Σας ευχαριστώ θερμότατα για την πρόσκλησή σας, για την τιμή που μου κάνατε να με προσκαλέσετε να απευθύνω χαιρετισμό σ΄ αυτό το συνέδριο.

Αγαπητοί φίλοι, αυτό είναι ένα κρίσιμο συνέδριο για την πορεία του κόμματός σας, αλλά είναι και ένα σημαντικό συνέδριο για την πολιτική ζωή του τόπου, για την πολιτική ζωή που τον τελευταίο καιρό παρουσιάζει μία ζωηρή κινητικότητα. Θέλω να πω ότι χρειάζεται τόλμη και διορατικότητα για να ανοιχθεί ένας διάλογος αυτού του τύπου που ανοίξατε σήμερα και που αφορά τον πολιτικό προβληματισμό γύρω από το μέλλον του τόπου μας, το μέλλον της δημοκρατίας, το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.

Έχω επανειλημμένα μιλήσει για την πολιτική «malaise», την πολιτική καχεξία, που χαρακτηρίζει τον τόπο μας και που τελευταία εκδηλώνεται με μία οξύτατη κομματική κρίση, σ΄ όλο το φάσμα της πολιτικής δραστηριότητας, σε όλα τα κόμματα. Βέβαια η κρίση αυτή δεν είναι κρίση που περιορίζεται μόνο στον ελληνικό χώρο. Είναι κρίση παγκόσμια. Σε όλες τις χώρες του κόσμου υπάρχουν σήμερα σοβαρότατοι πολιτικοί προβληματισμοί για την επεξεργασία μιας πολιτικής πρότασης διεξόδου από την κρίση. Είναι κρίση βαθιά, γιατί στην ουσία της είναι μια κρίση πολιτικών ιδεολογιών.

Οι πολιτικές ιδεολογίες αναπτύχθηκαν με βάση ορισμένες σταθερές, που αφορούσαν τις κοινωνικές, οικονομικές συνθήκες, στη διαδικασία της παραγωγής. Οι σταθερές αυτές έχουν σημαντικά αλλοιωθεί, αλλοιώνοντας στην πορεία τους και τις ίδιες τις κοινωνικές, τις οικονομικές ισορροπίες, αλλά και όλη την ιεράρχιση της διαδικασίας της παραγωγής. Σήμερα, η έκφανση της αλλοτρίωσης δεν σταματάει μόνο στο χώρο της παραγωγής, περνάει στο χώρο της κατανάλωσης, θα έλεγα κυρίως στο χώρο της κατανάλωσης, και από εκεί οδηγεί στην ισοπέδωση των πολιτιστικών αξιών, σ΄ ένα χυδαίο λαϊκισμό, και σε μία στέρηση της ικανότητας του ατόμου να σκεφθεί μόνο του, να ασκήσει κριτική, να πάρει αποφάσεις, να πάρει ρίσκα.

Θα ήθελα να μιλήσω λίγο για τις διεθνείς διαστάσεις της κρίσης. Αυτό το θέμα το θεωρώ σημαντικό και μιλάμε λίγο γι΄ αυτό σ΄ αυτόν τον τόπο. Στη μεταπολεμική περίοδο ο πολυεθνικός κεϋνσιανισμός στηρίχθηκε πάνω σε μία τεχνολογία μεγάλης κλίμακας σε παγκόσμιες αγορές και μέσα στα πλαίσια μιας μαζικής κατανάλωσης τυποποιημένων προϊόντων. Ήταν μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια και με συναινετικές διαδικασίες ανάμεσα στο κεφάλαιο, τους εργαζόμενους και τα κόμματα της εξουσίας, που καθορίστηκαν λίγο πολύ με σαφήνεια οι κανόνες του παιχνιδιού που αφορούσαν την κατανομή του εθνικού εισοδήματος, τις ευθύνες, τις αρμοδιότητες και την ιεράρχηση της διαδικασίας της παραγωγής αλλά και την άσκηση της κοινωνικής πρόνοιας. Το σύστημα αυτό που βασίστηκε διεθνώς στους μηχανισμούς του Bretton Woods και την Pax Americana έχει φθάσει, χρόνια τώρα, σε μία βαθιά κρίση που δεν χρειάζεται να σας την αναλύσω εδώ. Θα ήθελα μόνο να τονίσω ότι η πολιτική έκφρασή αυτής της κατάστασης ήταν η σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη στη μεταπολεμική περίοδο. Σ΄ αυτή την κρίση τα πολιτικά σχήματα που στήριξαν αυτήν την κατάσταση πασχίζουν τώρα να βρουν το δικό τους μετασχηματισμό για να προχωρήσουν μπροστά.

Μέσα όμως από τις ίδιες ρωγμές του συστήματος που βρίσκεται σε κρίση αναπτύσσονται νέες καταστάσεις που τις διαστάσεις τους δεν τις έχουμε ακόμα κατανοήσει. Μιλάω για τη νέα τεχνολογία. Τεχνολογία που βασίζεται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τον μικροϋπολογιστή και τη μηχανή την ευέλικτη που έχει σαν στήριγμα τον υπολογιστή. Αυτή η τεχνολογία έχει μία διαφορετική μορφή όσον αφορά τις διαδικασίες της παραγωγής και τον προσδιορισμό της ποιότητας του προϊόντος. Παλιά χρησιμοποιούσαμε εξειδικευμένες μηχανές για να παράγουμε σε μεγάλη κλίμακα συγκεκριμένα τυποποιημένα προϊόντα. Τώρα, η νέα τεχνολογία, η ευέλικτη τεχνολογία, μπορεί να παράγει σε μικρή κλίμακα προϊόντα που δεν είναι τυποποιημένα αλλά τις ιδιότητες μπορεί να τις προσδιορίσει πρώτα απ΄ όλα ο ίδιος ο χειριστής του μηχανήματος και, δεύτερον, ο ίδιος ο καταναλωτής.

Αυτή η κατάσταση αλλάζει ριζικά το σκηνικό όσον αφορά τις διαδικασίες της παραγωγής. Για πρώτη φορά μετά τη βιομηχανική επανάσταση, η μηχανή γίνεται εξάρτημα του ανθρώπου, ο άνθρωπος ελέγχει τη μηχανή και αντιστρέφονται οι όροι που παρατηρήθηκαν στη βιομηχανική επανάσταση και στη μεταπολεμική περίοδο όπου ο άνθρωπος, ο εργάτης, ο χειριστής, έπρεπε να προσαρμοστεί στη διαδικασία που επέβαλαν οι προσδιορισμοί του κύκλου της παραγωγής της μεγάλης κλίμακας. Αυτή την επανάσταση δεν την έχουμε νοιώσει ακόμα καίρια σ΄ αυτή τη χώρα ή και στην Ευρώπη ακόμα. Η αλλαγή όμως έρχεται. Και η επικράτηση μιας νέας τεχνολογίας θα αλλάξει άρδην τις τακτικές εξισορροπήσεις, θ΄ αλλάξει άρδην τις σχέσεις μεταξύ των Κρατών, την έννοια του ανταγωνισμού της αγοράς, την έννοια της σχέσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Γιατί αυτό πρέπει να το πω. Ότι χαρακτηριστικό φαινόμενο της μεταπολεμικής βιομηχανικής ανάπτυξης ήταν ο τέλειος διαχωρισμός μεταξύ της διαδικασίας της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής. Η νέα τεχνολογία – έτσι όπως εκδηλώνεται σήμερα-επαναφέρει την κατάσταση που υπήρχε στην προβιομηχανική περίοδο, όπου η διαδικασία της παραγωγής αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνικής ζωής. Δεν λέω ότι ζούμε στο κατώφλι μιας νέας ευδαιμονίας, δεν λέω ότι τα προβλήματα τα πολιτικά, τα τεχνολογικά και τα οικονομικά λύνονται με αυτόν τον τρόπο. Απλούστατα, σημειώνω αυτή τη στιγμή τη συμβίωση δύο τεχνολογικών καταστάσεων που βρίσκονται σε αντιπαράθεση αναμεταξύ τους και είναι ο τρόπος και οι μέθοδοι που αυτή η αντιπαράθεση θα λυθεί που θα προσδιορίσει το πολιτικό μέλλον του κόσμου.

Για μία ακόμη φορά, οι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν μπροστά, να δώσουν απάντηση στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε χωρίς μια ξεκάθαρη λειτουργική ιδεολογία γύρω από τις νέες σχέσεις που αφορούν την τεχνολογία, τη διαδικασία της παραγωγής και το ταξικό περιεχόμενο αυτών των διαδικασιών. Πρέπει να προχωρήσουμε με ρεαλισμό και παίρνοντας ρίσκα. Αυτό δεν θα γίνει πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία. Έτσι προβληματίζονται τώρα και έτσι προχωρούν οι πολιτικές δυνάμεις στη Δύση. Αλλά και η πρωτοβουλία του Γκορμπατσόφ πρέπει να συμπεριληφθεί σ΄ αυτή την κατηγορία, δηλαδή, μιας εμπειρικής τεχνολογικής ενατένισης του προβλήματος για μια πορεία προς το μέλλον που πολλά στοιχεία μας είναι ακόμα άγνωστα. Και σ΄ αυτή την κατηγορία μπορούμε να κατατάξουμε και το τολμηρό φλερτάρισμα της Κίνας με τις δυνάμεις της αγοράς και την παγκόσμια τεχνολογία.

Αυτά τα πράγματα πρέπει να τα λάβουμε υπόψη μας όταν μιλάμε για πολιτικές κρίσεις, για πολιτικές ιδεολογίες στον τόπο μας, γιατί εμείς ίσως να είμαστε προνομιακοί. Γιατί δεν έχουμε ολοκληρώσει τον κύκλο της βιομηχανικής ανάπτυξης και το αστικό καθεστώς. Και έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να προχωρήσουμε, ίσως πιο άνετα, πηδώντας ορισμένα στάδια που άλλοι πέρασαν, στην ανάπτυξη με τεχνολογία που δεν θα είναι αναγκαστικά καταπιεστική, με μια τεχνολογία που θα δίνει δυνατότητες απελευθέρωσης του ανθρώπου.

Αλλά στην Ελλάδα, πέρα από αυτή τη διεθνή διάσταση, έχουμε και το συγκεκριμένο ιδιαίτερο πρόβλημα της χώρας μας, ακριβώς το πρόβλημα ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει τη διαδικασία ανάπτυξης. Και οι κοινωνικές και οι ταξικές μας δομές είναι, αν όχι απροσδιόριστες, τουλάχιστον ρευστές. Είναι μέσα σ΄ αυτή τη ρευστότητα που ζει ο Έλληνας πολίτης, έχοντας τη γνώση ότι η σχετική οικονομική και κοινωνική του θέση στη σημερινή κοινωνία κάποτε, αύριο, θ΄ αλλάξει. Αλλά δεν ξέρει – ούτε του το έχουμε πει – ακριβώς με ποιο τρόπο θα αλλάξει και πού θα πάει. Και είναι αυτή η ρευστότητα και η αβεβαιότητα για το μέλλον που δημιουργεί το φόβο μέσα στις μάζες και τους οδηγεί στο συντηρητισμό, στο φόβο για το μετασχηματισμό και την αλλαγή.

Μίλησα για πολιτικό πρόβλημα που καλύπτει όλους τους χώρους, γιατί το πρόβλημα είναι βαθύ, γιατί το πρόβλημα είναι διαρθρωτικό και, είτε είναι δεξιά η πολιτική πρόταση που γίνεται, είτε είναι κεντρώα, είτε αριστερά, πρέπει να λάβει υπόψη της αυτά τα δεδομένα. Ακριβώς επειδή η παγκόσμια κατάσταση είναι ρευστή, ακριβώς επειδή εμείς σαν χώρα βρισκόμαστε σ΄ ένα σταυροδρόμι, πρέπει και εμείς να προχωρήσουμε μπροστά με μία πολιτική πρόταση διεξόδου από την κρίση.

Εδώ, θα ήθελα να κάνω ένα διαχωρισμό μεταξύ ιδεολογίας, οραμάτων, πολιτικής πρότασης και πολιτικού προγράμματος. Η ανάγκη πολιτικής πρότασης δεν αναιρεί την ανάγκη ιδεολογικής επεξεργασίας ή και τη δυνατότητα προτάσεων – οραμάτων. Όμως, οι ιδεολογίες σήμερα μπορούν να αποτελούν βάση ανάλυσης, αλλά δεν οδηγούν αυτές οι ίδιες κατευθείαν σε λειτουργικές πολιτικές προτάσεις ή εξόδους από την κρίση. Η πολιτική πρόταση πρέπει να βγαίνει μέσα από την εμπειρία της κατάστασης και των καιρών, με βάση και με ορμητήριο βέβαια ένα κάποιο ιδεολογικό πλαίσιο. Δεν μπορούμε πια να μιλάμε στον κόσμο με τσιτάτα, γενικότητες και οράματα που είναι τόσο μακρόχρονα, που είναι έξω από τα χρονικά όρια της ζωής μας, της ζωής των παιδιών μας και των εγγονιών μας. Πρέπει να μιλήσουμε για μία πρόταση πολιτική, ρεαλιστική, διεξόδου από την κρίση στα τέλη αυτού του αιώνα. Η πολιτική πρόταση που χρειάζεται δεν είναι ανάγκη να είναι πολιτικό πρόγραμμα. Πολιτικό πρόγραμμα είναι κάτι που είναι συγκεκριμένο. Είναι ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που μιλάει με αριθμούς για την επίτευξη ορισμένων συγκεκριμένων στόχων. Έχουμε μπλέξει την έννοια του πολιτικού προγράμματος και της πολιτικής πρότασης. Η Κυβέρνηση και ο τύπος μας έχουν συνηθίσει να μιλάμε για πολιτικά προγράμματα και έχουμε ξεχάσει το βασικό ζήτημα, να μιλήσουμε για πολιτικές προτάσεις, για πολιτικές επιλογές. Όχι για αριθμούς, αν το εθνικό εισόδημα είναι μισό τοις εκατό πάνω ή κάτω, ή αν οι τιμές αυξάνονται 18 ή 16%. Αυτά μπορεί να είναι σημαντικά αλλά αξιολογούνται μέσα στα πλαίσια μιας πολιτικής πρότασης που έχει ήδη επιλεγεί.

Η βασική πολιτική πρόταση που θέλω να κάνω σε εσάς σήμερα είναι ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ορθάνοιχτα μάτια το πρόβλημα της αναντιστοιχίας του καταναλωτικού προτύπου από τη μια μεριά και της παραγωγής από την άλλη.

Αγαπητοί φίλοι, η αλλοτρίωση έχει φθάσει στον τόπο μας σε απαράδεκτα επίπεδα. Και είναι παράξενο ότι σ΄ αυτόν τον τόπο μιλάμε για θέματα οικονομικά, για θέματα εισοδηματικά, για θέματα τιμών, αλλά δεν μιλάμε για τη σχεδόν ολική αλλοτρίωση του πολίτη.

Το θέμα του καταναλωτικού προτύπου το γνωρίζουμε καλά και ξέρουμε ότι το καταναλωτικό μας πρότυπο ακολουθεί πολιτιστικές αξίες ή επαφές που έχουμε με το εξωτερικό και που λίγη διασύνδεση έχει με τη διάρθρωση της παραγωγής και της παραγωγικότητάς μας. Έτσι το έφερε η μοίρα σ΄ αυτόν τον τόπο που οι ανάγκες αυτού του καταναλωτικού προτύπου αυξάνονται ενώ η παραγωγή μας, έτσι όπως έχει διαρθρωθεί, δεν μπορεί να αυξηθεί ανάλογα.

Η βασική διαπίστωση που θέλω να υπογραμμίσω είναι ότι η εξάλειψη της αλλοτρίωσης, αλλά και η εξισορρόπηση μεταξύ κατανάλωσης και παραγωγής, απαιτούν ένα κοινό μέτωπο, μια κοινή επίθεση ενάντια στους ίδιους τους μηχανισμούς. Οι μηχανισμοί που καθηλώνουν την οικονομία μας σε χαμηλά επίπεδα παραγωγής και παραγωγικότητας είναι οι ίδιοι μηχανισμοί που δημιουργούν την καταπίεση, που οδηγούν στην αλλοτρίωση. Η, ας το πούμε και αντίστροφα: Ένα πρόγραμμα ανάπτυξης και διεύρυνσης της παραγωγικής βάσης με διαρθρωτικές αλλαγές και μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, είναι και πρέπει ταυτόχρονα να είναι ένα πρόγραμμα απελευθέρωσης του ανθρώπου, εξανθρωπισμού του ανθρώπου και εξάλειψης της αλλοτρίωσης.

Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε τώρα πάνω σ΄ αυτή την πολιτική πρόταση. Δύο λόγια για τις εξωτερικές συνθήκες: Είμαστε μια μικρή και ανοικτή κοινωνία και δεχόμαστε, είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, τις επιρροές από το εξωτερικό. Και το είχε στη μοίρα του αυτός ο λαός να πηγαίνει σ΄ αυτό το ζήτημα από τη μία ακρότητα στην άλλη. Περάσαμε περιόδους λαϊκισμού και ξενοφοβίας, φόβου για κάθε τι που ήταν ξένο ή ερχόταν από το εξωτερικό. Και περάσαμε και περιόδους που εναποθέσαμε στον εξωτερικό παράγοντα τη λύση όλων των εσωτερικών προβλημάτων. Πρέπει επιτέλους να αφήσουμε αυτές τις ακρότητες και να μάθουμε να ζούμε, αυτοδύναμα, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι κάτω από τις δυνάμεις του υπολοίπου κόσμου και όχι αποξενωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο.

Τις εξωτερικές συνθήκες τις περιέγραψα και, πρέπει να πω, ότι βλέπω δύσκολες στιγμές μπροστά μας. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την αισιοδοξία εκείνων που βλέπουν στα επόμενα χρόνια ένα ευνοϊκό εξωτερικό κλίμα που θα προωθήσει τον μετασχηματισμό της κοινωνίας στον τόπο μας. Αντίθετα, βλέπω μία αύξηση των αντιδραστικών δυνάμεων που θα δημιουργήσουν ολοένα και περισσότερα εμπόδια στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Βέβαια, οι δυνάμεις της αντίδρασης στην πρόοδο και στην αλλαγή βρίσκονται σε αντιπαράθεση με τα προοδευτικά και αριστερά κινήματα σ΄ όλον τον κόσμο. Και δεν έχω τίποτα εναντίον της ιδέας ότι εμείς στην Ελλάδα, σαν μία προοδευτική χώρα μαζί με τα άλλα προοδευτικά αριστερά κινήματα της Ευρώπης, πρέπει να κινηθούμε για μία άλλη Ευρώπη, για μια άλλη παγκόσμια κοινωνία και οικονομία.

Θα πρέπει όμως να το πω και να το πω ειλικρινά ότι αυτό το βλέπω σαν δυνατότητα στο απώτερο μέλλον. Γι΄ αυτό δεν το βλέπω σαν μία συγκεκριμένη λειτουργική πολιτική πρόταση που μπορεί να λύσει στο ορατό μέλλον τα συγκεκριμένα πολιτικά μας προβλήματα. Αντίθετα, βλέπω κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, μέσα στο χώρο της Ευρώπης, που θα έρθουν σε κάποια αντιπαράθεση και αντίθεση με το δικό μας έργο του κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού. Αυτό, όπως είπα, δεν πρέπει να μας κάνει ξενόφοβους ή να δημιουργήσει τάσεις απομόνωσης της χώρας μας από εξωτερικές δυνάμεις. Πρέπει όμως να σταθούμε στα δικά μας τα πόδια. Και αν επιμένω σ΄ αυτό είναι ότι πρέπει να εξαλειφθεί κάθε ψευδαίσθηση ότι η λύση του μετασχηματισμού σ΄ αυτόν τον τόπο θα προωθηθεί στο ορατό μέλλον από οποιαδήποτε εξωτερική δύναμη. Άλλο η συνεργασία αριστερών δυνάμεων για κάποιο άλλο κόσμο στο απώτερο μέλλον και άλλο η επίλυση του πολιτικού προβλήματος στα επόμενα 5 ή 10 χρόνια. Και μέσα σ΄ αυτά τα πλαίσια θα ήθελα να πω ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο ΕΟΚ, η επιτροπή της ΕΟΚ και το διευθυντήριο της ΕΟΚ κινούνται σε μία κατεύθυνση καταμερισμού της εργασίας που είναι συντηρητική, νεοφιλελεύθερη και δεν αφήνει περιθώρια κοινωνικού μετασχηματισμού στην περιφέρεια. Και, γι΄ αυτό το λόγο, μίλησα για ιδεολογικό ιμπεριαλισμό της ΕΟΚ. Και πιστεύω ότι σ΄ αυτό το σημείο εμείς θα πρέπει να αντιτάξουμε στην ΕΟΚ σθεναρά το δικό μας εθνικό, αναπτυξιακό πρόγραμμα και, πάνω απ΄ όλα, θα πρέπει να προτείνουμε στην ΕΟΚ την εκπόνηση κοινής βιομηχανικής πολιτικής όπου και εμείς θα διεκδικήσουμε το δικό μας κομμάτι στο νέο διεθνή καταμερισμό της εργασίας.

Τονίζω πολύ τον εξωτερικό παράγοντα γιατί – πρέπει να το καταλάβουμε – το πρόβλημα θα το λύσουμε μόνοι μας, όχι με την βοήθεια του εξωτερικού παράγοντα, αλλά εις πείσμα του εξωτερικού παράγοντα. Η πρόσφατη “ανακάλυψη” της συγκυριακής οικονομικής κρίσης δημιούργησε ένα άλλοθι, όχι μόνο για την αναστολή των διαρθρωτικών λύσεων στον τόπο, αλλά οδήγησε επίσης σε μία όξυνση του αισθήματος της εξάρτησης από το εξωτερικό για να λύσουμε ακόμα και τα απλούστερα συγκυριακά οικονομικά μας προβλήματα.

Ποια είναι τα βασικά στοιχεία της πολιτικής πρότασης που θα μπορούσε να είναι μια βάση προβληματισμού, όχι μόνο για τον αριστερό χώρο, αλλά για όλους τους πολιτικούς δημοκρατικούς χώρους σ΄ αυτόν τον τόπο; Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, θα απαριθμήσω μόνο μερικά στοιχεία, ενδεικτικά, για να προχωρήσω σε ένα σημείο, το τελευταίο, που το θεωρώ καίριο και κάπως ξεχασμένο:

Χρειαζόμαστε πρώτα αποκεντρωμένες συμμετοχικές διαδικασίες.

Πρέπει να δεχθούμε, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, το καταναλωτικό πρότυπο που έχει επικρατήσει στον τόπο μας. Ο μετασχηματισμός δεν μπορεί να γίνει, δεν πρέπει να γίνει με συμπίεση της ζήτησης. Άλλο αν σε ένα απώτερο μέλλον, μέσα από μία αναβάθμιση της κοινωνικής συνείδησης των μαζών, το ίδιο το καταναλωτικό πρότυπο αλλάξει. Η λύση όμως θα έρθει από μία διεύρυνση της παραγωγής και της παραγωγικής βάσης.

Για να γίνει αυτό χρειάζεται εθνικός δημοκρατικός προγραμματισμός με συμμετοχικές διαδικασίες.

Αλλά, χρειάζεται ταυτόχρονα μία προγραμματισμένη παρέμβαση, που αφορά την αγορά κεφαλαίου και την αγορά εργασίας.

Χρειάζεται, πάνω απ΄ όλα, σταθερότητα στους θεσμούς. Θα ήθελα να σας τονίσω αυτό ιδιαίτερα. Από τη δική μου προσωπική εμπειρία στην Κυβέρνηση, μπορώ να πω ότι αν η υλοποίηση μιας πολιτικής απόφασης υπέφερε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η αστάθεια των θεσμών και των κανόνων του παιχνιδιού.

Χρειάζεται τέλος μία σταθερότητα και καθαρότητα στους κανόνες. Ένα θέμα που τα πολιτικά κόμματα διστάζουν να το θίξουν. Και όμως οφείλουν να το θίξουν, για να δείξουν ακριβώς και τη δική τους φυσιογνωμία. Ποιοι και πώς επιβραβεύονται στην κινητοποίηση για την ανάπτυξη; Το θέμα της επιβράβευσης είναι ένα θέμα βασικό που δυστυχώς έχουμε αφήσει στο ρουσφέτι ή στους κανόνες της αγοράς και, εν τω μεταξύ, έχουμε ισοπεδώσει όλες τις πολιτιστικές μας αξίες.

Αυτά τα στοιχεία της πολιτικής πρότασης τα ανέφερα ενδεικτικά, για να μου πείτε και να αναρωτηθείτε και εσείς μαζί μου, μα αφού αυτά είναι τόσο αυτονόητα και τόσο απλά, γιατί δεν εφαρμόζονται στην πράξη; Και το πρόβλημα, νομίζω, είναι ότι στις έννοιες πάμε καλά, στην εφαρμογή έχουμε προβλήματα. Γιατί, πίσω από αυτές τις προτάσεις κρύβεται μία μεγάλη αλήθεια. Διεύρυνση της παραγωγικής βάσης, ανάπτυξη μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες που κτυπάνε το φαινόμενο της αλλοτρίωσης, σημαίνει βασικές ανακατατάξεις στις οικονομικές και κοινωνικές ισορροπίες των τάξεων. Όλα τα κόμματα που κυβέρνησαν αυτό τον τόπο, αλλά και τα άλλα πολιτικά κόμματα σαν αντιπολίτευση και στην πολιτική τους παρουσία, καταφεύγουν στο εύκολο τέχνασμα της εξισορρόπησης των κοινωνικών και οικονομικών ομάδων. Με εξισορρόπηση, αγαπητοί φίλοι, στην καλύτερη περίπτωση, αναπαράγουν το παρελθόν, αναπαράγουν ένα καθεστώς που συρρικνώνει, ένα καθεστώς που καταπιέζει. Πρόοδος προς την ανάπτυξη σημαίνει ρήξεις. Σημαίνει αλλαγή των ισορροπιών. Και μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, αυτό σημαίνει κάτι που είναι πολύ δύσκολο, αλλά που είναι και η πολιτική αρετή των κομμάτων. Είναι ότι πρέπει να πείσεις τον πολίτη, πρέπει να πείσεις τη δημοκρατική πλειοψηφία, ότι πρέπει και αυτή η ίδια να μετασχηματισθεί. Δεν του υπόσχεσαι ότι αύριο θα είναι ακριβώς έτσι και λίγο καλύτερα απ΄ ότι είναι, χωρίς να κάνει τίποτα για τον εαυτό του. Του υπόσχεσαι μία διαδικασία με φερεγγυότητα και κανόνες αλλαγής, αλλαγής της κοινωνίας που σημαίνει και δικής του αλλαγής. Και αυτή την αλλαγή πρέπει να την πιστέψει ο ίδιος. Αυτή η κατάσταση δεν ισχύει σήμερα σ΄ αυτόν τον τόπο. Όταν μιλάμε για αλλαγή μιλάμε για μία βελτίωση της σχετικής μας κατάστασης, αλλά όχι για μία άλλη κοινωνία όπου θα έχουμε μία θέση σ΄ αυτή, μία θέση που θα καθορισθεί από φερέγγυους κανόνες, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.

Εγώ πιστεύω ότι τα κόμματα που ακολουθούν, άμεσα ή έμμεσα, είτε σε δεξιές είτε σε αριστερίστικες πλειοδοσίες, όσον αφορά τις εξισορροπήσεις των οικονομικών και κοινωνικών ομάδων, είναι καταδικασμένα. Καταδικασμένα από την ιστορία, καταδικασμένα στη συνείδηση του Ελληνικού λαού. Και, πιστεύω, ότι οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορέσουν να μιλήσουν ειλικρινά και ανοικτά και να πείσουν τη δημοκρατική τους πλειοψηφία για έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που και η ίδια δημοκρατική πλειοψηφία θα αλλάξει, ότι θα έχουμε ένα καλύτερο αύριο και ότι η σχετική θέση του καθενός προδιαγράφεται με φερέγγυους κανόνες, οι πολιτικές αυτές δυνάμεις πολύ σύντομα θα μπορέσουν να μιλήσουν με όρους εξουσίας.

Σας ευχαριστώ.

Print this pageEmail this to someoneShare on FacebookTweet about this on TwitterPin on PinterestShare on Google+Share on LinkedIn