελλάδα υστερούν συνεπώς δεν μπορεί να γίνει η σύγκριση. Δεν θα πρέπει να προσθέσουμε και τις στρατιωτικές δαπάνες; Σε σχέση με τις άλλες χώρες η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να δαπανά τεράστια ποσά, έτσι ώστε να μην είναι συγκρίσιμες οι καταστάσεις για να επιβληθούν οι ίδιοι όροι και σε εμάς και σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες στο πλαίσιο της ΕΕ.

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ: Σαφώς.
Κύριοι συνάδελφοι, η πρότασή μου είναι η εξής: Να μελετήσουμε εμείς αυτό το θέμα. Εγώ πιστεύω ότι μία σωστή προσέγγιση στο ζήτημα αυτό θα ήταν ένα πλαίσιο Σταθερότητας και Ανάπτυξης της ΕΕ, στο οποίο κάθε χώρα υποβάλλει το αναπτυξιακό της πρόγραμμα και αυτό αξιολογείται. Δεν αξιολογείται μέσα σε a priori δείκτες που επιβάλλονται και που, εκ των πραγμάτων, υποχρεώνουν μία χώρα να έχει διαρκώς και μία πολιτική λιτότητες και μία πολιτική που δεν οδηγεί σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Υπάρχουν δύο τρόποι διοίκησης. Ο ένας είναι με κανόνες άκαμπτους τους οποίους ακολουθούν όλοι – και ιδού τα προβλήματα που έχουν τώρα η Γερμανία και η Γαλλία – και ο δεύτερος να έχουμε μία διοίκηση όπου κατά περίπτωση πάνω στα αιτήματα κάθε χώρας και πάνω στη δική της ιδιαιτερότητα λαμβάνονται συγκεκριμένες αποφάσεις.
Νομίζω ότι εμείς πρέπει να επιμείνουμε στην αρχή της συνοχής και της πραγματικής σύγκλισης. Πρέπει να δεχθεί η ΕΕ να καταθέτουμε μεσοπρόθεσμα προγράμματα ανάπτυξης, τα οποία στηρίζουν την αναπτυξιακή δυναμική μίας χώρας και μετά σε αυτή τη βάση να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη και να δεχθούμε αποκλίσεις από τους κανόνες των ελλειμμάτων ή των πλεονασμάτων ανάλογα με τις αναπτυξιακές ανάγκες.
Εκεί θα συζητήσουμε, κύριε Κεδίκογλου, και το θέμα της χρηματοδότησης και τα άλλα. Αν δεν το κάνουμε, θα πηγαίνουμε σε πολύ χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε μία λιτότητα, η οποία δεν θα οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας και θα έχουμε έναν φαύλο κύκλο από τον οποία δεν θα μπορέσουμε να βγούμε. Πρέπει να αντιδράσουμε τώρα, πριν κλείσει η συμφωνία κορυφής για το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξη. Εάν αυτό δεν γίνει στην Κοπεγχάγη και γίνει αργότερα στη Θεσσαλονίκη, θα έχουμε τουλάχιστον κάποιο χρόνο να το διαπραγματευθούμε εμείς και ως Προεδρία να βάλουμε και εμείς κάποια τέτοια ζητήματα. Αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να προχωρήσει χωρίς να έχει η Βουλή κάποιο λόγο και κάποιες παρατηρήσεις πάνω σε αυτό το σχέδιο,.
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn